26 Δεκεμβρίου 2020

 

Ευάγγελος Βενιζέλος
                                                                                                           

 Βίβλος και Σύνταγμα : Σκέψεις για την πολιτική θεολογία *

 

Το ειδικότερο θέμα μου  στο πλαίσιο του γενικού θέματος του συνεδρίου «Βίβλος και Πολιτική» είναι η σχέση της Βίβλου και του Συντάγματος, «Βίβλος και Σύνταγμα:  Σκέψεις για την πολιτική θεολογία της μετανεωτερικότητας». Οι τίτλοι, όπως ξέρετε, είναι και βαρύγδουποι και δεσμευτικοί και διατρέχουν διαρκώς τον κίνδυνο να διαψευσθούν από το περιεχόμενο των ανακοινώσεων, αλλά θα το διακινδυνεύσω.

Θα ήθελα να ξεκινήσουμε αυτήν τη συζήτηση από μία υπενθύμιση, επιγραμματική, για το πώς ορίζεται η πολιτική. Πολιτική, κατά τη δική μου εκδοχή, είναι οτιδήποτε κινείται όχι μόνο στο πεδίο του κράτους, αλλά  στο πεδίο της εξουσίας γενικότερα, γιατί εξουσιαστικές σχέσεις αναπτύσσονται και εντός αλλά και εκτός του κράτους. Άλλωστε το κράτος, ούτως ή άλλως, αυτό καθεαυτό είναι συμπύκνωση σχέσεων εξουσίας. Στο  πεδίο της πολιτικής περιλαμβάνεται  οτιδήποτε κινείται στον δημόσιο χώρο, με την ευρύτερη έννοια του όρου, άρα περιλαμβάνεται εδώ και η κοινωνία των πολιτών και η οικονομία. Αλλά, βεβαίως, σε τελική ανάλυση, όλα αυτά ανάγονται στο κράτος, ως συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ή σε διακρατικές σχέσεις ή στον χώρο της διεθνούς κοινότητας, πάντα διά του κράτους και σε αναφορά προς το κράτος, μόνον που το κράτος δεν ορίζεται μόνον σε σχέση με τον εαυτό του, αλλά πάντα σε σχέση και με την κοινωνία.

Άρα, κατά τη γνώμη μου, το πεδίο της πολιτικής είναι το ευρύτερο δυνατό και έτσι διασταυρωνόμαστε με την έννοια του Συντάγματος, που δεν είναι απλά το ύψιστης ισχύος νομικό κείμενο που ρυθμίζει τη συγκρότηση και την άσκηση της κρατικής εξουσίας, τα στοιχεία δηλαδή που συνδέονται με την εθνική συνταγματική ταυτότητα και με την κυριαρχία του κράτους, αλλά είναι ένα κείμενο που έχει κανονιστικό περιεχόμενο πολύ ευρύτερο από ό,τι μπορεί να διαπιστώσει κανείς διά γυμνού οφθαλμού.  Το Σύνταγμα ακολουθεί και ρυθμίζει όλο το εύρος του κράτους, των σχέσεων κράτους-κοινωνίας των πολιτών, κράτους-οικονομίας και κράτους-διεθνούς κοινότητας. Για να είμαι, λοιπόν, ακριβέστερος, αυτό που ορίζω ως φάσμα της πολιτικής στην πραγματικότητα ταυτίζεται με το κανονιστικό εύρος του Συντάγματος, με την ύλη του Συντάγματος [1].  Υπό την έννοια αυτή, είτε το θέλουμε είτε όχι, όταν συζητούμε για τη σχέση Βίβλου και Πολιτικής[2] στη νεωτερική και πολύ περισσότερο στη μετανεωτερική εποχή, αναγκαστικά θα συζητήσουμε για τη σχέση Βίβλου και Συντάγματος, γιατί αλλιώς δεν έχουμε πλαίσιο αναφοράς.

Υπάρχει όμως και μία άλλη ακόμη πιο απλή και πιο θεμελιώδης σχέση μεταξύ Βίβλου και Συντάγματος. Η Βίβλος είναι ένα κείμενο αποκαλυπτικό, σωτηριολογικό, είναι και  ένα κείμενο με ιστορικότητα, είναι ένα κείμενο που συνιστά αντικείμενο ερμηνείας. Είναι όμως και η προεικόνιση του Συντάγματος, γιατί, όταν φτάνουμε στην ιστορική στιγμή της συγκρότησης του εθνικού κράτους, που είναι ένα βασικό προϊόν της νεωτερικότητας, τότε η έννοια της Βίβλου, δηλαδή του βασικού κειμένου αναφοράς που υπερέχει δογματικά, οδηγεί στη βασική ιδέα του Συντάγματος ως μίας πολιτικής και νομικής βίβλου που υπερέχει νομικά και ρυθμίζει τα πάντα [3].  Οι βασικοί κανόνες εγκιβωτίζονται σε ένα κείμενο που είναι το Σύνταγμα, όπως θεολογικά τα δόγματα εγκιβωτίζονται στη Βίβλο.

Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι η Βίβλος έχει ένα ακαταγώνιστο πλεονέκτημα σε σχέση με οποιοδήποτε Σύνταγμα, εθνικό Σύνταγμα, τον ανώτερο νομικό κανόνα που ισχύει σε μία εθνική έννομη τάξη, γιατί έχει αυτή τη θεολογική αναγωγή. Ο θείος λόγος είναι πάντα ως απερινόητος, ισχυρότερος του ορθού λόγου, γιατί ο ορθός λόγος δεν μπορεί να διαφύγει εύκολα, δεν μπορεί να συγκαλύψει ή να συμπληρώσει τα κενά του, ενώ ο θείος λόγος αυτό το επιτυγχάνει, γιατί η πίστη είναι αυτή η οποία καλύπτει τα κενά, το Άγιον Πνεύμα καλύπτει τα κενά αυτά.

Τέτοιου είδους διαφυγή δεν υπάρχει στο πεδίο του ορθού λόγου, δεν υπάρχει η Θεία Χάρη, που μπορεί να πληροί τα ελλείποντα και να θεραπεύει τα ασθενή.  Άρα, λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω περιορισμών, το Σύνταγμα πρέπει να το νοήσουμε ιστορικά ως ένα είδος «πολιτικού ευαγγελίου» που εμπεριέχει τους θεμελιώδεις κανόνες συγκρότησης και άσκησης της εξουσίας. Αλλά και τους θεμελιώδεις κανόνες που διέπουν τις  σχέσεις πολίτη και εξουσίας, όπως και τις σχέσεις εξουσίας-κοινωνίας, εξουσίας-οικονομίας, εξουσίας και διεθνούς κοινότητας, με τη μεγαλύτερη δυνατή νομική ισχύ.  Μόνον που η νομική ισχύς του Συντάγματος θεμελιώνεται θετικιστικά στην πυραμίδα των κανόνων  δικαίου και η «ιερότητα» που διεκδικεί είναι έμμεση και υπαινικτική [4]. Αν και πολλές φορές την επικαλείται ευθέως, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με το προοίμιο του ελληνικού Συντάγματος, που επικαλείται την Αγία Τριάδα, τον τριαδικό Θεό, αλλά το προοίμιο αυτό εξηγείται ιστορικά με πιο απλό τρόπο, επειδή είναι οι εισαγωγικές φράσεις της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας [5].  Άρα σχετίζεται με την κρατικότητα και όχι με την ιερότητα, αν και στο παιχνίδι νομιμοποίησης, όσο και αν ο ορθολογισμός αποϊεροποιεί την εξουσία, πάντα διατηρείται ένα κατάλοιπο διεκδικούμενης ιερότητας του κράτους και της εξουσίας.

Το Σύνταγμα, συνεπώς, ως προϊόν της νεωτερικότητας εξακολουθεί να συνδέεται επίμονα με πολιτειολογικές κα νομικές έννοιες που έχουν έντονες θεολογικές αναγωγές, όπως η κυριαρχία, η συντακτική εξουσία που θέτει το Σύνταγμα, η υπεροχή του Συντάγματος, η διάκριση των εξουσιών, που είναι το αντίστοιχο του τριαδικού δόγματος στη νομική επιστήμη, η κατάσταση ανάγκης [6]

Αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία για να αντιληφθούμε μία έννοια που θα χρησιμοποιήσω και  τη χρησιμοποιούν πάρα πολύ συχνά θεολόγοι, πολιτειολόγοι και νομικοί, που είναι η έννοια της πολιτικής θεολογίας [7].  Τι συνιστά πολιτική θεολογία;  Ας πω, εν παρενθέσει, ότι πολιτική θεολογία είναι ένα πολιτικό αφήγημα το οποίο εμπεριέχει έννοιες, οι οποίες είναι αξιωματικές, αυτοαναφορικές, οριακές και βασίζονται σε ένα καταθλιπτικά ακαταγώνιστο, στοιχείο που είναι ο πραγματικός συσχετισμός δυνάμεων.  Αυτό συγκροτεί  τον πυρήνα της πολιτικής θεολογίας, αυτός ο πολιτικός λόγος είναι «θεολογικός». Τουλάχιστον αυτή είναι η δική μου εκδοχή.

