Ευάγγελος Βενιζέλος
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η σύγκρουση εθνικής, θεσμικής και οικονομικής ολοκλήρωσης*
Έχω πράγματι χαρακτηρίσει - όπως αναφέρει στην προμετωπίδα του νέου βιβλίου του ο Θανάσης Διαμαντόπουλος - τον Ελευθέριο Βενιζέλο «αστό λενινιστή» προφανώς συνεκδοχικά, για να τονίσω την προσήλωση στους στόχους, τη χρήση του θεσμικού πλαισίου αλλά και την υπέρβασή του αν αυτή κρινόταν αναγκαία για την επίτευξη των στόχων. Πρόκειται άλλωστε για μερικό τουλάχιστον αναχρονισμό καθώς ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε διαμορφώσει την πολιτική του φυσιογνωμία και την αντίληψή του για την Ιστορία και τη σχέση του με αυτήν πριν καθιερωθεί ο όρος λενινισμός με το όποιο περιεχόμενό του που πάντως δίνει τον τόνο της «επαναστατικότητας».
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι το ιστορικό πρόσωπο που κατεξοχήν εκφράζει και συμπυκνώνει το ερμηνευτικό σχήμα που έχω προτείνει για την καμπύλη των διακοσίων ετών της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, τη σύγκρουση των ολοκληρώσεων (Ευ. Βενιζέλος, Παλιγγενεσία και αναστοχασμός: Κείμενα για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση», εκδόσεις Πατάκη, 2021). Κατά τη διάρκεια του ελλαδικού πολιτικού του βίου, που καλύπτει μια δραματικά πυκνή περίοδο 26 ετών (1910-1936), ο Ελευθέριος Βενιζέλος έχει ένα ουσιαστικά προγραμματικό στόχο, την πολυεπίπεδη ολοκλήρωση (με την έννοια της integration) του νέου ελληνικού κράτους: την εθνική / εδαφική, τη θεσμική / συνταγματική και την οικονομική / αναπτυξιακή ολοκλήρωση.
Κατά την αντίληψη του Ελευθέριου Βενιζέλου οι τρεις αυτές ολοκληρώσεις αφενός μεν αλληλοτροφοδοτούνται και αλληλοεξαρτώνται, αφετέρου δε μεταξύ των τριών προδήλως προτάσσεται ο στόχος της εθνικής / εδαφικής ολοκλήρωσης που κυριαρχεί την δεκαετία 1912-1922 οπότε και διαμορφώνεται η εδαφική και η πληθυσμιακή υπόσταση του ελληνικού κράτους με τη συμμετοχή στους Βαλκανικούς Πολέμους, την ενσωμάτωση των Νέων Χωρών, τον Εθνικό Διχασμό, τη συμμετοχή στον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή, την υποδοχή και ένταξη των προσφύγων.
Ο θεσμικός εκσυγχρονισμός της περιόδου 1910-1912 αλλά και η θεσμική σύγκρουση της περιόδου του Εθνικού Διχασμού που φτάνει μέχρι την κρατική διχοτόμηση με το Κράτος της Θεσσαλονίκης, δείχνει ότι η θεσμική ολοκλήρωση λειτουργεί ως μοχλός προετοιμασίας και υποστήριξης των μεγάλων στοχεύσεων της εθνικής / εδαφικής ολοκλήρωσης, αλλά υποτάσσεται σε αυτήν κάθε φορά που χρειάζεται, χωρίς δισταγμούς που ανάγονται στους αυτοματισμούς και τους καταναγκασμούς της συνταγματικής νομιμότητας. Όταν δε το αποτέλεσμα είναι η δραστική επαύξηση του εθνικού εδάφους και του πληθυσμού, η συμβολή στην οικονομική/αναπτυξιακή ολοκλήρωση είναι προφανής, γιατί δεν υπάρχουν σπουδαιότεροι συντελεστές ανάπτυξης από το εθνικό έδαφος και τον πληθυσμό σε συνδυασμό με την ενσωμάτωση στο διεθνές οικονομικό γίγνεσθαι της εποχής.
Την περίοδο μετά το 1922, συντελούνται, κατά την ανάγνωσή μου, δυο παράλληλες μεγάλες κινήσεις: Πρώτον, η πολιτειακή μεταβολή, συμπεριλαμβανομένων όλων των ακροτήτων και των αντιφάσεων, ως συνέχεια, υπό άλλη εκδοχή, της θεσμικής ολοκλήρωσης της περιόδου 1910-1912 που είχε διακοπεί και τώρα αναδιατάσσεται και μορφοποιείται ως «Ελληνική Δημοκρατία» εντέλει με το Σύνταγμα του 1927. Με τη δίκη των έξι, με τις αλλεπάλληλες εκδοχές του Συντάγματος, με το ιδιώνυμο, αλλά και με την ίδρυση του ΣτΕ. Δεύτερον, η υποδοχή και ενσωμάτωση των προσφύγων κατ´εφαρμογή των διεθνών κειμένων που συνήθως αποδίδουμε ως Συνθήκη της Λωζάνης. Αυτή είναι μια προσαρμοσμένη στην πραγματικότητα αλλά εντυπωσιακά αποτελεσματική όψη της εθνικής ολοκλήρωσης, που λειτουργεί ως βάση για τη νέα φάση της οικονομικής / αναπτυξιακής ολοκλήρωσης. Η θεσμική ολοκλήρωση υποτάσσεται και πάλι στην εθνική (με την έννοια πλέον της πληθυσμιακής επί μητροπολιτικού εδάφους) ολοκλήρωσης.
