13 Ιουνίου 2002
«Το κόμμα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης - Η προοπτική του ανοιχτού κόμματος»
I. Ξεκινάω με κάποιες διευκρινίσεις ως προς τον φιλόδοξα διατυπωμένο τίτλο του θέματός μου, που είναι «Το πολιτικό κόμμα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης». Χρησιμοποιώ, όπως αντιλαμβάνεστε, συμβατικά και κάπως προκλητικά τον όρο «παγκοσμιοποίηση» για να υποδηλώσω τις προκλήσεις και τις δυσκολίες μιας ολόκληρης εποχής, η οποία ακόμα δεν έχει αυτοπροσδιοριστεί, αλλά τείνει να συνειδητοποιήσει ορισμένα χαρακτηριστικά της1.
Είναι, όμως, προφανές ότι το κομματικό φαινόμενο ταυτίζεται με μια κοινωνία, με μια εποχή και με έναν τύπο πολιτικής οργάνωσης. Το κόμμα θα έλεγα ότι ταυτίζεται αφ’ ενός μεν με την μακρά περίοδο της λεγόμενης βιομηχανικής κοινωνίας, αφ’ ετέρου δε με την εξίσου μακρά, γοητευτική και περιπετειώδη περίοδο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Συνηθίζουμε έτσι να κάνουμε την βασική αντίστιξη του κόμματος ως θεσμού, αφ’ ενός μεν με τις ομάδες πίεσης, (δεν λέω περισσότερα πράγματα γιατί θα ήταν αυτονόητα), αφ’ ετέρου δε -και εδώ θέλω να δώσω μια κάποια έμφαση- με τις ποικίλες αντιδημοκρατικές και ολοκληρωτικές μορφές πολιτικής οργάνωσης, από ήπιες όπως ο κορπορατισμός μέχρι ακραίες, όπως ήταν οι εμπειρίες του ευρωπαϊκού μεσοπολέμου, του φασισμού και του ναζισμού.
Είναι λοιπόν προφανές ότι το κόμμα συνδέεται αφ’ ενός μεν με ένα ολόκληρο μοντέλο πολιτικής συμμετοχής και ιδίως πολιτικής στράτευσης, αφ’ ετέρου δε με ένα ολόκληρο μοντέλο πολιτικής και πολιτειακής οργάνωσης. Αυτό είναι απολύτως εμφανές στις βασικές λειτουργίες του κόμματος που τις αναφέρω επιγραμματικά: την οργανωτική, την συνθετική – προγραμματική, την επικοινωνιακή, «παιδαγωγική» και ιδεολογική και εν τέλει τη θεσμική του λειτουργία, εκλογική και στη συνέχεια κοινοβουλευτική ή και κυβερνητική, ανάλογα με την θέση που κατέχει το κόμμα στην κυβερνητική πλειοψηφία ή στην αντιπολιτευόμενη μειοψηφία.
Αυτά αφορούν γενικά το πολιτικό κόμμα, δηλαδή ένα τελικό, πλήρη και σύνθετο τύπο κόμματος που διαμορφώθηκε στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και έχει διατηρήσει πολλά από τα στοιχεία του κόμματος «νέου τύπου». Δηλαδή είναι βαθιά επηρεασμένο από την λενινιστική αντίληψη για το κόμμα, ακόμα και αν αναφερόμαστε σε αστικά ή σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Πρόκειται για ένα κόμμα που είναι μαζικό, που είναι ταυτόχρονα πολυσυλλεκτικό, που έχει επάρκεια στελεχών, που έχει αρκετά εμφανή πειθαρχία και συνοχή, αλλά ταυτόχρονα και μια πολύ μεγάλη, θα έλεγα, ποικιλία εκφάνσεων και εκφράσεων4.
