Καβάλα, Κυριακή 07 Μαρτίου 2010
Στο πλαίσιο της ενημέρωσης που κάνει η κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ για τα πρόσφατα οικονομικά μέτρα, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας κ. Ευάγγελος Βενιζέλος μίλησε σήμερα σε ανοικτή συγκέντρωση στο ξενοδοχείο Ωκεανίς της Καβάλας.
Κυρίες και κύριοι χαίρομαι πολύ που σας βλέπω, χαίρομαι γιατί βρίσκομαι ανάμεσα σε φίλους και συντρόφους της Καβάλας. Μια περιοχή με πολύ μεγάλη προοδευτική παράδοση. Μια περιοχή με μεγάλα αναπτυξιακά πλεονεκτήματα, αλλά και μια περιοχή που νιώθει ότι αδικείται, που νιώθει ότι είναι εγκαταλελειμμένη, που νιώθει να ασφυκτικά. Και εύχομαι και ελπίζω να βρει τον εαυτό της, το δυναμισμό της και την προοπτική της στους επόμενους μήνες, όχι τα επόμενα χρόνια, μέσα από τη μεγάλη θεσμική και αναπτυξιακή ευκαιρία που δίνει ο νέος διοικητικός χάρτης της χώρας.
Είμαι βέβαιος πως οι νέοι ισχυροί δήμοι και η περιφερειακή αυτοδιοίκηση εδώ στην περιοχή θα διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις για την πραγματική χειραφέτηση της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης για τη διαφύλαξη του ιδιαίτερου ρόλου της Ανατολικής Μακεδονίας και για την ανάδειξη των μεγάλων προσόντων που έχει ο νομός της Καβάλας και η ευρύτερη περιοχή.
Η Καβάλα είναι μια «ονομασία προέλευσης», είναι συνδεδεμένη με την παράδοση, με την ποιότητα, με την προοδευτική σκέψη, έχει την τοπική της λογοτεχνία, έχει την ισχυρή τοπική της ιστορία, έχει έναν τοπικό παραγωγικό ιστό σε όλους τους τομείς της παραγωγικής δραστηριότητας της χώρας. Πρέπει να ξυπνήσουν ορισμένα κρυμμένα και λανθάνοντα στοιχεία της περιοχής, προκειμένου να συγκροτηθεί το τοπικό και το περιφερειακό μοντέλο ανάπτυξης για να βρει η Καβάλα την παλιά της αίγλη. Αυτή που ταιριάζει στην ομορφιά της, την επαφή της με τη θάλασσα και την επαφή της με όλα τα ρεύματα σκέψης. Δηλαδή σε μια επαφή που είναι εξ ορισμού προοδευτική, γιατί όποιος εφάπτεται με τα ρεύματα σκέψης και όποιος νιώθει κοσμοπολίτης ακόμη και όταν ζει σε μία μεσαίου μεγέθους ελληνική πόλη, έχει τεράστιες δυνατότητες μπροστά του.
Αυτό το δρόμο η Καβάλα μπορεί να τον βρει. Θα τον βρει μόνη της, με τις δικές της δυνάμεις, γιατί είναι υποχρέωσή μας να απελευθερώσουμε αυτές τις εν ομηρία βρισκόμενες δυνάμεις της ελληνικής περιφέρειας. Και τέτοιες δυνάμεις παραγωγικές, πνευματικές, καλλιτεχνικές, αθλητικές, έχει η Καβάλα πολύ μεγάλες. Εκπροσωπούνται και εδώ στην αίθουσα αυτή, γιατί το τοπικό ΠΑΣΟΚ είναι δεμένο με την κοινωνία, εκφράζει την πραγματική κοινωνία της περιφέρειας, του νομού, του δήμου. Και χαίρομαι γιατί βλέπω εδώ γνώριμες φυσιογνωμίες, βλέπω ανθρώπους που με την παρουσία τους, με τη δραστηριότητά τους, με τις αγωνίες τους και με τις διεκδικήσεις τους, μπορούν να εκφράσουν αυτό το νέο το μελλοντικό πρόσωπο της Καβάλας.
****
Το λέω αυτό γιατί ακούω τις τελευταίες ιδίως μέρες, με αφορμή διάφορες μικρές σκηνές εντός ή εκτός Βουλής, να τίθεται το ζήτημα των σχέσεων που έχει το ΠΑΣΟΚ, η μεγάλη δημοκρατική προοδευτική παράταξη, με σκληρές, άδικες αποφάσεις, που είναι αναγκασμένη να πάρει η κυβέρνηση -ως ελληνική κυβέρνηση και όχι ως κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ-. Προκειμένου να βγει η χώρα απ’ τη δημοσιονομική περιδίνηση, προκειμένου η χώρα να ξαναβρεί τον εαυτό της, προκειμένου να μην είναι η Ελλάδα ο αποσυνάγωγος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το κλοτσοσκούφι των διεθνών χρηματοοικονομικών αγορών, το κλοτσοσκούφι και ο αιχμάλωτος των κερδοσκόπων.
Φίλες και φίλοι, πρέπει να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων. Το ζήτημα αυτή τη στιγμή δεν είναι η σχέση της κυβέρνησης με τον κομματικό μηχανισμό του ΠΑΣΟΚ, ούτε η διαφύλαξη μιας εκλογικής πελατείας εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ. Αυτή τη στιγμή το ζήτημα είναι εάν θα διασφαλίσουμε την ανεξαρτησία της χώρας, εάν θα διασώσουμε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, εάν θα επιτρέψουμε σε κάθε νοικοκυριό, σε κάθε επιχείρηση, σε κάθε εργαζόμενο, σε κάθε άνεργο, σε κάθε συνταξιούχο, να ξαναβρεί ένα χαμόγελο αισιοδοξίας και μια ακτίνα προοπτικής ή εάν θα μπούμε βαθιά στην ύφεση. Εάν θα κινδυνέψουμε με τεχνική αδυναμία πληρωμών, εάν δηλαδή η χώρα θα οδηγηθεί στην πιο δύσκολη δημοσιονομική θέση στην οποία έχει βρεθεί τα τελευταία πολλά χρόνια μια ευρωπαϊκή χώρα, μια χώρα με αδιατάραχτη δυτική διαδρομή απ’ τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έως σήμερα, μια χώρα που είναι μέλος του σκληρού πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και της Ζώνης του Ευρώ, με απόφαση και πρωτοβουλία των προηγούμενων κυβερνήσεών μας.
