Αθήνα 30 Οκτωβρίου 2012
Δευτερολογία Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελου Βενιζέλου, στην συνεδρίαση της ΚΟ του Κινήματος
Αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, σας ευχαριστώ κατ΄ αρχάς για την ενεργό συμμετοχή σας στη μακρά και πολύ ενδιαφέρουσα αυτή συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ.
Όλοι οι βουλευτές μετείχαν με αίσθημα ευθύνης, εθνικής και παραταξιακής και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι 28 συνολικά Βουλευτές του ΠΑΣΟΚ από τους 33 έλαβαν το λόγο και τοποθετήθηκαν διεξοδικά στα θέματα που απασχόλησαν τη σημερινή συνεδρίαση.
Θέλω λοιπόν να σας ευχαριστήσω όλες και όλους για το υψηλό επίπεδο της συζήτησης αυτής, για το φρόνημα ευθύνης που επεκράτησε και για το αίσθημα ενότητας, γιατί όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι είναι κοινή η μοίρα και κοινή η προοπτική και για τον τόπο και για την παράταξη.
Η σημερινή «ατυχής», όπως τη χαρακτήρισα, ανακοίνωση του Πρωθυπουργού, η οποία εκδόθηκε μεσούσης της συνεδρίασης του ΠΑΣΟΚ και πριν την έναρξη της συνεδρίασης της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΔΗΜΑΡ, μας θέτει αντιμέτωπους με το μείζον ερώτημα που πρέπει να προτάξουμε: Πού βρισκόμαστε σήμερα, τι καλούμαστε να αποφασίσουμε;
Τελείωσε ή όχι η διαπραγμάτευση και τι είναι αυτό που πρέπει να πει σήμερα καθαρά το ΠΑΣΟΚ ως εγγυητής της κυβερνητικής και γενικότερα της πολιτικής σταθερότητας, ως εγγυητής μιας ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής;
Η απάντηση είναι πως η διαπραγμάτευση προφανώς και δεν τελείωσε, γιατί το πολιτικό της σκέλος τώρα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Το πολιτικό της σκέλος εσωτερικά είναι εύκολο, γιατί αφορά ρυθμίσεις και διευθετήσεις ενόψει του εφαρμοστικού νόμου, ώστε να μην έχουν οριζόντιο χαρακτήρα τα μέτρα, να είναι εσωτερικά δίκαια, ορθολογικά κατανεμημένα, χωρίς να θίγονται οι δημοσιονομικοί στόχοι οι οποίοι έχουν συμφωνηθεί με την τρόικα.
Η σπουδαιότερη όμως πολιτική διαπραγμάτευση είναι αυτή που διεξάγεται με τους εταίρους μας, με τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αυτή θα τελειώσει το ξημέρωμα της 13ης Νοεμβρίου, όταν θα ολοκληρώνεται η κρίσιμη απόφαση του Eurogroup. Τότε θα λυθούν όλα τα μεγάλα θέματα.
Τότε δηλαδή θα λυθούν τα θέματα που αφορούν την επιμήκυνση, την πραγματική επιμήκυνση, τη βιωσιμότητα και άρα τη μείωση του χρέους με τους τρόπους που έχουμε πει, οι οποίοι δεν θίγουν σε τίποτα τον προϋπολογισμό κανενός ευρωπαϊκού κράτους και κανέναν Ευρωπαίο φορολογούμενο. Γιατί υπάρχει η δυνατότητα αισθητής μείωσης του χρέους και διασφάλισης της βιωσιμότητάς του με την απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών από το EFSF. Με επαναγορά ομολόγων στη δευτερογενή αγορά χωρίς νέο δάνειο που επιβαρύνει περισσότερο το χρέος, αλλά με τα κονδύλια που έχουν διατεθεί για τα έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, που εμείς πρέπει να τα «τρέξουμε» προς τα ομόλογα, γιατί στον βραχυχρόνιο δανεισμό δεν κερδίζεις τίποτα αγοράζοντας έντοκα γραμμάτια, ενώ στον μακροχρόνιο κερδίζεις πολύ μεγάλες διαφορές μεταξύ πραγματικής αξίας και ονομαστικής αξίας.
