7 Φεβρουαρίου 2008


Κύριε Πρόεδρε του ΠΑΣΟΚ, κύριε πρώην Πρόεδρε της Βουλής των Ελλήνων, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι στη Βουλή, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι στο Πανεπιστήμιο, κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι, σας ευχαριστώ όλες και όλους για την παρουσία σας εδώ στην παλιά Βουλή, σε αυτή την ιστορική, τη συμβολική αλλά μικρή όπως φαίνεται για τις περιστάσεις αίθουσα.

Η μέρα σήμερα είναι ιδιαίτερα πυκνή. Νομίζω ότι διερμηνεύω τα αισθήματα όλων, συγχαίροντας το νέο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, τον από Θηβών και Λεβαδείας κ. Ιερώνυμο . Εύχομαι ο Θεός να καθοδηγεί τα βήματά του, ώστε να οδηγήσει την Εκκλησία της Ελλάδος σε ένα δρόμο πνευματικότερο, με κριτήρια εκκλησιολογικά, έτσι ώστε να είναι σαφείς και ευδιάκριτοι οι διαφορετικοί ρόλοι κράτους και εκκλησίας, γιατί με τον τρόπο αυτό αναδεικνύεται το ηθικό κύρος και η θεολογική διάσταση και αποστολή της εκκλησίας.

Θέλω επίσης να ευχηθώ στο Συνασπισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς που την ώρα αυτή αρχίζει το Συνέδριό του, να κάνει θαρραλέες επιλογές που θα συμβάλλουν στην ενότητα της ευρύτερης δυνατής προοδευτικής Παράταξης, στην ενότητα της μεγάλης Κεντροαριστεράς.

Με τιμά ιδιαίτερα η παρουσία όλων σας, της καθεμιάς και του καθενός ατομικά, ιδιαίτερα όμως η παρουσία του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, του Γιώργου Παπανδρέου, που ξέρω ότι έχει ένα πολύ βαρύ πρόγραμμα γι' αυτό και θα αναγκαστεί να φύγει σε λίγα λεπτά. Αλλά η παρουσία του εδώ στην έναρξη της εκδήλωσης, νομίζω ότι στέλνει ένα μήνυμα που το χρειάζεται η Παράταξη, το χρειάζεται ο τόπος.

Φίλες και φίλοι, ακούγεται ολοένα και συχνότερα τον τελευταίο καιρό ότι το πρόβλημα της χώρας είναι πολιτικό, ότι το κομματικό και γενικότερα το πολιτικό σύστημα της χώρας, δε μπορεί να ανταποκριθεί στις περιστάσεις, δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της κοινωνίας και των καιρών, ότι υπάρχει πρόβλημα πολιτικής έκφρασης και αντιπροσώπευσης της κοινωνίας.

Η χώρα δείχνει να κρέμεται από μία κλωστή. Δεν διαθέτει δυνατότητα διαχείρισης κρίσεων. Διαθέτει ίσως την ικανότητα να αφομοιώνει και ξεπερνά κάποιες κρίσεις, επειδή έχει αναπτύξει ένα πολύ περίεργο κοινωνικό, ηθικό και πολιτικό μιθριδατισμό.

Δηλητηριάζεται σταδιακά, συμβιβάζεται και εξομοιώνεται με το λίγο, με το μικρό, με το παράνομο, με το αρνητικό, με το φθηνό. Αυτό βέβαια διαφέρει πολύ από την ικανότητα διαχείρισης και πολύ περισσότερο από την ικανότητα αποτροπής των κρίσεων.

Έχει χαθεί ο έλεγχος. Ανεξάρτητα δε από τις βαθύτερες ηθικές, αναπτυξιακές και κοινωνικές αιτίες του φαινομένου αυτού, είναι προφανές ότι προέχει η θεσμική του διάστασή.

Το πρόβλημα της χώρας είναι πολιτικό αλλά και θεσμικό. Με την ευρύτερη έννοια του όρου, μπορούμε να πούμε ότι το πρόβλημα της χώρας είναι πολιτειακό.

Σε όλες τις δυτικές κοινωνίες του 21ου αιώνα που αναγκάζονται να λειτουργήσουν με θεσμούς που έχουν διαμορφωθεί σχεδόν πλήρως μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα υπάρχουν προβλήματα. Υπάρχει μια αναντιστοιχία κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας και θεσμικής δομής.

Αυτό που συμβαίνει όμως στη χώρα μας, είναι διαφορετικό. Υπάρχει πλέον μια ακραία κατάσταση, υπάρχουν φαινόμενα θεσμικής σήψης. Η διαπίστωση αυτή σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να οδηγήσει φυσικά στην απαξίωση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ανεξάρτητα από τα προβλήματά της, τις κρίσεις της, τις δυσλειτουργίες της, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία διαθέτει ένα τεράστιο ιστορικό απόθεμα, ένα θεσμικό πολιτικό και αξιακό κεκτημένο. Άλλωστε η αντιπροσωπευτική δημοκρατία ταυτίζεται τελικά με το κράτος Δικαίου, ταυτίζεται για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, με αυτό που ονομάζουμε ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, με το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος Δικαίου.