Μια χώρα που έχει δείξει ότι ξέρει να διαπραγματεύεται, ξέρει να σχεδιάζει, ξέρει να κερδίζει μάχες, όταν στο τιμόνι της χώρας υπάρχει μια κυβέρνηση ικανή να συλλάβει τα μηνύματα των καιρών και να διαμορφώσει μία εθνική στρατηγική.
Αλλά το επαναλαμβάνω: αυτή η στρατηγική είναι μία εθνική στρατηγική. Η κυβέρνηση είναι μία ελληνική κυβέρνηση και αυτή τη στιγμή η μέριμνά μας δεν είναι να διαφυλάξουμε τις ισορροπίες του συσχετισμού των κομματικών δυνάμεων. Αυτή τη στιγμή η μέριμνά μας είναι να προστατέψουμε τη χώρα, την οικονομία, το εισόδημα, την απασχόληση.
Θα μου πείτε, «για να το πετύχουμε αυτό, για να πετύχουμε την εφαρμογή του προγράμματος του δημόσιου δανεισμού, πόσο μεγάλο και πόσο σκληρό και πόσο άδικο μπορεί να είναι το τίμημα;» Και «ποιος πρέπει να πληρώσει το τίμημα αυτό»; Είναι απολύτως αναγκαίο να αποδεχθούμε την υπαγωγή μας σε μια τέτοια δημοσιονομική πειθαρχία; Είναι αναγκαίο να πετύχουμε τόσο φιλόδοξους στόχους όσο είναι η επάνοδος στο όριο του 3% του δημοσιονομικού ελλείμματος μέσα σε τρία χρόνια; Είναι απολύτως αναγκαίο να αποδεχθούμε για το 2010, τον πρώτο χρόνο της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, μία μείωση του ελλείμματος κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες; Να αντλήσουμε δηλαδή απ’ την αγορά, την πραγματική οικονομία, 10 δις από εισοδήματα, από επενδύσεις, από δαπάνη η οποία θα μπορούσε να κινήσει την αγορά προκειμένου να ικανοποιήσουμε αυτό που αόριστα λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση ή ακόμη πιο αόριστα λέγεται αγορές;
Δεν υπήρχε άλλη λύση; Μήπως έχουν δίκιο όσοι λένε ότι θα μπορούσαμε να αγνοήσουμε αυτή την πίεση; Μήπως έχει δίκιο η αξιωματική αντιπολίτευση που με πολύ δειλό και διακριτικό τρόπο είναι αλήθεια, λέει ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να περικοπούν περισσότερο τα επιδόματα και τα δώρα των δημοσίων υπαλλήλων και των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, γιατί τα ποσά αυτά μπορούσαμε κάλλιστα να τα βρούμε από μία λίγο μεγαλύτερη αύξηση του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας στις χαμηλότερες κλίμακες, ή από μία λίγο μεγαλύτερη αύξηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης για τα είδη πολυτελείας;
Όλα αυτά ίσως να φαίνονται λογικά και εφικτά, όταν δεν ξέρουμε ποιο είναι το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούμαστε. Όταν δεν ξέρουμε πόσο πιεστικά ήταν και είναι τα πράγματα και τι είναι αυτό που στην πραγματικότητα διακυβεύεται για ολόκληρη τη χώρα, για ολόκληρη την εθνική οικονομία και για το εισόδημα όλων των νοικοκυριών. Είναι αναγκαίο να σας εξηγήσω αυτά τα πράγματα με το δικό μου τρόπο.
Φίλες και φίλοι, πριν από σχεδόν τρία χρόνια ο λεγόμενος δυτικός κόσμος συνειδητοποίησε το μέγεθος της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Η κρίση τότε εμφανίστηκε ως μια πολύ μεγάλη κρίση του χρηματοοικονομικού συστήματος. Ως μια μεγάλη κρίση του αμερικανικού και στη συνέχεια του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος.
Πρακτικές κερδοσκοπικές, πρακτικές τοκογλυφικές, πρακτικές αδιαφανείς, δημιούργησαν μια τεράστια παγκόσμια χρηματοοικονομική φούσκα. Η φούσκα αυτή έθετε σε κίνδυνο πραγματικά εισοδήματα, πραγματικές περιουσίες, πραγματικές ελπίδες, πραγματικά επίπεδα ζωής. Και αυτό, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συνέβη σε όλο τον κόσμο. Όσο πιο μεγάλες ήταν οι χώρες και οι οικονομίες, τόσο πιο διευρυμένα και επιθετικά ήταν τα τραπεζικά συστήματα, τόσο μεγαλύτερος ήταν και ο κίνδυνος.
Σε αυτή τη φάση της κρίσης η Ελλάδα βρισκόταν στο περιθώριο, σε ένα ασφαλές και πλεονεκτικό περιθώριο, σε μία απόσταση ασφαλείας. Το δικό μας τραπεζικό σύστημα είναι αναλογικά πολύ μικρότερο και ήταν αναλογικά πολύ λίγο εκτεθειμένο σε αυτού του είδους τα επικίνδυνα, τοξικά, παράγωγα προϊόντα.
Οι τραπεζικές πρακτικές είναι πιο απλές, πιο παραδοσιακές, πιο ασφαλείς. Στην Ελλάδα. Τα στεγαστικά δάνεια είναι μια παραδοσιακή υπόθεση, με πολύ μεγάλες ασφάλειες, δεν υπήρχαν πρακτικές που είχαν αναπτυχθεί σε άλλες χώρες.
Υπήρχε βεβαίως η έκθεση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος στη μεγάλη πρόκληση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και της Κεντρικής Ευρώπης και της τέως Σοβιετικής Ένωσης. Υπήρχε μία επέκταση σε δραστηριότητες εκτός Ελλάδας και υπήρχε μία κάποια έκθεση σε κινδύνους λόγω των δραστηριοτήτων αυτών.
Όλη όμως αυτή η εικόνα ήταν μια εικόνα «πταισματικού» χαρακτήρα, σε σχέση με το μεγάλο κακούργημα των διεθνών χρηματοοικονομικών αγορών, σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Μεγάλη Βρετανία, η Γερμανία, ακόμη και οι χώρες της παλιάς BENELUX, δηλαδή το Βέλγιο, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο.
Είδαμε τράπεζες να κλονίζονται, είδαμε τράπεζες εγγυημένες από το κράτος, ειδικευμένες στη χορήγηση στεγαστικών δανείων να κλονίζονται, είδαμε τραπεζικούς κολοσσούς ακόμη και στην Ελβετία να τίθενται εν αμφιβόλω, να πρέπει να ενισχυθεί η κεφαλαιακή τους βάση, να πρέπει να μειώνονται δραστικά τα κέρδη τους, να πρέπει να μειώνεται η αξιοπιστία τους.
Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας την εποχή εκείνη αντέδρασε με τον γνωστό της τρόπο: με ένα ρυθμό πιο αργό, με αντανακλαστικά βαριά πήρε αποφάσεις, οι οποίες είχαν ως βασικό αντικείμενο την προστασία των καταθέσεων και στηρίξαμε τις αποφάσεις εκείνες, γιατί φυσικά έπρεπε να εγγυηθούμε την πίστη, έπρεπε να διασφαλίσουμε την ομαλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος.
Είχε χτυπήσει όμως όχι απλά καμπανάκι, αλλά μια μεγάλη καμπάνα κινδύνου και για την ελληνική οικονομία. Βρισκόμασταν τότε, σας θυμίζω, το φθινόπωρο του 2007 λίγο πριν το 2008 και έπρεπε τότε να αρχίσουν να λαμβάνονται κρίσιμα ριζικά μέτρα, για την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας και για την προστασία της δημοσιονομικής σταθερότητας της χώρας.
Με το πρόσχημα πως υπάρχει μία νωπή μεν, αλλά οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με το πρόσχημα πως η Κυβέρνηση δεν έχει την πολιτική δυνατότητα να λάβει σημαντικά, ρηξικέλευθα μέτρα, τότε ο κ. Καραμανλής απεφάσισε απλώς έναν εξωραϊστικό ανασχηματισμό, που δε σήμαινε ουσιαστική αλλαγή πολιτικής ή για να είμαι ακριβέστερος σήμαινε μια ακόμη μεγαλύτερη χαλάρωση της ήδη χαλαρής και αναποτελεσματικής δημοσιονομικής πολιτικής.
Στο μεταξύ, είχε υπονομευθεί μακροπροσθέσμως η δημοσιονομική αξιοπιστία της χώρας, μέσω της περιβόητης απογραφής του 2004-2005, που είχε ως μοναδικό στόχο να αμφισβητήσει τα μεγάλα επιτεύγματα των Κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, να αμφισβητήσει την ένταξη στην ΟΝΕ, να αμφισβητήσει τα δημοσιονομικά αποτελέσματα του 2004.
Δηλαδή να αμφισβητήσει το μεγάλο επίτευγμα της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων, να αμφισβητήσει την καλύτερη, την πιο σημαντική στιγμή της χώρας, σε πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, γιατί σε αυτή τη φάση παραδόθηκε η χώρα στην Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το 2004.
Πέρα όμως από όλα αυτά, το 2007-2008 η τότε Κυβέρνηση της χώρας ανεξαρτήτως πολιτικής ταυτότητας και σύνθεσης, όφειλε και τώρα πια αυτό είναι αυτονόητο, να κηρύξει μια εθνική πανστρατιά, να εμφανίσει ένα σχέδιο «εθνικής άμυνας» της οικονομίας της χώρας.
Σε σχέση με μία διεθνή κρίση που δε βρισκόταν στο τέλος της, αλλά βρισκόταν για την Ελλάδα στην αρχή της. Γιατί η Ελλάδα λόγω της διάρθρωσης της οικονομίας της, λόγω του περιφερειακού ρόλου της και λόγω, αν θέλετε, της ευελιξίας που της προσφέρει ο μεγάλος όγκος της παραοικονομίας, μπήκε με καθυστέρηση στη δίνη της διεθνούς οικονομικής κρίσης.
Αντί λοιπόν να γίνουν όλα όσα έπρεπε να γίνουν, αφεθήκαμε να παρακολουθούμε τις εξελίξεις και τελικά αυτό λειτούργησε ως μια δημοσιονομική χιονοστιβάδα που έφτασε στο επίπεδο του 12,7% του ΑΕΠ, δηλαδή σε ένα δημοσιονομικό έλλειμμα το οποίο είναι από μόνο του προκλητικό, γιατί από μόνο του υπονομεύει τις δυνατότητες της χώρας να διαπραγματεύεται με τις διεθνείς αγορές και να εξυπηρετεί τις δανειακές ανάγκες.
Θα μου πείτε είμαστε η μόνη χώρα της Ευρώπης που έχει τόσο υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα; Δεν υπάρχουν άλλες μεγάλες χώρες, όπως είναι οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως είναι το Ηνωμένο Βασίλειο, που εμφανίζουν τόσο μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα; Δεν υπάρχουν πάρα πολλές άλλες χώρες που έχουν μικρότερα μεν ελλείμματα, αλλά πάντως πολύ μεγαλύτερα από το όριο που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας; Μήπως δεν έχει ανέβει και το επίπεδο του δημοσίου χρέους; Τηρούνται οι προϋποθέσεις του περιβόητου Μάαστριχτ; Σας θυμίζω ότι οι δείκτες οι κρίσιμοι είναι 3% του ΑΕΠ δημοσιονομικό έλλειμμα ως ανώτατο όριο και 60% του ΑΕΠ δημόσιο χρέος ως ανώτατο όριο. Τώρα πια το 3% είναι μακρινός στόχος ως προς το έλλειμμα και το 60% για την Ευρωζώνη τείνει να φτάσει και να ξεπεράσει το 90%.
Η Ελλάδα όμως δεν έχει μόνον το δημοσιονομικό πρόβλημα με τη μορφή του ελλείμματος, έχει και ένα δημόσιο χρέος το οποίο είναι και πάλι πολύ περισσότερο από τον νέο μέσο όρο, τον ήδη ανεβασμένο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο κι έχει ένα διαρθρωτικό πρόβλημα που αποτυπώνεται στο πάρα πολύ μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Είναι μία χώρα η οποία είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό αιχμάλωτη των εισαγωγών της, είναι μία χώρα η οποία δεν έχει την ικανότητα να ασκήσει δημοσιονομική διοίκηση. Στην πραγματικότητα δεν έχουμε φορολογικό σύστημα, αποδεικνύεται ότι έχουμε ένα άδικο, «χύμα» φαινόμενο, μια «χύμα» κατάσταση, που θέλουμε να λέμε ότι είναι δήθεν φορολογικό σύστημα.
Άρα: δημοσιονομικό έλλειμμα, μεγάλο δημόσιο χρέος, έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, κακά οργανωμένο κράτος και ανύπαρκτο δημοσιονομικό σύστημα, χύμα φορολογική κατάσταση, μειωμένη ανταγωνιστικότητα με αποτέλεσμα να χάνουμε συνεχώς θέσεις στις διεθνείς κατατάξεις και πλήγμα στη διεθνή επωνυμία της χώρας, γιατί όλα αυτά συζητούνται διεθνώς.