Μην ξεχνάμε, όμως, ότι η εξήγηση γι’ αυτή την ομοιότητα που διεκδικεί το Σύνταγμα σε σχέση με τη Βίβλο οφείλεται στο γεγονός ότι το εθνικό κράτος, το κράτος που αρχίζει να δημιουργείται, ας πούμε, συμβατικά από τον 14ο αιώνα και μετά και στη συνέχεια το εθνικό βεστφαλικό κράτος, έρχεται να αντικαταστήσει την αυτοκρατορία ιστορικά.  Δηλαδή, έρχεται να αντικαταστήσει μία μορφή οργάνωσης εξουσιαστικής που δεν είναι απλώς «πολιτική», είναι και κεχρισμένη, διότι ο αυτοκράτορας χρίεται, δηλαδή εγκαθιδρύεται θρησκευτικά, και ως εκ τούτου η οργάνωση της κρατικής εξουσίας, εμπεριέχει εκ γενετής αυτό το στοιχείο της ιερότητας και της θρησκευτικότητας.  Δηλαδή, η έννοια του μονάρχη, μέσα από την οποία εξελίσσεται στη συνέχεια η συνταγματική μοναρχία και στη συνέχεια η δημοκρατία, η οποία  έχει  συνήθως έναν Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως σώμα που συμβολίζει την ενότητα του κράτους και την προσωποποιεί, εμπεριέχει αυτήν τη μνήμη, τη μνήμη του αυτοκράτορα, που τη διατηρεί και η τελετή της ενθρόνισης του βασιλέως ή της βασίλισσας του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου έχουμε ακόμη και τώρα την τελετή του χρίσματος [8]

Παρεισάγεται το στοιχείο της χειροθεσίας, άρα αυτά γίνονται στον σωλέα, όχι στο Ιερό  Βήμα, παρότι ο αυτοκράτωρ είναι ο «επίσκοπος των εκτός».  Αυτό φαίνεται σε όλα τα κείμενα τα οποία παράγονται μέχρι την πλήρη έννοια του Συντάγματος, η οποία είναι μία έννοια πολύ μεταγενέστερη, μία έννοια του 18ου αιώνα, που συνδέεται με τις δύο μεγάλες επαναστάσεις, την αμερικανική και τη γαλλική.

Υπό την έννοια αυτή, η «συνταγματική θεολογία», όπως προσπάθησα να την ορίσω λίγο προηγουμένως, είναι μία αναζήτηση ισχυρής, ορθολογικής, ει δυνατόν, νομιμοποίησης, με δεδομένη πλέον ιστορικά τη συμβολή της διαμαρτύρησης στην «απομάγευση[9]. Γιατί, όταν πια φτάνουμε στην αμερικανική και τη γαλλική επανάσταση, έχει συντελεστεί η διαμαρτύρηση, βρισκόμαστε σε ένα άλλο τοπίο σε σχέση με τα χριστιανικά δόγματα, η αποϊεροποίηση πια είναι ένα πολύ μεγάλο ζήτημα το οποίο το διαχειρίζονται με παράλληλο, αλλά διαφορετικό τρόπο η γαλλική και η αμερικανική επανάσταση. Το κοινό στοιχείο των δύο επαναστάσεων είναι ο χωρισμός κράτους και εκκλησίας. Το θρησκεύεσθαι είναι υπόθεση της κοινωνίας των πολιτών, αλλά δεν τίθεται εκτός δημοσίου χώρου. Αυτό συμβαίνει για έναν θεμελιώδη λόγο σκοπιμότητας, το κράτος θέλει τους πολίτες του πιστούς σε αυτό, υπάρχει καθήκον υπακοής του πολίτη και καθήκον πίστεως των κρατικών υπαλλήλων και λειτουργών. 

Στην Αμερική αυτό γίνεται σε ευθεία σύνδεση με τη Βίβλο και τη χριστιανική πίστη ως προς τις συνταγματικές αξίες που είναι διαποτισμένες από τη Βίβλο, αλλά με διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας, παρότι οι συνταγματικές αξίες είναι σε μεγάλο βαθμό  βιβλικές, είναι χριστιανικές [10].  Στη Γαλλία αυτό γίνεται με την κατασκευή μίας ολόκληρης δομημένης πολιτικής θεολογίας.  Η laïcité δεν είναι ο θρησκευτικός φιλελευθερισμός, δεν είναι το ουδετερόθρησκο κράτος, η laïcité είναι μία έκφανση πολιτικής θεολογίας η οποία οργανώνεται κρατικά[11].

