9 Απριλίου 2006
«Τα αδιέξοδα των μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης και η απάντηση του ΠΑΣΟΚ»
Φίλες και φίλοι, το θέμα των μεταρρυθμίσεων έγινε τις τελευταίες μέρες άκρως επίκαιρο. Γιατί η αλήθεια είναι ότι τους τελευταίους αιώνες μεταρρυθμίσεις και μεταρρυθμιστές υπήρξαν πολλοί. Από το Λούθηρο μέχρι το Βιλπέν, υπάρχουν πολλές προτάσεις μεταρρύθμισης.
Το ΠΑΣΟΚ είναι από τότε που γεννήθηκε μια μεγάλη δύναμη ανατροπών, αλλαγής, μια μεγάλη δύναμη μεταρρυθμίσεων. Μεταρρυθμίσεων όμως προοδευτικών, μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την παραγωγική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας, που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα, που θωρακίζουν τον πολίτη, τον εργαζόμενο, τον ανήμπορο, τον φτωχό. Είναι ένα μεγάλο κίνημα του εθνικού, του κοινωνικού, του πολιτικού ριζοσπαστισμού, ένα κίνημα που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνά ότι γεννήθηκε ως κίνημα των μη προνομιούχων. Και μπορεί να άλλαξαν οι καταστάσεις, να άλλαξε η διαστρωμάτωση και η φύση της ελληνικής κοινωνίας, να αναβαθμίστηκε το καθεστώς πολλών κοινωνικών δυνάμεων, αλλά πάντα γεννιούνται ανισότητες και αδικίες, πάντα υπάρχουν οι ομάδες που νιώθουν ανασφάλεια και αβεβαιότητα. Κάθε εποχή έχει τους δικούς της μη προνομιούχους και η σημερινή εποχή.
Γι’ αυτό πρέπει να γυρνάμε πάντα και να βλέπουμε πίσω από τη συνολική ανάπτυξη της οικονομίας, πίσω από την αναβάθμιση των μέσων όρων, πίσω από αυτές τις μεγάλες οντότητες που είναι το κράτος, που είναι η εθνική οικονομία, που είναι η περιφέρεια, που βρίσκεται ο πολίτης, πού βρίσκεται η οικογένεια, πού βρίσκεται το νοικοκυριό, πού βρίσκεται το εισόδημα, όχι μόνο με απόλυτους όρους σε σχέση με αυτά που είχε ως δυνατότητα ο καθένας πριν από μερικά χρόνια, αλλά και σε σχέση με το διπλανό. Γιατί η ανισότητα όπως και η φτώχεια δεν είναι μόνον απόλυτο μέγεθος, αλλά είναι και σχετικό μέγεθος.
Γι’ αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να αντιληφθούμε ότι οι προοδευτικές δυνάμεις στην Ευρώπη, η ευρωπαϊκή σοσιαλιστική αριστερά, η ευρωπαϊκή κυβερνητική αριστερά, που δεν μιλάει θεωρητικά, δεν μιλάει με την άνεση αυτού που γνωρίζει ότι δεν πρόκειται να κληθεί να εφαρμόσει αυτά που λέει , πρέπει να συγκροτήσει το δικό της μεταρρυθμιστικό λόγο. Λόγο που πολλές φορές αναγκάζεται να είναι λόγος αμυντικός, λόγος συντηρητικός αν θέλετε, προκειμένου να προστατευθούν δικαιώματα για να διασφαλιστούν οι προϋποθέσεις μιας παραγωγικής, αναπτυξιακής, αλλά και κοινωνικής αντεπίθεσης που θα επιτρέψει στην Ευρώπη να βρει το δικό της προσανατολισμό. Γιατί πίσω από τη συζήτηση για τις μεταρρυθμίσεις ουσιαστικά πρόκειται να βρούμε την πολύ μεγάλη πολιτική, ιδεολογική και οικονομική αμηχανία της Ευρώπης συνολικά που αγωνίζεται να διαμορφώσει το δικό της σύγχρονο, το δικό της μεταβιομηχανικό μοντέλο ανάπτυξης και να συναρθρώσει αυτό το μεταβιομηχανικό μοντέλο ανάπτυξης και το κεκτημένο του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους και με την ανάγκη αυτό το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος να υπερβεί την τεράστια δημοσιονομική και δημογραφική του κρίση.