ΙΙ. Το ερώτημά μου είναι -και έρχομαι έτσι στον πυρήνα της εισήγησής μου- τί απομένει σήμερα απ’ όλα αυτά; Αν όλα αυτά περιγράφουν μια κατάσταση που θα μπορούσε να ισχύει μέχρι την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, θα έλεγα μέχρι και την προτελευταία 10ετία του 20ού αιώνα, σήμερα στην πρώτη 10ετία του 21ου αιώνα τί απομένει απ’ όλα αυτά; Και πώς αντιμετωπίζει το φαινόμενο του πολιτικού κόμματος εξελίξεις όπως η άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και η κρίση της ευρωπαϊκής αριστεράς, πώς συμβιβάζεται το φαινόμενο του πολιτικού κόμματος με μια γενικευμένη αίσθηση έκπτωσης και κρίσης της πολιτικής;
Το ερώτημα είναι καίριο γιατί το κόμμα καλείται, με άλλα λόγια, να αντιμετωπίσει μια άλλη κοινωνία. Μια κοινωνία που έχει παύσει να είναι μια τυπική, αδρή, βιομηχανική κοινωνία, και έχει καταστεί κοινωνία μεταβιομηχανική, κοινωνία με νέες διαστρωματώσεις, που διαμορφώνονται όχι με βάση τα παλιά κλασικά κριτήρια της θέσης στην παραγωγική διαδικασία, αλλά με βάση κριτήρια τα οποία είναι περισσότερο ιδεολογικά ή μάλλον ψυχολογικά, με κορυφαίο το κριτήριο του αισθήματος ασφάλειας που τέμνει τις κοινωνίες σε ένα τμήμα ασφαλές και ένα ανασφαλές όχι από πλευράς εισοδήματος, αλλά από πλευράς ψυχολογικής ή ιδεολογικής στάσης απέναντι στις προκλήσεις και τις αβεβαιότητες της νέας εποχής5.
Αυτή η κατάσταση, αυτή η νέα μορφή κοινωνίας, δηλαδή, οδηγεί και σε μια άλλη μορφή πολιτικής συμμετοχής και κατά μείζονα λόγο σε μια άλλη μορφή πολιτικής στράτευσης. Θα έλεγα ότι μέχρι την τελευταία 20ετία του 20ού αιώνα είχαμε μια αρκετά ευθύγραμμη και μόνιμη πολιτική στράτευση. Τώρα κυριαρχεί ένα φαινόμενο που έχω προτείνει να ονομαστεί «πολιτική à la carte», καθώς εκδηλώνεται με την επιλογή, κατά το δοκούν και ανάλογα με τη στιγμή, είτε πολιτικών θέσεων, είτε πολιτικών προσώπων6. Το φαινόμενο αυτό της πολιτικής à la carte είναι προφανές ότι επηρεάζει βαθύτατα το πολιτικό κόμμα.
Ένα δεύτερο κρίσιμο φαινόμενο είναι ο περιβόητος «μεσαίος χώρος»: Η αυτοτοποθέτηση, δηλαδή, στο μέσον του πολιτικού και ιδεολογικού φάσματος ενός τεραστίου αριθμού ψηφοφόρων, που είναι πρόθυμοι να καταβάλλουν την εκλογική τους προτίμηση7. Αυτό αλλάζει τελείως την στόχευση του κόμματος, δηλαδή τη σχέση του μ’ αυτό που λέγεται κοινωνία.
Θίγεται έτσι, κατά τη γνώμη μου, ο πυρήνας του κομματικού φαινομένου που είναι η κομματική αλληλεγγύη και πειθαρχία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επηρεάζεται και ο πολιτικά και κοινωνικά αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας του κόμματος. Προκύπτει κατά τον τρόπο αυτό η κρίση της αντιπροσωπευτικής ικανότητας των κομμάτων σε σχέση με την κοινωνία, αλλά και σε σχέση με το κράτος, λόγω της αμφίδρομης σχέσης, που υποτίθεται ότι διασφαλίζει το κομματικό φαινόμενο. Και δεύτερον εξίσου σημαντικό: αλλοιώνεται, θα έλεγα μεταβάλλεται ριζικά ο μαχητικός χαρακτήρας του κόμματος, ένα θεμελιώδες δηλαδή χαρακτηριστικό που είχαν τα κόμματα ήδη από τον 19ο αιώνα μέσ’ στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας8.
ΙΙΙ. Όλα αυτά συνδέονται, όπως και να το κάνουμε, με την γενικότερη κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, καθώς η κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και η κρίση της αντιπροσωπευτικής λειτουργίας των κομμάτων είναι δυο αλληλοτροφοδοτούμενα φαινόμενα.