Ερχόμαστε λοιπόν και αναλαμβάνουμε αυτή την κατάσταση. Και ταυτόχρονα δίπλα στο «ελληνικό ζήτημα» βλέπουμε να εξελίσσεται ένα τεράστιο «ευρωπαϊκό ζήτημα», που δυστυχώς η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν το αντιλαμβάνεται. Είμαστε πάρα πολύ αυστηροί στην αυτοκριτική μας, παρουσιάζουμε με πλήρη ειλικρίνεια τα δημοσιονομικά και μακροοικονομικά στοιχεία της χώρας, παρουσιάζουμε το πολύ μεγάλο πρόβλημα της λειτουργίας του κράτους και του ευρύτερου δημόσιου τομέα ως πρόβλημα δυσλειτουργίας, διαφθοράς, εξωραϊσμού ή ακόμη και παραποίησης στοιχείων.
Είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε την κάθε δική μας ευθύνη και να την επιμερίσουμε πολιτικά όπως πρέπει, μεταξύ Κομμάτων, μεταξύ Κυβερνήσεων, μεταξύ προσώπων. Καταλαβαίνουν οι πολίτες, ξέρουν ποιος φταίει και γιατί φταίει και σε τι ποσοστό φταίει ο καθένας. Άρα αυτό είναι το κεφάλαιο του προβλήματος που λέγεται Ελλάδα.
Υπάρχει όμως και το δεύτερο πρόβλημα, που λέγεται Ευρώπη, γιατί όπως είπα προηγουμένως στη συνέντευξη τύπου, υπάρχει ένα τραγικά μετέωρο βήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν κάνει ολοκληρωμένα βήματα προς τον δικό της πολιτικό, θεσμικό, οικονομικό και αναπτυξιακό στόχο.
Πάντα έτσι γίνεται, η Ευρώπη προχωράει μέσα από παλινδρομήσεις, παίρνει μεγάλες αποφάσεις και στη συνέχεια εν μέρει τις ανακαλεί και αυτό επαναλαμβάνεται αυτό πάλι και πάλι. Αυτή λοιπόν η κίνηση, η παλινδρομική κίνηση, το συνεχές πήγαινε-έλα, είναι ένα βασικό ιστορικό χαρακτηριστικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τη Συνθήκη της Ρώμης μέχρι σήμερα.
Τώρα όμως έχει γίνει ένα πολύ μεγάλο βήμα και το βήμα αυτό είναι η συγκρότηση της Ζώνης του ευρώ, το κοινό νόμισμα. Το κοινό νόμισμα, που στερεί από τα κράτη την άσκηση νομισματικής πολιτικής, δηλαδή το βασικό εργαλείο άσκησης εθνικής οικονομικής πολιτικής.
Ταυτόχρονα, επειδή το ρυθμιστικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το επιτρέπει, αναπτύσσεται ένας οξύτατος ενδοευρωπαϊκός ανταγωνισμός, αυτό που λέγεται dubbing, δηλαδή στην πραγματικότητα ένα είδος αθέμιτου ανταγωνισμού σε διάφορους τομείς: Φορολογικό dubbing, εργασιακό, ασφαλιστικό.
Χώρες οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν τέτοιου είδους υπηρεσίες και τέτοιου είδους πλεονεκτήματα, αξιοποιούν τη δυνατότητά τους αυτή σε βάρος άλλων εταίρων. Αυτό σημαίνει ότι αναπαράγονται ενδοευρωπαϊκές ανισότητες. Δεν υπάρχουν ομοσπονδιακοί μηχανισμοί, όπως υπάρχουν για παράδειγμα στη Γερμανία, ή όπως υπάρχουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, που να λειτουργούν έτσι ώστε να μειώνονται οι ανισότητες, να αίρονται αδικίες, να επιλύονται προβλήματα.
Δεν υπάρχουν μηχανισμοί που να μπορούν να διασφαλίσουν με το ρυθμό που πρέπει και στο βαθμό που πρέπει, τη λεγόμενη πραγματική σύγκλιση. Άρα η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη αυτή τη στιγμή με ένα πρόβλημα που δεν αφορά μόνο ή κυρίως την Ελλάδα, αλλά αφορά τον εαυτό της.
Γιατί το ευρώ είναι μια υπόθεση όχι μόνο των μελών της Ζώνης του ευρώ, είναι μια υπόθεση όλων των Ευρωπαίων. Εάν το ευρώ θέλει να είναι ένα διεθνές αποθεματικό νόμισμα, ένα ανταγωνιστικό νόμισμα σε σχέση με το δολάριο και αν θέλει να ασκεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μια ολοκληρωμένη νομισματική πολιτική, πρέπει να είναι σε θέση να λύσει και το πρόβλημα των κερδοσκοπικών πιέσεων εις βάρος μιας χώρας της Ευρωζώνης, που στην πραγματικότητα είναι το προοίμιο μιας γενικευμένης επίθεσης εναντίον του ευρώ.
Μπορεί κάποιοι να σκέφτονται ότι βολεύει τις μεγάλες εξαγωγικές δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως είναι για παράδειγμα η Γερμανία, ένα πιο χαλαρό και άρα πιο ανταγωνιστικό ευρώ, ένα ευρώ λιγότερο σκληρό σε σχέση με το δολάριο και σε σχέση με τη στερλίνα. Αλλά είναι άλλο να καθοδηγείς τη νομισματική σου πολιτική και να στηρίζεις την ανάπτυξή σου και τις εξαγωγές σου και την πραγματική σου οικονομία ασκώντας μια συνειδητή νομισματική πολιτική και άλλο αυτό να είναι το δευτερογενές και εν πολλοίς ανεξέλεγκτο αποτέλεσμα, της κερδοσκοπικής λειτουργίας των αγορών.
Άρα υπάρχει κι ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα και υπάρχει φυσικά κι ένα διεθνές ένα παγκόσμιο πρόβλημα, γιατί η περιβόητη «παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση», στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει ένας οικονομικός Ο.Η.Ε., οι συναντήσεις των μεγάλων βιομηχανικών χωρών του κόσμου δεν έχουν αποδώσει πρακτικό αποτέλεσμα, είτε με τη μορφή της παλιάς συνάντησης των 8 μεγάλων (οι G-8), είτε με τη μορφή της συνάντησης των G-20, γιατί δεν τέθηκαν φραγμοί ούτε στα hedge funds, ούτε στις κερδοσκοπικές δραστηριότητες, μέσω παραγώγων, σε βάρος των κρατικών ομολόγων, όλων των κρατών.