Πρόκειται για ένα κεκτημένο που συνδέεται με έναν ολόκληρο πολιτικό πολιτισμό. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν είναι μόνο θεσμοί, είναι πρακτικές, νοοτροπίες, παραδόσεις. Μετά μάλιστα την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού αυτό το μοντέλο πολιτικής οργάνωσης, αυτό το σύστημα διακυβέρνησης, απόκτησε αξιώσεις παγκόσμιας εφαρμογής και αυτό που οι δυτικές κοινωνίες ονομάζουν «δημοκρατία», δηλαδή αντιπροσωπευτική δημοκρατία, εξοπλίστηκε με μέσα εφαρμογής και σε άλλες χώρες, εκτός του δυτικού κόσμου. Συνδυάστηκε με τις θεωρίες και τις πρακτικές της λεγόμενης «ανθρωπιστικής επέμβασης» -χρησιμοποιώ τον όρο εντός εισαγωγικών. Πρόκειται για μια επέμβαση που δεν σέβεται όμως ούτε κατ’ ελάχιστο τα βασικά δεδομένα του εθνικού κράτους, που αποτέλεσε το κέλυφος και το θερμοκήπιο για την ανάπτυξη της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Αναφέρομαι στην εσωτερική και την εξωτερική κυριαρχία των κρατών – στόχων, όταν έχουμε τέτοιου είδους επεμβάσεις.

Αρκούμαι να πω ότι όσα συμβαίνουν στο Κοσσυφοπέδιο είναι το πιο πρόσφατο και το πιο κοντινό παράδειγμα αυτής της κατάστασης και νομίζω ότι είναι ένα καλό παράδειγμα για τις βαθιές διεθνοπολιτικές ανεπάρκειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στο πεδίο άλλωστε της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα προβλήματα γίνονται της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αποκτούν μια ακόμη πιο περίπλοκη μορφή. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στις Βρυξέλλες, η γραφειοκρατική αντίληψη έχει προ πολλού επιβληθεί πάνω στην πολιτική αντίληψη. Το δημοκρατικό και πολιτικό έλλειμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για το οποία γίνεται συχνά-πυκνά λόγος, δεν μπόρεσε να αντιμετωπιστεί με τη Συνθήκη για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, που αποδείχθηκε θνησιγενές ίσως γιατί είχε μεγαλεπήβολες φιλοδοξίες σε σχέση με τους συμβολισμούς ενός Συντάγματος που δεν έγινε δεκτό για ποικίλους λόγους από πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες.

Η μεταρρυθμιστική συνθήκη της Λισσαβόνας –για την οποία δυστυχώς ελάχιστος λόγος έγινε και γίνεται στην χώρα μας- δεν αλλάζει τα δεδομένα. Μπορεί να έχουμε κάποιες διευθετήσεις διακρατικού και τεχνικού χαρακτήρα, αλλά ούτε το βάθος ούτε ο ορίζοντας του δημοκρατικού και πολιτικού προβλήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλάζει.

Τις τελευταίες τρεις περίπου δεκαετίες έγινε μια συστηματική προσπάθεια από διάφορες πλευρές, να αναπτυχθούν μηχανισμοί υποκατάστασης των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Βλέποντας πως οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί δεν εκφράζουν πολιτικά τις σύγχρονες κοινωνίες, πολλοί κύκλοι δελεάστηκαν με την ιδέα να αναπτύξουν τη δική τους εκδοχή για τη «δημοκρατία».

Έτσι φτάσαμε στη στιγμιαία και καταγγελτική «δημοκρατία» των Μέσων Ενημέρωσης, στη μονοθεματική «δημοκρατία» των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, στην προκαταλαμβάνουσα «δημοκρατία» των ερευνών της κοινής γνώμης και στη «δημοκρατία» του Διαδικτύου.

Όλα αυτά είναι όψεις όχι της δημοκρατίας κατά κυριολεξία, αλλά της δημόσιας σφαίρας. Οι πολίτες ασκούν δικαιώματα έκφρασης και ομαδικής δράσης. Αυτό όμως είναι μια από τις πολλές διαστάσεις της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στην ολοκληρωμένη θεσμική της μορφή. Δεν είναι η Δημοκρατία όπως τη θέλουν οι κοινωνίες, όπως τη θέλουν οι πολίτες.

Το αποτέλεσμα είναι να έχουν πλέον ανατραπεί τα τεκμήρια πολιτικής αντιπροσώπευσης της κοινωνίας, πάνω στα οποία έχει οικοδομηθεί ιστορικά το δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης. Το ερώτημα «ποιός κυβερνά» έχει προ πολλού αντικατασταθεί με το πολύ ουσιαστικό και κρίσιμο ερώτημα «πώς κυβερνά».

Η δημοκρατική νομιμοποίηση δεν είναι κάτι που αφορά τη στιγμή της ανάδειξης του πολιτικού οργάνου, τη στιγμή της ανάδειξης της Κυβέρνησης στα κοινοβουλευτικά συστήματα ή τη στιγμή της ανάδειξης του Προέδρου της Δημοκρατίας στα προεδρικά και ημιπροεδρικά συστήματα διακυβέρνησης, αλλά είναι μια σχέση διαρκής, που αφορά ξεχωριστά κάθε κυβερνητική πρωτοβουλία κάθε κυβερνητική απόφαση.

Βεβαίως η νομιμοποίηση αφορά τελικά όπως είπα και στην αρχή, την ικανότητα διαχείρισης κρίσεων μικρών και μεγάλων οποιουδήποτε επιπέδου. Αναφέρομαι σε κρίσεις καθημερινές, χρηματοοικονομικές, δημοσιονομικές, ενεργειακές, διοικητικές αλλά και σε κρίσεις μείζονος σημασίας: σε φυσικές καταστροφές, σε έκτακτα γεγονότα, σε στρατιωτικά επεισόδια, σε εντάσεις διεθνοπολιτικές.

Τα θεσμικά τεκμήρια σταθερής πλειοψηφίας, η αρχή της δεδηλωμένης για παράδειγμα, πάνω στην οποία στηρίζεται μια κοινοβουλευτική Κυβέρνηση, έχουν προ πολλού αντικατασταθεί όχι από θεσμικά αλλά από δημοσκοπικά τεκμήρια προσωρινής και μεταβλητής πλειοψηφίας, η οποία συγκροτείται ή αποδιαρθρώνεται για κάθε θέμα χωριστά, για κάθε επιλογή χωριστά, κάθε στιγμή.

