13 Μαϊου 2005


Κατ’ αρχάς χαίρομαι πάρα πολύ που σας βλέπω ξανά. Χαίρομαι πάρα πολύ για την πρωτοβουλία αυτή του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων. Θέλω να συγχαρώ τη Διοίκηση του. Είχα την ευκαιρία να συζητήσω μαζί της γύρω από τα θέματα του Οργανισμού.

Χαίρομαι γιατί ξαναβρίσκω μετά από 13 μήνες παλιούς καλούς φίλους και συνεργάτες και χαίρομαι γιατί είναι τόσο δυναμική η παρέμβαση και του σώματος των Ελλήνων Αρχαιολόγων αλλά και γενικά θα έλεγα του προσωπικού του Υπουργείου Πολιτισμού στην υπόθεση αυτή, γι’ αυτό και με ιδιαίτερη χαρά σημειώνω τη στενή συνεργασία της Ομοσπονδίας των Εργαζομένων, η ηγεσία της οποίας είναι εδώ, με τον ΣΕΑ.

Βέβαια η εκδήλωση αυτή, η συζήτηση, είχε προγραμματιστεί να έχει αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα. Τώρα με τα όσα άκουσα αποκτά και έναν πολύ ενδιαφέροντα «πνευματιστικό» χαρακτήρα, διότι θα επικοινωνήσουμε με το υπεριπτάμενο πνεύμα του κ. Τατούλη το οποίο βεβαίως αποτυπώνεται στο σχέδιο του Οργανισμού, αλλά είναι άλλο πράγμα να έχεις την ευκαιρία της επικοινωνίας και της ανάδρασης με ένα πολιτικό πνεύμα και άλλο να το προσκυνείς, όπως το Άγιο Πνεύμα.

Τώρα λόγω και της επιτυχίας που έχουν σημειώσει τον τελευταίο καιρό διάφορα μυθιστορήματα ή άλλα έργα, τα οποία έχουν ένα εν ευρεία εννοία μη ορθολογικό χαρακτήρα, η αλήθεια είναι ότι έχει αλλάξει το επιστημολογικό παράδειγμα μέσα στο οποίο κινούμαστε συνολικά στο δημόσιο βίο, πρέπει να εξοικειωθούμε δηλαδή και με διαφυγές οι οποίες δεν είναι απολύτως συμβατές με το ορθολογικό πρότυπο το οποίο έχει προκύψει τους τελευταίους, ας πούμε συμβατικά, 3 αιώνες.

Χαίρομαι πάρα πολύ γιατί θα ξανασυζητήσουμε για το θέμα του Οργανισμού έχοντας ως Υπουργείου Πολιτισμού έναν νωπό Οργανισμό που έχει το πολύ μεγάλο πλεονέκτημα να είναι αποτέλεσμα πολλών συζητήσεων, δηλαδή μιας μακράς και επίπονης προσπάθειας να διαμορφωθεί η ευρύτερη δυνατή συναίνεση.

Βέβαια η συναίνεση άλλοτε είναι καλή και άλλοτε κακή. Σίγουρα η συναίνεση δεν είναι καλή όταν απλώς υποκρύπτεται μια προσπάθεια νομιμοποίησης επιλογών οι οποίες μπορεί να έχουν οικονομικό ή αναπτυξιακό χαρακτήρα και αυτές διχάζουν σε μια δημοκρατία το κοινωνικό και άρα το εκλογικό σώμα.

Αλλά πιστεύω ότι όταν συγκροτείς μια Υπηρεσία και μάλιστα μια Υπηρεσία όπως αυτή του Υπουργείου Πολιτισμού, είναι πολύ μεγάλο διαχειριστικό- και όχι μόνο νομοθετικό- πλεονέκτημα να έχεις διασφαλισμένη την εφαρμοσιμότητα ενός οργανωτικού πλαισίου, δηλαδή να έχεις διασφαλισμένη την επιθυμία των ανθρώπων που καλούνται να λειτουργήσουν μέσα σε ένα οργανωτικό πλαίσιο πράγματι να το υιοθετήσουν, να το σεβαστούν και να το αξιοποιήσουν.

