13 Μαΐου 2025
Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στην παρουσίαση του βιβλίου του Ι. Κονιδάρη, «Πολιτεία και Εκκλησία στην Πράξη. Απάνθισμα άρθρων» εκδ. Επίκεντρο
Κυρία τέως Πρόεδρε της Δημοκρατίας, Μακαριώτατε, Άγιε Λαοδικείας εκπρόσωπε του Οικουμενικού Πατριάρχου, Άγιε Αρκαλοχωρίου και αγαπητέ συνάδελφε και φίλε, Άγιε Πρωτοσύγκελε, κυρίες και κύριοι, αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι,
αρχίζω από το πρόσωπο, μια που τελούμε αυτόν τον «Μέγα Εσπερινό μετ’ αρτοκλασίας» πνευματικής, προς τιμήν του Γιάννη Κονιδάρη. Ο Γιάννης Κονιδάρης, λοιπόν, είναι βεβαίως πρωτίστως φίλος μας και αγαπητός συνάδελφος, ομότεχνος, γιατί το Εκκλησιαστικό Δίκαιο τελεί πάντα σε μία σχέση συναλληλίας με το Συνταγματικό Δίκαιο, αλλά είναι ο πρύτανης των ελλήνων ειδικών του Εκκλησιαστικού Δικαίου. Είναι ο πνευματικός πατέρας και μέντορας μιας σειράς σημαντικών επιστημόνων στο πεδίο του Εκκλησιαστικού Δικαίου, διευθυντής πολλών διδακτορικών διατριβών, είναι ο κτήτωρ του σημαντικότερου περιοδικού του κλάδου που ακούει στο όνομα Νομοκανονικά, είναι Άρχων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως εκ τούτου προσφωνείται «Εντιμολογιώτατος» σε αντίθεση με εμάς τους ταπεινότερους που προσφωνούμαστε απλώς «Ελλογιμώτατοι» και αυτό υπό επιφύλαξη, και βεβαίως κανοναρχεί σε όλα τα ζητήματα Εκκλησιαστικού Δικαίου και εκκλησιαστικής πολιτικής εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Πίσω από κάθε άρθρο ολιγόλογο και εύστοχο δημοσιευμένο στις φιλόξενες στήλες του Βήματος και του Βήματος της Κυριακής, και είναι εδώ ο Διευθυντής της Εφημερίδος ο οποίος μας τιμά με την παρουσία του, ο αγαπητός Περικλής Δημητρολόπουλος, κρύβεται ένα πολύ μεγάλο βάθος μελέτης, ιστορικής, κανονολογικής, νομικής. Άρα κάθε τι που λέγεται με έναν εκλαϊκευμένο, απλό και εύστοχο τρόπο υποστηρίζεται επιστημονικά με μία τουλάχιστον εκτενή δημοσίευση, ενδεχομένως με σειρά μονογραφίων. Ιδίως η σχέση νομιμότητας και κανονικότητας ή τα μεγάλα θέματα των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, τα μεγάλα θέματα που συνδέονται με τη θρησκευτική ελευθερία. Άρα το ότι μας προσφέρει το βιβλίο αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί στην πραγματικότητα έχουμε μία σύνοψη ενός μεγάλου, βαρυσήμαντου και κοπιώδους επιστημονικού έργου.
Ο εκδοτικός οίκος που διευθύνει ο κ. Πέτρος Παπασαραντόπουλος, διδάκτωρ βαλκανικών σπουδών και ανεψιός, Μακαριότατε, μέλλοντος Αγίου, διότι είναι ανεψιός του Αρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Παπασαραντοπούλου, είναι ένας εκδοτικός οίκος που φιλοξενεί παρόμοια εγχειρήματα και έτσι χάρη σε αυτόν έχουμε αυτό το σημαντικό έργο, το οποίο και παρουσιάζεται στην επίσης φιλόξενη αίθουσα της ΕΣΗΕΑ, η πρόεδρος της οποίας είναι εκκλησιαστική συντάκτης. Και αυτό δεν είναι τυχαίο.
