28.3.2021
Ευάγγελος Βενιζέλος
Τα Συντάγματα του Αγώνα και τα Δάνεια της Ανεξαρτησίας: δύο παράλληλοι μηχανισμοί*
1. Η Επανάσταση του 1821 ξεσπά την εποχή των επαναστάσεων στην Ευρώπη, δεν είναι ένα μοναδικό φαινόμενο. Ο ιδεολογικός και αξιακός περίγυρος επηρεάζει τις εκτιμήσεις, τις αντιλήψεις, τη συνείδηση. Η ανάγκη για αξιοπρέπεια γίνεται επιτακτική, η αναζήτηση ενός χώρου ελεύθερης ύπαρξης και δράσης είναι πια ζωτική. Η ελληνική Επανάσταση έχει παρόλα αυτά εθνικό χαρακτήρα. Ο διαφωτισμός και οι φιλελεύθερες ιδέες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, όμως η διεργασία που οδηγεί σε μια εξέγερση και πολύ περισσότερο σε μια επανάσταση, είναι πάντα πολύπλοκη και αντιφατική. Κατάληξη της διεργασίας αυτής στην ελληνική περίπτωση είναι η ανάδειξη του αιτήματος για ελευθερία, για ένα ανεξάρτητο κράτος που να εκφράζει το ελληνικό Έθνος και ταυτόχρονα να το μορφοποιεί. Το ελληνικό Έθνος υπάρχει προφανώς πολύ πριν το ελληνικό κράτος, αλλά οι μηχανισμοί του κράτους, πολύ γρήγορα, θέτουν υπό επεξεργασία και διαμορφώνουν την ίδια την εθνική συνείδηση.
Η Επανάσταση είναι νομικά αδέσμευτη, αλλά η ίδια θέλει να οργανώνεται και να αυτοπεριορίζεται νομικά, ακριβώς διότι θέλει να αποκτήσει το ταχύτερο δυνατό πολιτειακή υπόσταση. Έχει συνεπώς ανάγκη από σχηματοποιημένη έννομη τάξη, θεμέλιο και κορυφή της οποίας είναι ένα Σύνταγμα.
Σε μια επανάσταση δεν υπάρχει τίποτα το οποίο να είναι «καθαρό», δεν υπάρχουν αποκλειστικώς μεγαλειώδη και ωραία πράγματα, υπάρχουν και μικρότητες και μικροψυχίες και βιαιότητες και λάθη και συγκρούσεις και μικροσυμφέροντα. Όλα αυτά βεβαίως, επιστέφονται στο τέλος από αυτό καθεαυτό το γεγονός, το ιστορικό κεκτημένο δηλαδή, της ίδρυσης του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, της διαμόρφωσης αυτής της πολιτειακής οντότητας, η οποία συντελείται μάλιστα πάρα πολύ γρήγορα. Ήδη με την έναρξη, σχεδόν, της Επανάστασης, με την Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου και με το πρώτο Σύνταγμα, το «Προσωρινό Πολίτευμα» του 1822.
2. Η Επανάσταση της Ανεξαρτησίας είναι μία σύγκρουση για την κυριαρχία. Μόνο αν έχουμε στο νου μας την έννοια της κυριαρχίας, μπορούμε να αντιληφθούμε, αυτό το οποίο συνέβη τα χρόνια της Επανάστασης. Σύγκρουση για την κυριαρχία σημαίνει ότι υπάρχει αμφισβήτηση της Οθωμανικής κυριαρχίας και ο πρώτος στόχος είναι η αποτίναξή της, δηλαδή η κατάργηση της Οθωμανικής κυριαρχίας σε μία εδαφική περιοχή, όσο γίνεται μεγαλύτερη. Δεύτερος στόχος είναι η εγκαθίδρυση μιας νέας εσωτερικής κυριαρχίας, δηλαδή ενός νέου πολιτειακού μορφώματος, ενός νέου κράτους, που ασκεί, ως πραγματική καταρχήν κατάσταση, την κυριαρχία του σε ένα συγκεκριμένο έδαφος. Το κράτος αυτό διεκδικεί ανεξαρτησία, που είναι η εξωτερική κυριαρχία, και αποδοχή ή πάντως επιβολή της εξουσίας του στο έδαφός του, που είναι η εσωτερική κυριαρχία. Το επαναστατημένο Έθνος διεκδικεί αναγνώριση της εξωτερικής κυριαρχίας του νέου κράτους από τη διεθνή κοινότητα, πρακτικά από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής ή πάντως επιδιώκει να γίνουν πράξεις έμμεσης αναγνώρισης της κυριαρχίας του.
