Αθήνα, 1 Ιουλίου 2017
Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στο Συνέδριο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης
Δέκα χρόνια μετά την έναρξη της ύφεσης και την απώλεια του δημοσιονομικού ελέγχου, επτά χρόνια μετά την υπαγωγή στα μνημόνια και δυόμιση χρόνια μετά την έναρξη, τον Ιανουάριο του 2015, της δεύτερης κρίσης που προκλήθηκε εν ψυχρώ για λόγους αμιγώς πολιτικούς και οδήγησε τη χώρα πολλά χρόνια πίσω, οι Ελληνίδες και οι Έλληνες αγωνιούν για το αν υπάρχει μια «Ελλάδα μετά». Μια Ελλάδα μετά τα μνημόνια και την κρίση.
Ή αν η πατρίδα μας είναι καταδικασμένη σε ένα διαρκές μνημόνιο, αυτό που με εντυπωσιακή έλλειψη ιστορικής συνείδησης συμφώνησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στις 15 Ιουνίου μετά από μια μακρόσυρτη, εικονική, κωμικοτραγική δήθεν διαπραγμάτευση που οδήγησε στο μνημόνιο τρία μέχρι τον Αύγουστο του 2018, το μνημόνιο τέσσερα μέχρι το 2023 και το διαρκές ανεπίγνωστο μνημόνιο μέχρι το 2060.
Έχω μιλήσει πολλές φορές για το τι συνέβη μέχρι το 2009, από το 2010 έως το 2015 και τι είναι αυτό που ζει η χώρα τα δυόμιση τελευταία χρόνια. Έχω μιλήσει ανοικτά, καθαρά, σκληρά για εμάς τους ίδιους πρωτίστως αλλά και για όσους έχουν χειριστεί ή χειρίζονται την πορεία του τόπου. Τώρα σημασία έχει να απαντήσουμε στο υπαρξιακό ερώτημα εάν η χώρα αυτή έχει μέλλον. Αν οι Ελληνίδες και οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να ονειρευτούν ξανά. Αν υπάρχει ένας δρόμος που οδηγεί στην «Ελλάδα μετά».
Σε μια Ελλάδα ξανά κανονική και ισότιμη χώρα -μέλος της ΕΕ και της ΖτΕ. Μια Ελλάδα που ανακτά το χαμένο έδαφος και τον χαμένο χρόνο. Μια Ελλάδα ανταγωνιστική, ικανή να αξιοποιεί τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και τους ενδογενείς πόρους ανάπτυξης που διαθέτει.
Η «Ελλάδα μετά» δεν είναι όμως η επιστροφή στην «Ελλάδα πριν», πριν την έκρηξη της κρίσης και την περιπέτεια της τελευταίας δεκαετίας. Η «Ελλάδα μετά» δεν είναι μια «Ελλάδα επέκεινα», μια παραδείσια μεταφυσική Ελλάδα των ψευδαισθήσεων. Η «Ελλάδα μετά», όπως είπαμε στο πρόσφατο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, είναι μια Ελλάδα οικοδομημένη με σχέδιο και σκληρή δουλειά, με πανεθνική προσπάθεια, που βασίζεται σε ένα νέο εθνικό αφήγημα διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση της ανεξαρτησίας και εκατό χρόνια μετά τη διδακτική και δραματική εμπειρία της μικρασιατικής καταστροφής.
Η «Ελλάδα μετά» είναι μια Ελλάδα με εθνική ταυτότητα, αξιοπρέπεια και κυριαρχία που μετέχει ουσιαστικά στους νέους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς και τη διεργασία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μια Ελλάδα που κινείται με αντίληψη της ιστορίας μέσα στους διεθνείς συσχετισμούς.