Από την άποψη αυτή είναι προφανές ότι σημασία δεν έχουν οι 151 ή 152 έδρες μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας στη Βουλή, γιατί σημασία δεν έχουν ούτε οι 161 ή 162 έδρες. Σημασία έχει η ικανότητα χάραξης και άσκησης πολιτικής. Η πολιτική νομιμοποίηση και ηγεμονία.

Φαίνεται έτσι και ο μάταιος και ανιστόρητος χαρακτήρας του νέου εκλογικού νόμου που ψηφίστηκε πριν από λίγες εβδομάδες. Αν η απάντηση στην κρίση της πολιτικής και στην κρίση των θεσμών είναι μια ρύθμιση που επιτρέπει σε ένα εκλογικό ποσοστό περίπου 39% να διαθέτει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, πιστεύω ότι έχουμε παρεξηγήσει τις έννοιες, γιατί μπορεί με τέτοιου είδους μεθοδεύσεις, απλώς να παροξύνεται η κρίση και να οδηγούμαστε σε απόλυτο κοινωνικό, πολιτικό και θεσμικό αδιέξοδο.

Η δυσλειτουργία των δημοκρατικών θεσμών αντί να απαλύνει, οξύνει τις κοινωνικές ανισότητες και τα φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού. Συμβαίνει κάτι το εντυπωσιακό: οι πολίτες που νοιώθουν πολιτικά αποκλεισμένοι είναι πολλοί περισσότεροι από αυτούς που νοιώθουν κοινωνικά αποκλεισμένοι.

Η πολιτική αντί να λειτουργεί ως πεδίο υπέρβασης των κοινωνικών ανισοτήτων και του κοινωνικού αποκλεισμού, αναπαράγει και εντείνει τον κοινωνικό αποκλεισμό και αυτό δεν αφορά μόνον ομάδες όπως οι υπερήλικες, οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι, οι μετανάστες, αλλά αφορά τον κορμό της κοινωνίας, αφορά τα χαμηλά και τα μεσαία εισοδήματα και βέβαια αφορά τον ομόλογο εκλογικό όγκο των αναποφάσιστων, των διστακτικών και κυμαινόμενων ψηφοφόρων, των πολιτών που δεν αποδέχονται τις πρακτικές της οριστικής κομματικής στράτευσης.

Αν δεν αρθεί ο πολιτικός αποκλεισμός τότε όχι μόνον δεν θα αρθεί, αλλά θα επεκτείνεται ο κοινωνικός αποκλεισμός. Ολοένα περισσότερα κοινωνικά στρώματα θα οδηγούνται στο πολιτικό και το κοινωνικό περιθώριο.

Η κρίση της πολιτικής φίλες και φίλοι μετατρέπεται έτσι σε κρίση της δημοκρατίας. Η κρίση της δημοκρατίας μετατρέπεται σε κρίση κοινωνικής αυτοσυνειδησίας και αυτοεκτίμησης. Έχει καταρρακωθεί ο Κώδικας αξιών της κοινωνίας. Η κρίση αυτή συνδέεται με εκτεταμένα φαινόμενα ανομίας, με το φαινόμενο της έκπτωσης του νόμου και της έκπτωσης του Συντάγματος.

Το φαινόμενο αυτό συνδέεται με μια επικίνδυνη ανοσία της κοινωνίας απέναντι στις προσβολές των δικαιωμάτων των πολιτών: Στις παλιότερες υποθέσεις των υποκλοπών και των Πακιστανών, τώρα στην υπόθεση Ζαχόπουλου υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής που είναι ένας περίεργος και επικίνδυνος συμβιβασμός της κοινωνίας με την αντίληψη ότι η προσβολή των ατομικών δικαιωμάτων, η προσβολή της ατομικής ασφάλειας, της προσωπικότητας, της αξίας του ανθρώπου, του απορρήτου των επικοινωνιών, του απορρήτου του ιδιωτικού βίου είναι κάτι το φυσικό, είναι κάτι το καθημερινό, είναι κάτι το αναπόφευκτο. Το τεκμήριο αθωότητας παύει να υπάρχει και ως εκ τούτου οδηγούμαστε σε μία απαξίωση και απονομιμοποίηση των θεσμών.

Όποιος νομίζει ότι μπορεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα αυτό με μισόλογα, σφάλει. Όποιος νομίζει ότι μπορεί να παροχετεύσει τις αντιδράσεις της κοινωνίας σε θεσμικά υποκατάστατα, όπως ο «πανεπόπτης εισαγγελέας» ή ο «παντογνώστης και παντοδύναμος δημοσιογράφος», επίσης σφάλει. Γιατί βλέπουμε ότι η κρίση της πολιτικής είναι και κρίση της δικαιοσύνης είναι και κρίση του συστήματος επικοινωνίας και ενημέρωσης.

Η κρίση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας πρέπει συνεπώς να αντιμετωπιστεί στο δικό της επίπεδο, πολιτικά και θεσμικά. Απαιτούνται παράλληλες πολιτική και θεσμικές πρωτοβουλίες. Όταν όμως λέω θεσμικές δεν εννοώ ούτε νομικές, ούτε συνταγματικές, αυτή είναι η συνήθης υπεκφυγή. Δεν φταίει για την κατάσταση ούτε το Σύνταγμα ούτε ο νόμος.

Οι υπάρχοντες θεσμοί της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μαζί με τους υπάρχοντες θεσμούς άμεσης δημοκρατίας που επί χρόνια παραμένουν παντελώς αναξιοποίητοι και εκμηδενισμένοι, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση γι' αυτό που προτείνω, μαζί με σχετικά μικρές τεχνικού χαρακτήρα μεταβολές, στο επίπεδο αρχικά των εκτελεστικών νόμων και του κανονισμού της Βουλής.