Τώρα, μετά από όσα, τόσο εύστοχα και συστηματικά, ανέπτυξαν ο Γιάννης Σαρμάς και ο Φίλιππος Σπυρόπουλος, η δική μου θέση είναι πάρα πολύ εύκολη διότι μπορώ να συνοψίσω, κατ´ επιλογή. Θα έλεγα ότι μας φέρνει αντιμέτωπους το έργο του Γιάννη Κονιδάρη και γενικότερα το Εκκλησιαστικό Δίκαιο, με μία φράση η οποία είναι φαινομενικά παράδοξη και έχει απασχολήσει λογοτέχνες και φιλοσόφους. Η φράση είναι «Δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσει το παρελθόν».
Στο πεδίο του Εκκλησιαστικού Δικαίου αυτό είναι το ζήτημα. Προσπαθούμε να καταλάβουμε τι μας επιφυλάσσει πάντα το παρελθόν. Η Ιστορία. Αυτό το έχει πει ο Μίλαν Κούντερα, το έλεγε πολύ συχνά σε εμάς, ο ημέτερος Μάνος Ελευθερίου αλλά ως ζήτημα έχει απασχολήσει τους πάντες τον Μπένγιαμιν, τον Χάιντεγκερ, τον Ρικέρ, τον Φουκώ και ως εκ τούτου νομίζω ότι πρέπει να δώσουμε λίγη προσοχή στη φράση αυτή. Όλα εξηγούνται από την Ιστορία.
Για να καταλάβουμε το σχήμα πρέπει να απαντήσουμε σε ένα θεμελιώδες ερώτημα το οποίο το έχει αντιληφθεί ο Μακαριότατος παλαιόθεν. Τι είναι η Εκκλησία, νομικά; Τι τη συμφέρει να είναι; Τη συμφέρει να είναι το υποκείμενο της θρησκευτικής ελευθερίας το σημαντικότερο, το πιο μεγάλο, το πιο πολυπρόσωπο, το πιο καλά δικτυωμένο, αυτό που χειρίζεται στην πραγματικότητα το corpus mysticum, τον λαό ως λαό του Θεού, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας ως εκκλησία; Ή συμφέρει στην Εκκλησία να είναι το προνομιακό υποκείμενο της εκκλησίας της επικρατούσας θρησκείας; Δηλαδή συμφέρει στην εκκλησία να επικαλείται το άρθρο 3 ή το άρθρο 13;
Την κρίσιμη στιγμή της μεγάλης σύγκρουσης για το νόμο Τρίτση, η Εκκλησία σκέφτηκε ότι προστατεύεται όταν επικαλείται τη θρησκευτική ελευθερία, όταν ανάγεται στο άρθρο 13 και όχι στο άρθρο 3. Γι' αυτό όταν η Ελλάδα μετά από πολλούς δισταγμούς αναγνώρισε την ατομική προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και όλοι πίστευαν ότι πρώτοι που θα προσφύγουν είναι θρησκευτικές μειονότητες, οι οποίες, για παράδειγμα ,είναι εγκαταστημένες στη Θράκη, προσέφυγαν οι Ιερές Μονές προκειμένου να διαφυλάξουν τα περιουσιακά τους δικαιώματα.
Και έκτοτε η πολύ πλούσια ελληνική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει διαμορφώσει έτσι το κανονιστικό περιεχόμενο του άρθρου 13 του Συντάγματος, ώστε να έχουν επιλυθεί στην πραγματικότητα όλα τα θέματα για τους μη Ορθοδόξους, για τους μη Χριστιανούς αλλά σε αυτό το πλούσιο κανονιστικό περιεχόμενο βρίσκει την προστασία της κάθε φορά που υπάρχει μείζων πρόβλημα, οριακό και η Εκκλησία της Ελλάδας.
