Αθήνα, 30 Απριλίου 2015
Ομιλία Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Ευ. Βενιζέλου, στην συνεδρίαση
της Συντονιστική Γραμματεία της Εθνικής Οργανωτικής Επιτροπής Συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ-Δημοκρατικής Παράταξης
Καλημέρα. Φίλες και φίλοι, μπαίνουμε στην τελική ευθεία για το συνέδριο και όλες τις διαδικασίες που έχουμε δρομολογήσει, αλλά φυσικά κυριαρχούν πάντα τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα, τα ζητήματα που ενδιαφέρουν τους πολίτες, το λαό, την κοινωνία. Θα ήθελα πριν συζητήσουμε οργανωτικού χαρακτήρα θέματα, να σας εκθέσω μερικές πολιτικές σκέψεις.
Θα ήθελα να δούμε μαζί την εικόνα που έχει διαμορφωθεί τις τελευταίες μέρες. Τις τελευταίες μέρες, αυτή την εβδομάδα, η κυβέρνηση με την υποβάθμιση του κ. Βαρουφάκη και τον ανασχηματισμό της διαπραγματευτικής ομάδας, στέλνει, υποτίθεται, μήνυμα ότι επιθυμεί συμφωνία και μάλιστα γρήγορα.
Με το άνοιγμα του ζητήματος του δημοψηφίσματος όμως που έγινε από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό στη μεγάλη τηλεοπτική του συνέντευξη, δηλώνει στην πραγματικότητα αδυναμία να καταλήξει σε συμφωνία.
Η κυβέρνηση ταυτοχρόνως καλλιεργεί την εντύπωση ότι αποδέχεται πλέον μέτρα που μέχρι πριν λίγες ημέρες οι αρμόδιοι υπουργοί, ακόμη και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, θεωρούσαν εκτός πάσης συζήτησης. Όπως ιδιωτικοποιήσεις, φορολογικές επιβαρύνσεις, παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό, εγκατάλειψη βασικών προεκλογικών, αλλά και μετεκλογικών υποσχέσεων και δεσμεύσεων, όπως η 13η σύνταξη. Δέχεται αλλαγές στο ΦΠΑ. Σκληρή ποινικοποίηση φορολογικών παραβάσεων. Είναι έτοιμη να δώσει ακόμη και ευκαιρίες νομιμοποίησης καταθέσεων στο εξωτερικό.
Από την άλλη δηλώνει ότι δεν θα αποδεχθεί επ’ ουδενί μέτρα που ματώνουν και σηκώνουν αντιδράσεις στην κοινή γνώμη. Ή ότι πάντως δεν ανοίγει τώρα, δηλαδή Μάιο, τέτοια θέματα, αλλά μπορεί να τα ανοίξει σε λίγες εβδομάδες, μέχρι 30 Ιουνίου, ενόψει της τελικής συμφωνίας, δηλαδή του μνημονίου ΙΙΙ.
Όλα δε αυτά γίνονται σε ατμόσφαιρα επιτάχυνσης των συζητήσεων με την τρόικα, ενώ πριν από λίγες μόλις μέρες έλεγε ο κ. Τσίπρας ο ίδιος στο Reuters ότι εκκρεμούν πολιτικές διαφορές που έχουν αναδειχθεί στο εργασιακό, το ασφαλιστικό, την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας.
Δεν έχει όμως προφανώς με ποιον να συζητήσει πολιτικά τα θέματα αυτά, γιατί όλοι, ακόμη και η προνομιακή συνομιλήτριά του η κυρία Μέρκελ, τον παραπέμπουν στο Brussels Group, στο Athens Group, δηλαδή στην τρόικα. Ή για να είμαστε ακριβείς στην τρόικα εξωτερικού.