Όπως ξέρετε έχω διατελέσει σε δυο διαφορετικές περιόδους Υπουργός Πολιτισμού. Δεν φλέρταρα ποτέ με την ιδέα μιας ριζικής και βιαστικής αλλαγής του Οργανισμού. Έκρινα στο παρελθόν ότι θα μπορούσαμε με διάφορες σημειακές παρεμβάσεις να επιλύσουμε προβλήματα και καταλήξαμε σε έναν ενιαίο νέο Οργανισμό μετά από πολλά χρόνια συνεργασίας, δηλαδή μετά από μια μακρά εμπειρία γύρω από διάφορα θέματα και αυτός ο Οργανισμός προσπάθησε να κινηθεί και νεωτερικά και συμβιβαστικά, σεβόμενος σε τελευταία ανάλυση την ίδια τη διπλή φύση του Υπουργείου Πολιτισμού.

Μάλιστα κατά τη διάρκεια των χρόνων αυτών μετέβαλα κι εγώ δικές μου αρχικές απόψεις οι οποίες είχαν κατ’ ανάγκην πειραματικό ή δοκιμαστικό χαρακτήρα ή αρκέστηκα στην μερική εφαρμογή κάποιων απόψεων, γιατί ποτέ ένας Οργανισμός, ποτέ το διοικητικό φαινόμενο και πολύ περισσότερο το πολιτικό φαινόμενο, δεν είναι ένα εργαστηριακό προϊόν.

Απορώ μάλιστα με εκείνους τους συναδέλφους μου στην πολιτική ζωή που χωρίς να έχουν καμία ακαδημαϊκή εμπειρία και καμία εξ επαγγέλματος υποχρέωση να τηρούν κανόνες επιστημονικής πειθαρχίας και άρα και δογματισμού, είναι πρόθυμοι και έτοιμοι να αποδεχτούν την ανάγκη μιας θεωρητικής καθαρότητας και άρα μιας σχηματικής καθαρότητας γύρω από θέματα που αφορούν την οργάνωση της δημόσιας υπηρεσίας.   

Άλλωστε, φίλες και φίλοι, το Υπουργείο Πολιτισμού σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στην πλειονότητα των κλάδων των δημοσίων υπηρεσιών, έχει ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα που κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Το πλεονέκτημα του είναι το γεγονός ότι δεν είναι απλά και μόνο μια δημόσια Υπηρεσία, αλλά είναι και μια ζωντανή, δυναμική, πλούσια σε διανοητικό κεφάλαιο, επιστημονική κοινότητα.

Δεν επιτελεί έργα μόνο διοικητικά, αλλά επιτελεί και έργα σοβαρότητα ερευνητικού και επιστημονικού χαρακτήρα. Επίσης διαχειρίζεται δυο αντικείμενα τα οποία μπορεί να έχουν συνάφεια, αλλά έχουν και πάρα πολύ σημαντικές διαφορές. Διαφορές πραγματολογικές, διαφορές ιδεολογικές και διαφορές νομικές οι οποίες τελικώς μετατρέπονται σε διαφορές συνταγματικές.

Γιατί είναι τελείως διαφορετική η μεταχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς και του πολιτιστικού περιβάλλοντος που συνάπτεται με τα μνημεία και διαφορετική η μεταχείριση του σύγχρονου πολιτισμού, δηλαδή η μεταχείριση της τέχνης, της δημιουργίας, της λαϊκής έκφρασης, της ερασιτεχνικής δημιουργίας, όλα αυτά που συμβατικά τα ονομάζουμε σύγχρονο πολιτισμό. Γιατί η πολιτιστική κληρονομιά είναι κρατική αρμοδιότητα, δεν είναι τοπική υπόθεση, είναι σκοπός του κράτους και άρα συνταγματικά κατοχυρωμένη αρμοδιότητα της κεντρικής κρατικής εξουσίας. Και ενώ η πολιτιστική κληρονομιά ελέγχεται δικαστικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα άλλα δικαστήρια με κριτήριο το άρθρο 24 παρ. 6 του Συντάγματος για την στο διηνεκές προστασία των μνημείων, η άλλη όψη του Υπουργείου Πολιτισμού, ο σύγχρονος πολιτισμός, συνδέεται με ατομικά δικαιώματα των δημιουργών, με την ελευθερία της τέχνης και της έκφρασης με τα άρθρα 16 παρ. 1 και 14 παρ. 1 του Συντάγματος μας. Συνδέεται επίσης, με την αρμοδιότητα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, γιατί έχει αναγνωριστεί ως κατά κύριο λόγο τοπική υπόθεση και με την αρχική διατύπωση που είχαν οι διατάξεις αυτές αλλά ιδίως με την αναθεώρηση του Συντάγματος και με τη νομοθετική εξειδίκευση που έγινε (ήδη από το 1998 και μετά) με τη μεταφορά σημαντικών αρμοδιοτήτων στα όργανα της περιφερειακής διοίκησης του κράτους, της δημοτικής αυτοδιοίκησης και της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης.