Η συσχέτιση αυτή των τριών ολοκληρώσεων εξακολουθεί να λειτουργεί και την περίοδο της τελευταίας κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου (1928-1932): Η ελληνο-τουρκική προσέγγιση επιδιώκει τη σταθεροποίηση των καταστάσεων που έχουν διαμορφωθεί ως προς την επικράτεια και τον πληθυσμό. Τα μέτρα οικονομικού εκσυγχρονισμού και ενίσχυσης της ανάπτυξης προωθούνται υπό τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες του κραχ του 1929 που ξεκίνησε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Το πολιτειακό, παρά την ιδιαίτερα προσεκτική στάση του Π. Τσαλδάρη, εξακολουθεί να είναι ανοικτό, όπως έδειξαν οι εξελίξεις από το 1932 έως το 1935, συμπεριλαμβανομένων των κινημάτων του 1933 και του 1935 με κατάληξη όλων αυτών το 1936 και την υπνοβασία μέχρι την δικτατορία Μεταξά. Ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος δείχνει με τη στάση του στην τελευταία αυτή φάση της πολιτικής και βιολογικής του ζωής ότι δεν αντιλαμβάνεται τη θεσμική ολοκλήρωση ως επιβολή και καθολικό σεβασμό της εκάστοτε συνταγματικής νομιμότητας, αλλά υποτεταγμένη στις προτεραιότητες του Εθνικού Διχασμού που ξεκινά ως διχασμός σχετικά με την αντίληψη περί εθνικής ολοκλήρωσης και καταλήγει ως διχασμός εφ´όλης της ύλης που εισχωρεί στο γονιδίωμα του έθνους.
Αν η «σύγκρουση των ολοκληρώσεων» συνθέτει και επεξηγεί την μεγάλη εικόνα, είναι αναπόφευκτο ο πρωταγωνιστής να τοποθετείται μέσα στις μυλόπετρες τριών μαγνητικών πεδίων ή μάλλον τριών όψεων του μαγνητικού πεδίου της Ιστορίας. Προφανώς για την ιστορική έρευνα έχουν σημασία όλες οι επιμέρους κινήσεις, οι αντιφάσεις, οι παλινωδίες, η αναζήτηση των κινήτρων, η εξαντλητική τεκμηρίωση. Στο πλαίσιο αυτό έχουν σημασία και τα στοιχεία που διαμορφώνουν την προσωπικότητα των δρώντων υποκειμένων, ακόμη και ερμηνείες ψυχολογικού ή χαρακτηριολογικού περιεχομένου, μαρτυρίες συνεργατών, φίλων ή αντιπάλων. Κάποιες φορές ίσως αξία έχουν ακόμη και στοιχεία της λεγόμενης μικρής ιστορίας ή αναμνήσεις που μεταφέρονται από « δεύτερο χέρι» και δύσκολα διαχωρίζονται από εθνικούς μύθους ή θεωρίες συνωμοσίας.
Το βέβαιο είναι ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν έκρυψε τις στρατηγικές ή, μάλλον, τις γεωπολιτικές του αντιλήψεις και επιλογές, πρωτίστως τη σύνδεση με τη Βρετανική Αυτοκρατορία της εποχής του, επιλογή που ανάγεται στις γενέθλιες επιλογές του έθνους όταν διεκδίκησε την «πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν», τη συγκρότηση κράτους και την αναγνώρισή του από τις Μεγάλες Δυνάμεις της περιόδου για λόγους και τότε γεωπολιτικούς. Αυτή η θεμελιώδης επιλογή είναι ένα ερμηνευτικό νήμα που διαπερνά τη στάση του Ελευθερίου Βενιζέλου σε όλα τα επιμέρους ερωτήματα της εξωτερικής πολιτικής που συνδέονται με εξίσου κρίσιμα ερωτήματα της εσωτερικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της Μικρασιατικής Εκστρατείας και της θέσης του απέναντι στη βασιλεία.
Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος διατυπώνει την τελική κρίση του για τη σημαντικότερη πολιτική φυσιογνωμία του ελληνικού εικοστού αιώνα, για τον άνθρωπο που συνομίλησε με την Ιστορία και είχε εξαρχής αίσθηση του προνομίου να καθορίζει επί δεκαετίες την εθνική στρατηγική, τον ίδιο τον εθνικό χώρο, υπό συνθήκες περιφερειακού και διεθνούς αναθεωρητισμού, μελετώντας και χαράσσοντας τον χάρτη. Μια φυσιογνωμία ιστορικά ανεξίτηλη που δίχασε αλλά διαμόρφωσε το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία, το ίδιο το έθνος ως ιστορικό υποκείμενο.
Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος εκκινεί από την παραδοχή ότι και ο Ελευθέριος Βενιζέλος έκανε λάθη και φέρει ιστορικές ευθύνες για αρνητικές εκβάσεις της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας. Η άλλη όψη της παραδοχής αυτής που αναδεικνύει ο συγγραφέας είναι ότι και οι κατά καιρούς αντίπαλοι του Ελευθερίου Βενιζέλου, από τον Κωνσταντίνο και τον Μεταξά μέχρι τους πρώην συνεργάτες του που κατέστησαν αντίπαλοι ή παλινδρομούσαν διαρκώς μεταξύ φίλου και αντιπάλου, είχαν δίκιο σε ορισμένες επιλογές ή εκτιμήσεις τους ή ότι έχουν αδικηθεί από ασύμμετρες εκδοχές της έως τώρα ιστοριογραφίας και κυρίως από τη δημόσια Ιστορία και ειδικότερα τον τρόπο με τον οποίο έχουν καταγραφεί στην εθνική συλλογική μνήμη κρίσιμες στιγμές και κυρίως κρίσιμες καταστάσεις της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας.
Τα ερωτήματα που θέτει και απαντά ο συγγραφέας είναι κατά βάθος τα σταυρικά ερωτήματα της φιλοσοφίας της Ιστορίας με παράδειγμα τον Ελευθέριο Βενιζέλο και την εποχή του, συνεπώς τον Ελευθέριο Βενιζέλο εντός της εποχής του. Διατυπώνει τις κρίσεις και τις διαπιστώσεις του με ευθύ τρόπο, χωρίς να αποδέχεται στερεότυπα, συνεπώς η σύνθεση που παρουσιάζει είναι έντονα κριτική. Διατυπώνει όμως την επιστημονική του άποψη, όχι την τελική κρίση της Ιστορίας η οποία ανήκει στην αρμοδιότητα του εαυτού της. Γνωρίζει προφανώς ότι η συλλογική μνήμη έχει ανάγκη από ισορροπημένες και απροκατάληπτες ιστορικές έρευνες και δοκιμιακές συνθέσεις, το δε ζητούμενο είναι ένα τεκμηριωμένο και έντιμο ισοζύγιο θετικών και αρνητικών αποτελεσμάτων για τις επιλογές που έγιναν από όσους χειρίστηκαν τις τύχες του έθνους σε κρίσιμες περιόδους. Πρώτος είναι βεβαίως ο ίδιος ο ελληνικός λαός και οι εκλογικές και δημοψηφισματικές επιλογές του. Το ισοζύγιο αυτό δεν μπορεί προφανώς να αφορά μόνο έναν από τους πρωταγωνιστές της περιόδου ή μια από τις πλευρές ενός εθνικού διχασμού ή ενός εμφυλίου πολέμου. Στην ελληνική Ιστορία ή για την πρόσληψη της ελληνικής Ιστορίας δεν λειτούργησαν άλλωστε ούτε «Επιτροπές αλήθειας» ούτε διαδικασίες συμφιλίωσης ούτε μηχανισμοί αποκαταστατικής δικαιοσύνης ( restorative justice). Κάποιες διεργασίες συντελέστηκαν την περίοδο της Μεταπολίτευσης σε σχέση με τον εμφύλιο πόλεμο, αλλά οι συγκρουσιακές μνήμες προγενέστερων περιόδων όπως ο Εθνικός Διχασμός δεν έσβησαν, αντιθέτως διατηρούνται μέσα στο γενικώς συγκρουσιακό και στερεοτυπικό κλίμα των τελευταίων πενήντα ετών. Ουδείς πάντως μπορεί να ισχυριστεί ότι το ισοζύγιο για τον Ελευθέριο Βενιζέλο είναι αρνητικό καθώς αυτό αποτυπώνεται πρωτίστως στην έκταση της εθνικής επικράτειας και στην σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας.
Στο πάντοτε επίμονο ζητούμενο της εθνικής αυτογνωσίας ο Θανάσης Διαμαντόπουλος εισφέρει την κριτική συνολική θεώρησή του για τον Ελευθέριο Βενιζέλο χωρίς να μπορεί να κατηγορηθεί για αποδοχή και αναπαραγωγή εξωραϊστικών μοτίβων. Κάθε άλλο! Του αξίζει ο μεγαλύτερος έπαινος για ένα συγγραφέα που είναι η πρόκληση προς τους ομοτέχνους του για διάλογο, αντίκρουση, συμπλήρωση, αναστοχασμό, σύνθεση. Η ιστορία και η Ιστορία δεν τελειώνει ποτέ. -
* Επίμετρο στο βιβλίο του Θανάση Διαμαντόπουλου, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πλαστουργός ιστορίας. Ο άνθρωπος, ο θρύλος, το πολιτικό αποτύπωμα, εκδόσεις Πατάκη, 2024, σελ 463- 469