Όλα δε αυτά δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει, όπως σας είπα, αν αφορούν τις χρηματοδοτικές ανάγκες του Μαΐου και του Ιουνίου, ή την τελική συμφωνία του Ιουνίου, δηλαδή το μνημόνιο ΙΙΙ. Κανείς όμως δεν μπαίνει στον κόπο να ενημερώσει τη Βουλή και την κοινή γνώμη, αν θα υπάρξει νέο δάνειο, εάν θα συνοδεύεται από κάποιους πιο σκληρούς όρους, για πόσο χρόνο θα ισχύει το μνημόνιο, με την Ελλάδα στο περιθώριο, εκτός αγορών, σε καθεστώς ειδικής εποπτείας, ενώ ετοιμαζόμασταν να βγούμε 28 Φεβρουαρίου στο καθεστώς της προληπτικής πιστωτικής γραμμής.
Όλοι συζητούν δε, υπό την καθοδήγηση της κυβέρνησης, όλες αυτές τις εβδομάδες για την ευρωπαϊκή πλευρά του προγράμματος, χωρίς κανείς στην κυβέρνηση να αποσαφηνίζει τι γίνεται με το ΔΝΤ. Κάποιοι κυβερνητικοί κύκλοι πλασάρουν όμως εντέχνως πληροφορίες ότι η Ευρώπη είναι δήθεν έτοιμη να εξαγοράσει το δάνειο του ΔΝΤ, αν και το ευρωπαϊκό δάνειο τελείωσε 31 Δεκεμβρίου 2014 και το δάνειο που εκκρεμεί είναι το δάνειο του ΔΝΤ, που ισχύει μέχρι το Μάρτιο του 2016. Αλλά οι αντιφάσεις δεν έχουν τελειωμό.
Στη Βουλή επικρατεί κλίμα πολεμικού ενθουσιασμού για τον έλεγχο του επαχθούς χρέους κατά τρόπο αντίστοιχο με χώρες που είχαν στυγνά δικτατορικά καθεστώτα, ενώ η κυβέρνηση δεν θέτει έξω, πουθενά θέμα χρέους. Δηλαδή όχι αυτά που έλεγε περί μεμονωμένων ενεργειών, αλλά ζητήματα εφαρμογής των όσων εμείς συμφωνήσαμε το 2012 που όταν λέγαμε ότι είναι η μόνη ασφαλής λύση μας έβριζαν χυδαία.
Έκδηλη είναι πια η αδυναμία της κυβέρνησης να ισορροπήσει μεταξύ των όσων διαπραγματεύεται με τους εταίρους και πιστωτές και των όσων διαπραγματεύεται στο εσωτερικό της κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, γιατί έχει ομογενοποιηθεί το μόρφωμα.
Έχει όμως από την άλλη μεριά διαμορφωθεί μια κοινή γνώμη, που όπως φάνηκε και από τις πρόσφατες έρευνες τις οποίες κατά το δοκούν επικαλείται ο κ. Τσίπρας, στη συντριπτική της πλειοψηφία λέει καθαρά ότι θέλει συμφωνία με τους Ευρωπαίους και το ΔΝΤ. Θέλει παραμονή στο ευρώ. Θέλει η κυβέρνηση και προσωπικά ο κ. Τσίπρας να πάρουν την ευθύνη δύσκολων αποφάσεων για συμφωνία και διασφάλιση της ασφαλούς ευρωπαϊκής πορείας της χώρας.
Δεν θέλει ούτε δημοψήφισμα, ούτε εκλογές, γιατί ψήφισε πριν από τρεις μήνες. Η κοινή γνώμη δεν φαίνεται να μετακινείται ακόμη από το συσχετισμό των εκλογικών δυνάμεων που καταγράφηκε στις 25 Ιανουαρίου. Έχει όμως ήδη ριζικά μεταβληθεί η ερμηνεία που η ίδια η κοινή γνώμη δίνει στην εντολή των εκλογών. Δεν θέλει να διακυβευτούν οι θυσίες και οι προσπάθειες των τελευταίων ετών.