Η πιο σημαντική, συνεπώς, μεταρρύθμιση, η πρώτη μεταρρύθμιση, είναι μια μεταρρύθμιση διανοητική, είναι μια μεταρρύθμιση του τρόπου με τον οποίο σκεπτόμαστε και αντιλαμβανόμαστε και αναλύουμε τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη. Πρώτη μεταρρύθμιση είναι η ιδεολογική μας διαφοροποίηση από τον συντηρητισμό που θέλει να επιβάλει το δικό του λόγο ως μοναδικό και τη δική του μονοδιάστατη σκέψη ως μοναδικό τρόπο σκέψης. Ενώ τα πράγματα δεν είναι καθόλου μα καθόλου έτσι. Γιατί η Ευρώπη πρέπει να αντιληφθεί και μαζί με την Ευρώπη και η Ελλάδα βεβαίως -αλλά είναι ζήτημα κλίμακας να σκέπτεσαι σε ευρωπαϊκό επίπεδο-ότι το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα, το συγκριτικό της πλεονέκτημα, δεν θα βρεθεί ποτέ στο μισθολογικό και μη μισθολογικό κόστος της εργασίας, αλλά θα βρεθεί στην ποιότητα, στο διανοητικό κεφάλαιο, στην ικανότητα εφαρμογής καινοτομιών, θα βρεθεί σε αυτό το ιστορικό απόθεμα που έχει διαμορφώσει η Ευρώπη ως ήπειρος πολιτισμού, δημοκρατίας, ανεκτικότητας, δημιουργίας. Αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία και για τη λεγόμενη «νέα οικονομία», για την οικονομία που συνδέεται με τις νέες τεχνολογίες, με την κοινωνία της πληροφορίας αλλά και την παλαιά, την πραγματική οικονομία, την ευρωπαϊκή βιοτεχνία, την ευρωπαϊκή βιομηχανία, τις ευρωπαϊκές υπηρεσίες στον τουρισμό, στην εκπαίδευση και σε άλλους τομείς όπου υπάρχει ένα μακροχρόνιο πλεονέκτημα της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Στην Ελλάδα μάλιστα έχουμε ένα αυξημένο πρόβλημα διότι στην Ελλάδα πρέπει ταυτόχρονα να πετύχουμε την ολοκλήρωση του κοινωνικού μας κράτους ώστε να φτάσουμε στους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Να νιώσει ο πολίτης ότι περιβάλλεται από ένα κοινωνικό κράτος που του προσφέρει δίκτυ ασφάλειας δεν τον αφήνει μόνο και αβοήθητο και έχει ικανότητα διαχείρισης μικρών και μεγάλων κρίσεων. Από τις φυσικές καταστροφές μέχρι τον έλεγχο των τιμών και από τη λειτουργία του συστήματος υγείας μέχρι την δημιουργία νέων προϋποθέσεων για τη λειτουργία του ΟΑΕΔ. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να υπερβούμε την κρίση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, όχι ακολουθώντας πάντα με απόσταση, ως ουραγοί, αλλά κάνοντας υπερβάσεις που θα μας φέρουν στην πρώτη γραμμή, λόγω της ευελιξίας που έχουμε στο μέγεθός μας το οικονομικό. Μετατρέποντας ,δηλαδή, το παλιό διαρθρωτικό μειονέκτημά μας να μην έχουμε γίνει ποτέ μια κλασική δυτικοευρωπαϊκή βιομηχανική χώρα σε πλεονέκτημα τώρα που οι διεθνείς συνθήκες το μας επιτρέπουν, ή μάλλον μας το επιβάλλουν.
Μιλάμε πολύ συχνά συγκρίνοντας τα ελληνικά δεδομένα με τα δεδομένα άλλων ευρωπαϊκών χωρών ή άλλων περιοχών. Μιλάμε πολύ συχνά για το αγγλοσαξωνικό, το μεσογειακό ή το σκανδιναβικό μοντέλο κοινωνικού κράτους και ανάπτυξης. Πρέπει όμως πάντα να θυμόμαστε ότι μιλάμε για μια χώρα όπως η Ελλάδα που έχει εκτεταμένη παραοικονομία, εκτεταμένα άτυπα και αδήλωτα φαινόμενα. Τεράστιο ποσοστό μαύρης εργασίας, μεγάλο -υπερβολικά μεγάλο για τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους-αριθμό μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Έναν εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό αυτοαπασχολουμένων σε σχέση με τους μισθωτούς που εργάζονται με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Έχουμε μια οικονομία που εξακολουθεί να έχει -παρά την εντυπωσιακή μείωση-μεγάλο αριθμό απασχολουμένων στον πρωτογενή τομέα. Έχουμε μία κραυγαλέα εισφοροδιαφυγή και το φαινόμενο 1.300.000 χαμηλοσυνταξιούχων, επειδή οι εργαζόμενοι έχουν εργασιακό βίο 30 - 40 - 45 ετών, αλλά ασφαλιστικό βίο μόλις 15 ετών και αρκούνται όλοι στην κατώτατη σύνταξη, επειδή εξαναγκάζονται μέσα από τις συγκυρίες ή μέσα από τις συνθήκες της λειτουργίας αγοράς εργασίας να «συναινούν»με τους εργοδότες τους σε μια εισφοροδιαφυγή η οποία επιβαρύνει το ασφαλιστικό σύστημα και αλλοιώνει τα μεγέθη όλης της ελληνικής οικονομίας.