Σε ένα επόμενο στάδιο βεβαίως κι όλα αυτά μπορούν να κατοχυρωθούν και συνταγματικά, αλλά δεν είναι αυτό που προέχει, ούτε επείγει.

Έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να οδηγηθούμε έτσι στη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης θεσμικής παρέμβασης, που προτείνω να ονομάσουμε «μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατίας. Ουσιαστικά προτείνω να διαμορφώσουμε μέσα στην κοινωνία τις προϋποθέσεις ενός Κινήματος για την ανακαίνιση του πολιτικού συστήματος, του συστήματος διακυβέρνησης. Και μην μας ξενίζει ο όρος «μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία», το επίθετο θέλει να αναδείξει το ουσιαστικό. Απώτερη φιλοδοξία της «μετα-αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» είναι να ξαναλειτουργήσει απλώς η δημοκρατία.

Άλλωστε η μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν είναι κάτι άλλο ή κάτι αντίθετο από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, αλλά σίγουρα είναι κάτι παραπάνω, μια άλλη αντίληψη, ένα Κίνημα πολιτικής ενεργοποίησης.

Πρέπει άλλωστε να ξεκινήσουμε από τις συνταγματικές και νομοθετικές δυνατότητες που έχουμε, για μια καλύτερη λειτουργία του Κοινοβουλίου και για μια εντατικότερη πολιτική λειτουργία του ίδιου του εκλογικού σώματος.

Μόνο έτσι μπορούμε να ανακόψουμε τα φαινόμενα του πολιτικού αποκλεισμού, της πολιτικής απάθειας, της μειωμένης συμμετοχής και της ηθικής έκπτωσης του δημόσιου βίου.

Για να το πω διαφορετικά, φίλες και φίλοι, η μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία» είναι το θεσμικό πλαίσιο της επανόδου στο πολιτικό ζήτημα που είναι το ίδιο με το ζήτημα του οποίου κράτους. Εάν θέλουμε να μιλήσουμε ξανά για πολιτική, εάν θέλουμε να διαφυλάξουμε την ουσία της δημοκρατίας, πρέπει να ξαναμιλήσουμε χωρίς συμπλέγματα για το κράτος, για το γενικό συμφέρον, για τα δημόσια αγαθά.

Για ένα κράτος όμως που δεν είναι κρατικιστικό, που δεν είναι γραφειοκρατικό, που δεν είναι αγκυκλωμένο, που δεν είναι συντεχνιακό αλλά για ένα κράτος αντιγραφειοκρατικό, αντικρατικιστικό, για ένα κράτος που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του όχι ως εργαλείο, αλλά ως θεσμό των θεσμών, ως τη μείζονα κοινωνική σχέση που συμπυκνώνει όλες τις επιμέρους κοινωνικές σχέσεις.

Και φυσικά για ένα κράτος δικαίου και άρα δίκαιο, για ένα κράτος διαφανές. Πρέπει να ξαναπούμε με τόλμη και αυτό αφορά εμάς που εκφράζουμε στη χώρα μας ως ΠΑΣΟΚ την μεγάλη προοδευτική παράταξη, την μεγάλη κεντροαριστερά, ότι από το κράτος ξεκινούν και στο κράτος καταλήγουν όλα.

Μόνο το κράτος μπορεί να διασφαλίσει το σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Μόνο το κράτος μπορεί να συγκροτήσει ένα σύγχρονο ανταγωνιστικό μοντέλο ανάπτυξης, πάνω στο οποίο να πατάει ο ιδιωτικός τομέας και οι ιδιωτικές πρωτοβουλίες. Μόνο το κράτος μπορεί να διασφαλίσει την αποκέντρωση και την ανάπτυξη όλων των περιοχών της χώρας. Μόνο το κράτος μπορεί να διασφαλίσει τη διαφάνεια. Μόνο το κράτος μπορεί να διασφαλίσει την αναδιανομή. Μόνο το κράτος μπορεί να ξαναδώσει τον τόνο στην έννοια του δημόσιου αγαθού: από την υγεία και την παιδεία έως την κοινωνική ασφάλιση.

Η μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία σέβεται προφανώς τον βασικό κανόνα της πλειοψηφικής αρχής, γιατί είναι δημοκρατία αλλά η αντίληψή της είναι μεταπλειοψηφική. Δεν αρκεί η πλειοψηφία για μεγάλες αποφάσεις και ιδίως όταν τίθενται ζητήματα ελέγχου και ζητήματα αναπαραγωγής του συστήματος.

Η επιλογή του εκλογικού νόμου, η επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης, η επιλογή των ανεξάρτητων αρχών είναι τρία πρόσφορα παραδείγματα που μας δείχνουν τη σημασία που έχει αυτή η μεταπλειοψηφική, η συναινετική λειτουργία της δημοκρατίας. Συναινετική αλλά όχι συντεχνιακή.

Με λίγα λόγια, η μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία επαναφέρει στο προσκήνιο το ιδεολογικό, αξιακό και ιστορικό περιεχόμενο της ίδιας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που έχει λησμονηθεί. Τι ήταν η αντιπροσωπευτική δημοκρατία μέσα από την ιστορική της διαδρομή. Ήταν ένα θεσμικό σύστημα που επέτρεψε την ανάπτυξη, την εμφάνιση των σύγχρονων βιομηχανικών κοινωνιών και οδήγησε μέσα από το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο σε θεσμούς αναδιανομής του κοινωνικού πλεονάσματος.