Υπό την έννοια αυτή, στη συνταγματική θεωρία και στη θεωρία του κράτους, του κράτους της νεωτερικότητας, εμπεριέχονται εκ γενετής πολλά στοιχεία πολιτικής θεολογίας, πολύ πριν χρησιμοποιήσει τον όρο αυτό κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου ο περιβόητος Carl Schmitt, θεωρητικός από πλευράς συνταγματικού δικαίου του ναζισμού, που υπέστη τις συνέπειες της ιδεολογικής του άποψης μεταπολεμικά και έγινε ο εκλεκτός της επαναστατικής ριζοσπαστικής Αριστεράς, κυρίως της ιταλικής, εις τας δυσμάς του βίου του.  Η πολιτική θεολογία έχει μία ιστορία πολύ πριν και πολύ μετά τον Schmitt, δεν είναι αυτός ο ιδρυτής της έννοιας, γιατί αυτές οι έννοιες στην πραγματικότητα εμπεριέχονται στις καταγωγικές θεωρίες του συνταγματισμού.

Επιπλέον τώρα, η ίδια η έννοια του Συντάγματος ως ενός κειμένου που υπερέχει νομικά και συμπυκνώνει τον μακρύ ιστορικό χρόνο και συνιστά ένα «νομικό Ευαγγέλιο» επάνω στο οποίο, και με επίκληση του οποίου, μπορεί να ορκίζεται ή να διαβεβαιώνει και να δεσμεύεται ο πολιτικός αξιωματούχος μάς επιβάλει να κάνουμε και περαιτέρω συσχετισμούς ανάμεσα στη Βίβλο και το Σύνταγμα. Ο επόμενος λοιπόν συσχετισμός πρέπει να γίνει ανάμεσα αφενός μεν στη Βίβλο και την παράδοση, αφετέρου δε ανάμεσα στο Σύνταγμα και την παράδοση.  Η Βίβλος ως scriptura δεν μπορεί να γίνει πλήρως αντιληπτή, ιδίως για τους Ορθόδοξους και τους Ρωμαιοκαθολικούς, χωρίς traditio. Έτσι και το Σύνταγμα δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό sola scriptura, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι συνταγματικές παραδόσεις, οι συνταγματικές πρακτικές, οι συνθήκες του πολιτεύματος, άρα ένας τεράστιος κανονιστικός όγκος.

Η περαιτέρω συνάφεια προκύπτει από τους κοινούς κανόνες ερμηνείας της Βίβλου και του Συντάγματος. Έχουμε, θεολόγοι και νομικοί, πολύ μεγάλη συνάφεια μεθοδολογική, μας ενώνουν οι κοινές περιπέτειες της ερμηνευτικής [12]. Θέλετε να μιλήσουμε για τις αμερικανικές θεωρίες ερμηνείας του Συντάγματος, για τη σύγκρουση μεταξύ οριτζιναλισμού και ζωντανού Συντάγματος, (living Constitution), για τα προβλήματα της εξελικτικής ερμηνείας που εφαρμόζονται στην Ευρώπη, ιδίως στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου;  Ανάλογα  - έχω την εντύπωση ως νομικός - ότι είναι τα προβλήματα ερμηνείας της Βίβλου [13].

Υπάρχει, όμως, και κάτι άλλο και πιο απλό, υπάρχει σχολή χριστιανικής ερμηνείας του Συντάγματος – στις Ηνωμένες Πολιτείες [14]. Στην Ευρώπη υπάρχουν, στη Γερμανία, ερμηνευτικά βοηθήματα τα οποία δηλώνουν τη δογματική τους ταυτότητα, ιδίως ευαγγελικά. Το ευαγγελικό λεξικό της θεωρίας του κράτους είναι ένα από τα πιο σημαντικά βοηθήματα τα οποία χρησιμοποιούνται [15]

Βέβαια το μεγάλο πρόβλημα, το διαρκές, το παρόν, είναι η σχέση χριστιανικής και συνταγματικής ηθικής [16], τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στην Ευρώπη, στο επίπεδο κυρίως της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που συμπυκνώνει την κοινή συνταγματική παράδοση των ευρωπαϊκών κρατών, της μεγάλης Ευρώπης, των 47, όχι μόνο των 28.

Τώρα, το πρόβλημα συνίσταται, για να πλησιάζω και προς το συμπέρασμά μου, ότι η ηθική της νεωτερικότητας, η οποία προφανώς έχει πολλά στοιχεία χριστιανικά, θεολογικά, βιβλικά, κατέστη συνταγματική, και αυτό είναι μία κατάκτηση, και το ζήτημα είναι εάν εξακολουθεί να παραμένει συνταγματική και η ηθική της μετανεωτερικότητας ή εάν υφίστανται απορρυθμίσεις τέτοιες που μπορεί να οδηγήσουν σε έναν κίνδυνο βαρβαρότητας, όχι στο όνομα μίας χριστιανικής ηθικής που επανέρχεται και απαντά στη συνταγματική, αλλά στο όνομα καμίας ηθικής.