Δεν μπορεί λοιπόν κανείς να αγνοεί αυτά τα φαινόμενα και επίσης δεν μπορεί να αγνοεί ότι στην Ελλάδα, για παράδειγμα, υπάρχουν εδώ και δεκαετίες ευελιξίες στην αγορά εργασίας που δεν υπάρχουν σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Αυτό που έχει προκαλέσει την τεράστια κρίση στην Γαλλία, το συμβόλαιο πρώτης απασχόλησης και το συμβόλαιο νέας απασχόλησης στις μικρές επιχειρήσεις μέχρι είκοσι ατόμων, ουσιαστικά θέλει να διασφαλίσει την αναιτιολόγητη απόλυση του εργαζομένου. Την απόλυση χωρίς να οφείλει ο εργοδότης να αποδείξει την ύπαρξη σπουδαίου λόγου. Πολλοί νομίζουν ότι αυτό το νέο καθεστώς προβλέπει την απόλυση χωρίς αποζημίωση. Όχι. Αποζημίωση προβλέπεται. Απλώς παρέχει τη δυνατότητα αναιτιολόγητης απόλυσης. Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτό είναι το καθεστώς στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες. Δεν υπάρχει υποχρέωση αιτιολογημένης απόλυσης. Υπάρχει όμως υποχρέωση αποζημίωσης. Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι ένας υπάλληλος με 15 περίπου χρόνια υπηρεσίας, με βάση το ελληνικό εργατικό δίκαιο αποζημιώνεται με ένα χρόνο μισθούς όταν απολύεται και αυτό στην κατανομή των κοινωνικών βαρών, στην αναδιανεμητική λειτουργία που πρέπει να επιτελεί το κράτος, είναι ένα δεδομένο που κανείς δεν μπορεί να το αγνοεί στην ελληνική έννομη τάξη, στην ελληνική κοινωνία και στην ελληνική αγορά εργασίας.
Πού οφείλεται όλη η παρεξήγηση που γίνεται στην Ευρώπη και που πολύ συχνά κυριαρχεί και στη σκέψη σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Η παρεξήγηση εντοπίζεται στο δόγμα πως το πρόβλημα της ευρωπαϊκής οικονομίας, άρα κατά μείζονα λόγο και της ελληνικής οικονομίας είναι ο εργαζόμενος, είναι ο συντελεστής «εργασία». Το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας, το πρόβλημα της παραγωγικότητας, μέσα στον παγκόσμιο καταμερισμό, πιστεύουν όσοι σκέφτονται έτσι με έναν θα έλεγα πρόχειρο και αβαθή τρόπο, βρίσκεται στο συντελεστή «εργασία». Γιατί έχουμε μεγάλο κόστος εργασίας, υπερβολικά εργασιακά δικαιώματα και υπερβολικά ασφαλιστικά δικαιώματα. Αυτό είναι μια εσφαλμένη ανάγνωση της πραγματικότητας. Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι ο συντελεστής ’’εργασία’’. Στην μεγάλη υπόθεση της ΟΝΕ και στη μεγάλη υπόθεση της εντυπωσιακής ανάπτυξης της χώρας τα χρόνια από το 1993 έως το 2004 ,ο συντελεστής ’’εργασία’’ συνεισέφερε, δυστυχώς πολύ περισσότερο από ότι ο συντελεστής «κεφάλαιο», ο συντελεστής εργοδοσία, ο συντελεστής των επιχειρήσεων.
Η μέση παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα έχει πια πλησιάσει τα ευρωπαϊκά δεδομένα, κινούμαστε στο 93% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η μεγαλύτερη σύγκλιση που έχει επιτευχθεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση των 15 είναι η σύγκλιση της παραγωγικότητας της εργασίας, αλλά υπολείπεται βεβαίως ο δείκτης των αποδοχών. Υπολείπεται ο δείκτης των παροχών του κοινωνικού κράτους. Υπολείπεται ο δείκτης της αποδοτικότητας του επενδεδυμένου κεφαλαίου, άρα προηγούνται πολλά άλλα ζητήματα που πρέπει να λύσουμε.