Άρα όλα αυτά διαμορφώνουν ένα πλαίσιο το οποίο δεν είναι απλά και μόνο λειτουργικό ή θα έλεγα λογικά και επιχειρησιακά επιβεβλημένο, αλλά ένα πλαίσιο το οποίο σε πολύ μεγάλο βαθμό θέτει και όρια συνταγματικότητας.

Μπορεί τα όρια της συνταγματικότητας να μην είναι αυτά τα οποία είχαν υποστηριχθεί στο παρελθόν με αφορμή διάφορες ιδέες μας, όπως η δημιουργία του Οργανισμού Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού ή η  αυτονόμηση των μουσείων, αλλά σίγουρα υπάρχει ένας πυρήνας, ο οποίος είναι αναλλοίωτος και ο οποίος δεν μπορεί να τεθεί υπό διαπραγμάτευση, που αφορά την αρμοδιότητα του κράτους και την υποχρέωση του να προστατεύει την πολιτιστική κληρονομιά.

Άρα λοιπόν στο σχέδιο Οργανισμού, που είχε την καλοσύνη με πολύ ευγένεια να μου στείλει ο κ. Τατούλης, γιατί θέλει να του διατυπώσω τη γνώμη μου και την επιστημονική και την πολιτική, λόγω και της πολιτικής μου εμπειρίας αλλά και της επιστημονικής μου εξειδίκευσης, υπάρχουν πολύ σοβαρά προβλήματα.

Το κύριο δε πρόβλημα το οποίο τίθεται, είναι αυτή η ταύτιση πολιτιστικής κληρονομιάς και σύγχρονου πολιτισμού, γιατί το ίδιο το σχήμα οργάνωσης των κρατικών υπηρεσιών και το σχήμα σχέσεων μεταξύ του κράτους, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και της κοινωνίας των πολιτών είναι διαφορετικό στη μία και στην άλλη περίπτωση. Αυτό αφορά βεβαίως και πολλά επιμέρους θέματα, τα οποία συνδέονται και με άλλες όψεις του διοικητικού και άρα του συνταγματικού προβλήματος της χώρας:

Μια χώρα 11 εκατομμυρίων κατοίκων, η οποία αντιμετωπίζει ούτως ή άλλως πολύ σοβαρό πρόβλημα περιφερειακής ανάπτυξης και άρα περιφερειακής διάρθρωσης της, πρέπει πρωτίστως να απαντήσει στα ερωτήματα: ποιοι είναι οι δύο βαθμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τι σχέση έχουν μεταξύ τους και τι σχέση έχει το σχήμα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την περιφερειακή οργάνωση του κράτους, δηλαδή με την αποκέντρωση της κρατικής εξουσίας να πρέπει να λύσει το πρόβλημα των δύο βαθμών τοπικής αυτοδιοίκησης και άρα το πρόβλημα της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης, καθώς και το πρόβλημα της μητροπολιτικής διοίκησης των δύο μεγάλων πολεοδομικών συγκροτημάτων.

Πρέπει –με άλλα λόγια- να λύσει το πρόβλημα του πολίτη που βρίσκεται αντιμέτωπος με όλα αυτά, διότι θέλει καλής ποιότητας διοίκηση και ευκρινή κατανομή αρμοδιοτήτων, για να ξέρει που απευθύνεται, αλλά και για να ξέρει ποιος έχει την ευθύνη. Σήμερα έχουμε 13 διοικητικές περιφέρειες, αλλά 17 υγειονομικές περιφέρειες (οι οποίες λειτουργούσαν και επί των ημερών των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, αλλά αναπαράγονται και επί των ημερών της κυβερνήσεως της Νέας Δημοκρατίας) και τώρα έχουμε άλλες 10 πολιτιστικές περιφέρειες, οι οποίες δεν ταυτίζονται με τις διοικητικές περιφέρειες της χώρας.