Αυτό ήταν η αντιπροσωπευτική δημοκρατία στην πλήρη θεώρησή της, όχι μόνο τη θεσμική ή την πολιτική αλλά και την αναπτυξιακή και την κοινωνική.
Αυτό για μας, τους Ευρωπαίους σοσιαλιστές, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, γιατί πρέπει χωρίς συμπλέγματα και ενοχές να ξαναμιλήσουμε επιτέλους για τις βάσεις του κεϊνσιανισμού, με τον οποίο πρέπει να αποκαταστήσουμε ξανά τις σχέσεις μας αν θέλουμε να πούμε κάτι διαφορετικό από αυτό που λένε οι υπηρεσίες των Βρυξελών για το μέλλον των ευρωπαϊκών οικονομιών και κοινωνιών.

Η μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία από την άποψη αυτή οργανώνεται σε όλα τα θεσμικά επίπεδα, από το χαμηλότερο αυτό του δήμου και της γειτονιάς, μέχρι το ψηλότερο, αυτό της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Και αν υπάρξει ως πολιτική οντότητα η Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορούμε επιτέλους να μιλήσουμε με κάποια στοιχειώδη σοβαρότητα για το όραμα και την ανάγκη της παγκόσμιας δημοκρατικής διακυβέρνησης.

Η μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν εγκλωβίζει τους πολίτες ούτε στα μονοθεματικά ούτε στα τοπικά προβλήματα. Ασχολείται και με τα μικρά αλλά και με τα μεγάλα. Θέλει πολίτες με καθολική πολιτική άποψη για όλα.

Βέβαια όλα αυτά που λέω η μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία ως νέο σύστημα διακυβέρνησης και ως κίνημα πολιτικής ενεργοποίησης, βασίζονται σε μια θεμελιώδη προϋπόθεση, που είναι η ριζική μετεξέλιξη των κομμάτων. Χωρίς ανοικτά, πραγματικά δημοκρατικά, αποκεντρωμένα και αξιοκρατικά κόμματα, δεν μπορεί να λειτουργήσει η μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Όταν λέω κόμματα ανοιχτά δεν εννοώ κόμματα ρευστά, εννοώ κόμματα συνεκτικά, αλλά πάντως κόμματα που έχουν μια ριζικά διαφορετική αντίληψη για τη σχέση τους με την κοινωνία, που μπορούν να εκφράσουν μια πολύπλοκη και αντιφατική κοινωνία.

Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τα πολυσυλλεκτικά και πλειοψηφικά κόμματα εξουσίας, για κόμματα που επικαλούνται μια ολοκληρωμένη προγραμματική αντίληψη για την έννοια του γενικού συμφέροντος.

Εάν τα κόμματα δεν αντιληφθούν την ανάγκη αναστήλωσης του πολιτικού συστήματος, τότε τίποτε δεν μπορεί να γίνει. Γιατί απαιτούνται νέοι ρυθμοί και οι νέοι ρυθμοί μπορούν να προκύψουν μόνο μέσα από τους νέους εσωτερικούς ρυθμούς των πολιτικών κομμάτων.

Από την άποψη αυτή, αγαπητέ Πρόεδρε, εύχομαι ελπίζω και προτείνω το επικείμενο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ να λάβει αποφάσεις, που θα καθιστούν το ΠΑΣΟΚ ένα υποδειγματικό, ανοικτό κόμμα. Η κοινωνία δεν ενδιαφέρεται ούτε για τους κομματικούς μηχανισμούς ούτε για την κατανομή των κομματικών αξιωμάτων. Ενδιαφέρεται για την καθαρότητα, την ειλικρίνεια, την πρωτοτυπία, την υπευθυνότητα και την ευαισθησία των συγκεκριμένων προγραμματικών προτάσεων κάθε κόμματος και ιδίως ενός μεγάλου προοδευτικού κόμματος εξουσίας με μεγάλη εξουσία, με ισχυρό παρόν και με ακόμη ισχυρότερο μέλλον.

Το ίδιο ισχύει και για τα συνδικάτα. Μια πολύ σοβαρή όψη της κρίσης πολιτικής αντιπροσώπευσης, είναι η κρίση συνδικαλιστικής αντιπροσώπευσης. Εκτός από ανοικτά κόμματα απαιτούνται και ανοικτά συνδικάτα, ένα νέο συνδικαλιστικό κίνημα χωρίς πελατειακές σχέσεις με διαρκή ανοικτή συνεργασία, με τους αυτοαπασχολούμενους, με τους συνταξιούχους, με τους άνεργους. Ένα συνδικαλιστικό κίνημα χειραφετημένο από τα κόμματα ώστε να υπάρχουν και κόμματα χειραφετημένα από τα συνδικάτα. Ένα συνδικαλιστικό κίνημα με συνείδηση ευθύνης απέναντι στους εργαζόμενους, απέναντι στους ανέργους, απέναντι στη γενιά των 500 ή 600 ευρώ, απέναντι στην κοινωνία συνολικά.

Το ίδιο ισχύει και ως προς τις λεγόμενες μη κυβερνητικές οργανώσεις, ως προς τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Ένα σύγχρονο ανοικτό κόμμα έχει μια ισότιμη και ειλικρινή σχέση συνεργασίας με όλες τις εκδοχές της κοινωνίας των πολιτών, σεβόμενο την αυτονομία της. Και περιμένει από την κοινωνία των πολιτών να αναγνωρίσει τον ιδιαίτερο συναιρετικό, προγραμματικό και θεσμικό ρόλο των κομμάτων, που δεν μπορεί να υποκατασταθεί από κανέναν.