Υπάρχει, επίσης, κοινή τυπολογία παραγόντων ερμηνείας.  Ο λαός είναι παράγων ερμηνείας του Συντάγματος, το πλήρωμα της εκκλησίας είναι παράγων ερμηνείας της Βίβλου, οι επαγγελματίες θεολόγοι παίζουν όποιο ρόλο παίζουν και οι επαγγελματίες νομικοί, το ιερατείο και οι σύνοδοι όποιο ρόλο παίζουν τα δικαστήρια και η νομολογία.  Και στις δύο περιπτώσεις auctoritas non veritas facit legem, είναι λόγος κύρους, δεν είναι λόγος αποδεικτικός, απλώς υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά στον σχετικισμό.  Ο σχετικισμός επιβάλλεται στο Σύνταγμα ως εγγύηση ελευθερίας (υποχρεωτική δημοσίευση των μειοψηφιών των δικαστικών αποφάσεων, ένδικα μέσα κατά αποφάσεων, μεταστροφή της νομολογίας κ.ο.κ.), ενώ είναι προβληματικός στο πεδίο της θεολογίας. Δηλαδή, ο υπερβολικά σκεπτόμενος θεολόγος κινδυνεύει ίσως να γίνει αιρετικός. Από ένα σημείο και μετά υπάρχουν οι διαφυγές τού θείου λόγου, ενώ δεν υπάρχουν διαφυγές τού ορθού λόγου.

Επιπλέον, ο ελληνικός συνταγματισμός συνεισφέρει και την παράγραφο 3 του άρθρου 3 του Συντάγματος, το αναλλοίωτο του κειμένου της Αγίας Γραφής, η επίσημη μετάφραση της οποίας θέλει έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως περαιτέρω δείγμα ομοταξίας μεταξύ Ελληνικής Πολιτείας και Οικουμενικού Πατριαρχείου[17]. Πρόκειται για μια διάταξη που τελεί όμως υπό αναθεώρηση στο πλαίσιο του πλήρους  σεβασμού  της θρησκευτικής ελευθερίας, υποκείμενο της οποίας είναι και η ίδια η Ορθόδοξη Εκκλησία που μπορεί προφανώς να καθορίζει μόνη της τα δογματικά της κείμενα.

Κλείνω με το ερώτημα, εάν η μετεξέλιξη αυτών των συστατικών στοιχείων του κράτους και του Συντάγματος στη μετανεωτερική εποχή τα θέτει όλα αυτά υπό αμφισβήτηση. Το κυρίαρχο εθνικό κράτος παύει να υπάρχει, υπάρχει κράτος περιορισμένης κυριαρχίας, στην Ευρώπη υπάρχει «κράτος-μέλος» που μετέχει στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.  Ούτως ή άλλως και τα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης κράτη,  μετέχουν στη διεθνή κοινότητα, υπακούουν στους καταναγκασμούς του Διεθνούς Δικαίου και των διεθνών συσχετισμών.  Δεν είναι πια σαφή τα πράγματα, ούτε η υπεροχή του Συντάγματος διαφυλάσσεται, διότι διεκδικεί  υπεροχή το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και βεβαίως το Διεθνές Δίκαιο. Ούτε καν  η διάκριση των εξουσιών είναι σαφής στο θεσμικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στον λεγόμενο πολυεπίπεδο συνταγματισμό και ούτω καθεξής.

Ας δούμε συνοπτικά την κατάσταση [18]: Ένα κράτος που είναι σε κρίση κυριαρχίας και σε κρίση αποτελεσματικότητας, γιατί δεν μπορεί να διασφαλίσει την ευημερία από ένα σημείο και μετά, δεν μπορεί να διασφαλίσει την πρόοδο και την ανάπτυξη, δεν μπορεί να διασφαλίσει το κεκτημένο του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, δεν μπορεί να προσφέρει την αναγκαία ασφάλεια στους πολίτες, εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια, αστυνομική, στρατιωτική. Ένα κράτος που καλείται να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της τρομοκρατίας, που καλείται να  διαχειριστεί θέματα, όπως είναι το προσφυγικό και το μεταναστευτικό. Ένα κράτος που ιδιωτικοποιείται, διεθνοποιείται, αποπολιτικοποιείται. Μία Ευρωπαϊκή Ένωση που αναδέχεται τα ίδια προβλήματα στο δικό της επίπεδο και βρίσκεται και αυτή σε κρίση κυριαρχίας και σε κρίση αποτελεσματικότητας. Μία Δύση η οποία αυτοαμφισβητείται, καταρχάς επειδή ο Πρόεδρος Trump αντιμετωπίζει την έννοια της Δύσης μονοδιάστατα και μυωπικά, ως πεδίο ενός εμπορικού πολέμου μεταξύ Ευρώπης, Ηνωμένων Πολιτειών και Καναδά.  Μπορεί ενόψει όλων αυτών των φαινομένων να διαφυλαχθούν τα καταγωγικά στοιχεία του Συντάγματος, συμπεριλαμβανομένης και της συνταγματικής ηθικής για την οποία μίλησα;  Όλα αυτά οδηγούν σε κρίση της δημοκρατίας, σε κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, στην illiberal δημοκρατία, στην αυταρχική δημοκρατία που αναδεικνύει πλειοψηφικά τον πανίσχυρο και εν πολλοίς ανεξέλεγκτο ηγέτη, όπως συμβαίνει σε χώρες κοντινές μας σχετικά, στην Ουγγαρία ας πούμε.  Όλα αυτά δημιουργούν κρίση του Συντάγματος, κρίση της πολιτικής, κρίση της δημοκρατίας. Προκαλούν  όμως μία άνοδο της πολιτικής θεολογίας, η οποία ψάχνει απαντήσεις οι οποίες είναι, όπως είπα, αξιωματικές, αυτοαναφορικές, αλλά όχι πάντα δημοκρατικές και δικαιοκρατικές.