3. Η Επανάσταση είναι μία σύνθεση γεγονότων στρατιωτικών, πολιτικών και θεσμικών, μέσα από τα οποία διαμορφώνονται νέες καταστάσεις. Για να γίνει αυτό, χρησιμοποιούνται στρατιωτικά μέσα, απαιτούνται οικονομικά μέσα, χρειάζεται πολιτική οργάνωση, είναι απολύτως αναγκαία η διπλωματική δραστηριότητα, πρέπει να προβληθεί ένα αφήγημα. Χρειάζεται ένας λόγος ταυτοτικός, ένα ιδεολογικό επιχείρημα, ένα όραμα, το οποίο λειτουργεί νομιμοποιητικά, συνεγερτικά, ως η συνεκτική ουσία του επαναστατημένου Έθνους, ενός πληθυσμού που αποκτά συνείδηση της ταυτότητάς του και διεκδικεί κρατική υπόσταση, αγωνίζεται για αυτήν και την επιβάλλει.
Χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο αυτό πολλοί μηχανισμοί, πρωτίστως στρατιωτικοί άτακτοι και τακτικοί, άλλοτε με επιτυχία, άλλοτε όχι, χρησιμοποιούνται μέσα ιδεολογικού και επικοινωνιακού χαρακτήρα, όπως είναι το φιλελληνικό κίνημα, αξιοποιείται ο ρομαντισμός της εποχής, η θετική για την ελληνική Επανάσταση προδιάθεση που υπάρχει στην ευρωπαϊκή εποχή των επαναστάσεων. Στο πλαίσιο αυτό χρησιμοποιούνται δυο βασικοί θεσμικοί μηχανισμοί, τα Συντάγματα του Αγώνα και τα Δάνεια της Ανεξαρτησίας, που παραδόξως λειτουργούν παράλληλα.
4. Το επαναστατημένο Έθνος δείχνει να αντιλαμβάνεται ευθύς εξαρχής τη συμβολική και νομιμοποιητική λειτουργία του Συντάγματος. Αντιλαμβάνεται ότι ένα κράτος, για να ισχυρίζεται επιτυχώς ότι είναι κράτος και για να επιβληθεί εσωτερικά και διεθνώς ως κράτος, πρέπει να έχει Σύνταγμα και κατά προτίμηση γραπτό και αυστηρό, τυπικό Σύνταγμα, Σύνταγμα όπως λίγο ή πολύ το ξέρουμε σήμερα. Προηγούνται τα τοπικά πολιτεύματα, τα οποία είναι οιονεί ομόσπονδα και τα οποία έχουν οιονεί Συντάγματα, τα γνωστά νομικά κείμενα της Δυτικής και Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος και της Πελοποννήσου. Αυτά νομίζω ότι προσαρμόζουν τις τοπικές παραδοσιακές δομές, που λειτουργούσαν εντός Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις νέες επαναστατικές συνθήκες.
