8 Νοεμβρίου 2025
Συνέντευξη Ευάγγελου Βενιζέλου στην εφημερίδα «Ελευθερία» της Λάρισας και στον δημοσιογράφο Δημήτρη Κατσανάκη
Δ. Κ.: κύριε Βενιζέλο, βρίσκεστε σήμερα στη Λάρισα με αφορμή τη διημερίδα για το άρθρο 24 του Συντάγματος, που αφορά την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Αν και το άρθρο είναι ήδη ισχυρό, η ανάγκη προσαρμογής του στις σύγχρονες προκλήσεις μεταξύ των οποίων η κλιματική κρίση δεν το καθιστά αυτοδίκαια αντικείμενο μελλοντικής αναθεώρησης;
Ευ. Β.: Όταν το 1975 το τότε νέο μεταπολιτευτικό ελληνικό Σύνταγμα εξοπλίστηκε με μια ειδική διάταξη για την προστασία του περιβάλλοντος και απέκτησε ρητά τη διάσταση του περιβαλλοντικού συντάγματος, η Ελλάδα βρέθηκε στη διεθνή πρωτοπορία από την άποψη αυτή. Με την εκτεταμένη αναθεώρηση του 2001 - στην οποία είχα την τιμή να είμαι ο Γενικός Εισηγητής - το άρθρο 24 προσέλαβε και νέες διαστάσεις.
Το κανονιστικό του όμως περιεχόμενο το διαμόρφωσε, το ανέδειξε και το εξειδίκευσε η πρωτοποριακή και επίμονη περιβαλλοντική νομολογία του ΣτΕ που κατέστησε το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο τον βασικό θεματοφύλακα της υποχρέωσης του κράτους να προστατεύει το περιβάλλον και να διασφαλίζει την αειφορία, τη βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά και του δικαιώματος του καθενός και της καθεμιάς στην απόλαυση και την προστασία του περιβάλλοντος μεριμνώντας για τις επόμενες γενιές. Το εθνικό μας Σύνταγμα συμπληρώνεται και στο πεδίο της προστασίας του περιβάλλοντος από τις ρυθμίσεις του Διεθνούς Δικαίου, κυρίως διεθνών συμβάσεων, και βεβαίως του Δικαίου της ΕΕ, πρωτογενούς και παράγωγου, που διεκδικούν την υπεροχή τους μέσα στο σχήμα του πολυεπίπεδου συνταγματισμού και του «επαυξημένου Συντάγματος» που ισχύει κατεξοχήν στην Ευρώπη στην οποία συνυπάρχουν τρεις έννομες τάξεις η εθνική, η ενωσιακή και η διεθνείς με τους δικονομικούς τους μηχανισμούς και τα δικαστήρια τους (εθνικά δικαστήρια, ΔΕΕ, ΕΔΔΑ).
Συνεπώς οι συνταγματικού επιπέδου ρυθμίσεις, για την ακρίβεια οι υπερέχοντες κανόνες δικαίου για το περιβάλλον, καλύπτουν το φυσικό και δομημένο περιβάλλον, ιδιαίτερα την προστασία των δασών και δασικών εκτάσεων, τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, την προστασία των μνημείων και γενικότερα του πολιτιστικού περιβάλλοντος.
Όπως όμως επισημαίνεται η κλιματική κρίση είναι ζήτημα άλλης τάξης. Διεθνώς οι λεγόμενες κλιματικές δίκες έχουν οδηγήσει στην παραγωγή μιας εξαιρετικά ενδιαφέρουσας και δυναμικής νομολογίας, με κορυφαίες εκφράσεις, σε ευρωπαϊκό επίπεδο την απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση KlimaSeniorinnen και σε διεθνές επίπεδο τη γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης της 23ης.7.2025 «Obligations of States in respect of climate change»που δεν είναι δεσμευτική αλλά είναι σπουδαία.
