26.6.2024
Ευάγγελος Βενιζέλος
Το καταγωγικό τραύμα της Μεταπολίτευσης: Πώς λειτούργησε ο χρόνος από το 1974 έως σήμερα στο κυπριακό και τις ελληνοτουρκικες σχέσεις ; *
Κύριε Πρέσβη, σας ευχαριστώ για την υποδοχή στο Σπίτι της Κύπρου και για τους θερμούς λόγους. Αντιλαμβάνομαι τον φόρτο τον συναισθηματικό και τον ιστορικό και την αγωνία σας να ακούσετε πράγματα για το μέλλον, αλλά για να φθάσουμε να μιλήσουμε για το μέλλον σοβαρά και υπεύθυνα, πρέπει να έχουμε συνεννοηθεί όσο γίνεται καθαρότερα για το παρελθόν.
Κύριε Κοσμήτορα και Πρόεδρε της Κυπριακής Ακαδημίας, ευχαριστώ πάρα πολύ για την πρόσκληση που μου απεύθυνε το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, η Νομική Σχολή την οποία διευθύνετε. Χαίρομαι γιατί έχουμε αυτή την επιστημονική συνάφεια και χαίρομαι γιατί είμαι εδώ με αγαπητούς και εκλεκτούς συναδέλφους, με όλη τη σύνθεση των ομιλητών της σημερινής συζήτησης με συνδέουν στενοί, προσωπικοί και επιστημονικοί δεσμοί.
Θεωρώ ότι οι οργανωτές της εκδήλωσης με τη βαθιά γνώση που έχουν και την ευγένεια που τους διακρίνει, θέτουν την Ελληνική Δημοκρατία, τον ελλαδικό Ελληνισμό, προ της πραγματικότητας της επετείου. Πράγματι γιορτάζουμε φέτος τα 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση και τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης. Γιορτάζουμε τα 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση ως στιγμή ή ως πάρα πολύ σύντομη περίοδο μετάβασης από τη δικτατορία στο δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης, αλλά και τη Μεταπολίτευση εν ευρεία εννοία ως μία μακρά περίοδο η οποία έχει την ικανότητα, όπως απεδείχθη, να ανανεώνεται και να επεκτείνεται, συμπεριλαμβάνοντας στην κοίτη της και νέες καταστάσεις, νέες προκλήσεις, ακόμα και την οικονομική κρίση η οποία διήρκησε ούτε λίγο ούτε πολύ δέκα χρόνια. Αλλά και τότε δεν κηρύξαμε το τέλος της Μεταπολίτευσης, ενδεχομένως ζήσαμε μία δεύτερη Μεταπολίτευση της ελληνικής οικονομίας, δοκιμάστηκαν τα υλικά της Μεταπολίτευσης και το κεκτημένο της, αλλά απεδείχθη ότι διασώθηκαν τελικώς τα θεμελιώδη στοιχεία και έτσι εξακολουθούμε να μιλάμε για τη Μεταπολίτευση.
Όμως δεν συζητάμε εδώ στην Ελλάδα για το καταγωγικό τραύμα της Μεταπολίτευσης που βρίσκεται στην ίδια τη μήτρα της. Υπάρχει αυτή η ανυπέρβλητη αντίφαση επάνω στην οποία θεμελιώθηκε η πορεία του έθνους τα τελευταία 50 χρόνια. Είναι 50 χρόνια αποκατεστημένης δημοκρατίας στην Ελλάδα, αλλά και 50 χρόνια συνεχιζόμενης τουρκικής κατοχής στο βόρειο τμήμα της Κύπρου.
Βέβαια η αλήθεια είναι ότι το πραξικόπημα της χούντας και η τουρκική στρατιωτική εισβολή που επέφερε την κατοχή στο βόρειο τμήμα της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν προέκυψαν εν αιθρία και αυτό πρέπει να το λέμε τώρα που συμπληρώθηκαν και τα 50 χρόνια από τη στρατιωτική εισβολή και την έναρξη της κατοχής.