Μέσα σε τρεις μήνες έχει συνεπώς συντελεστεί μια σοβαρή αλλαγή. Η αλλαγή αυτή δεν αφορά, ακόμη τουλάχιστον, τη στάση της κοινής γνώμης απέναντι στην αντιπολίτευση. Όχι μόνο απέναντι στα κόμματα της προηγούμενης κυβερνητικής συνεργασίας, με το ΠΑΣΟΚ να σηκώνει δυσανάλογα μεγάλο βάρος, αλλά απέναντι σε όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Η αλλαγή αφορά όμως την ουσία των πολιτικών επιλογών, τη στρατηγική της χώρας.
Οι πολίτες ζητούν από τον κ. Τσίπρα και την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να αναλάβει την ευθύνη και το πολιτικό κόστος ανάλογων δύσκολων αποφάσεων χωρίς υπεκφυγές. Δηλαδή, ενώ μας καταψήφισε, ζητάει από την κυβέρνηση που υπερψήφισε να πάρει το βάρος, την ευθύνη και το κόστος παρόμοιων δύσκολων αποφάσεων.
Αυτή η σημαντική αλλαγή έχει συντελεστεί στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας γιατί φάνηκε πλέον ότι δεν υπήρχε ούτε plan B, ούτε καν plan A.
Γιατί κατάλαβε ο λαός ότι σε μια τρίμηνη διελκυστίνδα, σε ένα παιχνίδι εντυπώσεων για εσωτερική κατανάλωση με ανακύκλωση ψεμάτων και ψευδαισθήσεων, θυσιάστηκαν πολλά πράγματα, τέθηκαν υπό δοκιμασία μείζονα εθνικά συμφέροντα και τώρα η χώρα βρίσκεται κολλημένη με την πλάτη στον τοίχο, με χειρότερα όλα τα οικονομικά μεγέθη, δημόσια έσοδα, πρωτογενές πλεόνασμα, καταθέσεις, σταθερότητα τραπεζών, επενδύσεις, ύφεση ξανά αντί για θετικό ρυθμό ανάπτυξης.
Οι σκληροί διαπραγματευτές της κυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου – Βαρουφάκη – Δραγασάκη – Τσακαλώτου, δηλώνουν τώρα με μεγάλη άνεση, εντυπωσιακή, ότι παραπλανήθηκαν προεκλογικά από τον κ. Ντάισελμπλουμ, μετεκλογικά από το Eurogroup. Ότι έκαναν θεμελιώδη λάθη διαπραγμάτευσης, ότι δεν κατανόησαν τους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς και τον τρόπο λήψης των ευρωπαϊκών αποφάσεων. Ότι τώρα αρχίζουν, ίσως, να καταλαβαίνουν κάποια πράγματα, αλλά με καταπληκτική άνεση επί χρόνια μας έλεγαν τι πρέπει να κάνουμε.
Ο κ. Τσίπρας αλλάζει δήθεν τη διαπραγματευτική ομάδα, παρ’ ότι αυτός ήταν και είναι πάντα ο βασικός διαπραγματευτής. Ο συνομιλητής της κυρίας Μέρκελ βέβαια, του κ. Ολάντ, του κ. Γιούνγκερ, του κ. Ντάισελμπλουμ και της κυρίας Λαγκάρντ.
Ταυτόχρονα ο ίδιος ο κ. Τσίπρας ανοίγει επισήμως θέμα δημοψηφίσματος. Λέει δηλαδή ταυτόχρονα ότι ενώ είναι έτοιμος να διαπραγματευτεί και να συμφωνήσει, δεν μπορεί να διαπραγματευτεί και κυρίως να αποφασίσει και να δεσμευτεί γιατί θα χρειαστεί έγκριση του λαού.