Η κρίση αυτή, κρίση οικονομική, κρίση αποτελεσματικότητας, κρίση ευημερίας, αλλά και κρίση ασφάλειας, είναι τελικά και μία κρίση ταυτοτική που συνδέεται με τον εθνολαϊκισμό, με την κρίση του ορθού λόγου, με την άνοδο της ακροδεξιάς.  Πολλοί ζητούν υπερβάσεις οι οποίες είναι ιδεολογικά επικίνδυνες. Επαναφέρουν, για παράδειγμα, παμπάλαιες θεωρίες περί φυλετικής καθαρότητας ή θεωρίες που συνιστούν  κήρυγμα εχθρότητας κατά του ξένου, κατά του άλλου.  Δηλαδή, τελικά αλλοιώνουν το βαθύτερο χριστιανικό μήνυμα.  Όταν η κιβωτός του Συντάγματος δεν λειτουργεί, κινδυνεύει να μη λειτουργεί και η κιβωτός της Βίβλου, όχι με την κλασσική  έννοια της κιβωτού της εβραϊκής Βίβλου, αλλά με μία πρακτική – κοινωνιολογική έννοια που ανάγεται στον τρόπο που προσλαμβάνει η κοινωνία το βιβλικό μήνυμα.

Δείτε τώρα πώς γυρίζει η Ιστορία.  Η κρίση του Συντάγματος συνδέεται με την κρίση των βιβλικών χριστιανικών αξιών. Η πολιτική θεολογία της μετανεωτερικότητας αναζητείται σε μία φονταμενταλιστική, απλουστευτική και προφανώς εσφαλμένη  θεώρηση της χριστιανικής θεολογίας, γιατί όλοι αυτοί που κραυγάζουν στο όνομα της «χριστιανικής Ευρώπης», στην πραγματικότητα, εκπέμπουν ένα αντιχριστιανικό μήνυμα, το οποίο είναι ταυτόχρονα και αντισυνταγματικό μήνυμα.

Όταν έχεις αυτή τη διπλή απειλή και τη διπλή αμφισβήτηση υπό συνθήκες μετανεωτερικότητας, ποιος ανθίσταται περισσότερο, ποιος είναι αυτός που διαφυλάσσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τις αξίες οι οποίες κατέστησαν συνταγματικές, ξεκινώντας από χριστιανικές, και διατηρούνται ως συνταγματικές, όπως είναι η αξία του ανθρώπου, τα ανθρώπινα δικαιώματα και ούτω καθεξής.  Ο συνταγματικός λόγος ανθίσταται απέναντι στις απειλές αυτές, κατά τη γνώμη μου, περισσότερο και αποτελεσματικότερα από το χριστιανικό λόγο και έτσι, μέσα από μία ετερογονία των σκοπών, έρχεται το Σύνταγμα, η συνταγματική ηθική και η συνταγματική ιδεολογία να προστατεύσει τον πιο βασικό και πολύτιμο πυρήνα του βιβλικού μηνύματος.

 


*Εισήγηση  στο διεθνές επιστημονικό συνέδριο της Ελληνικής  Βιβλικής Εταιρίας με θέμα ''Βίβλος και Πολιτική'' που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στις 14-15.12.2018

Το κείμενο δημοσιεύθηκε:

  • Rassegna di Teologia, RdT 61 [2020] pp 115-124
  • Στα πρακτικά του Συνεδρίου, ''Βίβλος και Πολιτική'', εκδόσεις Ελληνική Βιβλική Εταιρία, 2019, σελ 21-31


[1]
Αντί πολλών άλλων, Ευάγγελος Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Αναθεωρημένη Έκδοση, (Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα), 2008, σελ. 35 επ., 50 επ.