Από που να ξεκινήσω; Να ξεκινήσω από τη Ζυρίχη και το Λονδίνο; Υποστηρίζω πάρα πολύ συχνά ότι το λεγόμενο σύνδρομο της Ζυρίχης και του Λονδίνου, δηλαδή η διαπίστωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ότι μετά την υπογραφή των συνθηκών, ο ίδιος κατηγορήθηκε ως προδότης ή το λιγότερο ως ακραία ενδοτικός και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ανυψώθηκε σε εθνικό ήρωα, έχει ως αποτέλεσμα να μην υπήρξε καμία ηγεσία στην Ελλάδα από το 1974 και μετά τουλάχιστον, που να θέλει να αναλάβει πρωτοβουλίες με κόστος και με διακινδύνευση, γιατί γνωρίζει ότι δεν θα της αναγνωρισθεί τίποτα. Ως εκ τούτου προκαλεί μία καθολική, στρατηγική ακινητοποίηση στα μείζονα θέματα της εθνικής μας πολιτικής αυτό το ισχυρό «σύνδρομο Ζυρίχης-Λονδίνου». Αυτή θα έλεγα η μνήμη που άφησε η καμπύλη του ίδιου του Κωνσταντίνου Καραμανλή στα θέματα αυτά. Ακόμα και τώρα, πρόσφατα, στη βιβλιογραφία όπως γνωρίζετε, με αφορμή την αντιπαράθεση Ευάγγελου Αβέρωφ και Γιώργου Σεφέρη, διαβάσαμε ενδιαφέρουσες «προεικονίσεις» αυτού του «συνδρόμου της Ζυρίχης και του Λονδίνου», την περίοδο λίγο πριν την υπογραφή των συνθηκών.
Να ξεκινήσουμε από τα 13 σημεία του Μακαρίου και τις διακοινοτικές ταραχές του 1963-1964; Να θυμηθούμε ότι η ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ εγκαταστάθηκε στην Κύπρο το 1964 και όχι το 1974 και άρα δεν συμπληρώνονται σήμερα τα 50 αλλά τα 60 χρόνια από την πράσινη γραμμή; Να θυμηθούμε ότι τα προγεφυρώματα, με τη στρατιωτική έννοια του όρου, της εισβολής του 1974, είχαν εμφανώς δημιουργηθεί το 1964 και για όποιον είχε στοιχειώδη στρατιωτική ορατότητα ήταν εμφανές ότι κάτι θα συμβεί μετά και από τις αεροπορικές επιχειρήσεις που διεξήχθησαν στην Κύπρο εκείνη την περίοδο;
Πράγματι έχουμε κλείσει 60 χρόνια από την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τα όργανα της Κυπριακής Δημοκρατίας και από την ισχύ του Δικαίου της Ανάγκης που ανθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία και είναι η νομική βάση για όλα τα μείζονα θέμα. Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι από την άποψη αυτή λειτουργικό θα έλεγα μόνο για τα ελάσσονα θέματα και όχι για τα μείζονα.
Αλλά δεν φθάσαμε έτσι στην εισβολή, προηγήθηκαν όλα τα γεγονότα που ξέρουμε, η απόσυρση της μεραρχίας το Νοέμβριο του 1967, η απόπειρα δολοφονίας του Μακαρίου το 1970, η δολοφονία Γιωρκάτζη, η επιστολή Μακαρίου στον Γκιζίκη, η οποία ανησύχησε έντονα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τη μνημονεύει με αξιοσημείωτο τρόπο στο Αρχείο του, γιατί είχε διαβλέψει ότι η επιστολή αυτή θα ενεργοποιήσει μία σειρά από αντιδράσεις οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν καταλυτικά αποτελέσματα.