Άρα η «Ελλάδα μετά» δεν μπορεί να έχει σχέση με τον εθνικολαϊκισμό, τον ψευτοκυριαρχισμό που οδηγεί σε ταπεινώσεις, τον αντιευρωπαϊσμό και τον αντιδυτικισμό που υποβαθμίζουν την εθνική μας ισχύ στο όνομα φαντασιώσεων. Η «Ελλάδα μετά» βασίζεται στον προοδευτικό πατριωτισμό των πολιτών της, στον πατριωτισμό που πιστεύει σε μια Πατρίδα πραγματικά ισχυρή και ανταγωνιστική.
Η «Ελλάδα μετά» έχει όμως δύσκολες προϋποθέσεις. Οι πιο δύσκολες είναι οι κοινωνικές. Η κοινωνική διαστρωμάτωση μεταβλήθηκε μέσα σε λίγα χρόνια. Τα μεσαία στρώματα συμπιέστηκαν και εξακολουθούν να συμπιέζονται πολύ έντονα. Σχέδια ζωής ανατράπηκαν. Η διάψευση και η ανασφάλεια κυριαρχούν και τροφοδοτούν ισοπεδωτικές αντιλήψεις, απλουστεύσεις, συνωμοσιολογικές θεωρίες, αντιδημοκρατικές, αντιευρωπαϊκές και ανορθολογικές προσεγγίσεις. Παρά τη συντριπτική ήττα και την παταγώδη διάψευση της εθνικολαϊκιστικής επαγγελίας που έφερε και κράτησε με επιμονή και ανεκτικότητα στην εξουσία το μόρφωμα ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και τους αφανείς εταίρους του, ακόμη τώρα υπάρχουν άνθρωποι έτοιμοι να πιστέψουν δημαγωγικές αφέλειες, τερατολογίες, εμφανή και ακραία ψέματα.
Δεν υπάρχει όμως «Ελλάδα μετά» αν η κοινωνία δεν υιοθετήσει ένα καθαρό μεταρρυθμιστικό πρόταγμα. Αν δεν πειστεί ότι αυτή είναι η Νέα Αλλαγή που μπορεί να φέρει διατηρήσιμη ανάπτυξη με ρυθμούς σαφώς πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Να δημιουργήσει ευκαιρίες και δουλειές. Να ανοίξει ξανά προοπτικές για το σύνολο της κοινωνίας. Όχι μόνο για όσους νιώθουν ότι μπορούν να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες αλλά και για εκείνους που νιώθουν απειλούμενοι, εγκαταλελειμμένοι, περιθωριοποιημένοι μετά από τις ανατροπές και την πίεση των τελευταίων ετών.
Πρέπει συνεπώς να απευθυνθούμε αφενός μεν στις δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας που θέλουν να αγωνιστούν ώστε η Ελλάδα να είναι μια κανονική, ανταγωνιστική, ισότιμη ευρωπαϊκή χώρα. Αφετέρου δε, με ευαισθησία και ειλικρίνεια, σε όσους νιώθουν ότι δεν έχουν θέση στο μέλλον και η μόνη τους δυνατότητα βρίσκεται στην επιστροφή στις αδιέξοδες καταστάσεις της χρυσής εποχής πριν το 2009 που αποδείχθηκε επίχρυση και εύθραυστη ή στην τυφλή αντισυστημική στάση.
Δεν αρκούν βέβαια οι κοινωνικές προϋποθέσεις. Πρέπει να μιλάμε καθαρά για τις δημοσιονομικές και χρηματοοικονομικές προϋποθέσεις. Δεν θα επαναλάβω εδώ όσα λέω για το δημόσιο χρέος από το 2012, για μεγάλο διάστημα σχεδόν μόνος μου αλλά επίμονα, και τα οποία τώρα, μετά την εμπειρία των τελευταίων δυόμιση ετών και την ταπεινωτική προσχώρηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στις απόψεις μας, έχουν γίνει αυτονόητα και κοινής παραδοχής. Δεν αρκεί όμως κάποιοι να γλείφουν εκεί που έφτυναν.