Άρα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τριπλό πρόβλημα. Ένα πρόβλημα παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, ένα πρόβλημα ευρωπαϊκής αυτοσυνειδησίας και ολοκλήρωσης κι ένα πρόβλημα ελληνικής οικονομίας ελληνικής ανταγωνιστικότητας, ελληνικού δημοσιονομικού συστήματος, ελληνικής αξιοπιστίας. Αυτό είναι ένα εκρηκτικό μίγμα και αυτό το μίγμα καλούμαστε να διαχειριστούμε. Αυτό για να το διαχειριστούμε, πρέπει να έχουμε το περιθώριο πρώτα - πρώτα να μην το διογκώσουμε ως πρόβλημα, να μην μετατρέψουμε την ήδη οξεία φάση του προβλήματος, σε οξύτατη και ανεξέλεγκτη φάση.
Άρα πρέπει να αποκατασταθεί η αξιοπιστία της χώρας στις αγορές που λειτουργούν με τους δικούς τους όρους και πρέπει στη συνέχεια να φροντίσουμε να γίνουν εκείνες οι θεσμικές τομές, που θα αλλάξουν τους όρους λειτουργίας των αγορών. Αλλά για να έχεις το περιθώριο να παρέμβεις θεσμικά στη λειτουργία των αγορών, για να έχεις το περιθώριο να συγκροτήσεις διεθνές και ευρωπαϊκό μέτωπο κατά της αδιαφάνειας και της κερδοσκοπίας, για να έχεις τη δυνατότητα να συμπράξεις στη θέσπιση νέων κανόνων ευρωπαϊκής και παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, πρέπει να αποφορτίσεις την πίεση. Πρέπει να μπορείς να αναχρηματοδοτήσεις το δημόσιο χρέος, πρέπει να μπορείς να καλύψεις τις ταμειακές σου ανάγκες, πρέπει να μπορείς να καταβάλλεις τους μισθούς, να καταβάλλεις τις συντάξεις, πρέπει να μπορείς να διασφαλίσεις τη λειτουργία του κράτους και πρέπει να ξαναγίνεις συνομιλητής. Πρέπει από απολογούμενος και κατηγορούμενος, να ξανακαθίσεις στο τραπέζι με ίσους όρους. Αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο.
Θα μου πείτε «Αυτό δεν ήταν γνωστό προεκλογικά; Δεν ήταν γνωστό τις πρώτες εβδομάδες μετά τις εκλογές;». Ήταν σε μεγάλο βαθμό γνωστό προεκλογικά και μέσα από τις δημόσιες ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.
Κανείς όμως δεν είχε δώσει την πλήρη εικόνα, το πλήρες μέγεθος του προβλήματος. Γιατί και οι λεπτομέρειες και αν θέλετε το κλίμα έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία από την άποψη αυτή. Και εν πάση περιπτώσει κάθε Κυβέρνηση δημοκρατική, κοινωνικά ευαίσθητη θέλει να αποφύγει επώδυνα μέτρα, ψάχνει να βρει λύσεις λιγότερο σκληρές, περισσότερο ισορροπημένες που μπορούν να απλωθούν στο χρόνο, ώστε να απορροφηθούν καλύτερα, ανετότερα από την κοινωνία και την οικονομία.
Βλέποντας τα πράγματα εκ των υστέρων μπορώ κι εγώ να πω άνετα ότι θα έπρεπε να είχαμε κινηθεί πιο γρήγορα, πιο αποφασιστικά. Αλλά όπως είπα και σε μια άλλη ευκαιρία πριν από λίγες μέρες, αυτό ισχύει για τους 5 μήνες της δικής μας Κυβέρνησης και δεν ισχύει για τους 15 μήνες της καθαρής φάσης της κρίσης που διαχειρίστηκε η προηγούμενη Κυβέρνηση;
Δεν έπρεπε τα μέτρα αυτά να έχουν ληφθεί από το φθινόπωρο του 2007; Από το χειμώνα του 2008; Έστω μετά τις Ευρωεκλογές; Δεν έπρεπε, εάν υπήρχε πολιτικό πρόβλημα αδυναμίας λειτουργίας της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας με μια ψήφο διαφορά, όπως συνέβαινε με τη Νέα Δημοκρατία των 151 Βουλευτών, αυτό να τεθεί ενώπιον του ελληνικού λαού το αργότερο μαζί με τις Ευρωεκλογές ή μετά τη μεγάλη αποδοκιμασία της τότε Κυβέρνησης στις Ευρωεκλογές; Δεν θα είχαμε κερδίσει έτσι 6 περίπου μήνες κρίσιμους, ζωτικούς για το μέλλον της χώρας και για τους χειρισμούς που πρέπει να αναπτυχθούν;
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε αυτό το πρόβλημα. Πρέπει να χειριστούμε τη δημοσιονομική κρίση, πρέπει να αποκαταστήσουμε τη διεθνή αξιοπιστία, πρέπει να ανασυγκροτήσουμε το κεφάλαιο της διπλωματικής ισχύος της χώρας, πρέπει να ξανακαθίσουμε στο τραπέζι, πρέπει να γίνουμε πιστευτοί ως Ευρωπαίοι εταίροι που αγωνίζονται όχι μόνο για το ελληνικό ζήτημα αλλά και για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, πρέπει να μπορούμε μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μετάσχουμε στη συγκρότηση ενός συστήματος, έστω ατελούς έστω χαλαρού, παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης.
Θα μου πείτε «Όλο αυτό το φιλόδοξο πρόγραμμα πρέπει να ξεσπάσει στη μείωση των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων και των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα; Όλο αυτό το φιλόδοξο πρόγραμμα που αφορά την Ελλάδα, την Ευρώπη, τον κόσμο, τη δημοσιονομική πολιτική, το ευρώ, τη σχέση της Ελλάδας με τον γαλλογερμανικό άξονα, όλο αυτό πρέπει να σημαίνει ότι θα περικοπούν τα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και διακοπών κατά 30%; Ότι θα μειωθούν οι αποδοχές των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ και γενικά στα Νομικά Πρόσωπα του ευρύτερου Δημόσιου τομέα; Όλο αυτό σημαίνει ότι πρέπει να παγώσουν οι συντάξεις; Όλο αυτό σημαίνει ότι πρέπει να περικοπούν τα κονδύλια του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και τα κονδύλια που υποσχεθήκαμε και δώσαμε με εγγραφή στον προϋπολογισμό για την παιδεία;».