Και βέβαια το τρίτο είναι η μεταφορά των κερδών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως το έχουμε κάνει ήδη για το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο και όλοι οι άλλοι τρόποι που αφορούν τη μείωση των επιτοκίων και τη διευθέτηση του χρόνου πληρωμής, οι οποίοι είναι πάντα στη διάθεση των μερών, δηλαδή δανειζόμενου και δανειστή, σε κάθε δάνειο.
Εκτός όμως από τη βιωσιμότητα, που είναι η σφραγίδα της αξιοπιστίας του προγράμματος, για τις αγορές και την ελληνική κοινωνία, τις μέρες αυτές πολιτικά πρέπει να ζητήσουμε και να πετύχουμε συγκεκριμένη και πρακτική αναπτυξιακή στήριξη.
Η αναπτυξιακή στήριξη δεν μπορεί να είναι οι συνήθεις διαδικασίες του ΕΣΠΑ και οι συνήθειες διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Χρειάζονται πακέτα διμερή, με μεγάλες και ισχυρές επενδυτικά χώρες, χρειαζόμαστε στήριξη των Εθνικών Οργανισμών Ασφάλισης Εξαγωγικών Πιστώσεων γερμανικών, γαλλικών και άλλων, ώστε να γίνουν επενδύσεις στην Ελλάδα.
Αλλά για να το πετύχουμε αυτό πρέπει να μειωθεί ο λεγόμενος κίνδυνος της χώρας, το country risk, πρέπει να εξαφανισθεί ο συναλλαγματικός κίνδυνος που έχει η Ελλάδα, γιατί υπάρχει πάντα στο μυαλό τους το ερώτημα «αν η Ελλάδα είναι οριστικά μέσα στο ευρώ ή όχι».
Γι΄ αυτό είπα: στήριξη χωρίς επιφυλάξεις, χωρίς αστερίσκους, χωρίς θανατηφόρες δηλώσεις του τύπου «θέλουμε την Ελλάδα στο ευρώ, αρκεί η Ελλάδα να κάνει αυτά που πρέπει να κάνει». Όχι, πρέπει η δήλωση να είναι «η Ελλάδα στο ευρώ» τελεία, παύλα. Γιατί αλλιώς η Ευρωζώνη αυτοϋπονομεύεται και πρέπει να καταλάβει ότι η αυτοϋπονόμευση δε λειτουργεί παραδειγματικά ή τιμωρητικά για την Ελλάδα, αλλά λειτουργεί εις βάρος άλλων χωρών που είναι σε πρόγραμμα ή στα πρόθυρα προγράμματος.
Συνεπώς αυτό το οποίο εμείς λέμε σήμερα καθαρά είναι ότι ναι, ο Υπουργός Οικονομικών πρέπει να εμφανισθεί αύριο στην τηλεδιάσκεψη του Eurogroup και να πει ότι ζητάμε από τους εταίρους μας να στηρίξουν την Ελλάδα και να ανάψουν το πράσινο φως για την ολοκλήρωση της διαδικασίας, ώστε εμείς να πάμε στη Βουλή να ψηφίσουμε τον εφαρμοστικό νόμο που θα έχουμε συμφωνήσει και το Eurogroup να συνέλθει με φυσική παρουσία στις 12 Νοεμβρίου να ολοκληρώσει τα πολιτικά ζητήματα, να οριστικοποιήσει το πακέτο.
Πρέπει δε να σας πω εδώ ότι έχει πολύ μεγάλη σημασία να πούμε καθαρά και την εκτίμησή μας για το αν είμαστε ευχαριστημένοι από την ως τώρα εξέλιξη. Η απάντηση είναι όχι δεν είμαστε ευχαριστημένοι, θα θέλαμε πολλά πράγματα να έχουν γίνει τελείως διαφορετικά, προτείναμε να γίνουν με τελείως διαφορετικό τρόπο.
Αλλά ξέρουμε ότι δεν κυβερνάμε μόνοι μας, ότι είμαστε ο δεύτερος κυβερνητικός εταίρος, ότι πρέπει να κάνουμε συμφωνίες και συμβιβασμούς, διότι, όπως είπα και στην εισήγησή μου, η Νέα Δημοκρατία δεν κυβερνά μόνη, αλλά φυσικά ούτε το ΠΑΣΟΚ κυβερνά μόνο του.