Προηγείται το κορυφαίο ζήτημα της δημόσιας διοίκησης, της επιχειρηματικότητας του κράτους και αν υπάρχουν πολιτικές ευθύνες όλων των κυβερνήσεων και όλων των κομμάτων για την χαμηλή επιχειρηματικότητα του κράτους και την καθηλωτική και γραφειοκρατική αντίληψη, γι’ αυτό δεν φταίνε οι εργαζόμενοι. Προηγείται το πρόβλημα της επιχειρηματικότητας του τραπεζικού τομέα με την εντυπωσιακή κερδοφορία, επειδή αξιοποιεί το κοινωνικό πλεόνασμα και έχει υποχρεώσεις ο τραπεζικός τομέας. Οι υποχρεώσεις του δεν εξαντλούνται στην αγορά χρήματος και στην αγορά κεφαλαίου. Υπάρχουν και παραγωγικές υποχρεώσεις. Υπάρχει πρόβλημα πολιτικής γης, πολιτικής αδειοδοτήσεων. Υπάρχει πρόβλημα πρόσβασης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στο γκισέ των τραπεζών. Υπάρχει πρόβλημα μεταχείρισής τους από το φορολογικό σύστημα. Προτιμά, σας διαβεβαιώ, ο κάθε έξυπνος και διορατικός επιχειρηματίας ένα κράτος που του διαμορφώνει άλλο πλαίσιο συνεννόησης με τις τράπεζες, με την εφορία, με τα ασφαλιστικά ταμεία. Προτιμά ένα κράτος που να του δίνει τις άδειες που απαιτείται σε σύντομο χρονικό διάστημα παρά ένα κράτος που αποδιαρθρώνει τις εργασιακές σχέσεις και του καταργεί την εργασιακή ειρήνη και το κλίμα παραγωγικότητας που ξέρει πάρα πολύ καλά ο κάθε καλός επιχειρηματίας ότι είναι προϋπόθεση για την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη των επιχειρήσεών του. Οι επιχειρήσεις που έχουν καλές εργασιακές σχέσεις, κλίμα επιχειρησιακής εργασιακής ειρήνης είναι οι επιχειρήσεις με τη μεγαλύτερη κερδοφορία και τη μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα. Και οι επιχειρήσεις όπου υπάρχει εργασιακή δυστοκία, δυσκολία, σύγκρουση, είναι επιχειρήσεις που πολύ συχνά οδηγούνται σε αδιέξοδο.
Άρα πρέπει να καταγράψουμε και να ιεραρχήσουμε σωστά τα προβλήματα που έχει η ελληνική οικονομία. Και θα έλεγα ότι σίγουρα δεν είναι πρώτο και μεγαλύτερο το πρόβλημα των εργασιακών σχέσεων, των δικαιωμάτων των εργαζομένων, της εργατικής νομοθεσίας, των συλλογικών συμβάσεων και των ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Υπάρχουν όμως πολλοί που αναπαράγουν αυτήν την αντίληψη. Και δεν αναφέρομαι μόνον στον κ. Καραμανλή και τον κ. Αλογοσκούφη. Δεν αναφέρομαι μόνον στις ευθύνες της κυβέρνησης που είναι προφανείς και αυταπόδεικτες γιατί παραπλάνησε τον ελληνικό λαό με κραυγαλέο τρόπο. Μίλησε για ήπια προσαρμογή, για κοινωνικό κέντρο, για μεσαίο χώρο και εφαρμόζει μια τυπική, νεοσυντηρητική, νεοφιλελεύθερη, ταξική πολιτική η οποία είναι αντιαναπτυξιακή και αναποτελεσματική. Αλλά υπάρχουν και σχολιαστές. Υπάρχουν διανοούμενοι. Υπάρχουν άνθρωποι με καλές προθέσεις και προοδευτικές αντιλήψεις που αποδέχονται ότι το κορυφαίο πρόβλημα στην Ελλάδα, για παράδειγμα, είναι οι αναπηρικές συντάξεις οι οποίες κακώς έχουν χορηγηθεί. Είναι ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα και πρέπει να επανελεγχθούν όλες, όπως πρέπει να λειτουργήσει και η επιτροπή για τα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα για να έχουμε ένα νέο κατάλογο σύγχρονο για τους νέους εργαζόμενους. Αλλά αυτά τα προβλήματα είναι πολύ πίσω στη σειρά των αιτίων που προκαλούν το πρόβλημα ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Άρα το πρώτο που έχει να κάνει το ΠΑΣΟΚ, ως μελλοντική κυβέρνηση του τόπου είναι, να διαμορφώσει στην κοινή συνείδηση, και αυτό σημαίνει ουσιαστικά ικανότητα διεύθυνσης της κοινωνίας, τις προϋποθέσεις μιας Εθνικής Κοινωνικής Αναπτυξιακής Συμφωνίας που να βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Πού κρίνονται οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη; Σοσιαλιστικές, σοσιαλδημοκρατικές, χριστιανοδημοκρατικές, μικτές, κυβερνήσεις που στηρίζονται σε ακραία και ακροδεξιά κόμματα, κυβερνήσεις χωρίς ταυτότητα πολύ συχνά, κυβερνήσεις που ακολουθούν τον πίνακα προτεραιοτήτων που χαράσσει η γραφειοκρατία των Βρυξελλών ,η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και δεν μπορούν να πάρουν μόνες τους τα ηνία των πολιτικών πρωτοβουλιών της Ευρώπης.