Με δεδομένα αυτά τα ισχυρά τοπικά συστήματα εξουσίας και όλο τον περίγυρο στον οποίο αναφέρθηκα, το επαναστατημένο Έθνος χρησιμοποιεί το Σύνταγμα, για την ακρίβεια τη συντακτική διαδικασία των εθνοσυνελεύσεων. Αυτές συνδέονται με τις παραδοσιακές δομές, καθώς οι αντιπρόσωποι επιλέγονται με συσχετισμούς και διακανονισμούς, οι οποίοι είναι πολύ έντονα τοπικιστικοί και παραδοσιακοί, αλλά οδηγούν στο νεωτερικό φαινόμενο του Συντάγματος. Οι εθνοσυνελεύσεις, πρωτίστως αυτή της Επιδαύρου, χρησιμοποιούν το Σύνταγμα, πρώτον, ως τρόπο πανηγυρικής διακήρυξης της Ανεξαρτησίας, δηλαδή της πολιτειακής υπόστασης του έθνους, που διεκδικεί, όπως είπαμε, διεθνή αναγνώριση. Χρησιμοποιούν το Σύνταγμα, δεύτερον, ως όχημα διακανονισμών συνύπαρξης μεταξύ τοπικών συστημάτων εξουσίας, ηγετικών ομάδων και παραγόντων- Ρουμελιώτες, Νησιώτες, Πελοποννήσιοι, οπλαρχηγοί, πρόκριτοι, ετερόχθονες, διανοούμενοι, Φαναριωτές και ούτω καθεξής. Και αυτός ο διακανονισμός οδηγεί σε ένα είδος εθνικής ενότητας, εντός ή εκτός εισαγωγικών. Το επαναστατημένο Έθνος χρησιμοποιεί το Σύνταγμα ως μηχανισμό πρωταρχικής συγκρότησης κράτους. Δημιουργούνται πολιτειακά όργανα και βασικές διοικητικές δομές, αλλά παραλλήλως λειτουργούν, τυπικά έως τη θέσπιση του Νόμου της Επιδαύρου το 1823, οι τοπικές διοικήσεις. Χρησιμοποιούν, τρίτον, το Σύνταγμα ως επιχείρημα και πεδίο διεθνούς διαπραγμάτευσης με τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής για την αναγνώριση του νέου κράτους ως μοναρχίας αποδέκτης από αυτές.
5. Τα Συντάγματα είναι όμως και προϋπόθεση για τη σύναψη των απολύτως αναγκαίων δανείων, γιατί έχοντας Σύνταγμα και πολιτειακή οργάνωση, αλλά όχι χρήματα, δεν μπορείς να οδηγήσεις μία επανάσταση σε αίσιο πέρας. Άρα, έχει πολύ μεγάλη σημασία, να διαθέτει μια στοιχειωδώς συγκροτημένη νέα πολιτειακή οντότητα τις προϋποθέσεις δανειοδότησης από τη διεθνή αγορά. Η δανειοδότηση λειτουργεί και ως έμμεση πράξη διεθνούς αναγνώρισης, γιατί η αγορά ναι μεν κινείται αυτόνομα, με οικονομικά κριτήρια, με επίκεντρο το Λονδίνο, αλλά χωρίς το νεύμα υποστήριξης της βρετανικής κυβέρνησης, η «προσωρινή διοίκηση» του υπό συγκρότηση ελληνικού κράτους δεν μπορούσε να δανειοδοτηθεί και να αποκτήσει τα αναγκαία οικονομικά μέσα.
6. Τα δάνεια είναι επιπλέον μηχανισμός άσκησης εξωτερικής πολιτικής και διεθνούς αναγνώρισης, όπως φαίνεται στον τρόπο με τον οποίο αναζητήθηκαν δάνεια από κάθε πιθανό δανειστή και τελικά εστιάστηκαν όλα στο Λονδίνο, στο City, στα συγκεκριμένα δάνεια. Με τη συσχέτιση αυτή καταλαβαίνουμε ότι και το Σύνταγμα και το δάνειο είναι εκδήλωση κυριαρχίας, είναι προϋπόθεση αλλά και απόδειξη διεθνούς αναγνώρισης, παραλλήλως είναι και μηχανισμός εσωτερικών διακανονισμών. Κατανέμονται επιρροές, κατανέμεται θεσμικά η πραγματική ισχύς που αποκτά και νομικό ένδυμα, κατανέμονται και τα κονδύλια μεταξύ των συνιστωσών της Επανάστασης, που λειτουργούν είτε καθ’ ύλην είτε κατά τόπο. Δηλαδή, ανά περιοχές, ( νησιά, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος ) και ανά ηγετικές ομάδες ( στρατιωτικοί ή οπλαρχηγοί, πρόκριτοι / κοτζαμπάσηδες, πολιτικοί εκπρόσωποι των αντιλήψεων του νεωτερισμού ή πολιτικοί διαχειριστές παραδοσιακών αντιλήψεων ).