Δυο είναι κατά την γνώμη μου οι κυριότερες εκφάνσεις αυτής της κρίσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Και οι δύο έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: πρόκειται για την απώλεια του θεσμικά κατοχυρωμένου τεκμηρίου αντιπροσωπευτικής ικανότητας των κομμάτων. Τα κόμματα έφεραν το υπέρ αυτών τεκμήριο της πολιτικής αντιπροσώπευσης της κοινωνίας. Αυτό το τεκμήριο τώρα έχει σχεδόν εκμηδενιστεί μέσα από δυο διαφορετικά και αλληλένδετα φαινόμενα.
Το πρώτο είναι η διαμόρφωση μιας δημοκρατίας άλλου τύπου που την ονομάζω «στιγμιαία δημοκρατία» των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης 9. Έχουμε μετακινηθεί προ πολλού από το πεδίο της κοινωνίας στο πεδίο της κοινής γνώμης. Δεν κάνω καν τον κόπο να αναφέρω την έννοια του λαού που θα ήταν η πρέπουσα έννοια, όταν αναφερόμαστε στην λειτουργία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αλλά δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ούτε καν την έννοια της κοινωνίας. Είμαστε αναγκασμένοι να χρησιμοποιούμε την απολύτως αόριστη και ρευστή έννοια της κοινής γνώμης. Αυτό σημαίνει ότι δίπλα στους τυπικούς μας θεσμούς όπως λειτουργούν, δίπλα στο σύστημα οργάνωσης των συνταγματικών μας θεσμών, υπάρχει η «στιγμιαία δημοκρατία» των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης που είναι μια «δημοκρατία» που έχει ανάγκη από μια άλλη «πολιτική». Η στιγμιαία δημοκρατία ασχολείται με την πολιτική των μεμονωμένων γεγονότων που συνιστούν είδηση. Η κλασική και θετική αντίληψη για την δημοκρατία είναι «καταδικασμένη» να ασχολείται με την πολύ δύσκολη πολιτική των καταστάσεων. Αλλά οι καταστάσεις μεταβάλλονται δύσκολα, εμπεδώνονται εξίσου δύσκολα και απεικονίζονται στην τηλεόραση με ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία. Άρα πώς να ανταγωνιστεί κανείς με την ενασχόλησή του με τις καταστάσεις τα γεγονότα που είναι αδυσώπητα και πώς η αντιπροσωπευτική δημοκρατία να αντιπαλέψει με την «στιγμιαία δημοκρατία» των Μέσων Ενημέρωσης;
Το δεύτερο φαινόμενο είναι η «μονοθεματική δημοκρατία» των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών που θεωρείται ότι έχουν πολύ μεγαλύτερη νομιμοποίηση, πολύ μεγαλύτερη αρμοδιότητα, πολύ μεγαλύτερη ικανότητα και πολύ μεγαλύτερη μαχητικότητα εκπροσώπησης της κοινωνίας στο συγκεκριμένο θέμα. Μπορεί αυτό να είναι από την οικολογική ευαισθησία μέχρι ένα μικρό τοπικό πρόβλημα, αλλά πάντως αυτό γίνεται με έναν τρόπο που θυμίζει τις παλιές καλές εποχές των κομμάτων10.
IV. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο είναι αναπόφευκτο να μεταβάλλονται ή μάλλον να βρίσκονται σε βαθιά κρίση όλες οι λειτουργίες του κόμματος11:
Πρώτον, είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτελείται η οργανωτική λειτουργία του κόμματος χωρίς στράτευση, χωρίς αλληλεγγύη, χωρίς συνοχή και χωρίς πειθαρχία. Πρέπει να δούμε πως μπορούμε να συμβιώσουμε με το φαινόμενο αυτό.
Δεύτερον, είναι πολύ δύσκολο να επιτελείται η συνθετική και προγραμματική λειτουργία του κόμματος, δηλαδή η κατ’ εξοχήν λειτουργία του κόμματος, χωρίς πολιτικό λόγο που να είναι καινοτομικός, ρηξικέλευθος, συναρπαστικός, γοητευτικός, σύγχρονος και με αβέβαιη και ερασιτεχνική τεχνοκρατική υποστήριξη.