Αποδεχθήκαμε τη λογική που λέει «πρώτα τα μέτρα, μετά τα αιτήματα για επιμήκυνση βιωσιμότητα και αναπτυξιακό πακέτο». Εμείς θέλαμε πρώτα να έχουν αποσαφηνιστεί όλα τα πολιτικά ζητήματα, να έχουμε ένα ξεκάθαρο μακροοικονομικό πλαίσιο, δηλαδή την εξίσωση «πρωτογενές πλεόνασμα + θετικός ρυθμός ανάπτυξης = βιώσιμο χρέος, βιώσιμη χώρα». Όμως, αφού ακολουθήσαμε τη γραμμή αυτή, σεβόμενοι τον Πρωθυπουργό, θέλουμε να υπάρχει αποτέλεσμα.
Δεν είμαστε ευχαριστημένοι ούτε από τη στάση των Ευρωπαίων εταίρων, δεν έχει αλλάξει ριζικά η στάση αυτή, δεν μας ικανοποιεί η δήλωση "περιμένουμε μια έκθεση της τρόικας", η οποία ενεργεί όμως με την εντολή αυτών που λένε ότι "περιμένουμε την έκθεση".
Ούτε φυσικά μας ικανοποιεί η δήλωση που σχολίασα προηγουμένως, ότι "η Ελλάδα θα είναι στο ευρώ, αρκεί να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της", γιατί αυτό κρατάει μία εκκρεμότητα μέχρι το 2016, ενδεχομένως μέχρι το 2020 όταν η Ελλάδα θα ξαναγυρίσει στις αγορές, ενώ η χώρα πρέπει να βοηθηθεί με την αλλαγή του κλίματος, για να έχουμε ιδιωτικοποιήσεις, επενδύσεις, αισιοδοξία, κίνηση στην αγορά.
Μας απασχολεί πάρα πολύ όλους μας κι αυτό φάνηκε από τις τοποθετήσεις σας, η συνέπειά μας σε σχέση με τις προεκλογικές εξαγγελίες. Η δική μας συνέπεια, του ΠΑΣΟΚ. Γιατί εάν επρόκειτο αυτή τη στιγμή εμείς να απολογηθούμε για τον βαθμό συνέπειας της Νέας Δημοκρατίας, δε θα ήταν εύκολο να απολογηθούμε. Αλλά δεν είμαστε εμείς αρμόδιοι να μιλήσουμε γι΄ αυτό, εμείς είμαστε αρμόδιοι να κοιτάξουμε στα μάτια τους δικούς μας ψηφοφόρους και να μιλήσουμε γι΄ αυτά που τους είπαμε εμείς.
Εμείς λοιπόν μιλούσαμε στους πολίτες προεκλογικά, λέγοντας ότι υπάρχουν 11,5 δισ. ευρώ μέτρα που πρέπει να ληφθούν, αυτά τα μέτρα οδηγούν στο πρωτογενές πλεόνασμα και αυτά τα μέτρα πρέπει να ληφθούν με παράταση του χρόνου δημοσιονομικής προσαρμογής, ώστε να είναι πιο ήπια και πιο αποδεκτά και σε κοινωνικό και σε αναπτυξιακό επίπεδο.
Αυτό είπαμε και από αυτό υπάρχει απόκλιση ως προς το πώς θα λειτουργήσει η επιμήκυνση που θέλουμε να λειτουργεί σωστά και ως προς το ότι τα μέτρα δεν είναι 11,5 δισ. ευρώ, αλλά είναι 13,5 δισ. ευρώ πλέον και βεβαίως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ούτε κυβερνάμε μόνοι μας, ούτε αποφασίζουμε μόνοι μας, διότι η απόφαση εξαρτάται από τη διαπραγμάτευση και τον συσχετισμό των δυνάμεων, με τους θεσμικούς μας εταίρους και δανειστές.
Θέλω να σας το πω καθαρά, το πρόγραμμα προσαρμογής έχει τρία σκέλη: Το ένα σκέλος είναι η δημοσιονομική προσαρμογή, η μείωση του ελλείμματος, ο άλλο είναι τα διαρθρωτικά μέτρα και το τρίτο είναι οι ιδιωτικοποιήσεις. Για τις ιδιωτικοποιήσεις θα μιλήσουμε.