7. Στο Σύνταγμα της Επιδαύρου, το «Προσωρινόν Πολίτευμα» και του Άστρους, τον «Νόμο της Επιδαύρου», αποτυπώνεται ένας διαρκής, κυλιόμενος και πολυεπίπεδος διακανονισμός, κυρίως εσωτερικός που εξελίσσεται από το 1822 μέχρι το 1826. Παρατηρούμε εδώ δυο σημαντικά, κατά τη γνώμη μου, στοιχεία: Πρώτον, ότι υπάρχει ένα γραπτό Σύνταγμα, αλλά το κείμενο έχει περιορισμένη σημασία. Το γραπτό Σύνταγμα είναι ένα «Σύνταγμα επιφανείας». Δεν είναι εικονικό. Αναδεικνύονται τα συνταγματικά όργανα, λειτουργούν με πολλά προβλήματα, με συγκρούσεις - καταρχάς μέσα από δυο εμφυλίους πολέμους- αλλά πάντως δεν είναι αυτή η πραγματικότητα. Υπάρχει και ένα πραγματικό Σύνταγμα από πίσω, που θα το χαρακτήριζα «Σύνταγμα βάθους», το οποίο είναι ένα Σύνταγμα οιονεί ομοσπονδιακό, χωρίς αυτό να ρυθμίζεται ρητά. Μέχρι το Άστρος γίνονται και επισήμως ανεκτά τα τοπικά πολιτεύματα, αλλά το νέο κράτος οργανώνεται ως ενιαίο και όχι ως ομοσπονδιακό. Και βέβαια, λειτουργούν καθοριστικά οι τοπικές, παραδοσιακές, πολιτικές και στρατιωτικές, ηγεσίες και κυρίως οι οικονομικά ισχυρές οικογένειες που εκπροσωπούνται στα όργανα. Αν ένα μέλος τους αποχωρεί, έρχεται άλλο μέλος από την ίδια οικογένεια πάντα. Αυτό δεν προβλέπεται από κανένα Σύνταγμα. Είναι μια πραγματικότητα «συνταγματική», η οποία δείχνει ότι το κείμενο είναι υπερβολικά αφαιρετικό, έντονα εξωραϊσμένο, αλλά από πίσω υπάρχει μια άλλη κατάσταση, η οποία εμπεριέχει ωμούς συσχετισμούς και συμφωνίες που συνάπτονται υπό το πέπλο του Συντάγματος.
8. Σε κάθε όμως περίπτωση, το Σύνταγμα είναι βασική προϋπόθεση για τη διεθνή αναγνώριση και ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως των χαρακτηριστικών που εμφανίζουν τα επαναστατικά Συντάγματα, τα οποία θεωρούμε πρωτότυπα και υβριδικά - δεν υπάρχει μονοπρόσωπο όργανο αρχηγού του κράτους, υπάρχει το εκτελεστικό, το οποίο λειτουργεί ως συλλογικός αρχηγός του κράτους και ως όργανο άσκησης της πολιτικής του κράτους, ενώ τη διοίκηση του κράτους την ασκούν οι Γραμματείς- όλα τελούν υπό διαπραγμάτευση. Ενώ το Σύνταγμα δηλώνει αυτή τη φυσιογνωμία, αβασίλευτη χωρίς μονοπρόσωπο όργανο αρχηγού του κράτους, ταυτόχρονα στις διεθνείς επαφές, από την πρώτη στιγμή, όλα είναι ανοιχτά και όλα συντηρούν τη δυνατότητα να υπάρξει μοναρχική λύση, η οποία να συνδυαστεί με τη διεθνή αναγνώριση. Όλοι γνωρίζουν ότι η πολιτειακή λύση θα είναι μοναρχική, αλλά αυτό δεν τυποποιείται συνταγματικά πριν τη διεθνή αναγνώριση της ανεξαρτησίας. Ενδιαμέσως τίθενται υπό συζήτηση ατελείς λύσεις που δεν περιγράφουν ένα κυρίαρχο και ανεξάρτητο εθνικό κράτος.