Τρίτον, είναι πολύ δύσκολο να επιτελείται η επικοινωνιακή «παιδαγωγική» και ιδεολογική λειτουργία του κόμματος, χωρίς άμεση πρόσβαση στους πολίτες, δηλαδή χωρίς άμεση πρόσβαση στην κοινή γνώμη ή με απόλυτη κατ’ ανάγκη εξάρτηση, για τεχνικούς λόγους, από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και την δική τους αίσθηση οικονομίας του χρόνου. Δεν είναι ζήτημα κακών προθέσεων, είναι απλώς ζήτημα οικονομίας του ραδιοτηλεοπτικού χρόνου.
Τέταρτον, είναι τελείως, θα έλεγα, πρωτότυπο να αντιμετωπίζει κανείς την εκλογική λειτουργία χωρίς εθελοντές ή έστω χωρίς πολλούς εθελοντές, δηλαδή χωρίς πολίτες αλλά κατά βάση με επαγγελματίες συνεργάτες και συμβούλους.
Και πέμπτον, είναι εξαιρετικά δύσκολο, πολύ βαρύ, να επιτελεί κανείς τη θεσμική λειτουργία του κόμματος, την κοινοβουλευτική ή την κυβερνητική, αναγκασμένος να υποστείλει τα ιδεολογικά και κοινωνικά του χαρακτηριστικά και να δώσει έμφαση στα διοικητικά ή διαχειριστικά του χαρακτηριστικά, δηλαδή σε μια άλλη αντίληψη, η οποία συνδέεται και με τις τεράστιες κυβερνητικές ανάγκες που υπάρχουν σ’ όλο τον κόσμο και ιδίως στην Ευρώπη. Με το αφόρητο πολλές φορές αυτό καθημερινό πρόβλημα της διοίκησης του κράτους και όχι της πολιτικής του κράτους.
V. Όλα αυτά που σας περιγράφω συνθέτουν ουσιαστικά την εικόνα της κρίσης της πολιτικής, που είναι, όπως είπα, σε πολύ μεγάλο βαθμό κρίση των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Εδώ θέλω να παρεμβάλω μια παρατήρηση, θα έλεγα ένα ερώτημα ρητορικό περισσότερο, για το αν μπορεί πράγματι να υπάρξει μια δημοκρατική αντίληψη για την πολιτική χωρίς κοινωνική ευαισθησία και χωρίς μέριμνα για το πολιτικό κόστος. Θεωρώ ότι είναι βαθιά και επικίνδυνα αντιδημοκρατική η θεωρία της αδιαφορίας για το πολιτικό κόστος, όπου αδιαφορία για το πολιτικό κόστος σημαίνει ουσιαστικά αδιαφορία για τις αντιδράσεις, τις ευαισθησίες, τις προτεραιότητες και τον βαθμό δεκτικότητας της κοινωνίας. Μπορεί αυτό να προβάλλεται ως θεωρία εξ αγαθού συνειδότος, μπορεί να είναι επίσης μια βαθιά και επικίνδυνα αντιδημοκρατική επιλογή. Πιστεύω ότι και στην μια και στην άλλη περίπτωση πρόκειται για δημαγωγία. Απλώς, στη μια περίπτωση για δημαγωγία εξ αμελείας και στην άλλη περίπτωση για δημαγωγία εκ δόλου.
Ένα άλλο, επίσης πολύ σημαντικό φαινόμενο που θέλω ειδικά να εντοπίσω, είναι μια κολοβή, σχηματική και συμψηφιστική αντίληψη για τη συναίνεση. Η συναίνεση προσθέτει και δεν αφαιρεί από την αρχή της πλειοψηφίας. Άρα συναίνεση δεν είναι η κατάργηση της πολιτικής. Το ανώτερο στάδιο της πολιτικής δεν είναι η αυτοαναίρεσή της. Η συναίνεση μπορεί να είναι δικαίωση της πολιτικής, δηλαδή ουσιαστικοποίηση της δημοκρατίας, όταν ως συναίνεση αντιλαμβανόμαστε το «επιπλέον» και όχι το «αντί» της αρχής της πλειοψηφίας.