Πού κρίνονται όλες αυτές οι κυβερνήσεις; Κρίνονται ουσιαστικά σε ένα και μόνον πράγμα. Στην ικανότητά τους να οργανώσουν και να εγγυηθούν πολιτικά μεγάλες εθνικές, κοινωνικές, αναπτυξιακές συμφωνίες με όλους τους κοινωνικούς εταίρους. Και κοινωνικοί εταίροι δεν είναι μόνον οι συντελεστές της παραγωγής. Κοινωνικοί εταίροι δεν είναι μόνον η εργασία και το κεφάλαιο. Δεν είναι μόνον τα συνδικάτα και οι εργοδότες. Κοινωνικοί εταίροι είναι και η κοινωνία των πολιτών. Κοινωνικοί εταίροι είναι και τα νέα κινήματα. Αλλά εθνική κοινωνική αναπτυξιακή συμφωνία σημαίνει να προσέρχεσαι σε μια διαπραγμάτευση και να αναλαμβάνεις ευθύνες πρωτίστως για τον εαυτό σου.
Εγώ αναγνωρίζω το δικαίωμα στην εργοδοτική πλευρά, στις μεγάλες επιχειρήσεις να έχουν μια μέριμνα για την εθνική οικονομία συνολικά και να έχουν άποψη για τις εργασιακές σχέσεις και το ασφαλιστικό. Όπως και οι εργαζόμενοι οφείλουν να έχουν άποψη για την επιχειρηματικότητα, για τις επενδύσεις, για το γενικότερο κλίμα της οικονομίας, για τη λειτουργία των τραπεζών, για την λειτουργία των αγορών χρήματος και κεφαλαίου. Αλλά ο καθένας πρέπει πρωτίστως να αναλαμβάνει τις δικές του ευθύνες και δεσμεύσεις και ο συντελεστής που λέγεται εργοδοσία, επιχείρηση, πρέπει πρωτίστως να αναλάβει την υποχρέωση των δικών του ιδιωτικών επενδύσεων, του εκσυγχρονισμού του, του νέου εξοπλισμού του, της αποδοτικότητας του κεφαλαίου του, πρέπει να αναλάβει την υποχρέωση που του ανήκει σε σχέση με το ρυθμό σύστασης νέων θέσεων εργασίας. Όταν αναληφθούν αυτές οι κοινωνικές και αναπτυξιακές υποχρεώσεις, τότε η συμφωνία είναι πολύ εύκολη. Όπως υπήρχε συμφωνία και για τις υπερωρίες και για τον εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας και για τη διευθέτησή του που κατήργησε νομοθετικά η κυβέρνηση, και θα μπορούσε να υπάρχει και μια νεότερη συμφωνία η οποία να αντιμετωπίζει το σιωπηλό παράγοντα, αυτόν που δεν εκπροσωπείται, που είναι οι άνεργοι που δεν μετέχουν σ’ αυτήν τη μεγάλη διαπραγμάτευση και τους οποίους κάποιος πρέπει να τους σκέπτεται και να τους εκπροσωπεί.
Αυτό είναι που δεν κατάλαβε ο κ. Καραμανλής υπονομεύοντας τη συλλογική αυτονομία, τις συλλογικές συμβάσεις. Για να φτάσουμε στο κωμικοτραγικό φαινόμενο ο αρχικά αδιάλλακτος ΣΕΒ να αποδέχεται μια εισοδηματική πολιτική για την επόμενη διετία πιο γενναιόδωρη από την κρατική εισοδηματική πολιτική για το δημόσιο και για τις ΔΕΚΟ. Αυτό είναι ένας κόλαφος για την κυβέρνηση του κ. Καραμανλή ο οποίος ρωτά το ΠΑΣΟΚ ΄΄πράγματι σας εκφράζει το σκανδιναβικό μοντέλο’’; Μα όταν το ΠΑΣΟΚ μιλάει για σκανδιναβικό μοντέλο εννοεί ένα λειτουργικό, αποτελεσματικό κοινωνικό κράτος υψηλής ποιότητας. Ένα κοινωνικό κράτος που δεν αφήνει κανέναν ακάλυπτο. Ένα κοινωνικό κράτος που σέβεται τον πολίτη και του παρέχει την υψηλότερη δυνατή ποιότητα υπηρεσιών. Ένα κοινωνικό κράτος που είναι ταυτόχρονα κράτος δικαίου με σεβασμό στα δικαιώματα χωρίς το ζόφο των υποκλοπών, ένα κοινωνικό κράτος δικαίου που είναι δημοκρατικό, συμμετοχικό, αποκεντρωμένο και δίνει την αίσθηση στον πολίτη ότι προστατεύεται από μια κοινωνία η οποία από μόνη της είναι μια «αντικοινωνική» κοινωνία, γιατί παράγει ανισότητα, παράγει αδικία, παράγει εκμετάλλευση και πρέπει το κράτος μέσα από τη λειτουργία της δημοκρατίας να ανακόπτει αυτή τη φυσική ροπή προς την αδικία και την ανισότητα. Έτσι γεννιέται το κοινωνικό κράτος, ως ανάχωμα σε μια μη «κοινωνική» κοινωνία. Αυτό εννοούμε, εννοούμε το καλύτερο και όχι το λιγότερο.