Τώρα γιατί το παρελθόν είναι αυτό που καθοδηγεί το μέλλον; Διότι το άρθρο 3, η ιστορία του οποίου είναι αυτή που περιέγραψε προηγουμένως ο Φίλιππος Σπυρόπουλος, έχει διατυπωθεί έτσι το 1975 επειδή μεσολάβησε η προσπάθεια της δικτατορίας και του Ιερωνύμου του Α ´ , να μεταβάλει ριζικά τον τρόπο συγκρότησης της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, να μη σεβαστεί δηλαδή τη Συνοδική Πράξη του 1928, και ως εκ τούτου ήρθε ο συντακτικός νομοθέτης το 1975- γιορτάζουμε τώρα τα 50 χρόνια του Συντάγματος του 1975, η επέτειος έρχεται σε λίγες εβδομάδες, την 11η Ιουνίου του 1975 τέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα- και διαμόρφωσε μια διάταξη η οποία όπως έχω γράψει και όπως μας εξηγεί με πολλούς τρόπους ο πολύτροπος, ούτως ή άλλως, Ιωάννης Κονιδάρης, επιβάλλει στην πραγματικότητα δύο συστήματα σχέσεων.
Ένα πρώτο σύστημα σχέσεων της Πολιτείας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που είναι ένα σύστημα ομοταξίας γιατί πρέπει να διαφυλάξουμε το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως υποκείμενο του Διεθνούς Δικαίου και πρωτίστως ως υποκείμενο της θρησκευτική ελευθερίας εκεί που βρίσκεται και όπου βρίσκεται, άρα το αναγνωρίζουμε ως συν- νομοθέτη στην πραγματικότητα, εν πολλοίς στο άρθρο 3 και ρητά στο άρθρο 105 για το καθεστώς του Αγίου Όρους, όπου νομοθετεί μαζί με τη Βουλή των Ελλήνων το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Και ένα δεύτερο σχήμα, που είναι το σχήμα των σχέσεων της Πολιτείας με την Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία ποτέ δεν κατέστη κατά κυριολεξία και πλήρως αυτοκέφαλη, διότι αυτοκέφαλη είναι η Εκκλησία της Ελλάδος, όπως μας εξηγεί πάλι πάμπολλες φορές και με υπομονή διδακτική ο Γιάννης Κονιδάρης, η οποία εμπεριέχει την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, την παλαιά του Πατριαρχικού Τόμου του 1850, και τις νέες χώρες και αυτή, η νέα οντότητα, η Εκκλησία της Ελλάδος είναι αυτοκέφαλη υπό τους όρους όμως της Πράξης του 1928 και του Συντάγματος.
Άρα και η κανονική σχέση του Πατριαρχείου με την Εκκλησία της Ελλάδος ή της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, είναι συνταγματικώς ρυθμισμένη. Άρα, έχουμε ένα σύστημα ομοταξίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ένα σύστημα στην πραγματικότητα πολιτειοκρατικό, ένα σύστημα νόμω κρατούσης πολιτείας, πολιτειοκρατικό για να είμαστε ειλικρινείς, ως προς την Εκκλησία της Ελλάδος.
Πού θα αμυνθεί η Εκκλησία της Ελλάδος θέτοντας όρια; Στη θρησκευτική ελευθερία. Αυτό είναι λίγο πολύ το σχήμα. Και στο σχήμα αυτό, υπαινίχτηκα, εντάσσονται και τα ιδιαίτερα εκκλησιαστικά καθεστώτα στα οποία αφιερώνει πλειάδα άρθρων, ο Ιωάννης Κονιδάρης, αλλά έχει αφιερώσει και μια πολύ μεγάλη μονογραφία για τα ιδιαίτερα εκκλησιαστικά καθεστώτα. Χάρη σε έναν υπαινιγμό συνταγματικό, έχουμε το καθεστώς όχι των νέων χωρών που εμπεριέχονται στην Εκκλησία της Ελλάδος ως οντότητα, αλλά της Κρήτης, την ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης και τις Μητροπόλεις των Δωδεκανήσων για τις οποίες υπάρχει πια και ειδική νομοθετική ρύθμιση.