Ως προς την κλιματική κρίση συνεπώς οι εξελίξεις δεν εξαρτώνται από τα εθνικά συντάγματα και τα αδύναμα εθνικά κράτη περιορισμένης κυριαρχίας καθώς το ζήτημα είναι κατά κυριολεξία οικουμενικό και υπαρξιακό. Πολιτικά και πρακτικά σημασία έχει η στάση των μεγάλων χωρών και κυρίως των ΗΠΑ και της Κίνας, το δε μεγάλο στοίχημα για την ΕΕ είναι να μπορέσει να συμβιβάσει την κλιματική ευαισθησία της με τις τεράστιες πιέσεις, οικονομικές, ενεργειακές, αμυντικές, δημοσιονομικές, δηλαδή πιέσεις κατά βάθος αθέμιτου ανταγωνισμού που υφίσταται σε παγκόσμιο επίπεδο. Από την άποψη αυτή η αναθεώρηση του ελληνικού Συντάγματος ώστε να υπάρχει ρητή συνταγματική πρόβλεψη υποχρεώσεων και δικαιωμάτων ως προς την κλιματική κρίση είναι κυρίως παιδαγωγικού και συμβολικού χαρακτήρα.
Δ. Κ.: Η υπόθεση των Τεμπών έχει μετατραπεί σε δοκιμασία εμπιστοσύνης απέναντι στη Δικαιοσύνη. Πολλοί πολίτες θεωρούν ότι οι ευθύνες «σταματούν χαμηλά» και ότι οι θεσμοί διστάζουν να αγγίξουν το πολιτικό επίπεδο. Πρόκειται, κατά τη γνώμη σας, για θεσμικό έλλειμμα ή για κρίση αξιοπιστίας της Δικαιοσύνης; Και πώς μπορεί να αποκατασταθεί η πίστη των πολιτών στο κράτος δικαίου;
Ευ. Β.: Είναι δυστυχώς απολύτως ακριβές αυτό που λέτε. Η διαχείριση της υπόθεσης των Τεμπών μετά το τραγικό δυστύχημα κλόνισε βαθιά την εμπιστοσύνη της κοινωνίας απέναντι σε όλους τους θεσμούς, πολιτικούς αλλά και δικαστικούς. Η κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης και συμμετοχής των πολιτών και η κρίση νομιμοποίησης των πολιτικών θεσμών είναι φαινόμενο πολύ παλιότερο των Τεμπών και διεθνές, αφορά το σύνολο σχεδόν των φιλελεύθερων δημοκρατιών που καλύπτουν μόνο το 1/10 του παγκόσμιου πληθυσμού καθώς τα 9/10 ζουν στο πλαίσιο αυταρχικών και ολοκληρωτικών πολιτευμάτων. Η υπόθεση των Τεμπών πυροδότησε μια ειδικότερη κρίση αξιοπιστίας και εγκυρότητας του κράτους δικαίου.
Η κυβέρνηση, τυπικά η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, άσκησε τις δικαστικές της αρμοδιότητες ως προς τη διερεύνηση της ποινικής ευθύνης υπουργών με τρόπο αντιφατικό και φοβικό, δίνοντας την εντύπωση της αυθαιρεσίας και της συγκάλυψης. Μιλάει επίσης για το ζήτημα όχι ως ουδέτερος θεσμός αλλά ως αντίδικος γονέων των θυμάτων. Ταυτοχρόνως σπεύδει να εκφραστεί ως οιονεί εκπρόσωπος της Δικαιοσύνης. Η Δικαιοσύνη με τη σειρά της δίνει δυστυχώς την εντύπωση ότι προσαρμόζεται, με διάφορες υβριδικές δικονομικές μεθοδεύσεις, στις συχνές μεταβολές της κυβερνητικής γραμμής ως προς ζητήματα δικαστικής αποκλειστικά αρμοδιότητας.