Άρα αντί να μας ρωτά ο κ. Καραμανλής ας απάντησαν έχει αντιληφθεί ποιο είναι το μοντέλο Καραμανλή - Αλογοσκούφη για την ελληνική κοινωνία και την ελληνική οικονομία; Ποιο είναι το κοινωνικό τους μοντέλο; Το μοντέλο που λέει μειώνω την αποζημίωση των υπερωριών χωρίς αντάλλαγμα και άρα προβαίνω σε μια ανακατανομή του πλεονάσματος; Είναι το μοντέλο που λέει διευθετώ μονομερώς το χρόνο εργασίας; Εάν λειτουργήσει ο νόμος, γιατί ο νόμος δεν λειτουργεί και οδηγεί σε άτυπες και ανεξέλεγκτες διευθετήσεις που καταργούν τα εργασιακά δικαιώματα; Είναι το μοντέλο που λέει δημιουργώ μια αχλή μυστηρίου και μια διάχυτη απειλή για την τύχη των ασφαλιστικών ταμείων και γενικά για τα ασφαλιστικά δικαιώματα, για ώριμα ασφαλιστικά δικαιώματα; Είναι το μοντέλο που λέει αποδυναμώνω τα ασφαλιστικά ταμεία με πλουσιοπάροχες εθελούσιες εξόδους που είναι σκανδαλώδεις όταν την ίδια στιγμή θέλεις να μειώσεις τα ασφαλιστικά δικαιώματα πολλών άλλων εργαζομένων; Πώς είναι δυνατόν να μεταχειρίζεσαι διαφορετικά κάποιους στον ΟΤΕ ή κάποιους στην Εθνική ή τους τραπεζικούς και διαφορετικά τον μεγάλο όγκο, τα εκατομμύρια των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων του ΙΚΑ.
Ποια είναι η ιλαροτραγωδία των μεταρρυθμίσεων του κ. Καραμανλή; Έχουμε σκεφτεί; Ψηφίζει νόμους, ανοίγει μέτωπα, δημιουργεί κρίσεις για λόγους πρωτίστως ιδεοληπτικούς. Γιατί θέλει να επιβάλει μια πολύ συγκεκριμένη μονοδιάστατη αντίληψη πως όποιος δεν τα αποδέχεται αυτά δημαγωγεί γιατί δεν μπορεί να τεκμηριώσει δημοσιονομικά μια άλλη πολιτική. Μα η δημοσιονομική πολιτική τεκμηριώνεται όταν λειτουργεί ένα φορολογικό σύστημα που μπορεί να εισπράττει τα δημόσια έσοδα και να χρηματοδοτεί συγκεκριμένες αναπτυξιακές και κοινωνικές πολιτικές που αποδίδουν ένα αποτέλεσμα υπέρ του γενικού συμφέροντος. Ψηφίζονται οι νόμοι αυτοί, ανοίγουν τα μέτωπα, αλλά οι νόμοι μένουν ανεφάρμοστοι. Ποιοι νόμοι εφαρμόζονται; Μόνον οι νόμοι που προβαίνουν σε ανακατανομή του πλεονάσματος. Λειτούργησε πράγματι ο νόμος για τις υπερωρίες, αλλά δεν λειτουργεί ο νόμος για τη διαφανή διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Δεν λειτουργεί ο νόμος για τις ΔΕΚΟ, δεν λειτούργησε ο νόμος για το ασφαλιστικό των τραπεζών. Όμως υπάρχει έλλειμμα 1,8 δισ. ευρώ εκ γενετής στον προϋπολογισμό του 2006 για τα ασφαλιστικά ταμεία. Το κράτος δηλώνει στον ίδιο τον προϋπολογισμό ότι δεν πρόκειται να εκπληρώσει τις νομοθετημένες υποχρεώσεις του σε σχέση με τα ασφαλιστικά ταμεία και είναι προκλητικό να απευθύνονται στο ΠΑΣΟΚ και να ρωτάν ’’ποιες είναι οι θέσεις σας; Μήπως έχετε καθυστερήσει ή έχετε αδυναμία να διατυπώσετε σαφείς θέσεις;’’ Αυτό είναι μια πολιτική πρόκληση που δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη.