9. Ναι έχουμε πρώιμη εισαγωγή της δημοκρατικής αρχής, ναι έχουμε πάρα πολύ ωραίες διακηρύξεις πολιτικού φιλελευθερισμού, αλλά γενικά θα πρότεινα μια πιο συγκρατημένη και ρεαλιστική προσέγγιση των Συνταγμάτων της Επιδαύρου και του Άστρους. Δεν εγκαθιδρύεται την περίοδο εκείνη στην επαναστατημένη Ελλάδα ένα κράτος δικαίου. Δεν νοείται όμως πολιτικός φιλελευθερισμός, χωρίς τα αντίβαρα και τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου. Δεν υπάρχουν ανεξάρτητα δικαστήρια, ποτέ δεν οργανώθηκε ένα δικαστικό σύστημα βασισμένο σε ανεξάρτητα δικαστήρια, βασισμένο στη σαφή διάκριση των εξουσιών, ούτε υπό το Σύνταγμα της Επιδαύρου, ούτε υπό το Σύνταγμα του Άστρους. Όταν όμως, δεν υπάρχει διάκριση εξουσιών ολοκληρωμένη, δεν υπάρχει δικαστική ανεξαρτησία και οργανωμένο δικαστικό σύστημα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για κράτος δικαίου, άρα πρέπει να είμαστε λίγο επιφυλακτικοί ως προς τις διακηρύξεις περί φιλελευθερισμού.
10. Από την άλλη μεριά, είναι προφανές ότι η συγκρότηση της προσωρινής διοίκησης είναι αναγκαία για να υπάρχει διεθνής νομική οντότητα, αυτή όμως η διεθνής νομική οντότητα που διεκδικεί και τα δάνεια, δεν αποτρέπει την εμφύλια σύγκρουση, αλλά καθίσταται πεδίο της. Περιέργως πώς, το Σύνταγμα λειτουργεί ως πηγή νομιμοποίησης, αλλά μέχρι του ορίου του πραγματικού, στρατιωτικού συσχετισμού δυνάμεων. Τα δάνεια τα ζητούν από το εξωτερικό όλοι οι επαναστατημένοι Έλληνες, το ενιαίο Εκτελεστικό. Την απόφαση την υπογράφουν και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Αλλά, επερχομένου του πρώτου εμφυλίου, κάποιος νομιμοποιεί εκ των πραγμάτων το νέο Εκτελεστικό υπό τον Γεώργιο Κουντουριώτη πριν την κατίσχυσή του τη στρατιωτική. Άλλωστε η νομιμοποίηση διευκολύνει τη στρατιωτική κατίσχυση. Αυτοί που προσφέρουν τη νομιμοποίηση είναι οι δανειστές και οι φιλέλληνες που σχετίζονται με τη σύναψη και εκταμίευση του πρώτου δανείου και πρωτίστως ο λόρδος Βύρων.
Το γεγονός ότι εκταμιεύεται η πρώτη δόση προς το εκτελεστικό Κουντουριώτη, συμβάλει στο να διαμορφωθούν οι καθοριστικοί συσχετισμοί δυνάμεων. Άρα, βλέπουμε πώς από τη συνταγματική δομή δια του εμφυλίου και των δανείων, οδηγούμαστε σε έναν συσχετισμό στρατιωτικών δυνάμεων που επιβάλει το πραγματικό Σύνταγμα. Και εδώ, βεβαίως, είναι καταλυτικός ο ρόλος του φιλελληνικού κομιτάτου συμπεριλαμβανομένων των φίλων του Τζέρεμι Μπένθαμ. Οι φίλοι του Μπένθαμ και ο ίδιος, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη σύναψη των δανείων, ενδεχομένως και σε κινήσεις κερδοσκοπίας γύρω από τα δάνεια. Τα κρίσιμα πρόσωπα, όπως ο συνταγματάρχης Στάνχοπ, κινήθηκαν τόσο στο Λονδίνο όσο και στις εξεγερμένες περιοχές.