Ο κάθε πολίτης που ενεργεί ως εθελοντής, ως μπλόκερ, ως ανάπηρος, ως γονέας, ως κάτοικος μιας περιοχής, ως οικολόγος είναι πρωτίστως ένας πολίτης με συνολική πολιτική και κοινωνική συνείδηση, ένας πολίτης που θέλει να καθορίζει την τύχη της χώρας και όχι απλώς να πιέζει για ορισμένα θέματα.
Η νέα αυτή σχέση ανοικτού κόμματος, νέου συνδικαλιστικού κινήματος και νέων κοινωνικών κινημάτων μπορεί να αποτυπωθεί και θεσμικά στο ύψιστο επίπεδο, αυτό του Κοινοβουλίου, έτσι ώστε να μπορέσουμε να ανακαινίσουμε το θεσμικό ρόλο του Κοινοβουλίου που πρέπει να βρίσκεται μπρος και όχι πίσω από τα γεγονότα και τις εξελίξεις. Να λειτουργεί ως μηχανισμός ανάδειξης και όχι ως μηχανισμός συγκάλυψης των προβλημάτων.

Η ανοικτή δημόσια διαβούλευση και η άρτια νομοτεχνική επεξεργασία κάθε νομοσχεδίου πριν την κατάθεσή του, είναι πολύ εύκολο να γίνει. Περισσότερες και συντομότερης διάρκειας συζητήσεις στην Ολομέλεια της Βουλής για όλα τα κρίσιμα και επείγοντα ζητήματα μπορούν εύκολα να οργανωθούν ώστε η Βουλή να είναι το πραγματικό δημόσιο forum.

Το Κοινοβούλιο πρέπει να λειτουργεί όχι μόνο ως Κοινοβούλιο των αρχηγών και των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων αλλά πράγματι ως Κοινοβούλιο όλων των βουλευτών. Οι πολυπρόσωπες και δυσκίνητες Επιτροπές μπορούν εύκολα να κατατμηθούν σε μικρές και ευέλικτες υποεπιτροπές έτσι ώστε κάθε μια να χρεώνεται και να παρακολουθεί συστηματικά συγκεκριμένα θέματα, ένα Υπουργείο η καθεμιά, συγκεκριμένες κρίσιμες δημόσιες υπηρεσίες ή άλλες αρχές.

Η οργάνωση μιας Επιτροπής αναφορών κατά τα πρότυπα αντίστοιχων Επιτροπών που λειτουργούν σε άλλα Κοινοβούλια και στο Eυρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μια Επιτροπή που θα επιτρέπει την αυτοπρόσωπη παρουσία συλλογικών φορέων ή και ατόμων, νομίζω ότι θα αναβαθμίσει ακόμη περισσότερο τη λειτουργία του Κοινοβουλίου.

Η έμπρακτη εφαρμογή και όχι η εικονική εφαρμογή της υποχρέωσης να συνεδριάζουν οι αρμόδιες Επιτροπές πριν και μετά από κάθε σύνοδο του Συμβουλίου Υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με την υποχρέωση η Ολομέλεια να συζητά σοβαρά πριν και μετά από κάθε σύνοδο του ευρωπαϊκού Συμβουλίου, θα συνδέσει επιτέλους το ελληνικό Κοινοβούλιο με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, όπως προ πολλού έχει συμβεί με επιτυχία σε άλλες χώρες, κυρίως σκανδιναβικές.

Αυτά όλα μπορούν να γίνουν αύριο με απλή τροποποίηση του κανονισμού της Βουλής, αρκεί αν το θέλει η κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Θα μπορούσε να το ήθελε και η δική μας παλιότερα, άρα αυτό δεν αφορά τη σημερινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία αλλά την κοινή μας ευθύνη για το μέλλον των θεσμών και του τόπου.

Η νέα αυτή θεσμική σχέση αφορά βεβαίως και την τοπική αυτοδιοίκηση. Η τοπική αυτοδιοίκηση πρέπει να καταστεί υποδειγματικός χώρος πολιτικής συμμετοχής και διαφάνειας. Το γεγονός ότι σε μικρότερη τοπική κλίμακα αναπτύσσονται σκληρές σχέσεις αντιπροσώπευσης, οι οποίες μπορεί να έχουν και έντονα πελατειακό χαρακτήρα δεν σημαίνει τίποτε. Δεν εξαγνίζονται οι σχέσεις αυτές σε σχέση με όσα συμβαίνουν στην κεντρική πολιτική σκηνή επειδή είναι σχέσεις μικρότερης κλίμακας.

Άρα η λύση δεν βρίσκεται μόνο στην ενίσχυση των αρμοδιοτήτων ή στη δίκαιη κατανομή των πόρων αλλά βρίσκεται και στην πεποίθηση του πολίτη ότι μπορεί στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού να βρει διέξοδο πολιτικής συμμετοχής, να υπερβεί την αίσθηση του πολιτικού και κοινωνικού αποκλεισμού και αυτό όχι μέσα από σχέσεις αντιπροσώπευσης βελτιωμένες ποσοτικά αλλά μέσα από δυνατότητες ατομικής και άμεσης συμμετοχής.

Έχει πολύ μεγάλη σημασία να ξεπεράσουμε την γραφειοκρατική και κρατικιστική λογική και στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Και αυτό μπορεί να γίνει εύκολα με μια θαρραλέα τροποποίηση του δημοτικού κώδικα και του κώδικα της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης.

Όλα αυτά προϋποθέτουν φυσικά μια άλλη δομή της εκτελεστικής εξουσίας, κάτι που είναι δυστυχώς πολύ δυσκολότερο να επιτευχθεί σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης, σε σχέση με τα προεδρικά συστήματα διακυβέρνησης.