Όλο αυτό μάλιστα σημαίνει ότι πρέπει να παρουσιάσουμε ένα αξιόπιστο πρόγραμμα, όπως το αντιλαμβάνονται αυτοί που τη στιγμή που μιλάμε, καθορίζουν το παγκόσμιο κλίμα και την ατμόσφαιρα των αγορών και άρα το κόστος του δανεισμού μας.
Δεν συμφωνώ με τον τρόπο που σκέφτονται. Γιατί δεν σκέφτονται με έναν ολοκληρωμένο τρόπο, σκέφτονται μονοδιάστατα, μονεταριστικά και η συνταγή αυτή τις περισσότερες φορές έχει αποτύχει διεθνώς. Αλλά αυτή είναι η κυρίαρχη αντίληψη, αυτή είναι η αντίληψη με την οποία αυτή τη στιγμή και για ένα κάποιο χρονικό διάστημα, πρέπει να συμβιώσουμε.
Δεν αρκεί να παρουσιάζεις ένα πρόγραμμα που αξιόπιστα προσεγγίζεις το στόχο της άντλησης 10 δις, ώστε να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα κατά 4%. Η αρχική προσέγγισή τους ήταν πως πρέπει ο στόχος αυτός να επιτευχθεί κατά τα 2/3 με μείωση δαπανών και κατά το 1/3 μόλις με αύξηση των φορολογικών εσόδων.
Συμφωνήσαμε και όχι εύκολα, αυτό να επιμεριστεί στη μέση: 50% από αύξηση των εσόδων και 50% από μείωση δαπανών. Επιπλέον όμως υπάρχει ένα στερεότυπο που δεν μπορούμε αυτή τη στιγμή να το υπερβούμε και το στερεότυπο είναι πως πρέπει να μειωθεί το κονδύλιο του κρατικού προϋπολογισμού που αφορά τη δαπάνη για αποδοχές.
Θεωρούν όλοι ότι αυτό έχει αυξηθεί κατά τρόπο υπέρμετρο τα τελευταία 10 χρόνια και αυτό όλο συνδέεται κατά την γνώμη τους, με το πολύ οξύ πρόβλημα μείωσης της ανταγωνιστικότητας της χώρας. Γιατί κατά τη δική τους αντίληψη η ανταγωνιστικότητα ερμηνεύεται απλά ως κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος και άρα στη σκέψη τους μόνο η μείωση του κόστους εργασίας μπορεί να συνιστά αύξηση της παραγωγικότητας και άρα αύξηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας.
Δεν είναι ούτε αυτό ακριβές. Διότι ενδιαφέρει πάρα πολύ και η παραγωγικότητα, η αποδοτικότερα ακριβέστερα, του κεφαλαίου. Ενδιαφέρουν πάρα πολύ οι θεσμικές καινοτομίες, ενδιαφέρει πάρα πολύ να δει κανείς τι άλλους ενδογενείς πόρους έχεις που μπορείς να κινητοποιήσεις σε μια τέτοια στιγμή κρίσης και οι πόροι συνήθως είναι η γη και οι άνθρωποι. Οι χρήσεις γης και το μυαλό και οι δεξιότητες των ανθρώπων, γιατί αυτά διαθέτει πρωτογενώς κάθε χώρα και ιδίως μία χώρα σαν την Ελλάδα.
Έχει πολύ μεγάλη σημασία η έρευνα, η ανάπτυξη, η καινοτομία, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να στραφείς προς δραστηριότητες οι οποίες έχουν υψηλή παραγωγικότητα, επειδή επενδύεις σε διανοητικό κεφάλαιο. Έχει πολύ μεγάλη σημασία ένα άυλο αγαθό που είναι αυτό το ιδιαίτερο χάρισμα των Ελλήνων, που μπορούν να σταθούν στον διεθνή ανταγωνισμό όταν βρίσκονται αναγκασμένοι να σταθούν στον διεθνή ανταγωνισμό. Αλλά δεν είναι η ώρα για να τα πούμε με αξιόπιστο τρόπο αυτά.
Άρα πρέπει να καλύψουμε τα νώτα μας, πρέπει να μπορέσουμε να εκτελέσουμε το πρόγραμμα του δημόσιου δανεισμού, πρέπει να μειώσουμε το κόστος του δανεισμού αυτού το οποίο είναι τοκογλυφικό και εξουδετερώνει στην πραγματικότητα τις θυσίες του ελληνικού λαού, την περικοπή δηλαδή των εισοδημάτων του.
Κι έτσι καταλήξαμε, φυσικά με ένα αίσθημα εξαιρετικά δυσάρεστο, έχοντας πλήρη συνείδηση της δυσκολίας και πλήρη συνείδηση της αδικίας, σε αυτή τη δέσμη αποφάσεων την οποία ξέρετε. Υπήρξε το προσχέδιο του προϋπολογισμού, το σχέδιο του προϋπολογισμού, υπήρξαν οι ανακοινώσεις στο Ζάππειο, υπήρξε το αρχικό Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, υπήρξε το διάγγελμα του Πρωθυπουργού με πρόσθετα μέτρα και τελικά η δέσμη μέτρων της προηγούμενης εβδομάδας.
Ονομαστικά τα μέτρα που αυτή τη στιγμή περιλαμβάνονται σε όλες τις εξαγγελίες και τις αποφάσεις, φτάνουν τα 16 δισεκατομμύρια, το 6,5% του ΑΕΠ. Ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι αυτό είναι ένας ανέφικτος στόχος, δεν τον θέλει κανείς, δεν τον ζητάνε ούτε οι πιο σκληροί συνομιλητές μας. Έχουμε όμως έτσι το περιθώριο να πετύχουμε τον πραγματικό στόχο, που είναι να μειώσουμε το έλλειμμα κατά 10 δισεκατομμύρια, δηλαδή κατά 4 μονάδες του ΑΕΠ.
Και αυτό δυστυχώς πρέπει να συνεχιστεί και το 2011. Γιατί πρέπει και το 2011 να προστεθεί μείωση κατά 8 περίπου δισεκατομμύρια, κατά 3% του ΑΕΠ, προκειμένου να φτάσουμε σε ένα επίπεδο γύρω στο 5,5% δημοσιονομικού ελλείμματος, γιατί μόνο από το σημείο αυτό και μετά αρχίζουν να παράγονται τα λεγόμενα πρωτογενή πλεονάσματα.
Δηλαδή ο προϋπολογισμός, αν αφαιρέσει κανείς τις δαπάνες εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, γίνεται πλεονασματικός. Αυτό θα μας επιτρέψει να παρουσιάσουμε και να εφαρμόσουμε ένα αξιόπιστο, ολοκληρωμένο σχέδιο σταδιακής μείωσης του δημοσίου χρέους, γιατί ενδεχομένως θα έχουμε πετύχει και ελπίζω να έχουμε πετύχει καλύτερο ρυθμό ανάπτυξης.