11. Η σύναψη των δανείων λειτουργεί ως κορυφαία πράξη εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή ως πρώιμη διαδήλωση και επιβεβαίωση του δυτικού προσανατολισμού του υπό συγκρότηση ελληνικού κράτους. Οι οδηγίες Μαυροκορδάτου για τα δάνεια, που είναι κείμενο του 1823, πριν τον εμφύλιο, αφορούν αφενός μεν τους χρηματοοικονομικούς όρους του δανείου, αφετέρου δε την εξωτερική πολιτική του επαναστατημένου Έθνους. Η στρατηγική επιλογή είναι καθαρά αντιρωσική, προδήλως φιλοβρετανική και συμπληρωματικά και πρώιμα φιλοαμερικανική. Η βασική επιλογή είναι να γίνει η ανεξάρτητη Ελλάδα ένα προκεχωρημένο φυλάκιο κατά της ρωσικής επέκτασης στη Μεσόγειο. Ο αναγνώστης του κειμένου των οδηγιών, διαπιστώνει πόσο σύγχρονες είναι από γεωπολιτική άποψη, πόσο ενδεχομένως διορατικές. Τα συνταγματικά επιχειρήματα ή προσχήματα, - ποιος παραβίασε το Σύνταγμα, η πλευρά Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, η πλευρά Κουντουριώτη, - έχουν πολύ μικρή σημασία, όταν διαμορφώνονται πια, επί του πεδίου, οι πραγματικοί συσχετισμοί.
Τα δάνεια σημαίνουν χρηματοδότηση στρατιωτικών σωμάτων και επιχειρήσεων, στρατού και στόλου, πρόσδεση στη Μεγάλη Βρετανία, αλλά και αναγνώριση, εν τοις πράγμασι, του ανεξάρτητου και επαναστατημένου Έθνους από αυτήν. Τα δάνεια διαμορφώνουν ένα πεδίο κοινών συμφερόντων, μεταξύ επαναστατημένου Έθνους και φιλελληνικών κύκλων, τραπεζικής αγοράς και Βρετανικής Κυβέρνησης. Όλοι επενδύουν πλέον σε μια έκβαση, η οποία οδηγεί στο να υπάρχει κράτος που είναι οφειλέτης και έχει τη δυνατότητα να καταβάλει τοκοχρεολύσια. Έχει, λοιπόν, σημασία να δούμε τα δάνεια ως καταλύτη στην έκβαση της συνταγματικής κρίσης που είναι συμπύκνωση πολλών επιμέρους κρίσεων στις σχέσεις μεταξύ των συνιστωσών του επαναστατημένου Έθνους.
12. Από το Άστρος το 1823, δεν πάμε γραμμικά στο τρίτο Σύνταγμα της Τροιζήνας το 1827. Μεσολαβούν οι εμφύλιοι πόλεμοι, αλλάζει η καμπύλη των συσχετισμών, διαμορφώνεται μια άλλη κατάσταση στην Πελοπόννησο λόγω του Ιμπραήμ και στη Στερεά λόγω του Κιουταχή και μετά οδηγούμαστε υπό την πίεση των καταστάσεων στο Σύνταγμα της Τροιζήνας. Τα δυο πρώτα Συντάγματα, της Επιδαύρου και του Άστρους, εμπνέονται από το στοιχείο της ελπίδας της νίκης. Δεν υπάρχει το ενδεχόμενο της ήττας στα Συντάγματα αυτά. Οι παραστάσεις που κυριαρχούν μέχρι τα μέσα του 1823 είναι αισιόδοξες. Το 1827 το κλίμα είναι ζοφερό, όχι απλώς απαισιόδοξο. Στρατιωτικά η Επανάσταση ηττάται, παρότι, έχουν πια συσπειρωθεί οι διαιρεμένοι από τους εμφυλίους πολέμους Έλληνες. Υπάρχει η άμεση απειλή της στρατιωτικής καταστροφής και ακύρωσης της Επανάστασης και της επαγγελίας της.