Η απόσταση ανάμεσα στην κυβέρνηση ως συνταγματικό όργανο και στο μέγαρο Μαξίμου ως πραγματικό κέντρο εξουσίας, είναι ο συμβολισμός του προβλήματος. Από την ανεξέλεγκτη και αδιέξοδη πρωθυπουργοκοκεντρική λειτουργία του συστήματος που κυριαρχεί εδώ και 10ετίες πλέον και έχει φτάσει στα ακραία όριά της, πρέπει να οδηγηθούμε στη διαφανή λειτουργία ενός ανακαινισμένου κοινοβουλευτικού συστήματος, που μπορεί να λειτουργήσει ως ένα άλλο δημόσιο μάνατζμεντ, με άλλο ήθος και άλλη αποτελεσματικότητα.

Αυτό δεν έχει να κάνει όπως πιστεύουν ορισμένοι με τον πολυκομματικό ή μονοκομματικό χαρακτήρα των κυβερνήσεων, αλλά με το δημοκρατικό ήθος και τις πρακτικές των κομμάτων, ιδίως των μεγάλων κομμάτων. Μπορεί μια πολυκομματική κυβέρνηση να λειτουργεί παραθεσμικά όπως συνέβη την περίοδο ’89 – ’90 και μια μονοκομματική κυβέρνηση, εάν το θέλει το κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία, να λειτουργεί θεσμικά. Άρα το πρόβλημα είναι βαρύτερο και βαθύτερο από την επιφάνεια.

Έχει πολύ μεγάλη σημασία να αναλάβουμε τις δικές μας ευθύνες αλλά για να το πετύχουμε αυτό, πρέπει να ξεκινήσουμε από το μαλακό υπογάστριο των θεσμών. Η μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία μπορεί να υπάρξει μόνο ως δημοκρατία της διαφάνειας. Όχι όμως με τον συνήθη και συμβατικό τρόπο της αναζήτησης και νέων ελεγκτικών μηχανισμών θεσμικού χαρακτήρα, όχι με τον συνήθη τρόπο της ακραίας ποινικοποίησης κάθε όψης του δημόσιου βίου. Αυτά τα δοκιμάσαμε και απέτυχαν ή εν πάση περιπτώσει αποδείχθηκαν ανεπαρκή. Άρα χρειάζεται κάτι άλλο. Χρειάζεται ένα κίνημα πολιτών υπέρ της διαφάνειας.

Η διαφθορά, φίλες και φίλοι, είναι πρόβλημα θεσμικό, είναι πρόβλημα ηθικό, είναι πρόβλημα ποινικό αλλά πρωτίστως είναι πρόβλημα αναπτυξιακό. Συνδέεται με τις εκτεταμένες ατυπίες της ελληνικής οικονομίας. Συνδέεται με ένα κράτος σκόπιμα γραφειοκρατικό που επιβάλλει «διόδια» σε κάθε ενδιαφερόμενο.

Συνδέεται με μια σκόπιμα πολύπλοκη και δαιδαλώδη νομοθεσία. Συνδέεται ουσιαστικά με την κοινωνική παραδοχή ότι η οδός της παρανομίας είναι γρηγορότερη, αποτελεσματικότερη, φθηνότερη. Είναι φθηνότερη για το ΙΚΑ, για την πολεοδομία, για την εφορία. Άρα πρέπει να ανατραπεί η κοινωνική αντίληψη ως προς την κατανομή κόστους και οφέλους, μεταξύ διαφάνειας και διαφθοράς, μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας.

Το νόμιμο πρέπει να επιβληθεί ως συμφέρον. Και αυτό πρέπει να διασφαλιστεί με τελείως διαφορετικούς θεσμούς ελέγχου, που βασίζονται στην παρουσία των ίδιων των πολιτών ως εγγυητών της δημοσιότητας και άρα της διαφάνειας.

Έχουμε πει πολλές φορές ότι ένα στάδιο δημόσιας διαβούλευσης για τις προδιαγραφές και τις προκηρύξεις κάθε δημόσιου διαγωνισμού για έργο προμήθεια ή παροχή υπηρεσιών, μπορεί να μας γλιτώσει από πολλές εμπλοκές, γιατί τα προβλήματα θα έχουν αντιμετωπιστεί εν τη γενέσει τους, πριν από την έναρξη οποιασδήποτε διαγωνιστικής διαδικασίας.

Η δημόσια συνεδρίαση όλων των Επιτροπών αξιολόγησης προσφορών πριν τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, μπροστά σε ένα επιλεγμένο ακροατήριο με κλήρωση ή η τηλεοπτική μετάδοση της συνεδρίασης, μπορεί να είναι μια πολύ σοβαρή εγγύηση δημοσιότητας και διαφάνειας.

Η συγκρότηση κοινωνικών Επιτροπών διαφάνειας με μέλη που κληρώνονται αλλά με πολύ μικρή θητεία, μπορεί να αναβαθμίσει και να εγγυηθεί τη λειτουργία όλων των κρίσιμων κρίκων της δημόσιας διοίκησης. Στις πολεοδομικές υπηρεσίες, στα δασαρχεία, στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες κ.ο.κ.

Επί δύο μήνες τώρα νομίζω ότι όλοι βιώνουμε, με αφορμή τη γνωστή υπόθεση Ζαχόπουλου, το θεσμικό αυτό πρόβλημα. Φάνηκαν τα όρια της λειτουργίας του συστήματος. Χρειάζονται άλλου τύπου εγγυήσεις. Εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο οι ανεξάρτητες αρχές, η δικαιοσύνη φάνηκε να διασταυρώνεται υπερβολικά με τα μέσα ενημέρωσης, να κανοναρχείται από αυτά και να τα τροφοδοτεί. Νομίζω ότι πρέπει να ξαναθυμηθούμε ορισμένες βασικές έννοιες του κράτους δικαίου όπως η μυστικότητα της ποινικής προδικασίας.