Τα διαρθρωτικά μέτρα είναι ιστορικά αστείο να λέμε ότι μας τα επιβάλλει η τρόικα ή το μνημόνιο. Αυτά αφορούν στην πραγματικότητα το μέλλον της χώρας, είναι μέτρα τα οποία με ελάχιστες εξαιρέσεις έπρεπε προ πολλού να τα έχουμε αποφασίσει και να τα έχουμε εφαρμόσει μόνοι μας
Τα δημοσιονομικά μέτρα χωρίζονται σε δύο σκέλη: Εμείς αναλαμβάνουμε την υποχρέωση να μειώσουμε το έλλειμμα για να το μετατρέψουμε σε πρωτογενές πλεόνασμα και οι θεσμικοί μας εταίροι και πιστωτές αναλαμβάνουν την υποχρέωση, πρώτον, να μας βοηθήσουν να μειώσουμε το χρέος, πράγμα που έγινε σε μεγάλο βαθμό και πρέπει να γίνει ακόμη περισσότερο και να μας βοηθήσουν στην αναχρηματοδότησή του και στην κάλυψη των ελλειμμάτων.
Γιατί ώσπου να βγούμε σε πρωτογενές πλεόνασμα έχουμε βεβαίως πρωτογενές έλλειμμα και ακόμη περισσότερο έχουμε δημοσιονομικό έλλειμμα κάθε χρόνο, δεν έχουμε μηδενίσει το δημοσιονομικό έλλειμμα και στόχος είναι το 2013 να αποκτήσουμε πρωτογενές πλεόνασμα 1%.
Άρα, εάν επρόκειτο να αποφασίσουμε μόνοι μας, όπως είπα και στην ενδιάμεση τοποθέτησή μου, δεν επρόκειτο ποτέ να αποφασίσουμε τόσο μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή, υπό συνθήκες ύφεσης, σε τόσο μικρό χρόνο.
Δε θα εφαρμόζαμε μία προκυκλική πολιτική με τόσο επίμονο τρόπο, με κόστος για την ανεργία για την απασχόληση, για την κοινωνία, για το εισόδημα, αλλά είμαστε εξαρτημένοι από τις δανειακές ανάγκες της χώρας και οι εταίροι μας, μας επιβάλλουν με, μία μυωπία στρατηγική, προκυκλικές πολιτικές, δηλαδή μείωση του ελλείμματος, παράλληλα με ύφεση, η οποία γίνεται βαθύτερη.
Γιατί; Γιατί η σκέψη τους είναι «όταν είχατε ανάπτυξη αφήσατε να σας ξεφύγει το έλλειμμα, άρα τώρα θα υποστείτε την προκυκλική πολιτική σε αντάλλαγμα γιατί δεν εφαρμόσατε αντικυκλικές πολιτικές όπως κάναμε στη Γερμανία, στη Φιλανδία, στη Σουηδία, στην Ολλανδία και ούτω καθεξής».
Αυτή είναι η βαθιά αντίφαση της Ευρώπης, η οποία παραπέμπει σε μία ακόμη βαθύτερη ανάμεσα στις πλεονασματικές χώρες και τις ελλειμματικές χώρες σε επίπεδο ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Γιατί όταν έχεις μια Ευρώπη με προϋπολογισμό ο οποίος είναι το 0,9% του ΑΕΠ, δηλαδή δεν έχει καμία σχέση με Ομοσπονδία κι όταν έχεις μία Ευρώπη με τέτοιες αναπτυξιακές ανισότητες χωρίς να έχεις πολιτικές πραγματικής σύγκλισης και πάνω από όλα αυτά έχεις ένα ενιαίο νόμισμα, έχεις να διαχειριστείς έναν πάρα πολύ εύθραυστο και αντιφατικό μηχανισμό.
Τώρα βρίσκεται αντιμέτωπη η Ευρώπη με τα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, τώρα θα μιλήσει για την οικονομική ένωση, για τη δημοσιονομική ένωση, για την τραπεζική ένωση και για την πολιτική ένωση. Γιατί φυσικά εδώ αντιστρέφεται το πρόβλημα το οποίο αντιμετώπισαν και η Σοβιετική Ένωση πριν την διάλυσή της και η Κίνα πριν τον μετασχηματισμό της.