Η ανεπαρκής και αόριστη συμφωνία της 15.6.2017 επιτρέπει σε μια επόμενη ελληνική κυβέρνηση που έχει αίσθηση των οικονομικών δεδομένων και των ευρωπαϊκών συσχετισμών να συμφωνήσει με τους εταίρους σε ένα εφαρμόσιμο δημοσιονομικό σχήμα, επωφελές για τη χωρά, αποδεκτό από τις άλλες χώρες -μέλη της ευρωζώνης και τους θεσμούς που επιπλέον βγάζει νόημα για την αγορά.
Από τη δημοσιονομική εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και η χρηματοπιστωτική παράμετρος. Η πραγματική επαναλειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Η δημιουργία ξανά εθνικής αποταμίευσης. Η ύπαρξη καταθέσεων και η χορήγηση νέων δανείων. Η χρηματοδότηση επενδύσεων και άρα θέσεων εργασίας.
Τίποτα όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς ένα άλλο κράτος. Ευέλικτο, έξυπνο, φιλικό προς τους πολίτες και τις επενδύσεις. Ένα κράτος δημοκρατικό και δικαιοκρατικό. Με απόλυτο σεβασμό στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Χωρίς δισταγμούς και εκπτώσεις. Ένα κράτος που ξεπερνά τη θεσμική παρακμή στην οποία έχει περιπέσει η χώρα. Η κυβέρνηση εξευτελίζει πλέον ανοικτά τους θεσμούς και απαξιώνει με απύθμενο θράσος τη Δικαιοσύνη όταν αυτή δεν αποφασίζει κατά τις επιθυμίες των κυβερνώντων.
Ο ζόφος των εκβιασμών, της χειραγώγησης της δικαιοσύνης, των συγκρουόμενων μηχανισμών του βαθέως κράτους, της σύγκρουσης συμμοριών, της διάχυτης βίας, του οργανωμένου εγκλήματος, τείνουν να μετατρέψουν τη χώρα σε Κολομβία με υπόκρουση δήθεν ριζοσπαστικών και εθνικολαϊκιστικών επιχειρημάτων. Οι καταστάσεις είναι πλέον οπερετικές. Αναμφίβολα ο πιο ευαίσθητος χώρος είναι αυτός της δικαιοσύνης και στη συνέχεια της εκπαίδευσης και ακολουθεί η δημόσια διοίκηση και η τοπική αυτοδιοίκηση.
Η αναθεώρηση του Συντάγματος όπως τη χειρίζεται η κυβέρνηση συνιστά απειλή για τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Ο συνταγματικός εθνικολαϊκισμός είναι η χειρότερη μορφή λαϊκισμού. Το πολιτικό σύστημα χρειάζεται θεσμική ανανέωση που να ενισχύει την αξιοπιστία του και να προσελκύει το ενδιαφέρον των πολιτών. Και αυτό περιλαμβάνει την αναθεώρηση διατάξεων σχετικών με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τη λειτουργία της Βουλής, την ποιότητα της νομοθεσίας την ποινική ευθύνη των υπουργών, την γρήγορη και αξιόπιστη λειτουργία της δικαιοσύνης με διαφάνεια και ανεξαρτησία όχι μόνο εξωτερική αλλά και εσωτερική. Προϋποθέτει όμως το σεβασμό του Συντάγματος που προβλέπει το πως συντελείται η αναθεώρηση του που είναι ταυτοχρόνως και εφαρμογή και τροποποίηση του Συντάγματος. Αυτό πρέπει να το προσέξει ιδιαιτέρως και η αξιωματική αντιπολίτευση. Γιατί ακούω να λέει, «ελάτε να ψηφίσουμε την ανάγκη αναθεώρησης όλοι μαζί, ό,τι πιστεύει ο καθένας με 180 ψήφους, και η επόμενη Βουλή με 151 ψήφους ας κάνει ό,τι θέλει για το Σύνταγμα». Όχι. Προς θεού. Δεν μπορεί να καταστήσουμε το Σύνταγμα αντικείμενο της συγκυριακής βούλησης οποιασδήποτε απλής πλειοψηφίας.