Για φέτος ο ρυθμός θα είναι αρνητικός και στόχος μας είναι να είναι λίγο αρνητικός, αλλά πάντως δύσκολα θα είναι εκεί που είχαμε προβλέψει, δηλαδή στο -0,3, γιατί το 2009 έκλεισε περισσότερο αρνητικά από ότι περιμέναμε στο -2% και οι παραδοχές αυτές μπορούν να ανατρέψουν όλη την πρόγνωση, όλο το σχέδιο.
Πρέπει επίσης το 2011 να αρχίσουμε τη συζήτηση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο για την αναπροσαρμογή του ίδιου του όγκου του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, γιατί πρέπει να λάβουμε επιτέλους υπόψιν το τεράστιο μέγεθος της ελληνικής παραοικονομίας. Για να μπορέσουμε να συμφωνήσουμε με την κοινωνία πως θα γίνει η σταδιακή και οργανωμένη μετάβαση από την παραοικονομία στην πραγματική οικονομία, χωρίς να μειώνονται ή να ακυρώνονται εισοδήματα, με διασφαλισμένες προοπτικές, ώστε να ξέρουν όλοι ότι έχουν μία θέση μέσα στο νέο σχέδιο.
Πως αυτή η σύγχρονη διαφανής, λειτουργική Ελλάδα, η ανταγωνιστική, η ευρωπαϊκή, που είναι αποδεκτή από τους εταίρους, που είναι αξιόπιστη έναντι των αγορών, είναι μία Ελλάδα όλων των Ελλήνων κι όχι κάποιων κι είναι μια Ελλάδα που κλείνει και δεν ανοίγει την ψαλίδα, είναι μια Ελλάδα που λειαίνει και δεν οξύνει της ανισότητες.
Κι αυτό είναι ένα εγχείρημα πάρα πολύ δύσκολο, γιατί φυσικά αλίμονο αν η πολιτική μας σταματούσε στα μέτρα που έχουμε ανακοινώσει ως μέτρα του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Υπάρχει όλο το πακέτο των αναπτυξιακών μέτρων, υπάρχει όλο το πακέτο των μέτρων κοινωνικής αντιρρόπησης, στήριξης δηλαδή των στρωμάτων που βρίσκονται χαμηλά, που απειλούνται από τη φτώχια με πραγματικούς όρους και όχι με ψευδείς φορολογικούς όρους, εικονικούς.
Και φυσικά όλο αυτό προϋποθέτει ένα κράτος που λειτουργεί, μια Τοπική Αυτοδιοίκηση πρόθυμη να βοηθήσει, μια Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση έτοιμη να πάρει τα ηνία της περιφέρειας και να διαμορφώσει ένα περιφερειακό μοντέλο ανάπτυξης.
Και βέβαια προϋποθέτει -και μία Κυβέρνηση και πιστεύω ότι έχουμε την ικανότητα αυτή- που καταλαβαίνει τι γίνεται στην αγορά, που καταλαβαίνει τι γίνεται στην κοινωνία, που είναι έτοιμη να παρέμβει διορθωτικά, που είναι έτοιμη να προσφέρει στους πολίτες αντίδωρο γι΄ αυτή τη μεγάλη θυσία στην οποία υποβάλλονται.
Και το αντίδωρο πρέπει να είναι η καλύτερη λειτουργία του κράτους, ο σεβασμός προς τον πολίτη, η ταχύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεων του με τη Διοίκηση σε όλους τους βαθμούς και σε όλα τα πεδία, γιατί μόνον έτσι μπορούμε να ενθαρρύνουμε την ανάπτυξη, μόνον έτσι μπορούμε να στηρίξουμε την επιχειρηματικότητα, μόνον έτσι μπορούμε να διατηρήσουμε θέσεις εργασίας.
Γιατί κάθε βαθμός ύφεσης, κάθε μία μονάδα του ΑΕΠ μείωσης αντί αύξησης, σημαίνει θύματα κοινωνικά, σημαίνει απολύσεις, σημαίνει ότι κάποιοι άνθρωποι χάνουν τη δουλειά τους και το εισόδημά τους και βέβαια περιέρχονται έτσι στην προστασία του κράτους. Αλλά αυτό σημαίνει δημοσιονομικό κόστος για να μπορέσεις να δώσεις προνοιακά επιδόματα, επιδόματα ανεργίας, για να στηρίξεις τον άνθρωπο που είναι έξω από την παραγωγή για ένα διάστημα.
Και αυτό είναι εφιαλτικό για τους νέους που δεν μπορούν να μπουν στην αγορά εργασίας, για τους μεσήλικες οι οποίοι απειλούνται με μία απόλυση που μπορεί να είναι θανατηφόρα για τον επαγγελματικό τους βίο. Αυτά είναι προβλήματα που τα ξέρουμε πάρα πολύ καλά κι αυτά σημαίνουν ότι πρέπει να έχεις ένα κράτος που μπορεί να λειτουργήσει αναδιανεμητικά. Ένα κράτος που μπορεί να ξανακάνει δημόσιες δαπάνες προκειμένου να στηρίξει την κοινωνική συνοχή. Αλλά για να μπορεί το κράτος να κάνει τέτοιου είδους δημόσιες, δαπάνες πρέπει να είναι ένα κράτος το οποίο να έχει πρωτογενή πλεονάσματα, πρέπει να είναι ένα κράτος που έχει ξεφύγει από τη δίνη της δημοσιονομικής κρίσης και από την τοκογλυφία των κερδοσκόπων.
Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το σχέδιο μέσα στο οποίο καλούμαστε να κινηθούμε και αυτό δεν μπορεί να το διεκπεραιώσει ούτε μόνη η Κυβέρνηση, ούτε μόνη η κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ, χρειάζεται η στήριξη του κοινωνικού ΠΑΣΟΚ, χρειάζεται η στήριξη της κοινωνίας, χρειάζεται η στήριξη της Αντιπολίτευσης.
Επίσης χρειάζεται η στήριξη όλων των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, χρειάζεται η στήριξη των συνδικαλιστικών φορέων, των συνεταιριστικών φορέων, χρειάζεται η στήριξη του συντελεστή που λέγεται κεφάλαιο, του επιχειρηματικού κόσμου που πρέπει να δείξει ότι έχει αίσθηση εθνικής ευθύνης.