Άφησε η Σοβιετική Ένωση να προηγηθούν οι πολιτικές εξελίξεις και τελικά έχασε τον έλεγχο των οικονομικών εξελίξεων και η Κίνα έκανε την επιλογή να αφήσει να τρέξουν οι οικονομικές εξελίξεις και να κρατήσει τον έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων.
Αυτό είναι ένα ιστορικό δίλημμα το οποίο είναι πάντα ανοιχτό. Η Ευρώπη επενδύει σε έναν βολονταρισμό ο οποίος είναι πολιτικός επί της διαδικασίας και δημοσιονομικός και χρηματοοικονομικός επί του περιεχομένου.
Δηλαδή δεν κάνει ούτε την μια επιλογή, ούτε την άλλη, κάνει ένα υβρίδιο, το οποίο όμως δεν είναι «είδος μεικτόν πλην νόμιμον», όπως λέει ο ποιητής ο αγαπημένος του πρωθυπουργού ο Οδυσσέας Ελύτης, μπορεί να δημιουργήσει ένα είδος τερατογένεσης. Αυτό είναι το πρόβλημα και αυτό είναι ένα πρόβλημα που η ελληνική κοινωνία βεβαίως πρέπει να το αντιμετωπίσει με όσο γίνεται μεγαλύτερη ευθύτητα.
Επόμενο ερώτημα το οποίο ετέθη στη συζήτηση: "Έχουμε τη βεβαιότητα ότι το πακέτο θα είναι το τελευταίο και οδηγεί κάπου"; Κοιτάξτε, το πακέτο πρέπει να είναι το τελευταίο και πρέπει να οδηγεί κάπου. Δεν είναι εύκολο αυτό, χρειάζονται συντονισμένες και πολυεπίπεδες ενέργειες.
Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους, που είναι ο καταλύτης, πρέπει να ανοίξουν οι βρύσες της ρευστότητας και αυτό συνδέεται με τον ρυθμό εκταμίευσης, άρα πρέπει να εκταμιευθούν όλες οι υπολειπόμενες δόσεις, όχι μόνο τα 31,5 δισ. ευρώ αλλά όλα όσα έπρεπε να έχουν εκταμιευθεί μέχρι 15 Νοεμβρίου.
Πρέπει οι τράπεζες να λειτουργήσουν πράγματι υπό τον στρατηγικό έλεγχο του κράτους και η ρευστότητα να διοχετευθεί στην αγορά με πολλούς και διάφορους τρόπους, από αυτούς που έχουμε προτείνει για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, μέχρι αυτούς που αφορούν το νέο μοντέλο ανάπτυξης γιατί πρέπει οι τράπεζες να χορηγούν δάνεια εκεί όπου υπάρχει αιχμή αναπτυξιακού δόρατος, ώστε και να σώσουμε επιχειρήσεις και να στρέψουμε επιχειρήσεις προς ένα μοντέλο ανάπτυξης.
Πρέπει να έχουμε κοινωνικά και αναπτυξιακά αντίβαρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη – μέλη, πρέπει να έχουμε άλλο επικοινωνιακό πλαίσιο εκ μέρους των εταίρων μας ώστε να υπάρξει άρση της αβεβαιότητας και βέβαια πρέπει να έχουμε και μια αισιοδοξία και ένα αίσθημα ασφάλειας στο εσωτερικό της χώρας.
Τοποθετηθήκαμε επίσης σε θέματα που αφορούν το πολιτικό πλαίσιο, την προοπτική της χώρας και καταλάβαμε όλοι μας πώς εάν δεν υπάρξει σταθερότητα, εάν δεν υπάρξει χρόνος, εάν δεν υπάρξει περιθώριο, να φανούν οι πολιτικές και τα αποτελέσματά τους, τότε βεβαίως θα έχουμε αδικηθεί ιστορικά και θα έχουμε αδικήσει και την χώρα, διότι δεν είναι δυνατόν να κριθούν οι πολιτικές πριν εφαρμοστούν και πριν αποδώσουν.