Η συσχέτιση όμως αυτή, ανάμεσα αφενός μεν στο καταγωγικό τραύμα, την εισβολή και την έναρξη της κατοχής στην Κύπρο, αφετέρου δε στη Μεταπολίτευση έχει ατονήσει, σχεδόν έχει ξεχαστεί. Έχουμε μία Μεταπολίτευση η οποία πορεύεται, αξιολογείται και γιορτάζει τα 50 χρόνια της στην Ελλάδα και ένα κυπριακό πρόβλημα. Δεν θυμόμαστε εδώ ότι οφείλουμε στην εισβολή και στο δράμα της Κύπρου, την κατάρρευση της δικτατορίας και την επιτάχυνση αν μη τι άλλο των εξελίξεων, με την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, τον σχηματισμό της κυβέρνησης εθνικής ενότητας και την αλληλουχία των γεγονότων που θα έλεγα ότι συσκεύασαν θεσμικά αυτή την πολύ μεγάλη αλλαγή, τη Μεταπολίτευση εν στενή εννοία δηλαδή.
Άρα τι έχουμε να πούμε σήμερα, που κυριαρχεί εδώ στην Ελλάδα η εκτίμηση ότι οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις, όχι το Κυπριακό, είναι το μείζον πρόβλημα της εθνικής στρατηγικής που διαπερνά όλα τα άλλα; Τι έχουμε να πούμε για αυτό το καταγωγικό τραύμα και πώς μπορούμε να συμβάλλουμε σε μία συζήτηση για το μέλλον, για να ανταποκριθώ στην πρόκληση αυτή και να προκαλέσω τη συζήτηση των αγαπητών συνομιλητών.
Θα έλεγα ότι θα μπορούσαμε να συμβάλλουμε σε αυτή την προσέγγιση στο μέτρο του δυνατού εάν σήμερα κάναμε μία αξιολόγηση του ιστορικού χρόνου, δηλαδή εάν αξιολογούσαμε τα 50 αυτά χρόνια από την οπτική γωνία του ανεπίλυτου κυπριακού προβλήματος και από την οπτική γωνία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας και της εθνικής στρατηγικής. Να δούμε εάν ευσταθεί η διαδεδομένη σε αρκετούς κύκλους αντίληψη, ότι ο χρόνος λειτουργεί υπέρ ημών και δεν τα έχουμε πάει άσχημα τα 50 αυτά χρόνια ούτε στην Κύπρο ούτε στην Ελλάδα. Ή εάν αυτό δεν αληθεύει, εάν πρέπει να είμαστε πιο μετριοπαθείς, περισσότερο συμψηφιστικοί και περισσότερο δίκαιοι με την Ιστορία και με τον εαυτό μας, καταγράφοντας με όσο γίνεται μεγαλύτερη ακρίβεια και ειλικρίνεια τα πεδία στα οποία ο χρόνος έχει λειτουργήσει υπέρ και τα πεδία στα οποία ο χρόνος έχει λειτουργήσει κατά των εθνικών μας συμφερόντων.
Από την άποψη αυτή βεβαίως στην Κύπρο, την πληγωμένη Κύπρο, τα 50 χρόνια έχουμε πολύ σημαντικά γεγονότα, έχουν αναδειχθεί κεκτημένα τεράστιας σημασίας:
- Καταρχάς η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η ένταξη στην Ευρωζώνη με όλα τα παρεπόμενα που είχε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και με υψηλό πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό κόστος. Αλλά αυτό δεν συνοδεύτηκε από λύση του Κυπριακού, συνοδεύτηκε όμως από την επιβεβαίωση της ύπαρξης της μίας και μόνης διεθνούς νομικής προσωπικότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, που και αυτό πρέπει να το σημειώνουμε, δεν είναι καθόλου αυτονόητο, είναι το σημαντικότερο που έχει συμβεί, ο συνδυασμός των δύο πραγμάτων, η διαφύλαξη της διεθνούς νομικής προσωπικότητας και η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
- Στη συνεχεία η οικονομική ανάπτυξη. Η ευμάρεια παρά την οπισθοχώρηση της οικονομικής κρίσης. Το γεγονός ότι δεν είχαμε ξανά στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Κύπρο, δηλαδή πόλεμο, αλλά είχαμε 50 χρόνια ειρήνης, έστω με προβλήματα. Πάντως δεν είχαμε κανένα γεγονός εφάμιλλο αυτού των γεγονότων του Ιουλίου του 1974.