[2] Αναφερόμενοι προφανώς στην Χριστιανική Βίβλο. Για την πολιτική στην Εβραϊκή Βίβλο είναι εντυπωσιακή η ανάλυση του Michael Walzer, Στη σκιά του θεού. Η πολιτική στην Εβραϊκή Βίβλο, (Άρτος Ζωής, 2018)- μετάφραση από τον Πέτρο Γιατζάκη του πρωτότυπου υπό τον τίτλο: In Gods Shadow. Politics in the Hebrew Bible, (Yale University Press, 2012).

[3] Βλ. Thomas Poole, “Τheology and Constitution. Theory in Thomas Hobbes and James Harrington”, ως ενδεικτικό των θέσεων που παρουσιάστηκαν στο Workshop on Theological Foundations of Modern Constitutional Theory, Institute  d'études avancées de Nantes, 20-21 January 2016.

[4] Πρβλ. Illan rua Wall, “Notes on the Theology of Constituent Power”, Critical legal Thinking – Law and the Political, (20 June 2013)

[5] Βλ. Ι.Μ. Κονιδάρης \ Γ.Ι. Ανδρουτσόπουλος, σχόλιο υπό το προοίμιο, σε: Φ. Σπυρόπουλος \ Ξ. Κοντιάδης \ Χ. Ανθόπουλος\ Γ. Γεραπετρίτης, Σύνταγμα. Κατ΄άρθρο ερμηνεία, (Εκδόσεις Σάκκουλα, Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, 2017), σελ. 1 επ., και τον εκεί υπομνηματισμό. Αικ. Ηλιάδου, “Το προοίμιο των συνταγμάτων”, ΔτΑ (2002), σελ. 1041 επ.

[6] Για τις έννοιες αυτές στο Συνταγματικό Δίκαιο βλ. αντί άλλων Ευάγγελο Βενιζέλο, ο.π. (υποσ. 1), σελ. 303 επ., 381 επ., 411 επ. Για το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο αναπτύχθηκαν οι έννοιες αυτές βλ. B. Bourdain, La genèse théologico-politique de l' État moderne, (PUF/ Fondements de la politique, 2015).

[7] Στην καρδιά της θεωρητικής συζήτησης για την έννοια της πολιτικής θεολογίας βρίσκεται η αντιπαράθεση δύο εμβληματικών μορφών της νομικής επιστήμης του Hans Kelsen και του Carl Schmitt, βλ. Sandrine Baume, On Political Theology: A Controversy between Hans Kelsen and Carl Schmitt, History of European Ideas, Vol. 35, (2009), της ίδιας, Χανς Κέλσεν, Συνηγορία υπέρ της δημοκρατίας, (Πόλις, 2016), σελ. 81 επ Issue 3. (μετάφραση από τον Βασίλη Βουτσάκη, του Kelsen: Plaider la démocratie, Éditions Michalon, 2007). Για τις απόψεις του Σμιτ, βλ. Carl Schmitt, Πολιτική Θεολογία. Τέσσερα κεφάλαια γύρω από τη διδασκαλία περί κυριαρχίας. Μετάφραση – Σημειώσεις – Επιλεγομένων Παναγιώτης Κόκκαλης, (Εκδόσεις Κουκκίδης, 2016) - μετάφραση του Carl Schmitt, Politische Theologie, Danker and Humblt, 1993. Επίσης Carl Schmitt, Political Theology II. The Myth of the closure of Any Political Theology, (Cambridge, Polity Press, 2008). Από τη σχετικά  πρόσφατη βιβλιογραφία για τις  χρήσεις της έννοιας της πολιτικής θεολογίας βλ. Jacob Taubes, La Théologie politique de Paul: Schmitt, Benjamin, Nietzsche et Freud, (Seuil, 1999), Henri-Jérôme Gagey et Jean-Louis Souletie, “Sur la théologie politique, Raisons politiques” (2001/4), σελ. 168-187, Heinrich Meier, “Qu'est-ce que la théologie politique?” Commentaire (2008/1), σελ. 205-2011. Για τις απόψεις του θεολόγου Erik Peterson στις οποίες απάντησε ο Carl Schmitt στη δεύτερη έκδοση της Πολιτικής Θεολογίας, βλ. τώρα Bernard Bourdin, “La théologie politique chrétienne : de la monarchie impériale à la démocratie libérale - Pertinence et impertinence de la critique de la théologie politique chrétienne par Peterson”, revue Laval théologique et philosophique,  volume 63, numéro 2, Juin 2007, σελ. 305–327.

[8] Βλ. L. Gosling, Royal Coronation, (Shire Library, 2013). Για την ιστορική και θεωρητική διαμόρφωση των συναφών θεσμών και εννοιών, βλ. το κλασικό έργο του Ernst H. Kantorowicze, The King’s two Bodies: A Study in Medieval Political Theology, (Princeton University Press, 2016)

[9] Ενδεικτικά, παραπέμπω στον σχολιασμό των θέσεων του Max Weber, από τον Anthony J. Carrol, SJ, “Disenchantment, rationality and the Modernity of Max Weber”, Forum Philosophicum, Special issue, σελ. 117 επ.