Χρειάζεται και η στήριξη του τραπεζικού συστήματος που βεβαίως πρέπει να φορολογείται αυστηρά και πρέπει να μην προκαλεί με την κερδοφορία του. Αλλά από την άλλη, χωρίς τράπεζες δεν έχεις χρηματοδότηση επιχειρήσεων, δεν έχεις χρηματοδότηση στεγαστικών δανείων, δεν έχεις ρευστότητα στην αγορά, δεν έχεις μηχανισμούς προώθησης των κονδυλίων του ΕΣΠΑ, άρα δεν μπορείς να κατακτήσεις έναν αξιοπρεπή ρυθμό ανάπτυξης.
Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι όλοι να συστρατευθούμε, να συμβιώσουμε, να οργανώσουμε ξανά τις σχέσεις μας και αυτό είναι το περιεχόμενο της μεγάλης εθνικής κοινωνικής αναπτυξιακής συμφωνίας.
Η χώρα χρειάζεται λοιπόν στόχο, χρειάζεται πολιτική διεύθυνση, χρειάζεται ψυχραιμία, χρειάζεται στρατηγική θεώρηση των πραγμάτων, χρειάζεται εξηγήσεις για να ξέρει ο πολίτης σε βάθος που βαδίζουμε, για να ξέρει ο επιχειρηματίας, ο εργαζόμενος, ο άνεργος, ο συνταξιούχος που βρισκόμαστε, να νοιώσει ότι έχει καθοδήγηση και ελπίδα.
Ο επιχειρηματικός κόσμος χρειάζεται ένα σχέδιο το οποίο μόνο το κράτος, μόνο η πολιτική ηγεσία της χώρας μπορεί να δώσει και βέβαια οι κοινωνικοί φορείς πρέπει να συμπράξουν και να συμφωνήσουν και οι ίδιοι, μέσα από τον κοινωνικό διάλογο, αλλά πάντα με μία αντίληψη εθνική κι όχι με μία αντίληψη στενά συνδικαλιστική ή ακόμη χειρότερο συντεχνιακή.
Βεβαίως και κλείνω με αυτό, υπάρχουν μέτρα σκληρά, άμεσης εφαρμογής, που αφορούν εργαζόμενους. Εργαζόμενους με ασφάλεια στον δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Υπάρχει λοιπόν το στοιχείο της ασφάλειας, που εξισορροπεί σε ένα μικρό βαθμό, αλλά πάντως εξισορροπεί, τη μείωση των εισοδημάτων.
Τα πράγματα θα είναι πολύ πιο δύσκολα και πολύ πιο σκληρά, εάν δεν στηρίξουμε τη λειτουργία της αγοράς, τη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας, τις επιχειρήσεις, τις θέσεις απασχόλησης και τα εισοδήματα στον ιδιωτικό τομέα, όπου υπάρχει και επιχειρηματική ανασφάλεια και εργασιακή ανασφάλεια.
Και βέβαια υπάρχει πάντα το ερώτημα «πληρώνουν οι μεγάλοι»; Βεβαίως πρέπει να πληρώσουν και θα πληρώσουν. Αλλά κι εδώ πρέπει να είμαστε ειλικρινείς, είναι άλλο αυτός που έχει μεγάλα εισοδήματα ως άτομο, ως οικογένεια, επειδή έχει ακίνητη περιουσία, επειδή έχει μερίσματα, επειδή έχει μεγάλες καταθέσεις, επειδή διαφεύγει από φορολογικούς ελέγχους λόγω της διεθνούς κινητικότητάς του. Και είναι άλλο πράγμα η επιχείρηση αυτή καθαυτή, με τα μη διανεμόμενα κέρδη της, μια επιχείρηση που πρέπει να επενδύσει για να αναπτυχθεί, να επενδύσει για να διατηρήσει θέσεις εργασίας, να επενδύσει για να αυξήσει ενδεχομένως θέσεις εργασίας, γιατί εκεί το ζήτημα στην πραγματικότητα δεν είναι η επιχείρηση αλλά είναι ο εργαζόμενος και ο άνεργος, γιατί έτσι λειτουργεί η αγορά, έτσι λειτουργεί το σύστημα των οικονομικών σχέσεων μέσα στον κόσμο.
Άρα είμαστε υποχρεωμένοι να τα σταθμίσουμε όλα αυτά και να κινητοποιήσουμε τον κόσμο στη βάση μιας πλήρους και ειλικρινούς πληροφόρησης, γιατί μόνο ο ενημερωμένος πολίτης είναι ένας πολίτης συνειδητός, αυστηρός, αδέκαστος, απαιτητικός αλλά και υπεύθυνος. Αυτός ο πολίτης είναι ένας προοδευτικός πολίτης, ένας πολίτης με ευαισθησίες, που ξέρει ότι βεβαίως οι ευαισθησίες έχουν πάρα πολύ μεγάλη σημασία, οι ιδεολογικές αντιλήψεις, οι αναπεπταμένες σημαίες των προοδευτικών ιδεών έχουν πάντα πολύ μεγάλη σημασία για μας και δεν πρόκειται ποτέ να τις υποστείλουμε.
Αλλά ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει να μπορείς να πληρώνεις συντάξεις και μισθούς, να μπορείς να διασφαλίζεις θέσεις εργασίας, να μπορείς να δίνεις προοπτικές ανάπτυξης της νεανικής, αγροτικής και γυναικείας επιχειρηματικότητας, να μπορείς να στηρίζεις και να χρηματοδοτείς τους μεγάλους μηχανισμούς του κοινωνικού κράτους, το εθνικό σύστημα υγείας, το εθνικό σύστημα πρόνοιας, το εθνικό σύστημα κοινωνικής αλληλεγγύης.
Σε αυτή τη φάση βρισκόμαστε και σε αυτή τη φάση σας καλώ όλες και όλους να συστρατευθείτε, να κινηθούμε στο ύψος των περιστάσεων, να δείξουμε ότι το ΠΑΣΟΚ δεν είναι ένα κόμμα το οποίο κινείται μέσα στον δικό του κλειστό περίγυρο αλλά επικοινωνεί με το κοινωνικό πρόβλημα το εθνικό πρόβλημα, το πρόβλημα της ευρωπαϊκής αριστεράς το οποίο είναι πάρα πολύ μεγάλο, γιατί πρέπει να δώσουμε μια ολοκληρωμένη προοπτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση που μετεωρίζεται και παραπαίει δυστυχώς και αποδεικνύεται κι αυτή κατώτερη των περιστάσεων.
Και αυτά όλα μπορούμε να τα πετύχουμε ενωμένοι με αλληλεγγύη και συνοχή. Όχι απλώς κομματική, αλλά κατά κυριολεξία εθνική.