Άρα λέει στους Ευρωπαίους και το ΔΝΤ ότι έχει ισχυρή εκλογική εντολή που επιβεβαιώνεται δημοσκοπικά, αλλά δεν θεωρεί ότι έχει νομιμοποίηση να δεσμευτεί. Δηλαδή οι δημοσκοπήσεις ισχύουν μόνο για το εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν ισχύουν για την εκπεφρασμένη βούληση των Ελλήνων να μείνουμε στο ευρώ, να συμφωνήσουμε, να προχωρήσουμε, να απεγκλωβιστούμε.
Και περιμένει ο κ. Τσίπρας αυτή του η αντιφατική θέση να γίνει δεκτή από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, τα κοινοβούλια των κρατών μελών και το ΔΝΤ που εκφράζει την παγκόσμια κοινότητα. Είναι ένας διεθνής, παγκόσμιος, Οργανισμός.
Γιατί όταν δεν μπορεί να δεσμευθεί αυτός που ζητάει βοήθεια και δάνειο και δόσεις, γιατί λοιπόν πρέπει να μπορεί να δεσμευτεί αυτός που δίνει τη βοήθεια ,το δάνειο και τις δόσεις και να μη θέσει, παραδείγματος χάρη, και αυτός θέμα δικού του δημοψηφίσματος ή έστω δικής του έγκρισης από το Κοινοβούλιο του.
Φίλες και φίλοι, έφτασε η ώρα της αλήθειας υπό συνθήκες πολύ χειρότερες από αυτές που υπήρχαν την ημέρα των εκλογών. Η κοινή γνώμη φαίνεται δημοσκοπικά να ζητάει στροφή της Κυβέρνησης προς την αλήθεια και την υπευθυνότητα, αυτό όμως δεν έχει δυστυχώς καμία αντιστοίχηση στο εσωτερικό της Κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝΕΛ.
Γιατί, πολύ απλά, στροφή στην υπευθυνότητα σημαίνει παραδοχή ότι λέχθηκαν επί χρόνια τερατώδη και χυδαία ψέματα, ότι δόθηκαν απατηλές και ψεύτικες προεκλογικές υποσχέσεις και κερδήθηκαν ψήφοι μέσω της εξαπάτησης του ελληνικού λαού.
Θα ήθελα την προσοχή σας. Τα όσα αντιφατικά λένε ο Πρωθυπουργός και οι κοντινοί του συνεργάτες βγάζουν νόημα μόνο αν δούμε ένα σενάριο. Το σενάριο με την Κυβέρνηση έτοιμη να εγκαταλείψει κάποια ψέματα και κάποιες δημαγωγίες, όχι μόνον προεκλογικές αλλά και μετεκλογικές, δημαγωγίες τραγικές των τελευταίων πέντε ετών που μας αδίκησαν, μας συκοφάντησαν, μας υπονόμευσαν.
Η Κυβέρνηση λοιπόν είναι έτοιμη να κάνει την τούμπα, τη στροφή, αλλά χρειάζεται δημοψήφισμα μόνο και μόνο για εσωκομματικούς λόγους ως μηχανισμό πίεσης και δέσμευσης της εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Δηλαδή νομίζουν ότι θα κάνουν ένα δημοψήφισμα Τσίπρας- Λαφαζάνης ή Τσίπρας -Κωνσταντοπούλου και ότι αυτό θα γίνει αποδεκτό και ότι οι Ευρωπαίοι και το ΔΝΤ είναι έτοιμοι να συνάψουν μία συμφωνία υπό την αίρεση ενός εθνικού δημοψηφίσματος εσωκομματικής χρήσης για τον κ. Τσίπρα.