Άρα σε έναν υπαινιγμό συνταγματικό για τα ιδιαίτερα καθεστώτα, έχουμε τη συνταγματική θεμελίωση αυτού που συμβαίνει σε μεγάλες περιοχές της πατρίδας μας. Και η Εκκλησία της Ελλάδος με ιστορική αντίληψη και με ταπεινότητα και με διάθεση να προστατεύσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον οικουμενικό του ρόλο, αποδέχεται αυτές τις «κυρώσεις» τις ιστορικές ως προς το περιορισμένο αυτοκέφαλό της. Τα αυτοκέφαλα ξεκινούν με την Ελλάδα αλλά στην πραγματικότητα η Ελλάδα τιμωρείται επειδή κήρυξε αυτογνωμόνως το αυτοκέφαλο το 1833. Να λοιπόν κάτι που έκανε η Αντιβασιλεία και που δεν θα έκανε ο Ιωάννης Καποδίστριας, Γιάννη Μεταξά. Ήταν η βασική διαφορά του με την Αντιβασιλεία.
Αυτό λοιπόν την ακολουθεί, διότι επιδέχεται περιορισμούς και καταναγκασμούς από τότε μέχρι σήμερα, από το 1850 μέχρι σήμερα. Άρα πρέπει να αποδεχθούμε το βασικό περιεχόμενο του άρθρου 3 που είναι η προστασία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Υπό την έννοια αυτή, χαίρομαι γιατί εδώ και πολλά χρόνια συμφωνούμε με τον Γιάννη Κονιδάρη πως δεν μπορεί να καταργηθεί το άρθρο 3 αλλά πρέπει να προστεθεί ερμηνευτική δήλωση που θα λέει ρητά ότι το άρθρο 3 δεν θεμελιώνει περιορισμούς της θρησκευτικής ελευθερίας.
Άρα η επικρατούσα θρησκεία δεν είναι ούτε η επίσημη θρησκεία ούτε η θρησκεία των προνομίων. Τι θέλει να κάνει το Σύνταγμα; Θέλει να εξοπλίσει την Εκκλησία με προνόμια; Όχι. Θέλει να θεμελιώσει νομικά τον έλεγχο της Πολιτείας επί της Εκκλησίας γιατί είναι πάρα πολύ σημαντικό, κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο η Εκκλησία. Αυτό είναι το θέμα. Από εκεί απορρέουν όλα. Από εκεί απορρέουν όλα τα ζητήματα τα οποία τίθενται στη σύγκρουση τη διαρκή μεταξύ νομιμότητας και κανονικότητας, που σημαίνει ότι μπορείς να είσαι κανονικός αλλά να μην είσαι νόμιμος, να έχεις εκλεγεί Μητροπολίτης κανονικός και να έχεις τελέσει το μικρό και μέγα μήνυμα , αλλά να μην εκδίδεται διάταγμα αναγνώρισης σου και να μη μπορείς να επανεκλεγείς αν δεν παραιτηθείς - όλα αυτά έχουν γίνει- κανονικώς προκειμένου να επανεκλεγείς νομίμως. Αυτό δίδαξε το παράδειγμα ενός μεγάλου ιεράρχη με πυκνό θεολογικό λόγο και νομοκανονική συνείδηση του μακαριστού Θεοκλήτου Ιωαννίνων.
Από εκεί απορρέουν όλα όσα αφορούν και την περιουσία για την οποία αγωνίζεται επιμόνως και συστηματικώς ο Αρχιεπίσκοπος. Και φυσικά αυτό αφορά και τις οργανικές θέσεις του εφημεριακού κλήρου και το μισθό. Ο καθένας μιλάει με τα βιώματά του, με το παρελθόν του.
Δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσει το παρελθόν. Ξέρω τι σημαίνει εφημεριακός κλήρος, δηλαδή παπάς, σε ένα ορεινό χωριό της μικρής Μητρόπολης Καρυστίας και Σκύρου, που δεν έχει μισθό και δεν έχει εισοδήματα γιατί δεν υπάρχουν τυχερά, υπάρχει ένα μικρό αμπελάκι για να επιβιώσει μια οικογένεια με πέντε παιδιά ορφανά από μητέρα και με πατέρα ιερέα χήρο, μη δυνάμενο να συνάψει δεύτερο γάμο.