Άρα, αυτό που λέμε ότι το ΠΑΣΟΚ θέλει να υπάρχει ορίζοντας 4ετίας έχει άμεση σχέση με την ανάγκη της χώρας να έχει ορίζοντα τετραετίας η παρούσα κυβέρνηση. Το μέλλον του ΠΑΣΟΚ όλοι οι συνάδελφοι τόνισαν ότι θα κριθεί βεβαίως από την στάση μας στα θέματα αυτά. Θα κάνουμε την αποτίμησή μας στο συνέδριο κι έχει πολύ μεγάλη σημασία η αρραγής ενότητα της παράταξης, της κοινοβουλευτικής ομάδας, η συλλογικότητα, ο σεβασμός των αποφάσεων που θα λάβουμε, ή που λαμβάνουμε ήδη εδώ.
Επίσης είναι πολύ σημαντικό να αντιληφθεί και ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του, ότι ο τρόπος λειτουργίας της Κυβέρνησης δεν είναι καθόλου μα καθόλου ικανοποιητικός. Η φάμπρικα των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου που έρχονται εκ των υστέρων για κύρωση στη Βουλή, έχει οδηγηθεί στην ουσιαστική ακύρωση της Βουλής ως πολιτικού φόρουμ -επί τέσσερις μήνες δεν μου έχει δοθεί η ευκαιρία να μιλήσω σε μια συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων, ούτε εισήχθη ένα νομοσχέδιο το οποίο να προκαλέσει μια μεγάλη συζήτηση στο υψηλότερο δυνατό πολιτικό επίπεδο.
Και επίσης δεν θα δώσουμε σε καμία περίπτωση την ευκαιρία σε Υπουργό, να καταθέσει νομοσχέδιο το οποίο δεν θα έχει συζητηθεί επί των λεπτομερειών του με το ΠΑΣΟΚ και με τη ΔΗΜΑΡ και θα προκαταλαμβάνει τους Βουλευτές μας. Αρχής γενομένης από το νομοσχέδιο το λεγόμενο εφαρμοστικό.
Η φυσιογνωμία της παράταξης δεν ήταν αντικείμενο της σημερινής συζήτησης, αλλά υφέρπει στο διάλογο στη συζήτηση αυτή. Το ΠΑΣΟΚ -το είπαν όλοι πάρα πολύ καθαρά, όλοι οι συνάδελφοι και χαίρομαι γι’ αυτό- δεν πρόκειται να είναι ούτε η ουρά της Νέας Δημοκρατίας, ούτε χειροκροτητής του κ. Σαμαρά, ούτε η όψιμη και θλιβερή ουρά του ΣΥΡΙΖΑ, αποδεχόμενο εκ των υστέρων την στρατηγική που εισηγήθηκε προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ και η οποία απερρίφθη από τον ελληνικό λαό.
Γιατί εδώ έχουμε χάσει την αίσθηση της πραγματικότητος. Ο ΣΥΡΙΖΑ φαίρεται σαν να έχει κερδίσει στις εκλογές και η Κυβέρνηση αρχίζει να σωρεύει ενοχές ωσάν να κυβερνά ενώ έχει χάσει τις εκλογές. Δεν είναι έτσι, αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί, είναι βαθιά αντιδημοκρατικό και ανιστόρητο.
Αυτό λοιπόν το οποίο κάνει σήμερα το ΠΑΣΟΚ είναι: Στηρίζει τη κυβέρνηση στην αυριανή συνεδρίαση του Eurogroup, στέλνει ένα καθαρό μήνυμα διεθνώς ότι υπάρχει σταθερή Κυβέρνηση στην Ελλάδα και ότι η χώρα έχει την εθνική βούληση και την εθνική ικανότητα να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα το οποίο οδηγεί στην οριστική έξοδο από την κρίση.
Ξεκαθαρίζουμε ότι η διαπραγμάτευση δεν τελείωσε, αλλά πολιτικά τώρα μπαίνει στην πιο κρίσιμη φάση της. Θέλουμε να βοηθήσουμε, θεωρούμε για μια ακόμα φορά ιστορικό λάθος μεγάλων διαστάσεων το γεγονός ότι δε συγκροτήθηκε η εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης και δεν πήγαμε όλοι μαζί ως μια ισχυρή εθνική ομάδα σε όλες τις επαφές.
Αυτό ελπίζω ότι το καταλαβαίνει τώρα και η ηγεσία της ΔΗΜΑΡ, πόση σημασία θα είχε να έχουμε μιλήσει για τα εργασιακά θέματα με την κα Μέρκελ απευθείας, πόση σημασία θα είχε να είχαμε μιλήσει με τον κ. Γιούνκερ απευθείας με τον κ. Ρομπόι όλοι και ο κ. Κουβέλης και εγώ.