Πριν από 15 μέρες είχαμε την ευκαιρία ο υπουργός Απασχόλησης και εγώ να μιλήσουμε στο συνέδριο που οργάνωσε η ομοσπονδία των υπαλλήλων των ασφαλιστικών ταμείων της χώρας. Στο συνέδριο αυτό παρουσιάστηκε μια επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη για τα πραγματικά αίτια του ασφαλιστικού προβλήματος της χώρας. Αποδεικνύεται από τη μελέτη αυτή ότι το πρόβλημα δεν είναι φυσικά ούτε τα όρια ηλικίας, ούτε το ποσοστό αναπλήρωσης, αλλά η κακή αξιοποίηση των αποθεματικών και της περιουσίας, η εκτεταμένη εισφοροδιαφυγή, η αδυναμία ή η άρνηση του κράτους να εκπληρώσει τις νομοθετημένες υποχρεώσεις τριμερούς χρηματοδότησης. Και είπα στον κ. Τσιτουρίδη ’’θέλετε να πάρουμε μια γενναία πολιτική πρωτοβουλία; Αναγνωρίστε ως βάση διαλόγου τη μελέτη των ίδιων των εργαζομένων στα ασφαλιστικά ταμεία και ελάτε την άλλη εβδομάδα στη διαρκή επιτροπή κοινωνικών υποθέσεων της Βουλής να μας πείτε τις απόψεις σας. Αντί να αλλάζεται κάθε μήνα την πρότασή σας για το διαδικαστικό πλαίσιο του περιβόητου διαλόγου. Πέρυσι το Πάσχα η πρόταση ήταν να αναλάβει η ΟΚΕ το διάλογο, μετά η Εθνική Αναλογιστική Αρχή, μετά μας είπαν «περιμένετε θα έρθουμε στη Βουλή», μετά μας λένε «θα κάνουμε μια επιτροπή σοφών» για να κάνει διάγνωση του προβλήματος, για να ακολουθήσει προφανώς ο ακρωτηριασμός των δικαιωμάτων, όπως είπα. Γιατί δεν εφαρμόζουμε τη νομοθεσία; Γιατί δεν ενεργοποιούνται τα προβλεπόμενα όργανα όπως η Εθνική Αναλογιστική Αρχή; Γιατί δεν παίρνουμε ως βάση συζήτησης αυτό που προκύπτει μέσα από τα στοιχεία των ίδιων των ταμείων, αυτών που παρουσιάστηκαν προχτές και είναι καταγεγραμμένα με συνοπτικό τρόπο και πίνακες και μπορούν να αποτελέσουν τη βάση μιας κοινής προσέγγισης, Γιατί αποκαλύπτεται από όλα αυτά ότι ο τελευταίος που φταίει είναι ο ασφαλισμένος τα δικαιώματα του οποίου διακυβεύονται. Αυτή είναι λοιπόν η θέση του ΠΑΣΟΚ για το ασφαλιστικό και περιμένουμε απάντηση. Δεν υπάρχει μήπως θέση του ΠΑΣΟΚ για τις εργασιακές σχέσεις; Δεν έχει δηλώσει το ΠΑΣΟΚ ότι θα καταργήσει το νόμο για τη μονομερή διευθέτηση του χρόνου εργασίας και θα αναθέσει την πρωτοβουλία και την ευθύνη στους κοινωνικούς εταίρους, ώστε μέσα από το θεσμό της συλλογικής διαπραγμάτευσης και της εθνικής κοινωνικής αναπτυξιακής συμφωνίας να λυθούν τα θέματα αυτά με ένα τρόπο που να αποτυπώνει τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας και τους πραγματικούς συσχετισμούς που απορρέουν μέσα από τη συλλογική διαπραγμάτευση;
Αυτές είναι οι θέσεις και πρέπει να αντιληφθούμε ότι διάφορες επικοινωνιακές καραμέλες, οι οποίες κατά καιρούς εμφανίζονται, είναι δηλητηριώδεις, διότι πίσω από την εύκολη επίθεση κατά των «προνομιούχων» του ευρύτερου δημόσιου τομέα, κατά των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ που τα στοιχεία τους τα μισθολογικά είναι πολύ μικρότερα από ό,τι πιστεύουν ορισμένοι, κρύβεται ο κύριος στόχος που είναι ο …εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα.