Στην άλλη επίκαιρη υπόθεση της Siemens η Βουλή, με ευθύνη της πλειοψηφίας, αντί να αναλάβει πρωτοβουλίες υπέρβασης της κρίσης και πλήρους διαφάνειας και ενημέρωσης της κοινής γνώμης, δείχνει σαν κάτι να φοβάται και έτσι επιτρέπει τον κάθε κακόπιστο να αναπαράγει την εντύπωση της καθολικής ευθύνης του πολιτικού κόσμου.

Αυτή η ισοπεδωτική και απαξιωτική αντίληψη υπονομεύει το κύρος του ίδιου του συστήματος, των ίδιων των δημοκρατικών θεσμών που τους απονομιμοποεί στη συνείδηση και του πιο απλού πολίτη. Ωθούνται και εθίζονται οι πολίτες στο να υποπτεύονται και να απαξιώνουν τους πάντες και τα πάντα.

Απαιτείται συνεπώς να αντιδράσουν, να κάνουμε κινήσεις υπέρβασης αλλά κινήσεις δημοκρατικά υπεύθυνες και θεσμικά συγκροτημένες. Αυτό το νόημα έχει η πρότασή μου για την μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

Φίλες και φίλοι, η πορεία προς ένα άλλο σύστημα διακυβέρνησης όπως το περιγράφω, προϋποθέτει μια πολιτική απόφαση που χρειάζεται την ευρύτερη δυνατή στήριξη. Είναι ένα στοίχημα συνεπώς για όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Κυρίως όμως είναι ένα στοίχημα για τις προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις, για την ευρύτερη κεντροαριστερά όπως την εκφράζει πρωτίστως το ΠΑΣΟΚ.

Η ευρωπαϊκή κυβερνητική και πλειοψηφική αριστερά πρέπει να πάψει να είναι αμυντική και φοβική. Πρέπει να ξαναγίνει ανατρεπτική και ριζοσπαστική. Υπό την έννοια αυτή η μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία ταυτίζεται με ένα αίτημα ριζοσπαστικής αναδιανομής. Πρέπει να ξαναμοιράσουμε τα χαρτιά.

Πρέπει να ξεμπλοκάρουμε την κοινωνία καταρχάς πολιτικά, γιατί στο επίπεδο της πολιτικής και του κράτους, μπορούν να διαμορφωθούν οι προοδευτικοί συσχετισμοί δυνάμεων.

Πρέπει να ανοίξουμε τις κλειστές πόρτες του πολιτικού συστήματος έτσι ώστε αυτό να εφάπτεται πραγματικά με την κοινωνία και να μην αρκείται σε μια σχέση ανοχής ή συνενοχής με την κοινωνία. Πρέπει να σπάσουμε τα στερεότυπα του δημόσιου λόγου που συνήθως είναι συμβατικός, μικροκομματικός, γεμάτος υπεκφυγές.

Η μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι συνεπώς το θεσμικό πλαίσιο μιας ριζοσπαστικής αναδιανομής πολιτικών ρόλων και επιρροών σε όλα τα επίπεδα. Στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής σκηνής, του Κοινοβουλίου, της κυβέρνησης, στο επίπεδο της περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης, στο επίπεδο των κομμάτων, των συνδικάτων, των μη κυβερνητικών οργανώσεων.

Είναι το θεσμικό πλαίσιο της ριζοσπαστικής αναδιανομής αρμοδιοτήτων και πόρων μεταξύ κέντρου και περιφέρειας. Είναι το θεσμικό πλαίσιο της ριζοσπαστικής αναδιανομής των ευκαιριών μάθησης και κοινωνικής εξέλιξης. Λέμε όλοι ότι η γνώση και άρα η παιδεία είναι ο μεγάλος και αστείρευτος εθνικός πλούτος. Ναι αλλά αυτός πρέπει να ξαναμοιραστεί δίκαια.

Η μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία ξεκινά φαινομενικά ως μια θεσμική αναδιανομή. Μπορεί όμως και πρέπει να γίνει ο μοχλός για τη ριζοσπαστική αναδιανομή του κοινωνικού πλεονάσματος και εντέλει του εθνικού εισοδήματος.

Η κοινωνία, το βλέπουμε επί μήνες τώρα, κουτσομπολεύει αλλά ασφυκτιά. Βιώνει την κρίση και αναζητά μια άλλη συλλογική ευκαιρία. Αυτή η νέα συλλογική ευκαιρία χρειάζεται ένα νέο θεσμικό πλαίσιο, ένα θεσμικό πλαίσιο που να μας επιτρέπει και να μας ωθεί να αναλάβουμε τις αναγκαίες πολιτικές πρωτοβουλίες.

Η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει ξανά την αίσθηση ότι μπορεί. Να αποκτήσει ξανά εμπιστοσύνη και προσδοκία. Ο λαός πρέπει να πιστέψει ξανά ότι μπορεί να υπάρχει κράτος, κράτος δικαίου, κράτος δημοκρατίας, κράτος κοινωνικής δικαιοσύνης, κράτος διαφάνειας, κράτος εμπιστοσύνης και πρωτίστως κράτος κοινής λογικής.

Αυτός είναι ένας εθνικός στόχος αντίστοιχος με τους εθνικούς στόχους που είχε η χώρα στη 10ετία του ’80 και στη 10ετία του ’90. Όταν θέτεις έναν εθνικό στόχο αποκτάς ρυθμό, αποκτάς δυναμική και αυτό μας χρειάζεται. Η φυγή προς τα μπρος.

 


* Η ομιλία πραγματοποιήθηκε στην Παλαιά Βουλή, στην Αθήνα, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του Ευ. Βενιζέλου, «Προς μια μετα – αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Οι Θεσμικές προϋποθέσεις μιας άλλης πολιτικής», Εκδόσεις Πόλις, 2008.

 

Tags: Πολιτικές Ομιλίες, 2008Ομιλίες σε Συνέδρια | Ημερίδες | Εκδηλώσεις, 2008