[10] Βλ. χαρακτηριστικά Jaroslav Pelikan, Interpreting the Bible and the Constitution, (Yale University Press, 2004). Επίσης με αφορμή το βιβλίο αυτό, τη μελέτη του Gregory A. Kalscheur S.J., “Christian Scripture and American Scripture: An Instructive Analogy?” Journal of Law and Religion 27, (2006), pp 101-142.

[11] Βλ. από την πρόσφατη βιβλιογραφία Jean-Yves Pranchère, “La laïcité suppose-t-elle une théologie politique ?” in: Les Études philosophiques 2014/4 (n° 111), σελ. 531 -546.

[12] Από την σχετική πρόσφατη βιβλιογραφία βλ. Άννα Τζούμα, Ερμηνευτική: Από την βεβαιότητα στην υποψία,(Μεταίχμιο, 2006), C. Mantzavinos, Hermeneutics, in: The Stanford Encyclopedia of Philosophy (Winter 2016 Edition), Edward N. Zalta (ed.) 

[13] Βλ. χαρακτηριστικά τη μελέτη των Peter J. Smith and Robert W. Tuttle, Biblical Literalism and Constitutional Originalism, 86 Notre Dame Law Review, vol 86, issue 2, (2011), σελ. 693 επ. και την μελέτη του Henry L. Chambers, Jr, “Biblical Interpretation, Constitutional Interpretation and Ignoring Text”, Maryland Law Review, vol. 69 (2209) σελ 92 -114 επ.

[14] Βλ. όμως Henry L. Chambers, ο.π. (υποσ. 13)

[15] W. Heun / M. Honecker / M. Morlok / J.Wieland, Evangelisches Staatslexikon, (Kohlhammer, 2006).

[16] Βλ. πιο αναλυτικά Ευάγγελος Βενιζέλος, “Η οικουμενικότητα του συνταγματικού πολιτισμού και η ανάγκη για πολιτικοποίηση της παγκοσμιοποίησης”, σε: ο ίδιος, Το μέλλον της Δημοκρατίας και η αντοχή του Συντάγματος, (Πόλις, 2003), σελ. 159 επ. (ιδίως σελ. 168 επ.:Η εξέλιξη της συνταγματικής ηθικής – Ένα χρήσιμο πεδίο), ο ίδιος,  Οι σχέσεις κράτους και Εκκλησίας, β΄ έκδοση, (Παρατηρητής, 2000), σελ. 79 επ. (Η αξιολογική λειτουργία του συντάγματος – η κρατούσα συνταγματική ιδεολογία και ο Χριστιανισμός), ο ίδιος, “Το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και το θρησκευτικό φαινόμενο”, σε Ευάγγελος Βενιζέλος, Η πρόκλησης του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, (Εκδόσεις Σάκκουλα, 2003), σελ. 119 επ. (Εισήγηση σε συνέδριο που οργάνωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τη συμμετοχή των αυτοκέφαλων και αυτονόμων ορθόδοξων Εκκλησιών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με θέμα: «Η προτεινόμενη από την Ορθόδοξη Εκκλησία στάσις του Ευρωπαϊκού Συντάγματος έναντι των Θρησκειών και Εκκλησιών», Ηράκλειο Κρήτης, 18-19 Μαρτίου 2003).

[17] Βλ. Ι. Μ. Κονιδάρης/ Γ.Ι. Ανδρουτσόπουλος, “Σχόλιο υπό το άρθρο 3”, ο.π. (υποσ. 2), σελ. 46-47.

[18] Βλ. πιο διεξοδικά, Ευάγγελος Βενιζέλος, Μετασχηματισμοί του Κράτους και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Διδάγματα της οικονομικής κρίσης. Η ελληνική περίπτωση, (Πόλις, 2016) (Evangelos Venizelos, “State Transformation and the European Integration Project: Lessons from the financial crisis and the Greek paradigm”, Centre for European Policy Studies, (CEPS), Special Report No 130, February 2016). Επίσης, Ευάγγελος Βενιζέλος, Η Δημοκρατία μεταξύ Συγκυρίας και Ιστορίας. Προσδοκίες και Κίνδυνοι από την Αναθεώρησης του Συντάγματος, (Εκδόσεις Πατάκη), 2018, ιδίως 21 επ., 37 επ., 75 επ.

 

 

Tags: Κράτος και ΕκκλησίαΣυνταγματική Πολιτική | Αναθεώρηση του ΣυντάγματοςΟμιλίες σε Συνέδρια | Ημερίδες | Εκδηλώσεις, 2020