13. Ακολουθεί η άφιξη του Καποδίστρια και η αναστολή του Συντάγματος με επίκληση ουσιαστικά του δικαίου της ανάγκης. Ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων μόνο προσωρινά ανέχεται να μην έχει η Ελλάδα μονάρχη, αλλά το αντίβαρο είναι να μην έχει ούτε δημοκρατία, η οποία να λειτουργεί. Η διεθνής αναγνώριση του νέου κράτους ως ανεξάρτητου και μάλιστα με διεθνώς εγγυημένα σύνορα, συνοδεύεται από την επιβολή του μοναρχικού πολιτεύματος. Η διεργασία αυτή καταλήγει στο καθεστώς του Όθωνα και στην Αντιβασιλεία, δηλαδή και με μονάρχη και χωρίς δημοκρατία, αλλά με νομικώς ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, μετά το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Άρα, η κυριαρχία που διεκδικεί το Έθνος, ως εξωτερική κυριαρχία, αναγνωρίζεται από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής και τίθεται υπό την προστασία τους. Από την προστασία προέρχεται η έννοια του προτεκτοράτου. Η κυριαρχία του νέου κράτους είναι «αποφατική». Και πλήρης ρητορικά και περιορισμένη πρακτικά. Στο πεδίο της εσωτερικής θεσμικής συγκρότησης η κυριαρχία αναγνωρίζεται, αλλά «συμπαγώς», ως μοναρχική και όχι με τις ρωγμές και την πολυμέρεια μιας δημοκρατίας και μάλιστα, μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ούτε καν με αιρετό κυβερνήτη που ασκεί συγκεντρωτικά την εξουσία.
14. Παρόλα αυτά υπάρχει ένας επαναστατικός συνταγματισμός, ο οποίος είναι εντυπωσιακός - διακηρύξεις, συντάγματα, ιδέες. Παράλληλα δε τα Συντάγματα του Αγώνα είναι στοιχεία μιας ευρύτερης στρατηγικής με ευκρινή και σταθερό στόχο: την ελευθερία, τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους. Αυτός ο ιδιαίτερος ελληνικός «στρατηγικός συνταγματισμός» σε ποιον ανήκει; Είναι προφανώς ένας συνταγματισμός των ελίτ. Είναι ο συνταγματισμός που εκπροσωπούν ο Νέγρης, ο Πολυζωίδης, ο Μαυροκορδάτος που είναι ο πρωταγωνιστής. Δεν είναι ένας συνταγματισμός λαϊκός. Ο συνταγματισμός του Μακρυγιάννη συνδέεται με πολύ μεταγενέστερες εξελίξεις που αναφέρονται στην οθωνική περίοδο, την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου και το Σύνταγμα του 1844. Τον «στρατηγικό συνταγματισμό» της περιόδου 1821-1827 τον καθοδηγούν οι υπαρξιακές ανάγκες και οι καταστατικοί στόχοι της Επανάστασης. Δεν τον συντονίζουν όμως ούτε οι οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου ούτε οι προύχοντες των ναυτικών νήσων.
Συνταγματισμός σημαίνει εκδυτικισμός και εκσυγχρονισμός, ακόμη και αν η συνταγματική πραγματικότητα είναι πολύ πιο πολύπλοκη από το συνταγματικό κείμενο. Αυτή είναι μια πολύ πρώιμη και καθαρή επιλογή, εν πολλοίς ερήμην της κοινωνίας που δεν είχε άλλωστε ακόμη συγκροτηθεί ως κοινωνία αντιστοιχούσα σε ανεξάρτητο κράτος.