Μόνο υπό τις προϋποθέσεις αυτές η Ελλάδα μπορεί να κάνει την επανάσταση του αυτονόητου στα προνομιακά πεδία ανάπτυξης από τον πρωτογενή τομέα και τη βιομηχανία τροφίμων μέχρι τη ναυτιλία και από το τουρισμό μέχρι την ενέργεια.
Μόνο υπό τις προϋποθέσεις αυτές η Ελλάδα μπορεί να σταματήσει να κυνηγά ένα κινούμενο στόχο και να αντιδράσει ενεργητικά στην πρόκληση της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης που δεν συμβαίνει μόνον αλλού αλλά και εδώ.
Μόνο υπό τις προϋποθέσεις αυτές η Ελλάδα μπορεί να παίξει ξανά ενεργό ρόλο στους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς.
Οι πρακτικές πολιτικές προϋποθέσεις για να πάμε στην «Ελλάδα μετά» συνίστανται βέβαια στην αλλαγή των εκλογικών και κοινοβουλευτικών συσχετισμών. Στη συντριπτική εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Στην απομάκρυνση αυτής της κυβέρνησης το ταχύτερο δυνατό. Στην ανάδειξη μιας άλλης κυβέρνησης ευρύτατης συνεργασίας των δημοκρατικών δυνάμεων που υποστηρίζουν τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας. Στη συνεργασία αυτή πρέπει να κληθεί να συμμετάσχει και ο ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ χωρίς όμως να μπορεί να παρεμποδίσει ή να καθορίσει τις εξελίξεις. Η αλαζονική τοποθέτηση του εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ χθες εδώ είναι αποκαλυπτική της στρατηγικής του για την επόμενη φάση, μετά την ήττα. Η εθνική ανευθυνότητα, η πόλωση και οι μικροκομματικές σκοπιμότητες είναι οι μόνες τους αρχές.
Εθνική και ιστορική υποχρέωση της δημοκρατικής προοδευτικής παράταξης είναι να διαμορφώσει την προγραμματική πρόταση της επόμενης φάσης. Μια τέτοια προγραμματική πρόταση δεν είναι μια κομματική πλατφόρμα προεκλογικής χρήσης με συνταγές λύσεων ή πολύ περισσότερο με υποσχέσεις. Αυτά ανήκουν σε παλιές πια εποχές. Είναι μια ολοκληρωμένη και καθαρή αντίληψη για την πορεία της Πατρίδας που έχει επίγνωση των προβλημάτων και των προτεραιοτήτων, επίγνωση των δυσκολιών και των αντιστάσεων, επίγνωση των ευρωπαϊκών και διεθνών συσχετισμών και της δυναμικής τους, επίγνωση του πλαισίου της διαπραγμάτευσης με τους πιστωτές. Κυρίως δε επίγνωση της ανάγκης να πεισθεί και να συμπράξει η κοινωνία. Να κινητοποιηθούν οι δυνάμεις του τόπου.
Ο δικός μας χώρος αντί να κυριαρχείται από μια σχηματική αντίληψη κομματικών συσχετισμών, γεμάτη ενοχές, προκαταλήψεις και αμηχανίες για τις κυβερνητικές συνεργασίες, οφείλει να δώσει έμφαση στο προγραμματικό περιεχόμενο, στο ολοκληρωμένο σχέδιο ή μάλλον στην ολοκληρωμένη μέθοδο εξόδου από την κρίση και ανόρθωσης της χώρας. Η δική μας θέση πρέπει να είναι ότι είμαστε έτοιμοι να συμπράξουμε σε μια αξιόπιστη κυβερνητική λύση που αποδέχεται τη δική μας στρατηγική αντίληψη.