Και αυτό όλο εξηγεί τι έχουμε πάθει επί τρεις μήνες. Επί τρεις μήνες δήθεν διαπραγματεύονται για έναν και μόνο λόγο, γιατί ετοιμάζουν τους εσωκομματικούς τους συσχετισμούς και στην ανάγκη να ελέγξουν τον εσωτερικό τους συσχετισμό στη Βουλή και την Κυβέρνηση θυσιάζουν τη χώρα, την οικονομία, επιδεινώνουν τα μεγέθη, θέτουν υπό κίνδυνο θυσίες και επιτεύγματα που με αίμα κέρδισε ο ελληνικός λαός. Είναι δηλαδή ομολογία μίας τραγικής ανευθυνότητας την οποία υφίσταται η χώρα, αλλά η χώρα ψήφισε.
Γι΄ αυτό θα μου επιτρέψετε να επαναλάβω, χωρίς αυτό να έχει κανένα στοιχείο συλλογικής ή προσωπικής εμμονής: είναι δυστυχώς ή ευτυχώς βέβαιο ότι θα δικαιωθούμε, είτε επειδή θα προσχωρήσουν και μάλιστα πολύ γρήγορα στην πολιτική μας και θα κάνουν αυτά που συκοφάντησαν, έφτυσαν και υπονόμευσαν, γιατί δεν υπάρχει άλλη στρατηγική, μία είναι η στρατηγική της αλήθειας, της ευθύνης και της ασφάλειας.
Είτε θα δικαιωθούμε επειδή θα έχει οδηγηθεί η χώρα στο αδιέξοδο την ταπείνωση και την καταστροφή. Έλεος και προς Θεού, να γίνει το πρώτο και δε θέλουμε ούτε να μας δικαιώσουν, ούτε να παραδεχθούν τίποτα, ούτε να ζητήσουν συγνώμη. Ας εξηγήσουν στον ελληνικό λαό, ας εξηγήσουν στους πολίτες που παραπλάνησαν, στους πολίτες που τους ψήφισαν. Ας ζητήσουν συγνώμη από αυτούς, όχι από μας.
Αλλά προς Θεού, όχι άλλο παιχνίδι με τη φωτιά, ας μη γίνει μεγάλο κακό στη χώρα. Απευθύνομαι στους πολίτες που παρότι δεν μας ψήφισαν και σε πολύ μεγάλο βαθμό φαίνεται ότι εξακολουθούν να είναι επιφυλακτικοί απέναντί μας και να μας αντιπαθούν, εν τούτοις καταλαβαίνουν ότι αυτό που λέμε είναι και προφανές και αληθινό.
Μας τιμωρούν γιατί ενεργήσαμε υπεύθυνα προφυλάσσοντας τη χώρα από το τρις χειρότερο; Μας τιμωρούν γιατί δεν είπαμε και εμείς, όπως λέγαμε στο παρελθόν, εύκολα και ευχάριστα ψέματα; Εντάξει, κατανοούμε και σεβόμαστε τη στάση κάθε πολίτη, ως αναφαίρετο δημοκρατικό του δικαίωμα.
Ας αγωνιστούμε όμως τώρα όλοι μαζί να πιέσουμε την Κυβέρνηση να αναλάβει την ευθύνη της, κάνοντας τις επιλογές που θέλει ο λαός χωρίς καθυστερήσεις και χωρίς υπεκφυγές. Με τον τρόπο αυτό η χώρα θα επανέλθει στην κοίτη της εθνικής στρατηγικής.
Χάσαμε δυστυχώς πολύτιμο χρόνο. Εάν ακολουθούσε το χρονοδιάγραμμά μας ο κ. Τσίπρας κάνοντας τη δική του σκληρή διαπραγμάτευση, υψώνοντας τα δικά του ζητήματα και αιτήματα, θα είχε κερδίσει η χώρα σημεία που εμείς δεν μπορούσαμε να κερδίσουμε γιατί δεν είχαμε ορίζοντα πολιτικό, δεν είχαμε νομιμοποίηση, δεν είχαμε νωπή εντολή, είχαμε μια Αντιπολίτευση που μας υπονόμευε κι όχι μια Αντιπολίτευση που μας στήριζε, είχαμε μια Αντιπολίτευση που μας αμφισβητούσε, που έλεγε στους Ευρωπαίους μην τους πιστεύετε, μη δέχεστε την υπογραφή τους.