Αλλά το Υπουργείο Πολιτισμού ξέρει πάρα πολύ καλά ότι αν έχει καταφέρει κάτι στο ζήτημα των υποδομών και αν έχει συμβεί κάτι πολύ σημαντικό την περίοδο 1997-2004 λόγω του Β’ και του Γ’ ΚΠΣ, αυτό οφείλεται σε δύο παράγοντες.  Ο πρώτος παράγοντας είναι η ποιότητα και η ταχύτητα των έργων αυτεπιστασίας που προωθεί κυρίως η Αρχαιολογική Υπηρεσία και δεύτερον, η αγαστή συνεργασία με τα περιφερειακά επιχειρησιακά προγράμματα του Γ’ ΚΠΣ, δηλαδή με τις 13 υφιστάμενες διοικητικές περιφέρειες, οι οποίες διαχειρίζονται κονδύλια για τα έργα υποδομής του σύγχρονου πολιτισμού, για την Κοινωνία της Πληροφορίας και θα διαχειριστούν και προγράμματα ενδεχομένως των ανθρώπινων πόρων που είναι το μέλλον του Δ' ΚΠΣ. Κι αυτό μπορεί να αφορά την απασχόληση εργαζομένων στη φύλαξη και την προστασία των αρχαιοτήτων, αλλά μπορεί να αφορά και τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων του σύγχρονου πολιτισμού.

Άρα είναι θα έλεγα εντυπωσιακά πρόχειρο και προβληματικό το να καταθέτει κανείς το σχέδιο ενός Οργανισμού που φιλοδοξεί να προσλάβει τη μορφή τυπικού νόμου και άρα να θεσπίσει αποκλίσεις από το μοντέλο οργάνωσης της Δημόσιας Διοίκησης που ισχύει γενικά και από τον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα που ισχύει γενικά και να μη σκέφτεται πώς και με ποιο τρόπο θα αντιμετωπίσει τα προβλήματα αυτά Που είναι προβλήματα συνταγματικότητας, αλλά και προβλήματα χρηματοδότησης και προβλήματα αλληλοσεβασμού μεταξύ του κράτους και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και μεταξύ του κράτους, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και της κοινωνίας των πολιτών.

Διότι σύγχρονο πολιτισμό παράγει ο καλλιτέχνης, παράγει η ιδιωτική επιχείρηση που λειτουργεί στον χώρο της ψυχαγωγίας, της επιμόρφωσης, του πολιτισμού, παράγει το κάθε σωματείο, το κάθε ίδρυμα, ο κάθε σύλλογος, η κάθε αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, δηλαδή η κοινωνία των πολιτών υπό οποιαδήποτε μορφή και υπό οποιαδήποτε εκδοχή.

Ανεξάρτητα τώρα από αυτό, τίθενται και θέματα συνάφειας με τις εγγυήσεις του άρθρου 103. Όχι μόνο του 102 του Συντάγματος για την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τις αρμοδιότητες της, αλλά και του 103 για το καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων. Διότι το ζητούμενο πάντα στο Υπουργείο Πολιτισμού ήταν το ιδιαίτερο βαθμολόγιο και προσοντολόγιο των στελεχών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και των αναστηλωτικών του Υπηρεσιών και –γιατί όχι;- και των Υπηρεσιών διοίκησης του σύγχρονου πολιτισμού. Αλλά σίγουρα αυτή η συζήτηση ξεκινά από τους αρχαιολόγους και συνεχίζεται με τους συντηρητές και τους μηχανικούς και ακολουθούν βέβαια και οι υπάλληλοι της πολιτιστικής  διοίκησης. Και αντί να έχουμε αυτό, έχουμε ουσιαστικά μια ανατροπή του γενικού βαθμολογίου των δημοσίων υπαλλήλων, της ιεραρχίας και μια ανατροπή της βασικής αρχής που λέει για μεν τους αρχαιολόγους ότι μια επιστημονική κοινότητα, όπως είναι η αρχαιολογική, βεβαίως και διοικείται όχι μόνο από Γενικό Διευθυντή αλλά και από αναπληρωτές Γενικούς Διευθυντές οι οποίοι παρεμβάλλονται και οι οποίοι πρέπει να είναι αρχαιολόγοι.