Βεβαίως θα μου επιτρέψετε να πω ότι προσπαθώ, κάνω παράπλευρες επαφές, αξιοποιώ τις γνωριμίες μου, πηγαίνω παντού σ’ όλους τους φορείς, σ’ όλους τους ηγέτες, αξιοποιούμε το μεγάλο δίκτυο των σοσιαλιστικών κομμάτων, αλλά είναι άλλο αυτό και άλλο η εμφάνιση της κυβερνητικής πλειοψηφίας της με όλες τις δυνάμεις της, όλες τις αποχρώσεις και όλο το εύρος της επιχειρηματολογίας της.
Χάρηκα γιατί ο κ. Σαμαράς με ρώτησε σήμερα στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε, "εάν στην επικείμενη επίσκεψη του κ. Μόντι θα ήθελα να είμαι". Βεβαίως θα ήθελα να είμαι και στη συνάντηση όμως με την κα Μέρκελ θα ήθελα να είμαι. Και σε όλες τις συναντήσεις.
Και στη συζήτηση του Eurogroup σας θυμίζω ότι στις 21 Φεβρουαρίου, ήμασταν μαζί με τον Λουκά Παπαδήμο και κανονικά θα έπρεπε όλοι να βοηθήσουμε και σίγουρα ο Πρωθυπουργός να βοηθήσει ώστε να ολοκληρωθεί η δέσμη των μέτρων από την οποία εξαρτάται η ισορροπία, η βιωσιμότητα και η εφαρμοσιμότητα του πακέτου. Γιατί το πακέτο αυτό πρέπει να είναι το τελευταίο και πρέπει να πιστέψει η κοινωνία ότι μ’ αυτές τις μεγάλες θυσίες περνάει σε άλλη φάση, σε άλλη εποχή.
Εμείς λοιπόν τώρα αρχίζουμε, από αύριο μια εντατική δουλειά. Εσωτερικά για την προετοιμασία του εφαρμοστικού νόμου, που έχει πάρα πολύ δουλειά τις μέρες που απομένουν έως την κατάθεσή του την άλλη Δευτέρα και διεθνώς ενόψει της κρίσιμης συνεδρίασης του Eurogroup, για να πετύχουμε στον εφικτό βαθμό, στον μέγιστο δυνατό εφικτό βαθμό τον στόχο αυτό.
Βεβαίως υπήρξαν και κάποιοι συνάδελφοι οι οποίοι εκδήλωσαν την δυσκολία τους να ψηφίσουν ένα πακέτο τέτοιων μέτρων. Είναι λίγοι σε αριθμό αλλά ο καθένας απ’ αυτούς έχει πολύ μεγάλη σημασία για όλους μας. Όλοι μας είμαστε σύμφωνοι ότι δεν υπάρχουν διαβαθμίσεις στην ευαισθησία, όλοι είμαστε σύμφωνοι ότι έχουμε όλοι και όλες το ίδιο αίσθημα ευθύνης.
Θέλω τις μέρες που έχουμε μπροστά μας να έχω ως Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ την ευκαιρία να κάνω μια προσωπική συζήτηση σε βάθος με όλους τους συναδέλφους αυτούς, γιατί θέλουμε πραγματικά η κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ να είναι ενωμένη απολύτως στην ψηφοφορία αυτή, όχι επειδή θα υποταχθεί η μειοψηφία στην σαφή και μεγάλη πλειοψηφία, αλλά γιατί υπάρχει ενότητα συνείδησης, αντίληψης, λόγου και πρακτικής.
Θα κινηθούμε λοιπόν μ’ αυτό τον τρόπο. Πιστεύω ότι ήταν πολύ παραγωγική η συνεδρίαση και το ΠΑΣΟΚ για μια ακόμα φορά διέψευσε όλη την παραφιλολογία και την παραπολιτική των «μεγάλων συγκρούσεων» που «σπαράσσουν» το ΠΑΣΟΚ.