- Δεν αναγνωρίστηκε διεθνώς η Τουρκοκυπριακή οντότητα, κάτι το οποίο είναι επίσης πολύ σημαντικό. Έγιναν οι γνωστές προσπάθειες για την οριοθέτηση και την ανακήρυξη της ΑΟΖ, στην οποία διεξάγονται έρευνες έστω και εάν δεν έχουμε ακόμη πραγματική εκμετάλλευση κοιτασμάτων.
- Αποσαφηνίστηκε και ενισχύθηκε η στρατηγική για τη Δύση θέση της Κύπρου. Μπορούμε να καταγράψουμε πολύ σημαντική βελτίωση των Κυπροαμερικανικών σχέσεων και επιπλέον έχει γίνει ευρύτερα αποδεκτό ότι δεν μπορούμε ούτε να επαμφοτερίζουμε ούτε να γινόμαστε θύματα ψευδαισθήσεων σε σχέση με τη Ρωσία, όπως παλιότερα με τη Σοβιετική Ένωση και τώρα έχουμε μία γενικότερα ρεαλιστική πρόσληψη της πραγματικότητας στη Μεσόγειο.
- Θα έλεγα ότι και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι πάρα πολύ σημαντική, κυρίως από πλευράς αναγνώρισης των ευθυνών που έχει η Τουρκία ευθέως και της παθητικής της νομιμοποίησης, παρότι έχει παλινδρομήσει, όπως ξέρετε, η νομολογία σε σχέση με την εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων.
Αλλά υπάρχουν και τα κατά, τα οποία δεν μπορούμε να τα υποτιμούμε:
- Καταρχάς συνεχίζεται η κατοχή, συνεχίζεται η παρουσία των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, συνεχίζεται ο εποικισμός, συνεχίζεται η δημογραφική αλλοίωση. Εμφανίζεται το πολύ ενδιαφέρον φαινόμενο να συγκροτείται μία «Τουρκοκυπριακή κοινότητα» εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως αυτή λειτουργεί χωρίς τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στα συνταγματικά όργανα, αλλά αυτή η «Τουρκοκυπριακή κοινότητα» αποτελείται από πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας που έχουν την ιθαγένεια, διαθέτουν το διαβατήριο και μετέχουν ή μπορούν να μετέχουν στις εκλογικές διαδικασίες.
- Δεν έχει αλλάξει η εδαφική ισορροπία, δεν έγινε κάτι σημαντικό που περιμέναμε επί δεκαετίες σε σχέση με την Αμμόχωστο. Απειλείται το αντίθετο. Υπάρχει η οντότητα του ψευδοκράτους παρά τη μη αναγνώρισή της. Δεν έχει γίνει πραγματική εκμετάλλευση κοιτασμάτων και είναι σε ενεργειακή απομόνωση στην πραγματικότητα η Κύπρος, παρότι έχουμε μία ενθαρρυντική εξέλιξη σε σχέση με την ηλεκτρική διασύνδεση Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδος, με το Ισραήλ βεβαίως σε πολεμική αυτή τη στιγμή εγρήγορση.
- Απέτυχαν όλες οι προσπάθειες για τη λύση του Κυπριακού, απερρίφθη το Σχέδιο Ανάν, αλλά αναγνωρίσθηκε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης για πρώτη φορά, που δεν είχε αναγνωρισθεί το 1960, αναγνωρίστηκε ότι ο κυπριακός λαός διά των κοινοτήτων θα εκφρασθεί διά δημοψηφίσματος σε σχέση με μία μελλοντική λύση. Αυτό είναι ένα κεκτημένο του απορριφθέντος Σχεδίου Ανάν, το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικό.
Βέβαια έχουμε, μετά την αποτυχία του Κραν Μοντανά, μία μεγάλη περίοδο ουσιαστικής ακινησίας. Ήμουν στην Κύπρο την ημέρα που έκανε την πρώτη της επίσκεψη η κα. Ολγκίν Κουεγιάρ και θύμισα στον Πρόεδρο Ν. Χριστοδουλίδη, τον οποίο είδα αμέσως μετά τη συνάντηση που είχε μαζί της, ότι το 1986 σε μία παρόμοια επίσκεψή μου στη Λευκωσία, συζητούσαμε για τους δείκτες Κουεγιάρ και τώρα μία άλλη Κουεγιάρ, από την Κολομβία τη φορά αυτή και όχι από το Περού, επαναλαμβάνει μία προσπάθεια την οποία την έχουμε ζήσει πολλές φορές στο παρελθόν.