Οι Υπηρεσίες των μηχανικών επίσης, που προωθούν δημόσια έργα και λειτουργούν κατά τη νομοθεσία περί δημοσίων έργων την επιβεβαιωμένη από το νέο νόμο του κ. Σουφλιά, πρέπει να λειτουργούν με μια σχέση διευθύνουσας Υπηρεσίας και προϊσταμένης αρχής η οποία καθιστά προϊσταμένη αρχή, αρχή που διοικείται από μηχανικό. Και αυτά πέρα από το τεράστιο πρόβλημα της υπονόμευσης του αναστηλωτικού έργου, του αποχωρισμού των αρχαιολόγων από το αναστηλωτικό έργο και της θα έλεγα ηθελημένης – κι αυτό είναι βασική επιλογή – υποβάθμισης της αυτεπιστασίας που έχει αποδειχτεί η πιο διαφανής, η ασφαλέστερη και η ταχύτερη μέθοδος προώθησης σημαντικών έργων. Και μάλιστα σε μια Υπηρεσία, η οποία είναι ίσως η μόνη Υπηρεσία στο ελληνικό Δημόσιο που δεν έχει δώσει ποτέ δείγματα διαφθοράς σε προσωπικό επίπεδο. Γιατί εγώ έχω διοικήσει πολλά χρόνια στο Υπουργείο Πολιτισμού και γνωρίζω πάρα πολύ καλά ότι αν για ένα θέμα ήμουν υπερήφανος, αυτό ήταν το γεγονός ότι δεν είχαμε ποτέ τέτοιο κρούσμα ιστορικά στον χώρο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Δεν λέω ότι είχαμε στο χώρο άλλων Υπηρεσιών, αλλά πάντως σίγουρα στο χώρο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας δεν είχαμε. Αυτό λοιπόν είναι κάτι πολύ σημαντικό που πρέπει να μας απασχολήσει.

Επίσης οι Οργανισμοί λειτουργούν και συμβολικά. Δηλαδή το πόσες και ποιες κεντρικές Υπηρεσίες έχεις και το πόσες και ποιες περιφερειακές Υπηρεσίες έχεις, είναι και ένας εμπράγματος συμβολισμός για το τι σημασία δίνεις ή δεν δίνεις σε τομείς της επιστημονικής και διοικητικής δραστηριότητας σου.

Διότι αν οι διευθύνσεις της κεντρικής Υπηρεσίας των Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων συνωθηθούν σε μια διεύθυνση και αν οι σημερινές διευθύνσεις γίνουν τμήματα και αν από κει που είχαμε μια πολυμορφία τμημάτων για μουσεία, για εκπαιδευτικά προγράμματα, για εκθέσεις στο εξωτερικό, έχουμε μόνο μια ισχνή «επιμέλεια αρχαιοτήτων», αυτό σημαίνει ότι έχουμε μια άλλη αντίληψη για το κράτος. Ότι «επανιδρύουμε» το κράτος ως ένα κράτος το οποίο είναι νεοφιλελεύθερο, άρα μικρό στον πυρήνα του, γιατί αφήνει τεράστια περιθώρια να αναπτύσσονται άλλες δραστηριότητες οι οποίες ενδεχομένως είναι δραστηριότητες οι οποίες μπορεί να είναι καλές ή καλές, αλλά πάντως δεν υπόκεινται στο συνταγματικό σχήμα οργάνωσης και ελέγχου των αρμοδιοτήτων αυτών.