VI. Έρχομαι στο τελευταίο ερώτημα. Πώς αντιμετωπίζεται η κατάσταση αυτή; Αν το ερώτημα είναι «υπάρχει πολιτική χωρίς δημοκρατία;» η απάντηση είναι, προφανώς, όχι. Το ερώτημα οφείλουμε να το θέσουμε συνεπώς με έναν πιο συγκεκριμένο τρόπο: Μπορεί να υπάρξει μια σύγχρονη μεταβιομηχανική δημοκρατία, χωρίς κόμματα; Εάν το κόμμα είναι, αφ’ ενός μεν η διαδικασία σύνθεσης του γενικού συμφέροντος για τις ανάγκες της διεκδίκησης και της άσκησης της εξουσίας, αφ’ ετέρου δε ο βασικός τρόπος πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας των πολιτών, όπως είπαμε, τότε μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι το δεύτερο υποκαθίσταται από κάτι άλλο. Μπορούμε, πράγματι, να βρούμε άλλους τρόπους πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας των πολιτών. Το πρώτο όμως δεν υποκαθίσταται. Δεν υπάρχει δυνατότητα να συντίθεται με άλλον τρόπο το γενικό συμφέρον, για τις ανάγκες διεκδίκησης και άσκησης της εξουσίας.
Γι’ αυτό, ενώ όλα αλλάζουν ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά και τις λειτουργίες του κόμματος, (αλλάζει η συγκρότηση, ο τρόπος συμμετοχής, δεν υπάρχει πλέον επαρκής αλληλεγγύη κόμματος και πειθαρχία), το κόμμα ως έννοια και ως φαινόμενο εξακολουθεί και κατά τη γνώμη μου θα εξακολουθήσει να υπάρχει. Μόνο που για να διατηρηθεί πράγματι το κομματικό φαινόμενο και για να έχει επιχειρησιακή αξία, υπό τις σημερινές συνθήκες, πρέπει να μορφοποιηθεί ένας άλλος τύπος κόμματος. Δηλαδή να οργανωθεί με σύγχρονο και λειτουργικό τρόπο το συλλογικό πολιτικό υποκείμενο της μεταβιομηχανικής εποχής. Αυτό το συλλογικό πολιτικό υποκείμενο της μεταβιομηχανικής εποχής, δεν είναι τίποτα άλλο από το «ανοιχτό κόμμα»12.
Το ανοιχτό κόμμα πρέπει να μπορεί να αντιμετωπίσει τα δύο βασικά φαινόμενα, που ήδη σημειώσαμε. Δηλαδή την πολιτική à la carte: Την επιφυλακτικότητα, όπως είδαμε, την κινητικότητα και τον εκλεκτικισμό των πολιτών, την ιδιαίτερη σημασία του ύφους, την μεγάλη βαρύτητα του ρόλου των προσώπων, την ανάγκη να συντίθεται πολιτικά μια πολύπλοκη κοινωνία. Και βέβαια πρέπει να αντιμετωπίζει την μαζική αυτοτοποθέτηση των πολιτών στο μέσον του ιδεολογικού και πολιτικού φάσματος, σε συνδυασμό με την κυριαρχία στερεοτύπων που επιβάλλουν την αίσθηση της πολιτικής ομοιομορφίας δηλαδή από μια αντίληψη που θέλει ανώτερο στάδιο της πολιτικής την κατάργησή της ή που θέλει να υποκαθίσταται η πολιτική από μια κακώς εννοούμενη συναίνεση, από μια πολιτικά ευνουχισμένη συναίνεση και όχι από μια ενσυνείδητη, λειτουργική και ειλικρινή συναίνεση.
Το ανοιχτό κόμμα πρέπει επίσης να μπορεί να κινηθεί μέσα στις συμπληγάδες πέτρες, αφ’ ενός μεν της «στιγμιαίας δημοκρατίας» των Μέσων Ενημέρωσης, αφ’ ετέρου δε της «μονοθεματικής δημοκρατίας» των κοινωνικών οργανώσεων. Πρόκειται για δύο πολιτικές εκδοχές που έχουν το τεράστιο πλεονέκτημα να μην έχουν κόστος. Δεν συνεπάγονται αυτές οι μορφές άσκησης πολιτικής, πολιτική ευθύνη με την έννοια της καταψήφισης. Δεν καταλογίζεται, δηλαδή, πολιτικό κόστος. Άρα, σε σχέση με το πολιτικό κόμμα και τις λειτουργίες του, ο ανταγωνισμός είναι απολύτως άνισος και απολύτως αθέμιτος.