Όλα δε αυτά συμβαίνουν ενώ ήταν εξαρχής μάταια. Τελευταίο και ακραίο παράδειγμα ήταν η διαχείριση του αιτήματος εκταφής σορών θυμάτων για ταυτοποίηση και για τη διεξαγωγή τοξικολογικών εξετάσεων. Στην αρχή το αίτημα αυτών των γονέων απορρίφθηκε με δημόσιες δηλώσεις αφενός κυβερνητικές αφετέρου της ηγεσίας της Δικαιοσύνης με το επιχείρημα ότι πρόκειται για κατ’ ουσίαν περιττή έρευνα που θα καθυστερήσει την έναρξη της δίκης. Σε λίγες ημέρες έγινε δεκτό, από την Εισαγγελία Πρωτοδικών, το αίτημα εκταφής μόνο για ταυτοποίηση και τελικά, μέσω του δικονομικού χειρισμού της ανάσυρσης αρχειοθετημένων μηνύσεων κατά ιατροδικαστών έγινε δεκτό το αίτημα και για τοξικολογικές εξετάσεις ενώ η δίκη θα αρχίσει τον Μάρτιο, δηλαδή όταν κάλλιστα μπορούν να έχουν ολοκληρωθεί οι τοξικολογικές εξετάσεις. Η διακύμανση αυτή πλήττει το κύρος των θεσμών όχι με ευθύνη των διαμαρτυρόμενων γονέων.
Μπορείτε να σκεφτείτε τώρα τι σημαίνει το γεγονός ότι τα περίπου δύο επόμενα χρόνια θα πορευόμαστε πολιτικά και θεσμικά ενώ θα διεξάγεται στο ακροατήριο η δίκη ενώπιον της Τακτικής Δικαιοσύνης και παράλληλα η ποινική προδικασία και πιθανότατα η δίκη ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου για τους υπουργούς. Μπορείτε επίσης να σκεφτείτε τι θα σημαίνει σε επίπεδο θεσμικών εντυπώσεων η έκδοση τυχόν απαλλακτικού βουλεύματος από το Συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου λόγω του κλίματος που δημιούργησε ο συνολικός χειρισμός της υπόθεσης έως τώρα.
Δ. Κ.: Με αφορμή την πρόσφατη ψηφοφορία στη Βουλή για την Προανακριτική Επιτροπή για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, μιλήσατε για «κοινοβουλευτικό κατάντημα» και «ευτελισμό των θεσμών». Εξηγήσατε αναλυτικά στις δηλώσεις σας πώς ακριβώς παραβιάστηκαν το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής. Ποιο είναι το μακροπρόθεσμο κόστος αυτών των θεσμικών «ακροβασιών»;
Ευ. Β.: Το εντυπωσιακό είναι ότι η Κυβέρνηση και η κοινοβουλευτική πλειοψηφία θεωρεί ότι η απόρριψη των προτάσεων για την κίνηση της διαδικασίας της ποινικής ευθύνης υπουργών για στελέχη της και η συγκρότηση αντί αυτού, μιας εξεταστικής επιτροπής που θα διερευνήσει και άλλες περιόδους, μπορεί να μειώσει ή να περιορίσει τις δυσμενείς πολιτικές επιπτώσεις της υπόθεσης ΟΠΕΚΕΠΕ. Για να επιτευχθεί αυτό παραβιάστηκε κατάφωρα μια μεγάλη δέσμη διατάξεων του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής. Όχι το μακροπρόθεσμο αλλά το άμεσο κόστος είναι ότι χρεώνεται η κυβέρνηση αφενός μεν την ουσία του σκανδάλου ΟΠΕΚΕΠΕ, αφετέρου δε την προσβολή του κύρους της Βουλής. Νομίζω ότι και πάλι πρόκειται για εσφαλμένη και μάταιη επιλογή που πολλαπλασιάζει το πολιτικό κόστος και προσθέτει θεσμικό κόστος. Αυτό το κόστος το πληρώνει ο ίδιος ο τόπος.