Αυτοί όμως μετά τις εκλογές έπρεπε να κερδίσουν αυτά που κι εμείς διεκδικούσαμε και να βγούμε 28 Φεβρουαρίου στην προληπτική πιστωτική γραμμή, να βγούμε προστατευμένα στις αγορές, όπως έκανε η Κύπρος με εντυπωσιακή επιτυχία. Δεν αναφέρομαι στην Ιρλανδία, την Πορτογαλία, που και η Ιρλανδία είναι χώρα που έκανε δημοψήφισμα για τη Συνθήκη της Λισσαβόνα, αλλά δεν διανοήθηκε να κάνει δημοψήφισμα για το πρόγραμμα και το δάνειο, αν θα δεχθεί τη βοήθεια για να μην καταστραφεί.
Κινδυνεύουμε τώρα να μείνουμε δυστυχώς επί μακρόν στο μνημόνιο τρία, αντί να βγούμε όπως είχαμε προγραμματίσει 28 Φεβρουαρίου. Πάμε όχι ένα, αλλά ενδεχομένως και δύο και τρία χρόνια πίσω κι ελπίζω να σταματήσουμε εκεί στα τρία χρόνια. Κι αυτό εξαιτίας της πολιτικής του κ. Τσίπρα και της Κυβέρνησής του, της Κυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου.
Ελπίζω λοιπόν να κλείσουμε αυτή τη συμφωνία, η οποία να μην είναι μακριά από αυτά που είχαμε σχεδιάσει και είχαμε προετοιμάσει. Και θα τα συγκρίνουμε τότε, θα συγκρίνουμε συμφωνίες με συμφωνίες, διαπραγματεύσεις με διαπραγματεύσεις, όχι στις συνθήκες του 2015, αλλά στις συνθήκες του 2010, του 2011, του 2012 με τη χώρα στο γκρεμό.
Και ελπίζω ότι θα μπορέσει η Κυβέρνηση, επιτέλους, να θέσει το θέμα του χρέους όπως εμείς το είχαμε συμφωνήσει το 2012, υπό την προϋπόθεση ότι θα ολοκληρωθεί το πρόγραμμα και θα έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα.
Άρα τώρα έχουμε να πάρουμε αυτά που συμφωνήσαμε, όχι με τις επικίνδυνες ανοησίες περί επαχθούς χρέους και μονομερών ενεργειών, όταν έχουμε κουρέψει 80% του ΑΕΠ χρέους ελληνικού, αλλά ζητώντας την εφαρμογή της συμφωνίας του 2012, της συμφωνίας που είχε καταγγείλει ο κ. Τσίπρας αλλά τώρα είναι το μόνο που ελπίζει ότι μπορεί να επιβεβαιώσει.
Υπό τις συνθήκες αυτές φυσικά είμαστε σε μία ετοιμότητα. Όχι σε μία ετοιμότητα δημοψηφισματική ή εκλογική, είμαστε σε μία ετοιμότητα ευθύνης, γιατί είμαστε ένα κόμμα που πληρώνει την υπευθυνότητά του.
Αλλά έχοντας χάσει την εκλογική μας δύναμη και έχοντας ταπεινωθεί ως κραταιό ΠΑΣΟΚ της μεταπολίτευσης, έχουμε κερδίσει κάτι. Έχουμε κερδίσει το πολύ σημαντικό και αναφαίρετο δικαίωμα να λέμε την αλήθεια. Να λέμε την αλήθεια χωρίς προκατάληψη, χωρίς φόβο και πάθος και νομίζω ότι αυτό είναι μια ιστορική εισφορά της Δημοκρατικής Παράταξης.
Σας ευχαριστώ.