Έχοντας βεβαίως ως προτεραιότητα τον εθνικό και όχι τον κομματικό πατριωτισμό. Δεν είμαστε καταλύτες που βοηθούν μια χημική αντίδραση μεταξύ ισχυρών στοιχείων και εξαφανίζονται. Δεν υποδυόμαστε το συλλογικό Πρόεδρο της Δημοκρατίας που αρκείται σε ρυθμιστικούς χειρισμούς. Δεν κρατούμε ίσες αποστάσεις συμβολικού χαρακτήρα. Αλλά αναλαμβάνουμε την πολιτική και προγραμματική πρωτοβουλία για την «Ελλάδα μετά».
Δεν υπάρχει περιθώριο για παλιού τύπου μονοκομματικές αυτοδύναμες κυβερνήσεις όπως επιδιώκει ανιστόρητα η ΝΔ. Ούτε για οικουμενικά σχήματα συμψηφισμού και ακινησίας. Η εντύπωση όμως ότι η θέση μας είναι ασαφής ή επαμφοτερίζουσα ωθεί κάποιους πολίτες του προοδευτικού δημοκρατικού χώρου εκλογικά στη ΝΔ με την αιτιολογία ότι προέχει η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Με τον ΣΥΡΙΖΑ να κάνει τα πάντα σε βάρος της χώρας προκειμένου να πολώνει τις καταστάσεις.
Στο όνομα του μεγάλου κυβερνητικού συνασπισμού, με τη συμμετοχή και ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, που συχνά δίνουμε την εντύπωση ότι είναι η πρώτη μας προτίμηση, δεν μπορεί να αφήνουμε τη ΝΔ να φλερτάρει με τη λογική της τεχνητής αυτοδυναμίας ή να καταστεί η χώρα όμηρος του ΣΥΡΙΖΑ ή να οδηγηθεί σε αλυσίδα αδιεξόδων ή αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων με εναλλασσόμενα εκλογικά συστήματα και με εντεινόμενη την τεχνητή πόλωση σε βάρος του μεσαίου χώρου.
Υπάρχει συνεπώς ανάγκη για κυβέρνηση καθαρής στρατηγικής βασισμένης στο μεταρρυθμιστικό πρόταγμα της Νέας Αλλαγής και τις πολιτικές, κοινωνικές, θεσμικές, δημοσιονομικές και χρηματοοικονομικές προϋποθέσεις που προανέφερα.
Υπάρχει παράλληλα ανάγκη για νέου τύπου πολιτικό πολιτισμό, για εθνικές και θεσμικές συναινέσεις που αφορούν το πέραν της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Αφορούν το Σύνταγμα και την αναθεώρησή του, το σεβασμό των δημοκρατικών θεσμών και των εγγυήσεων του κράτους δικαίου, τη λειτουργία της Βουλής, τις σχέσεις πλειοψηφίας και μειοψηφίας, την εκλογή ΠτΔ, την επιλογή των ανεξαρτήτων αρχών, τα ζητήματα του εκλογικού νόμου και της ψήφου των αποδήμων, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και τις εγγυήσεις διαφάνειας, το στρατηγικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής πορείας της χώρας και της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Άλλο όμως αυτό και άλλο η μορφή και η στρατηγική μιας νέας διακυβέρνησης.
Πώς όμως η δημοκρατική παράταξη, όπως προσδιορίζεται ιστορικά, θα επιτύχει αυτούς τους απαιτητικούς, φιλόδοξους και επείγοντες στόχους;
Τιμώ βαθειά το ΠΑΣΟΚ που άντεξε και ακρωτηριασμένο έδωσε τη μάχη για την Πατρίδα, την εθνική οικονομία, την αποτροπή της καταστροφής, την προστασία της θέσης της χώρας μέσα στην Ευρώπη. Τους βουλευτές μας, τα κομματικά μας στελέχη, τους απλούς πολίτες που άντεξαν τις λοιδορίες, το χλευασμό, τη θλίψη της ηθικής και πολιτικής προσβολής, την πρόσληψη στελεχών του ΠΑΣΟΚ απο τον ΣΥΡΙΖΑ ,τη διάσπαση τις παραμονές της κρίσιμης μάχης κατά του εθνικολαϊκισμού .