Κι εγώ είχα συζητήσει το ενδεχόμενο να αποκτήσουν την οργανωτική μορφή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου τα μουσεία, τα μεγάλα αρχαιολογικά μουσεία, και στη συνέχεια αρκέστηκα στον αποχωρισμό πέραν του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου και του Νομισματικού Μουσείου, που ήταν ούτως ή άλλως ειδικές Υπηρεσίες, του Βυζαντινού Μουσείου της Θεσσαλονίκης, του Αρχαιολογικού Μουσείου της Θεσσαλονίκης και του Αρχαιολογικού Μουσείου του Ηρακλείου. Γιατί αυτά είναι μεγάλα αστικά μουσεία, είναι μουσεία τα οποία καλύπτουν μεγάλες περιοχές και μεγάλες θεματικές ενότητες και γιατί κατάλαβα από τη σχέση μεταξύ μουσείων και εφορείας ως προς τα αρχαιολογικά και βυζαντινά μουσεία, ότι δεν μπορεί να διασφαλιστεί η σχέση αυτή και μπορεί η εφορεία να υπονομεύει το μουσείο και το μουσείο την εφορεία. Και φυσικά ο διαχωρισμός δεν μπορεί να ισχύσει στα μουσεία αρχαιολογικών χώρων. Δεν μπορεί να ισχύσει στο Μουσείο των Δελφών ή στο Μουσείο της αρχαίας Ολυμπίας ή στο Μουσείο των Μυκηνών.

Κατά την ίδια λογική δεν είχαμε κανένα πρόβλημα να πολλαπλασιάσουμε όχι τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, αλλά τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου στα μουσεία του σύγχρονου πολιτισμού. Βεβαίως και το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ή όλα τα μουσεία τα ειδικευμένα, κινηματογράφου, φωτογραφίας κλπ., είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, γιατί εκεί δεν έχουμε το πρόβλημα αυτό.

Και όταν έχουμε φτιάξει τον ΟΠΕΠ, ο οποίος μπορεί ως ανώνυμη εταιρεία να υποστηρίξει τα πωλητήρια, τα κυλικεία, τις αναπαραγωγές και εν γένει τις διαχειριστικές δραστηριότητες όλων των μουσείων, το να συζητά κανείς για τα πλεονεκτήματα 11 μουσείων που θα γίνουν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, νομίζω πλέον ότι είναι άνευ αντικειμένου. Πραγματικά άνευ αντικειμένου. Απλώς θα οδηγηθούμε στην απόλυτη αδυναμία λειτουργίας του σχήματος. Αλλά δεν μπορεί το επιμύθιο μια τέτοιας συζήτησης να είναι η προσδοκία της απόλυτης αδυναμίας λειτουργίας του συστήματος. Δεν είναι αυτό το θέμα.

Δεν ξέρω αν θα συμφωνήσει ποτέ το Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης σε αυτού του τύπου την περιφερειακή οργάνωση των Υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού. Δεν ξέρω αν θα συμφωνήσει ποτέ στον θεσμό και στον βαθμό του αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή.

Δεν ξέρω αν οι κλάδοι των μηχανικών, οι οποίοι είναι πολύ πιο πολυπρόσωποι και πολύ πιο ισχυροί, γιατί είναι κλάδοι οριζόντιοι σε όλη τη Δημόσια Διοίκηση, θα αποδεχτούν να υποτάσσονται σε περιφερειακό αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή που δεν είναι μηχανικός. Δεν ξέρω αν θα συμφωνήσει το Υπουργείο Οικονομικών με τη ρύθμιση αυτή.

Αμφιβάλω αν τελικώς θα υπογραφεί ένα τέτοιο νομοσχέδιο από τους Υπουργούς Εσωτερικών, από τον Υπουργό Οικονομικών και από τον Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ. Αλλά εν πάση περιπτώσει, όταν προσεγγίζει κανείς από τη σκοπιά του Υπουργείου Πολιτισμού αυτό το οργανόγραμμα και αυτό το νομοσχέδιο διαπιστώνει όλα αυτά, τα οποία σας είπα προηγουμένως.

Υπάρχουν φυσικά και μια σειρά από άλλα προβλήματα. Τι θα γίνει, ας πούμε, με τις ενάλιες αρχαιότητες, πως θα διαμορφώνεται η πολιτική, η διεθνής πολιτική και η νομοθετική πολιτική του Υπουργείου. Υπάρχουν επίσης προβλήματα τα οποία αφορούν τη στελέχωση των Υπηρεσιών αυτών.