Αυτό βεβαίως έχει προκαλέσει θα έλεγα, μετρώντας το στα κατά, μία κόπωση της διεθνούς κοινότητας, ακόμα και μία κόπωση του Συμβουλίου Ασφαλείας εάν δει κανείς τις εξαμηνιαίες εκθέσεις και αποφάσεις σε σχέση με την ανανέωση της θητείας της UNFICIP και μία κόπωση της ίδιας της κυπριακής κοινωνίας.
Αλλά το ίδιο ισοζύγιο πρέπει να γίνει και στην Ελλάδα σε σχέση με τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις πρωτίστως και γενικότερα τους παράγοντες εθνικής ισχύος.
Θα έλεγα ότι στα υπέρ κατατάσσεται σίγουρα η εξισορρόπηση της σχέσης μας στο ΝΑΤΟ μετά την αρνητική παλινδρόμηση της αποχώρησης από το στρατιωτικό σκέλος, η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην Ευρωζώνη, η υπέρβαση της οικονομικής κρίσης με μεγάλο κόστος αλλά εντέλει υπέρβαση. Η συνειδητοποίηση και η ευρύτατη αποδοχή του δυτικού χαρακτήρα της χώρας, η ανάδειξη της ελληνοαμερικανικής εταιρικής και στρατηγικής σχέσης, θα προσέθετα, εάν θέλετε, και τις τριμερείς συνεργασίες με την Αίγυπτο και το Ισραήλ. Ο περιβόητος «μη πόλεμος» του Ανδρέα Παπανδρέου μετά το γνωστό επεισόδιο της θέσης Μπάμπουρα το 1987 και τα όσα ακολούθησαν, έχει πάντα σημασία. Πράγματι δεν είχαμε μείζονα επεισόδια πλην ελαχίστων εξαιρέσεων και σίγουρα δεν είχαμε μείζονα επεισόδια μετά τη δεκαετία του 1990. Κυρίως έχουμε μία δημοκρατική ομαλότητα η οποία είναι εντυπωσιακή, θα έλεγα πρωτοφανής στην 200ετή ελληνική συνταγματική ιστορία.
Αλλά υπάρχουν και τα κατά. Υπάρχει η δημογραφική ασυμμετρία Ελλάδας-Τουρκίας, ασυμμετρία με τα δεδομένα του 1974, εάν θυμηθούμε τα δεδομένα του 1922 η ασυμμετρία γίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακή. Δεν έχουμε ανακηρύξει την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, δεν έχουμε οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, δεν έχουμε κάνει καμία εκμετάλλευση φυσικών υποθαλάσσιων πόρων, πέραν των χωρικών υδάτων των 6 ναυτικών μιλίων στο εν στενή έννοια Αιγαίο. Δεν έχουμε επεκτείνει τα χωρικά ύδατα, με εξαίρεση το Ιόνιο και έχουμε τη γνωστή ασυμμετρία από την άποψη αυτή με την Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο. Ακόμα και οι οριοθετήσεις της ΑΟΖ με την Αίγυπτο και την Ιταλία συντελέστηκαν με σημαντικές παραχωρήσεις. Οι συναφείς εκκρεμότητες με την Αλβανία και ιδίως με τη Λιβύη εμφανίστηκαν επί του πεδίου και έχουμε μία σημαντική διεύρυνση του καταλόγου των μονομερών τουρκικών ισχυρισμών. Σημαντικές διολισθήσεις ανά δεκαετία, το 1976, το 1987, το 1996, μία περίεργη εναλλαγή ακινησίας και κινητικότητας την τελευταία πενταετία, την περίοδο 2019-2024, από την απόλυτη ακινησία, για την ακρίβεια, στην αλλαγή κλίματος με αναζωπύρωση όμως του καταλόγου των μονομερών τουρκικών διεκδικήσεων. Και έναν συνεχιζόμενο ανταγωνισμό στους εξοπλισμούς, με το δημοσιονομικό βάρος που αυτό συνεπάγεται και έναν μονοθεματικό χαρακτήρα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που στην πραγματικότητα απομειώνει το διπλωματικό μας κεφάλαιο.