Τιμώ βαθειά όσους συνέπραξαν στο διορατικό και αποτελεσματικό εγχείρημα της Ελιάς και χαίρομαι που τώρα συμμετέχουν στη Δημοκρατική Συμπαράταξη κάποιοι που αντιμετώπισαν επιφυλακτικά, αρνητικά ή υπονομευτικά την Ελιά.
Θεωρώ σημαντικό να υπάρχει η Δημοκρατική Συμπαράταξη και να δίνει στη Βουλή το στίγμα και την κατεύθυνση της αντιπολιτευτικής μάχης κατά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ που είναι μάχη για τους δημοκρατικούς θεσμούς, το κράτος δικαίου, την ιστορική αλήθεια, την κοινή λογική, τη δυνατότητα της χώρας να έχει ξανά μέλλον. Να δίνει τη μάχη σε πείσμα εκείνων που πολλές φορές ζήταγαν χαμηλότερους τόνους ή συμψηφισμούς και ίσες αποστάσεις ή ακόμη χειρότερα κρατούσαν ανοικτή τη δίοδο του φλερτ με το ΣΥΡΙΖΑ στο όνομα μιας δήθεν κοινής κεντροαριστερής μοίρας. Χαίρομαι για την αντίδραση που προκάλεσε η πρόσφατη προπέτεια του κ. Τσίπρα απέναντι στο χώρο μας.
Είναι σημαντικό ο χώρος να είναι οργανωτικά ενωμένος. Να έχει οργανωτική σοβαρότητα. Να μη δίνει την εικόνα παραγοντισμών διευθετήσεων που θυμίζουν άλλες εποχές. Με κάποιους να επανέρχονται πολιτικά και να συμπράττουν εκλογικά, χωρίς ανάληψη ευθύνης ούτε καν για τα οικονομικά βάρη του παρελθόντος, ενώ αυτονομούνται οργανωτικά θέλοντας να προκαταλάβουν τις εξελίξεις και να περιχαρακώσουν χώρους προσωπικής επιρροής.
Υπάρχει και κάτι άλλο. Δεν μπορούμε να έχουμε αξιόπιστη ενιαία αφήγηση για το μέλλον αν δεν έχουμε μια ενιαία αξιόπιστη αφήγηση για το πώς φτάσαμε στην κρίση και πώς τη διαχειριστήκαμε από το 2010 έως το 2015. Και δεν μπορούμε να έχουμε αυτή την ενιαία αφήγηση όταν κάποιοι είναι έτοιμοι να χαρίσουν στη ΝΔ τον αγώνα μας της περιόδου 2012 - 2015 για να μη πω και την περίοδο της κυβέρνησης Παπαδήμου.
Το ζήτημα δεν είναι όμως οργανωτικό ούτε αφορά προσωπικές αντιθέσεις του παρελθόντος. Το ζήτημα είναι βαθύτατα πολιτικό και αξιακό και αφορά το μέλλον όχι το παρελθόν. Στο πολιτικό περιεχόμενο κρίνεται και η μάχη του νέου και η μάχη της αξιοπιστίας.
Το ΠΑΣΟΚ στο συνέδριο του Ιουνίου του 2015 αποδέχθηκε την εισήγηση μου και αποφάσισε ομόφωνα ότι πρέπει να διεκδικήσουμε όλο το εύρος του προοδευτικού κέντρου που περιλαμβάνει βεβαίως και την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και την κεντροαριστερά, και τους φιλελεύθερους σοσιαλιστές και τους δημοκράτες και τους οικολόγους και τους κοινωνικούς ακτιβιστές και τους εκσυγχρονιστές, με άλλα λόγια κάθε πολίτη που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως κεντρώο προοδευτικό δημοκράτη.