Και βεβαίως υπάρχει το κορυφαίο πρόβλημα -κατά τη γνώμη μου- του σχήματος της ενιαίας Εφορείας, το οποίο θα μπορούσε και να λειτουργήσει, αλλά θα μπορούσε να οδηγήσει και σε μια υποβάθμιση του προϊόντος που παράγεται τόσα χρόνια μέσα από την παράδοση και μέσα από τη συνέχεια των Εφορειών ως επιστημονικών κοινοτήτων και όχι απλά και μόνο ως διοικητικών μονάδων.

Πράγματι θα μπορούσες να ενώσεις τις Υπηρεσίες, αλλά το να μην έχει η Ακρόπολη χωριστή Εφορεία, το να έχεις μια ενιαία Εφορεία για τις προϊστορικές, κλασικές, βυζαντινές και μεταβυζαντινές αρχαιότητες της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης, νομίζω ότι τελικά οδηγεί όχι σε μια  αποκέντρωση, αλλά σε έκκεντρη συγκέντρωση της Διοίκησης.

Διότι εκεί που έχεις ανάγκη από εξατομικευμένη ευθύνη, από λειτουργικότητα, από ευελιξία, από μικρές επιστημονικές μονάδες οι οποίες να μπορούν να συγκροτηθούν, τελικά τα υποτάσσεις όλα αυτά σε έναν Προϊστάμενο της Εφορείας, σε έναν αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή και μετά ψάχνεις να βρεις και τον Γενικό Διευθυντή βεβαίως, τον Γενικό Γραμματέα και βεβαίως τα συμβούλια.

Ξέρετε, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο και το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων είναι γνωμοδοτικά όργανα της ενεργού Διοικήσεως, όπως λέμε στο διοικητικό δίκαιο. Δεν είναι ανεξάρτητες αρχές και σκοπίμως δεν έγιναν ποτέ ανεξάρτητες αρχές. Γιατί πρέπει να μετέχουν στην ενεργό Διοίκηση. Εκεί τα χρειάζεται η Πολιτεία και η κοινωνία τα συμβούλια αυτά, ως μαχόμενα συμβούλια. Είναι όμως εντυπωσιακό το γεγονός ότι συμβούλια μαχόμενα, της ενεργού διοικήσεως, που διορίζονται με απλή διοικητική πράξη του εκάστοτε Υπουργού, έχουν καταφέρει στο χώρο του Υπουργείου Πολιτισμού να έχουν κύρος, εγκυρότητα και αμεροληψία, η οποία υπερβαίνει το κύρος των περισσότερων συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων Αρχών. Μεγαλύτερο κύρος έχουν οι αποφάσεις του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, παρά του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Αυτό, είναι σημαντικό, αυτό είναι μια κατάκτηση της εν ευρεία εννοία επιστημονικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένης και της ακαδημαϊκής που τροφοδοτεί τη στελέχωση των Συμβουλίων αυτών επί τόσα χρόνια. Και τώρα προσπαθούμε να καθυποτάξουμε και τελικά να υποβαθμίσουμε και συμβολικά τα συμβούλια αυτά και σε περιφερειακό και σε κεντρικό επίπεδο. Τέλος πάντων.

Σημασία έχει ότι όλα αυτά έχουν, υποτίθεται, τη μορφή ενός προσχεδίου νόμου. Αυτό έχει την εξής διπλή στόχευση: αφ’ ενός μεν να θεσπίσει πρωτογενώς κάθε αναγκαία απόκλιση από τον κώδικα δημοσίων υπαλλήλων, από τα οργανωτικά σχήματα του Υπουργείου Εσωτερικών, έχει όμως και τη στόχευση της νομιμοποίησης. Στόχευση της νομιμοποίησης σημαίνει ότι θα έρθει στη Βουλή, αν έρθει. Και η Βουλή είναι μια πολύ μεγάλη δοκιμασία, ακόμη κι όταν υπάρχει μια ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Διότι εγώ δεν πιστεύω ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι και πρέπει να είναι ενιαία στα θέματα αυτά.