Νομίζω ότι αυτό το ισοζύγιο μας επιτρέπει να κατανοήσουμε πόσο ενεργό είναι το καταγωγικό τραύμα του 1974 και πώς αυτό επηρεάζει και τα δύο κράτη και τις δύο κοινωνίες, το έθνος, το οποίο είναι ένα για την Ελλάδα και την Ελληνοκυπριακή πλευρά. Υπό την έννοια αυτή είναι μία ευκαιρία σήμερα να θυμηθούμε τις ελλαδικές, ιστορικές οφειλές και υποχρεώσεις έναντι της Κύπρου, γιατί η Ελλάδα, ανεξαρτήτως της πολιτικής της έκφρασης, ανεξαρτήτως εάν την εξουσία ασκούσε μία δικτατορική και μη νομιμοποιημένη κυβέρνηση, έχει ιστορικές οφειλές για αυτό που συνέβη στην Κύπρο και οι οφειλές αυτές είναι ενσωματωμένες, όχι μόνο στο κυπριακό πρόβλημα, αλλά και στη Μεταπολίτευση.
Άρα έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία τώρα που αξιολογούμε την καμπύλη της Μεταπολίτευσης, τώρα που διαπιστώνουμε ότι ισχύει το θεσμικό της θεμέλιο, ότι έχει διαμορφωθεί ένα κοινωνικό και πολιτικό γονιδίωμα της Μεταπολίτευσης που περιέχει πολλά προβλήματα, αλλά ταυτόχρονα μας έχει βοηθήσει να διανύσουμε τα 50 καλύτερα χρόνια της ελληνικής ιστορίας, τώρα που καταλαβαίνουμε ότι τα στερεότυπα και τα σύνδρομα και οι αταβισμοί της Μεταπολίτευσης είναι οιωνοί για το μέλλον και πρέπει να είναι καλοί οιωνοί, να ξέρουμε εις βάθος τι γίνεται. Τώρα που όλοι καταλαβαίνουμε ότι το παιχνίδι με τον λαϊκισμό, ιδίως στην εξωτερική πολιτική, είναι άκρως επικίνδυνο, νομίζω ότι μπορούμε να γιορτάσουμε αναστοχαστικά, αλλά εν συνειδήσει και χωρίς να επαναλαμβάνουμε στερεότυπα, αυτά τα 50 χρόνια. Η στρατηγική από την οποία έχουμε ανάγκη δεν χαράσσεται πουθενά αλλού, χαράσσεται εδώ, δηλαδή στη Λευκωσία και την Αθήνα. Εμείς εδώ θα έλεγα ότι δεν έχουμε την πίεση που νιώθει κανείς στην Κύπρο με τη γραμμή αντιπαράταξης, δηλαδή με μία συμφωνία των στρατιωτικών διοικητών επί του πεδίου, γιατί έτσι έχει τελειώσει η εισβολή του 1974.