Μέσα στο ευρύ αυτό φάσμα του προοδευτικού κέντρου χάνει το νόημα της η κουτοπόνηρη διεκδίκηση της κεντροαριστεράς από τον ηττημένο ηθικά και πολιτικά ΣΥΡΙΖΑ.
Μέσα στο ευρύ αυτό φάσμα του προοδευτικού κέντρου ξεπερνιέται η αμηχανία της Ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας που διακυμαίνεται από τον κυβερνητισμό του SPD μέχρι τον λαϊκισμό των Βρετανών εργατικών και φλερτάρει με το ΣΥΡΙΖΑ χωρίς επίγνωση της διαφοράς ανάμεσα στην υποστήριξη της Ελλάδας ως χώρας και την υποστήριξη μιας κυβέρνησης που έβλαψε και βλάπτει το συμφέρον της χώρας. Η διάλυση του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, που δεν αντιμετώπισε όσα κλήθηκε να αντιμετωπίσει το ΠΑΣΟΚ, στέλνει πολύ ηχηρό μήνυμα για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας και το διακύβευμα της ανανέωσης.
Ο νέος διπολισμός δεν ανατρέπεται μέσα από τη σύγκρουση μας με το ΣΥΡΙΖΑ για τον πόλο της κεντροαριστεράς ούτε μέσα από τη σύγκρουση μας με τη ΝΔ για το φιλελεύθερο, προοδευτικό, εκσυγχρονιστικό χώρο, αλλά μέσα από τη συγκρότηση του προοδευτικού κέντρου. Είδατε με πόση ευγενική σκοπιμότητα ο κ. Μητσοτάκης τόνισε χθες εδώ ότι εμείς ανήκουμε στην κεντροαριστερά, γιατί βεβαίως θέλει η ΝΔ να ελέγξει όσο γίνεται μεγαλύτερο μέρος από το χώρο του κέντρου.
Το προοδευτικό κέντρο ως μεγάλη κοίτη επιτρέπει την ακύρωση των τεχνητών πόλων εφόσον όμως υπάρχει καθαρός πολιτικός λόγος και ολοκληρωμένο προγραμματικό περιεχόμενο μέσω του οποίου αποκτάς την πρωτοβουλία.
Άλλωστε η κλασική διάκριση αριστερά - δεξιά δεν ταυτίζεται πλέον με τη διάκριση προοδευτισμού - συντηρητισμού. Η νόθα διαίρεση μνημονιακών - αντιμνημονιακών και η απροκάλυπτη ταύτιση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ σε πολιτικό, ηθικό και αισθητικό επίπεδο είναι φαινόμενα που πιστοποιούν ότι τα κύματα του εθνικολαϊκισμού ανακόπτονται μόνο με νέες προσεγγίσεις βασισμένες στην ειλικρίνεια, την αξιοπιστία, τον προοδευτικό ρεαλισμό που είναι στις ημέρες μας και η πιο αποτελεσματική οικονομικά και εθνικά, αλλά και η πιο ευαίσθητη κοινωνικά στάση.
Χρειάζεται συνεπώς καθαρός και συγκεκριμένος λόγος για το μετά. Χωρίς κανένα φλερτ με τις πρακτικές και τις αντιλήψεις του παρελθόντος που δυστυχώς υφέρπουν και είναι έτοιμες να εκδηλωθούν. Χωρίς ίχνος ενδοτισμού απέναντι στον λαϊκισμό.
Η κοινωνία μπορεί να θεωρήσει ότι το μέλλον του μεσαίου χώρου είναι δικό της πρόβλημα μόνο αν ο μεσαίος χώρος διατυπώνει με αίσθηση εθνικών προτεραιοτήτων μια ολοκληρωμένη πρόταση για το μέλλον. Αυτή προσπάθησα να σας περιγράψω. Αυτό θεωρώ ότι είναι το δικό μου καθήκον απέναντι στην Πατρίδα και την παράταξη. Σας ευχαριστώ.
Ομιλία Ευ. Βενιζέλου στο Συνέδριο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης from Evangelos Venizelos on Vimeo.