Ο αρχαιολογικός νόμος ο οποίος ψηφίστηκε και ο οποίος έγινε απόπειρα να θιγεί κι αυτός σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, ήταν αποτέλεσμα μιας ανοιχτής, απροκατάληπτης, λεπτομερούς συζήτησης στη Βουλή, όπου έγιναν κατά κόρον δεκτές όλες οι εύστοχες παρατηρήσεις των βουλευτών της Αντιπολίτευσης. Οι παρατηρήσεις του κ. Χουρμουζιάδη έγιναν σχεδόν στο σύνολό τους δεκτές, γιατί έγιναν με την ευαισθησία του επιστήμονα και του πολιτικού, της κας Μπενάκη που είχε διατελέσει Υπουργός Πολιτισμού, βουλευτών οι οποίοι είχαν προσωπική εμπειρία ως συλλέκτες ή ως αρχαιόφιλοι και διαμορφώθηκε ένα κείμενο το οποίο συγκέντρωσε υψηλούς βαθμούς συναίνεσης.

Ποια συναίνεση θα συγκεντρώσει το κείμενο αυτό στη Βουλή; Είναι δυνατό να είναι αυτό το Υπουργείο που προΐσταται ο Πρωθυπουργός και τη στιγμή που ζητά τη συναίνεση για τα ελληνοτουρκικά, για το όνομα των Σκοπίων, για το ασφαλιστικό, για τα εργασιακά, να επιχειρηθεί μια μετωπική σύγκρουση στον Οργανισμό του Υπουργείου Πολιτισμού; Δηλαδή είμαστε φτηνοί στο αλεύρι και ακριβοί στα πίτουρα;

Αυτό δεν είναι μια σύγχρονη πολιτική αντίληψη και σίγουρα το ερώτημα θα απασχολήσει τον φίλο μου τον Αντώνη Μακρυδημήτρη ως διοικητικό επιστήμονα, διότι η διοικητική επιστήμη, όπως ξέρει καλύτερα από όλους μας ο ίδιος, δεν είναι η επιστήμη, των απλών και καθαρών σχημάτων, αλλά είναι η επιστήμη της πραγματικής διοίκησης. Και πραγματική διοίκηση ασκείς με αποτελεσματικότητα, δηλαδή κάνεις αποτελεσματικό και σύγχρονο δημόσιο management όταν έχεις ανθρώπους οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται να χτυπήσουν την κάρτα, αλλά να είναι μαζί με τον Υπουργό μέχρι τις 11, τις 12, τη 1 τη νύχτα, να μετέχουν σε συμβούλια, να μετέχουν σε επιτροπές και να έχουν πειστεί ότι είναι σωστό το δόγμα του υπουργού τους, ότι είναι προτιμότερο να είναι στο γραφείο τους μέχρι αργά το βράδυ παρά στο σπίτι τους. Αυτό ναι, είναι σημαντικό. Είναι σημαντικό και για τη σχέση μεταξύ επαγγελματικού και οικογενειακού βίου που είναι ένα από τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Με αυτές τις σκέψεις συγχαίρω το Σύλλογο και περιμένω από τον κ. Μακρυδημήτρη με την επιστημονική του ευαισθησία και την ευγένεια που έχει ως άνθρωπος, όχι ν’ απαντήσει σε αυτά τα οποία εν πολλοίς άκουσε, αλλά να τα εντάξει στο σώμα των προβληματισμών του και να μεταφέρει και σε εκείνους που έχουν την πολιτική ευθύνη για τις επιλογές. Γιατί η πολιτική ευθύνη ανήκει στον Υπουργό, δηλαδή στον κ. Κώστα Καραμανλή και στην κοινοβουλευτική του πλειοψηφία, δεν ανήκει πουθενά αλλού. Δηλαδή και ο κ. Τατούλης, φυσικά, όπως και όλοι οι υπουργοί και οι υφυπουργοί, όλων των κυβερνήσεων, αποκτούμε ή χάνουμε τα αξιώματά μας αυτά, επειδή μας επιλέγει ο Πρωθυπουργός. Άρα έχει πολύ μεγάλη σημασία να είναι και ονομαστική και εξατομικευμένη η αίσθηση της ευθύνης, η οποία ανήκει στον Πρωθυπουργό και Υπουργό Πολιτισμού.


* Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου στην εκδήλωση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων
Tags: Πολιτικές Ομιλίες, 2005Ομιλίες σε Συνέδρια | Ημερίδες | Εκδηλώσεις, 2005