Άρα ο Ιωάννης Κονιδάρης έχει την πλήρη συνείδηση όλων αυτών των πραγμάτων και μας προτείνει μια ξενάγηση στην εκκλησιαστική πολιτική, κατά βάθος και στην πολιτική θεολογία με τη διπλή, όπως έχω πει με αφορμή ένα πρόσφατο βιβλίο μου έννοια, δηλαδή και ως δογματικό ζήτημα θεολογικό και ως δογματικό ζήτημα πολιτειολογικό, αλλά και ως πολιτική πρακτική εφαρμοσμένη του κράτους, που θέλει να ασκήσει πολιτική επί της Εκκλησίας και διά της Εκκλησίας, αλλά και ως πολιτική επιλογή της Εκκλησίας, που απευθύνεται στην κοινωνία και διατυπώνοντας έναν θεολογικό λόγο θέλει να παρέμβει πολιτικά.
Η εξισορρόπηση όλων αυτών των υστεροβουλιών ή αν θέλετε των στόχων, οι οποίοι μπορούν να υπηρετούνται καλή τη προθέσει και καλή τη πίστει, είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο και αυτό περιγράφει με άπειρες αφορμές, με επιμονή, επί δεκαετίες ο Γιάννης Κονιδάρης με την υψηλής ποιότητας αρθρογραφία του.
Αυτό τώρα το παρακολουθούμε και σε όλα τα θέματα τα οποία εκκρεμούν. Από τα μεγάλα γεωπολιτικά ζητήματα, από τη γεωπολιτική της ορθοδοξίας, από το ουκρανικό αυτοκέφαλο, από την ύπαρξη δύο ορθοδοξιών, μιας ορθοδοξίας των δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και της ειρήνης, και μιας ορθοδοξίας του αυταρχισμού και του πολέμου, μέχρι τα ζητήματα που αφορούν για παράδειγμα το μεταθετό στην Εκκλησία της Κρήτης, για το οποίο δεν θα μιλήσω.
Οπότε σε αυτήν τη διαρκή σχέση με το παρελθόν θα αναζητήσουμε το μέλλον με τη βοήθεια αυτού του πάρα πολύ ωραίου βιβλίου που μας προσφέρει ο Ιωάννης Κονιδάρης εκ του αποθέματός του. Διότι όταν έχεις ένα τέτοιο απόθεμα συνεισφοράς μπορείς άνετα αυτό να το χειρίζεσαι και να το ξαναπροσφέρεις. Στην πραγματικότητα, το βιβλίο αυτό, το απάνθισμα, είναι πνευματικά μία πολύ μεγάλη «λειτουργία των προηγιασμένων δώρων». Τα δώρα του είναι «προηγιασμένα» μέσα στην έρευνά του, στις μονογραφίες του, στα εγχειρίδια του. τα άρθρα είναι δημοσιευμένα αλλά διάχυτα, δυσεύρετα, συνάγονται, επανεκδίδονται, στην πραγματικότητα δεν έχουμε νέα «αναφορά», έχουμε τα «προηγιασμένα δώρα» τα οποία προσφέρονται σήμερα χάρη στον Γιάννη Κονιδάρη.
Σας ευχαριστώ πολύ
*Για το βιβλίο μίλησαν οι:
- Ευάγγελος Βενιζέλος, πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ.
- Ιωάννης Σαρμάς, τέως Υπηρεσιακός Πρωθυπουργός, Επίτιμος Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου
- Φίλιππος Σπυρόπουλος, ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών
Αντιφώνηση από τον συγγραφέα του βιβλίου, Ιωάννη Μ. Κονιδάρη, ομότιμο καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Τη συζήτηση συντόνισε ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος, Δρ Βαλκανικών σπουδών, εκδότης, συγγραφέας.