Συνεπώς, το ανοιχτό κόμμα πρέπει να είναι:
- Πρώτον, ένα κόμμα μαζικό, αλλά όχι και απρόσωπο. Το μέλος του κόμματος, ο φίλος του κόμματος και φυσικά το κάθε στέλεχος του κόμματος, διατηρεί την πολιτική του προσωπικότητα και το πολιτικό του ύφος.
- Δεύτερον, το ανοιχτό κόμμα πρέπει να είναι καλά στελεχωμένο, αλλά όχι επαγγελματικό ως νοοτροπία.
- Τρίτον, το ανοιχτό κόμμα πρέπει να είναι συνεκτικό, αλλά όχι μονολιθικό.
Το ανοιχτό κόμμα είναι ένα κόμμα πολιτών, ως προς τα μέλη και τα στελέχη του, ένα κόμμα-δίκτυο κοινωνικών οργανώσεων, για όλα τα μεγάλα θέματα13. Πρέπει να είναι ένα κόμμα αποκεντρωμένο, σε σχέση με τις περιφέρειες, τους νομούς και τους δήμους. Πρέπει να είναι -όσο και αν αυτό ηχεί πολύ επίκαιρο, αλλά δεν είναι καθόλου φευγαλέο- ένα κόμμα ψηφιακό, δηλαδή ένα κόμμα σε «on line» επικοινωνία με τα μέλη, τα στελέχη του, τους φίλους του, έτσι ώστε να λειτουργούν με διαφορετικό τρόπο παρεξηγημένες έννοιες, όπως είναι το κομματικό δημοψήφισμα ή ο έλεγχος αντιδράσεων της κοινής γνώμης, η δημιουργία και λειτουργία ενός forum για τη συζήτηση όλων των μεγάλων θεμάτων14. Δεν λειτουργεί πια η πολιτική της εχεμύθειας και η πολιτική του αιφνιδιασμού. Δεν υπάρχει πολιτική εξ εφόδου κατάληψης της εξουσίας.
Και βέβαια το «ανοιχτό κόμμα» πρέπει να είναι ένα κόμμα χωρίς πνευματικό επαρχιωτισμό. Το κόμμα εξακολουθεί να είναι βαθιά εθνικό φαινόμενο. Παρά την τεράστια προσπάθεια που έχει κάνει και ο Δημήτρης Τσάτσος για τη θεσμοθέτηση και την αναγνώριση του ευρωπαϊκού πολιτικού κόμματος15, εξακολουθεί αυτό να είναι ένα λίγο – πολύ θεωρητικό σχήμα, ένα τυπικό κέλυφος. Το κομματικό φαινόμενο εξακολουθεί να κινείται στο πλαίσιο του εθνικού κράτους. Άρα πρέπει να δούμε πώς μπορεί να εξελιχθεί φαινόμενο του πολιτικού κόμματος, μέσα σε μια διεθνή και ευρωπαϊκή πολιτική, που αφήνει όλο και λιγότερα περιθώρια δράσης σε αυτό που λέγεται εθνικό κράτος. Το «ανοικτό κόμμα» πρέπει συνεπώς να είναι ένα κόμμα με καθημερινές και ουσιαστικές ευρωπαϊκές και διεθνείς αναγωγές.
Ένα τέτοιο «ανοιχτό κόμμα», πρέπει φυσικά να εκλέγει την ηγεσία του χωρίς διαμεσολάβηση από τη βάση του, από το σύνολο των μελών του.
Το ζητούμενο όμως δεν είναι αυτό, μακάρι να ήταν αυτό. Το ζητούμενο, καθώς μιλάμε γενικά για τα πολιτικά κόμματα και όχι για τα κόμματα στα οποία ανήκουμε ή δεν ανήκουμε, είναι η ανακαίνιση της Δημοκρατίας. Δηλαδή η ανακαίνιση της Πολιτικής. Για να το πετύχουμε αυτό χρειάζονται, κατά τη γνώμη μου, δύο πράγματα. Πρώτον, να καταλάβουμε τι συμβαίνει και να το πούμε αυτό που καταλαβαίνουμε. Και δεύτερον να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε την κατάσταση. Ας το δοκιμάσουμε.