Το πρόσωπο που είχε, και κατά τη δική μου εκτίμηση, τη συνολική αίσθηση της συνταγματικής και διεθνούς στρατηγικής της Επανάστασης, είναι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Ο Μαυροκορδάτος ήταν και Φαναριώτης, κοσμοπολίτης, « πρίγκιπας», αλλά και τοπικός ηγέτης της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος και αγωνιστής του Μεσολογγίου και πρωταγωνιστής της Επιδαύρου και στρατηγικός εγκέφαλος του εξωτερικού δανεισμού και του πρώιμου δυτικού φιλοβρετανικού προσανατολισμού. Ρητά φιλοβρετανική επιλογή κάνουν τρία πρόσωπα στην Ελληνική Ιστορία: ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο Χαρίλαος Τρικούπης και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Δεν νομίζω ότι είναι τυχαίο αυτό. Συνδέεται κατά την εκτίμηση μου με την εθνική ολοκλήρωση.
Ο Μαυροκορδάτος είναι ένας πολιτικός που μάχεται επί του στρατιωτικού πεδίου, ηγέτης της Στερεάς που λειτουργεί ως εταίρος των νησιωτών, των Υδραίων και αποδέχεται κάθε πρόσφορο θεσμικό ρόλο, χωρίς επιφυλάξεις. Με την ίδια άνεση, εκλέγεται Πρόεδρος της πρώτης Εθνικής Συνέλευσης, Πρόεδρος του Εκτελεστικού, Γενικός Γραμματέας του Εκτελεστικού, Πρόεδρος της Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, Γενικός Διευθυντής της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, υπουργός , πρέσβης, Πρωθυπουργός του Όθωνα.
15. Όπως είπα μιλώντας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στην επίσημη τελετή για την επέτειο ( παραπάνω, υπό I ), από τα 200 χρόνια που μας χωρίζουν από την Επανάσταση, 50 περίπου αντιστοιχούν στη Μεταπολίτευση, είναι η δική μας περίοδος. Η περίοδος της γενιάς μου. Τα 100 χρόνια μας χωρίζουν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Έχουμε σχεδόν όλες και όλοι βιώματα οικογενειακά. Τα 108 χρόνια μας χωρίζουν από την προσάρτηση της Μακεδονίας, της Ηπείρου, των Νέων Χωρών, κάτι το οποίο είναι, εκκλησιαστικώς τουλάχιστον, απολύτως επίκαιρο. Ο υπολογισμός αυτός μας επιτρέπει να καταλάβουμε τη σχέση μεταξύ βραχέως και μακρού χρόνου. Να δούμε πώς υφαίνει καθημερινά ο βραχύς χρόνος τον μακρύ ιστορικό χρόνο, πώς η συγκυρία γεννάει Ιστορία, πώς μπορεί η συγκυρία να υπονομεύσει την Ιστορία, αλλά και πώς τελικά η Ιστορία κρίνει και μάλιστα αυστηρά κάθε συγκυριακή επιλογή, όταν αυτή είναι μυωπική και δεν έχει την γενναιοψυχία και κυρίως τη διορατικότητα που πρέπει.-
*Το κείμενο προέκυψε από την επεξεργασία εισήγησης στη διημερίδα που διοργάνωσε διαδικτυακά η εφημερίδα «Πρωινή» της Ηλείας, στις 27 και 28 Μαρτίου 2021 με τίτλο : "1821: Η Επανάσταση και η γέννηση του ελληνικού κράτους".
Δημοσιεύεται:
Ευ. Βενιζέλος, Τα Συντάγματα του Αγώνα και τα Δάνεια της Ανεξαρτησίας: δύο παράλληλοι μηχανισμοί, στο: Ευ. Βενιζέλος, Παλιγγενεσία και αναστοχασμός, εκδ. ΠΑΤΑΚΗ, 2021, κεφ VII, σελ 133- 146