Δ. Κ.: Αν και η κυβέρνηση αντιμετωπίζει διαδοχικές κρίσεις όπως τα Τέμπη, οι φυσικές καταστροφές και σκάνδαλα με τελευταίο τον ΟΠΕΚΕΠΕ και ως εκ τούτου θα έπρεπε να είχε επηρεαστεί δυσμενώς η συνολική εικόνα της διακυβέρνησης και της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς, εμφανίζεται κυρίαρχη δύναμη στο πολιτικό σκηνικό. Ποιες είναι τελικά οι θεσμικές και κοινωνικές επιπτώσεις της έλλειψης ισχυρών αντίβαρων;
Ευ. Β.: Τι εννοείτε κυρίαρχη; Δημοσκοπικά κινείται, σε επίπεδο μετρήσεων και όχι εκτιμήσεων, κάτω από το 25% , όριο απονομής μπόνους στο πρώτο κόμμα κατά τον ισχύοντα εκλογικό νόμο. Ίσως εννοείτε ότι έχει μεγάλη απόσταση από το δεύτερο κόμμα. Έχει όμως εξίσου μεγάλη απόσταση από το όριο της αυτοδυναμίας. Προφανώς οι έρευνες αποτυπώνουν στιγμές, καταγράφουν όμως και τάσεις. Η περίοδος των μονοκομματικών αυτοδύναμων κυβερνήσεων με πανίσχυρο πρωθυπουργό που είναι αρχηγός της πλειοψηφίας και ελέγχει πολιτικά κατά τρόπο συμπαγή όλες τις πτυχές της εξουσίας, φαίνεται να είναι πολύ δύσκολο να συνεχιστεί.
Δ. Κ.: Με δεδομένη την πολυδιάσπαση στον χώρο της κεντροαριστεράς και την αναγκαιότητα για συνεργατικές κυβερνήσεις βλέπετε σήμερα να υπάρχουν οι προϋποθέσεις προγραμματικής σύγκλισης ώστε δύο ή περισσότεροι σχηματισμοί της αντιπολίτευσης να διαμορφώσουν μια αξιόπιστη πρόταση συνεργασίας;
Ευ. Β.: Εξ όσων γνωρίζω το ΠΑΣΟΚ που κατέχει τη θεσμική θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει ως βασική γραμμή την πολιτική και προγραμματική του αυτονομία και διεκδικεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στις επόμενες εκλογές που φαίνεται αριθμητικά πολύ δύσκολο να οδηγήσουν σε σχηματισμό κυβέρνησης με όρους ενισχυμένης αναλογικής. Στον χώρο του πρώην ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει πολυδιάσπαση και αναμονή. Άρα δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις. Σε κάθε περίπτωση το πρώτο κόμμα μετά τις επόμενες εκλογές πρέπει να πει πρώτο πώς βλέπει ένα πιθανό και βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα συνεργασίας δύο ή περισσότερων κομμάτων. Αυτό συμβαίνει στην Ευρώπη και έτσι διήλθε η χώρα τη δύσκολη και απαιτητική περίοδο 2011-2019. Κυβερνήσεις συνεργασίας χωρίς τη συμμετοχή του πρώτου κόμματος, είναι εφικτές και συγκροτούνται στην Ευρώπη, όταν το εκλογικό σύστημα είναι καθαρά αναλογικό ή όταν υπάρχουν αξιακοί λόγοι αποκλεισμού του πρώτου κόμματος. Υπό την έννοια αυτή η καταγραφή των εκλογικών δυνάμεων στις επόμενες εκλογές θα δείξει τη βασική επιθυμία της κοινωνίας για το πώς θέλει να πορευθεί η χώρα. Κανείς δεν μπορεί να αντιταχθεί εντέλει στην επιθυμία των πολιτών.