Απεδείχθη ότι το ΠΑΣΟΚ, το ΠΑΣΟΚ μετά την ήττα, το ΠΑΣΟΚ το οποίο αυτή τη στιγμή υφίσταται έναν ορυμαγδό άδικων επιθέσεων από στρατηγικά μύωπες οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται πόση σημασία έχει η ύπαρξη του ΠΑΣΟΚ και ο εγγυητικός ρόλος του ΠΑΣΟΚ, έχει την ικανότητα να ενώνει, να συνθέτει να προχωράει και από την άποψη αυτή είμαι πραγματικά πάρα πολύ αισιόδοξος.
Και θεωρώ ότι η σημερινή συζήτηση συνιστά και μια στήριξη των χειρισμών των δικών μου, στις επαφές με τον κ. Σαμαρά, στις συζητήσεις με τον κ. Κουβέλη, κυρίως στις επαφές με τους ξένους. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να νιώθω ότι έχω τη στήριξη των συναδέλφων μου στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ και αυτό σήμερα το ένιωσα με ένα τρόπο φυσικό και αυτόματο.
Θέλω να πω επίσης ότι εδώ αποσαφηνίσαμε και τις τοποθετήσεις μας, σε σχέση με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο για τις αποκρατικοποιήσεις. Όσα είπα στην εισαγωγική μου ομιλία, θεωρώ ότι έγιναν πραγματικά ομόφωνα χωρίς καμία σχεδόν διαφωνία αποδεκτά.
Υπήρξε μια διαφωνία σε σχέση με το εάν πρέπει η Βουλή να κυρώνει γενικώς τις συμβάσεις ή όχι, μια θεμιτή προσέγγιση η οποία όμως ήταν μια μεμονωμένη παρατήρηση η οποία δεν αφορά συνολικά το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθούμε.
Έγιναν επίσης πάρα πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για μια σειρά από θέματα, που εν μέρει αφορούν λεπτομέρειες του εφαρμοστικού νόμου, όπως είναι για παράδειγμα οι φορολογικές ρυθμίσεις, εν μέρει αφορούν το εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης, η εξειδίκευση του οποίου είναι καθήκον και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και του ΠΑΣΟΚ.
Αλλά κανένα κόμμα και καμιά Κοινοβουλευτική Ομάδα δεν έχει πει τίποτα πιο συγκεκριμένο και πιο ολοκληρωμένο και συστηματικό απ’ αυτό που έχουμε πει εμείς σε σχέση με το εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης και παραπέμπω απλώς σ’ αυτά που είπα στην εισαγωγική μου ομιλία γιατί νομίζω ότι ήμουν πολύ αναλυτικός στο θέμα αυτό.
Κλείνοντας θέλω για μια ακόμα φορά να σας ευχαριστήσω και να πω ότι είναι απολύτως αναγκαίο ο Πρωθυπουργός, ο Υπουργός Οικονομικών και όσοι εμπλέκονται στην διαπραγμάτευση αυτές τις μέρες μέχρι το Eurogroup να προσέξουν μέχρι την έσχατη λεπτομέρεια αυτά που έχουμε πει.
Όχι γιατί αυτά που έχουμε πει είναι το απόσταγμα κάποιας σοφίας, αλλά γιατί είναι το απόσταγμα μιας πολύ πικρής εμπειρίας διαχείρισης της κρίσης. Όπως είπα και στην παρέμβασή μου και την ανακοίνωση του Πρωθυπουργού, όταν εμείς γυρίζαμε, αυτοί πηγαίνανε.
Και όταν αυτοί ήταν μπροστάρηδες του αντι-μνημονιακού μετώπου, εμείς δίναμε μόνοι μας την μάχη, για να σταθεί η χώρα μέσα σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο, το οποίο είναι και το μόνο που δίνει μια προοπτική. Αρκεί φυσικά και η Ευρωζώνη ως τέτοια να διαμορφώσει την δική της συνολική και συλλογική προοπτική.
Άρα θεωρώ ότι έχουμε κάνει ένα πολύ μεγάλο βήμα σήμερα, εκφράζω την ικανοποίησή μου και τις ευχαριστίες μου και θα είμαστε σε συνεχή επαφή όλες αυτές τις μέρες για να κάνουμε τους χειρισμούς που πρέπει και εσωτερικά και διεθνώς και εσωκομματικά.
Σας ευχαριστώ πολύ.