Ολη η αμφισβήτηση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων είναι ο πρόλογος για την αμφισβήτηση των ομοιεπαγγελματικών συμβάσεων. Είναι ο πρόλογος για την αμφισβήτηση των επιχειρησιακών συμβάσεων, είναι ο πρόλογος για το κυρίως έργο, που είναι η υπαγωγή όλων μόνον στην ατομική σύμβαση εργασίας με την κατάργηση και των συλλογικών συμβάσεων αλλά και των αναγκαστικού δικαίου, όπως λέγονται, κανόνων του εργατικού μας δικαίου που είναι το μεγαλύτερο απόκτημα και η μείζον κατάκτηση του κοινωνικού κράτους.
Η απάντηση του ΠΑΣΟΚ είναι μια μεγάλη εθνική, κοινωνική αναπτυξιακή συμφωνία που θα επιτρέπει και θα επιβάλει στον κάθε κοινωνικό εταίρο και στο κάθε νέο κοινωνικό κίνημα την ανάληψη της υποχρέωσης που του αναλογεί, αλλά θα του εγγυάται ταυτόχρονα και τα δικαιώματα που του αντιστοιχούν. Το κράτος στη συνείδηση του πολίτη είναι αυταρχικό, αναποτελεσματικό, ενοχλητικό, κράτος πελατείας και πατρωνίας που εκπέμπει την ιδεολογία του κρατισμού όταν είναι κράτος άδικο, κράτος παράνομο, κράτος παρακράτος, κράτος που δεν μπορεί να διαχειριστεί κρίσεις, κράτος που δεν μπορεί να εγγυηθεί κοινωνικές συναινέσεις και αναπτυξιακές προοπτικές. Στη συνείδηση του πολίτη όμως το κράτος είναι ο μεγάλος εγγυητής και ο μεγάλος προστάτης των δικαιωμάτων του, όταν είναι κράτος υψηλής ποιότητας, κράτος δικαίου, κράτος νομιμότητας, κράτος που μπορεί να διαχειριστεί κρίσεις, κράτος που δίνει ένα δίχτυ ασφάλειας, κράτος το οποίο μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός ανάπτυξης.
Όπως υπάρχει καλή και κακή πολιτική έτσι υπάρχει καλό και κακό κράτος. Όπως υπάρχει αριστερά και δεξιά αντίληψη για τα πράγματα έτσι υπάρχει και μια αριστερή, δηλαδή προοδευτική αντίληψη για τις μεταρρυθμίσεις.Και το ΠΑΣΟΚ πρέπει να είναι η αριστερότερη με την έννοια της προοδευτικότερης και της φιλολαϊκότερης δυνατής εκδοχής ενός μεγάλου πολυσυλλεκτικού κόμματος εξουσίας. Το ΠΑΣΟΚ λοιπόν πρέπει και το μπορεί αυτό, να συνδυάζει αυτούς τους δύο άξονες που σηματοδοτούν την πολιτική του και την πορεία του προς τις επόμενες εκλογές, τη νίκη και την νέα αλλαγή. Ο ένας άξονας είναι η κοινωνική του ευαισθησία, οι στόχοι του, η συνείδησή του. Ο άλλος άξονας είναι η ικανότητά του να συγκεντρώσει την μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού και να την εκφράσει με ένα λόγο που συσπειρώνει, που ενώνει και που εγγυάται. Θέλουμε να είμαστε όσο γίνεται πιο προοδευτικοί, ευαίσθητοι και ταυτόχρονα όσο γίνεται πιο αποτελεσματικοί, με κυβερνητική ικανότητα, με ικανότητα συγκέντρωσης μιας νέας μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας.
Αυτές είναι οι ράγες πάνω στις οποίες πορεύεται το τρένο της νέας αλλαγής του ΠΑΣΟΚ και μόνον έτσι μπορούμε να πούμε ότι τώρα μπορούμε να προσφέρουμε στους Έλληνες μια Ελλάδα που να τους αξίζει. Τώρα μπορούμε να πούμε και πάλι αλλαγή: και πάλι αλλαγή. Αυτή είναι η δική μας αντίληψη για τις μεταρρυθμίσεις. Όχι μια ουδέτερη και ανούσια αντίληψη που απειλεί τον εργαζόμενο, τον πολίτη, το νέο. Όχι μια αντίληψη που συνωμοτεί κατά της νέα γενιάς. Αλλά μια αντίληψη που δίνει προοπτική, αισιοδοξία, τόνο, ρυθμό, ελπίδα. Και πάλι αλλαγή λοιπόν.