Την τελευταία λοιπόν φορά που είχα την ευκαιρία να απευθυνθώ με την επίσημη ιδιότητά μου τον Νοέμβριο του 2014 ως αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός των Εξωτερικών στον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου της Κύπρου, δηλαδή σε όλη την πολιτική ηγεσία της Ελληνοκυπριακής πλευράς, τους είπα ότι εάν δεν υπήρχε αυτή τη στιγμή η Τουρκία, η τουρκοκυπριακή πλευρά, το Ηνωμένο Βασίλειο, οι Ηνωμένες Πολιτείες, και εάν είχαμε το δικαίωμα μέσα από ένα ιστορικό θαύμα, από μία ασυνέχεια, εμείς εδώ μόνοι μας να καθορίσουμε τη στρατηγική και να περιγράψουμε τη λύση του Κυπριακού, θα μπορούσαμε μεταξύ μας να συμφωνήσουμε; Θα μπορούσατε εσείς, οι εκφραστές των κυπριακών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων να συμφωνήσετε σε ένα σχήμα που θα μπορούσε να εγκριθεί από τον λαό με δημοψήφισμα και στη συνέχεια αυτό το σχήμα να το αποδεχθεί και η Ελλάδα και μαζί να κινηθούμε στο όνομα του εθνικού συμφέροντος για να προβάλλουμε τη δική μας πρόταση, τη δική μας εκδοχή, τη δική μας διεκδίκηση; Η απάντηση είναι δυστυχώς ότι αυτό δεν φαίνεται πώς μπορεί να γίνει ή πάντως δεν μπορεί να γίνει καθόλου εύκολα.
Αυτό ισχύει για όλα τα θέματα, αυτό που φαίνεται στο εργαστηριακό παράδειγμα της Κύπρου ανάγλυφα, ισχύει και στην Ελλάδα για όλα τα θέματα. Είμαστε αιχμάλωτοι μίας υπερβολικά και τεχνητά συγκρουσιακής θεώρησης των πραγμάτων ενώ στην πραγματικότητα ισχύει μία πολιτική στενών περιθωρίων διεθνώς, σε όλο τον δυτικό κόσμο, σε όλη την Ευρώπη. Θα μπορούσαν όλα να λειτουργούν πιο συναινετικά, με μεγαλύτερη ειλικρίνεια, με μεγαλύτερο βάθος, με λιγότερες απλουστεύσεις και δημαγωγίες, με μεγαλύτερη αίσθηση των ιστορικών μαθημάτων που έχουμε προσλάβει ως έθνος. Αλλά βέβαια αυτό δεν γίνεται, γιατί ,όπως λέω πάρα πολύ συχνά, όταν ζεις μέσα σε δημοκρατία, η δημοκρατική νομιμότητα σε «σκοτώνει» όπως έλεγαν οι Βουρβόνοι, δηλαδή συχνά σε ωθεί σε λαϊκίστικες διολισθήσεις. Αυτό είναι το μεγάλο δίλημμα της μαχόμενης δημοκρατίας. Έχουμε λοιπόν πολλά να σκεφτούμε εάν θέλουμε να γιορτάσουμε πραγματικά αυτή τη διπλή επέτειο, έχοντας συνείδηση των οφειλών μας στην Κυπριακή Δημοκρατία. -
*Ομιλία στην εκδήλωση «50 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα» που οργάνωσε στην Αθήνα, στην Κυπριακή Πρεσβεία / Σπίτι της Κύπρου, στις 26.6.2024, η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
Στην εκδήλωση συμμετέχουν επίσης: Άγγελος Συρίγος, Αν. Καθηγητής Πάντειο Πανεπιστήμιο, Βουλευτής Α΄ Αθηνών, Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Γενικός Γραμματέας Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Σωτήρης Ριζάς, Διευθυντής Κέντρου Ερεύνης Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού Ακαδημίας Αθηνών, Αντώνης Κλάψης, Επ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Χαιρετίζει: Αχιλλεύς Κ. Αιμιλιανίδης, Κοσμήτορας Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Ακαδημαϊκός. Συντονισμός: Χρήστος Παπαστυλιανός, Πρόεδρος Τμήματος Νομικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας
Δημοσιεύεται:
Ευάγγελος Βενιζέλος, ‘Το καταγωγικό τραύμα της Μεταπολίτευσης: Πώς λειτούργησε ο χρόνος από το 1974 έως σήμερα στο κυπριακό και τις ελληνοτουρκικες σχέσεις;’ Στο: Τετράδια Διεθνούς Δικαίου, Ειδικό τεύχος «Κυπριακό» Αφιέρωμα στα 50 χρόνια από την εισβολή και κατοχή του 1974, (τεύχος 11, εκδόσεις Σιδέρη 2024) σελ 36-41 [PDF]