1Για μία συνθετική παρουσίαση της διεθνούς συζήτησης γύρω από το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης βλ. D. Held – A. McGrew, The Great Globalization Debate: An Introduction, σε: The Global Transformation Reader, Cambridge, Polity Press, 2000, σ. 1 – 45.
2Από την κλασική βιβλιογραφία βλ. M. Ostrogorski, Democracy and the Organization of Political Parties, New York, Macmillan, 1902, R. Michels, Political Parties: A Sociological Study of the Oligarchical Tendencies of modern Democracy, New York, Hearst’s International Library, 1915, M. Duverger, Political Parties, London, Meuthen, 1954. Σημαντικές αναλύσεις νεωτέρων μελετητών του κομματικού φαινομένου περιλαμβάνονται στα συλλογικά έργα, J. Palombara and M. Weiner, eds., Political Parties and Political Development, Princeton, N.J., Princeton University Press, 1966, R.S. Catz and Peter Mair, eds., How Parties Organize: Change and Adaptation in Party Organization in Western Democracies, London, Sage Publications, 1994, L. Diamond and R. Gunter, Political Parties and Democracy, eds., Baltimore and London, The John Hopkins University Press, 2001.
3Για την ιστορική εξέλιξη της ιδέας της πολιτικής βλ. Δ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Α΄, Αθήνα – Κομοτηνή, Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1994, σ. 112 επ.
4Βλ. A. Panebianco, Political Parties: Organizations and Power, New York, Cambridge University Press, 1988.
5Βλ. U. Beck, Η επινόηση του πολιτικού, Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1996, σ. 78επ.
6Βλ. Ευ. Βενιζέλος, Το «ανοιχτό» κόμμα, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 2001, σ. 58επ.
7Βλ. S.M. Lipset, The americanization of the European left, σε, L. Diamond and R. Gunther, eds., Political Parties, ο.π., σ. 61επ.
8Βλ. R. Michels, Political Parties, ο.π.
9Βλ. Ευ. Βενιζέλος, Από την αντιπροσωπευτική στην ψηφιακή δημοκρατία. Η δημοκρατία ως πεδίο της νέας πολιτικής, σε : Id., Η νέα νεότητα του Συντάγματος και το μέλλον της Δημοκρατίας, Αθήνα, 2002, (υπό έκδοση).
10Βλ. Ευ. Βενιζέλος, Οι περιπέτειες της κοινωνίας των πολιτών. Η Κοινωνία των πολιτών και η πολιτική αντιπροσώπευση της μεταβιομηχανικής κοινωνίας: οι ιδεολογικές χρήσεις και τα όρια μιας έννοιας, σε: Κοινωνία Πολιτών, τευχ. 5, 2000, σ. 28επ.
11Βλ. P.C. Schmitter, Parties are not what they once were, σε : L. Diamond and R. Gunther, eds., Political Parties, ο.π., σ. 66επ., Ευ. Βενιζέλος, Το «ανοιχτό» κόμμα, ο.π., σ. 39επ.
12Ευ. Βενιζέλος, Το «ανοικτό» κόμμα, ο.π., σ. 75επ., σ. 113επ.
13Ibidem, σ. 86επ.
14Ibidem, σ. 84επ.
15Βλ. Δ. Τσάτσος, Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία, Αθήνα, Καστανιώτης, 2001, σ. 132
* Το κείμενο αποδίδει την εισαγωγική ομιλία του Υπουργού Πολιτισμού και μέλους του Ε.Γ. του ΠΑΣΟΚ Καθηγητή Ευάγγελου Βενιζέλου στο Διεθνές Συνέδριο με θέμα «Το κομματικό φαινόμενο στον 21ο αιώνα», που διοργάνωσε το Ευρωπαϊκό Κέντρο Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου (Υπουργείο Εξωτερικών, Αμφιθέατρο «Γιάννος Κρανιδιώτης, 13-14 Ιουνίου 2002)