9 Οκτωβρίου 2020
Ευάγγελος Βενιζέλος
Ποιο αφήγημα για την Ελλάδα του 2030; *
Αντικείμενο της συζήτησής μας είναι το ερώτημα «ποιο αφήγημα για την Ελλάδα» , όχι «ποιο σχέδιο απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης ή των πόρων του πολυετούς προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω του ΕΣΠΑ ή μέσω της κοινής αγροτικής πολιτικής». Το θέμα έχει μία διάσταση, ας την πούμε, ιδεολογική, που έχει πάντα πολύ μεγάλη σημασία, γιατί αφορά τη στάση των πολιτικών δυνάμεων, των συντελεστών της οικονομίας, της κοινωνίας των πολιτών, την αντίληψη που έχει η κοινή γνώμη. Βέβαια σε μία δημοκρατία, σε ένα πλουραλιστικό, πολυφωνικό σύστημα, δεν μπορεί να υπάρχει ένα αφήγημα, αλλά μπορεί να υπάρχει ένα πλαίσιο αναφοράς το οποίο να είναι ευρύτερα αποδεκτό. Δεν μπορούμε να έχουμε ένα μονοφωνικό αφήγημα, αλλά μπορούμε να έχουμε ένα σαφή στόχο, ένα ευδιάκριτο προσανατολισμό.
Άρα, προσπαθώντας να απαντήσω στο γενικό αυτό ερώτημα με ένα γενικό αλλά συγκεκριμένο τρόπο, θα έλεγα ότι τώρα, εν τω μέσω της πανδημίας, εν όψει της πρόκλησης των ευρωπαϊκών πόρων, εν όψει του ζητήματος που θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε μετά την πανδημία, που θα είναι το δημοσιονομικό μας πρόβλημα ξανά και το επενδυτικό μας κενό, χρειαζόμαστε ένα αφήγημα που να έχει τα εξής οκτώ χαρακτηριστικά. Τα λέω επιγραμματικά.
Τα οκτώ βασικά χαρακτηριστικά ενός αφηγήματος για την Ελλάδα του 2030
Ένα αφήγημα, πρώτον, το οποίο να είναι, σε σχέση με την κοινωνία και τους πολίτες, συμπεριληπτικό, να μπορεί να βρει ο καθένας τη θέση του, να μη νιώθει κανείς ότι αποκλείεται, να αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει μία πρόβλεψη και μία προοπτική για όλους. Συμπεριληπτικό, λοιπόν, αλλά όχι ουδέτερο και συμψηφιστικό. Πρέπει να υπάρχει η ασφάλεια και η προοπτική για όλους, αλλά να υπάρχει και ένας στόχος καθαρός- θα δούμε, ενδεχομένως, αργότερα ποιος.
Το αφήγημα, δεύτερον, πρέπει να είναι εγερτήριο, να κινητοποιεί, αλλά να μην είναι ρητορικό ή πολύ περισσότερο να μη λαϊκίζει, γιατί πολύ εύκολα μπορείς και στο όνομα των επενδύσεων και της ανάπτυξης να απλουστεύεις, να δημαγωγείς και να λαϊκίζεις.
Τρίτον, το αφήγημα πρέπει να είναι πρακτικό, να φαίνεται ότι ξέρουμε τι θα κάνουμε, να θέτει ποσοτικοποιημένους στόχους. Αλλά να μην είναι ούτε διαχειριστικό ούτε ολιγαρκές.
Τέταρτον, πρέπει να είναι φιλόδοξο. Αλλά όταν λέω φιλόδοξο δεν εννοώ, σε καμία περίπτωση, μαξιμαλιστικό και ανεύθυνο, γιατί ανεύθυνα πράγματα μπορείς να πεις με πολύ μεγάλη ευκολία.
Πέμπτον, πρέπει να είναι ευρείας αποδοχής, αλλά να μην είναι κοινότοπο, διότι οι κοινοτοπίες είναι συνήθως ευρυτάτης αποδοχής αλλά τελικά δεν σημαίνουν τίποτα.
Το έκτο σημείο είναι ότι πρέπει το αφήγημα να αφορά μία «νέα κανονικότητα», αλλά δεν μπορεί να είναι ένα αφήγημα γραμμικό, δηλαδή πρέπει να λαμβάνει οπωσδήποτε υπόψη ότι είμαστε μία κοινωνία ρίσκου, μία κοινωνία διακινδύνευσης, παγκοσμίως. Άρα, το ενδεχόμενο κρίσεων και εξαιρετικών καταστάσεων είναι, οπωσδήποτε, ένα στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη, είτε πρόκειται για πανδημίες είτε πρόκειται για φυσικές καταστροφές είτε πρόκειται για πιέσεις από μεταναστευτικές ροές, από πολέμους σε άλλες περιοχές και ούτω καθεξής.
Έβδομο στοιχείο, το αφήγημα πρέπει να είναι τεχνοκρατικά τεκμηριωμένο. Αυτό το επιβάλει και η Ευρωπαϊκή Ένωση ευτυχώς, αλλά πρέπει να υπάρχει πολιτική δέσμευση, πρέπει να υπάρχει «ιδιοκτησία» πολιτική αυτού του αφηγήματος και συνείδηση της ανάγκης και για ρήξεις και για συναινέσεις. Νομίζω ότι τώρα το στοίχημα της πολιτικής είναι ακριβώς ο συνδυασμός ρήξεων και συναινέσεων.
Και, όγδοο στοιχείο, πρέπει να είναι εναρμονισμένο με τους ευρωπαϊκούς στόχους και για τη δεκαετία και με τους στόχους μέχρι το 2050. Ούτως ή άλλως εάν δεν είναι εναρμονισμένο, δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί. Αλλά οφείλουμε να έχουμε και καλή αίσθηση των αναγκών και των προτεραιοτήτων της χώρας, δηλαδή να στοχεύουμε στο να μειώσουμε τις ενδοευρωπαϊκές ανισότητες και να βελτιώσουμε τη σχετική θέση της χώρας, γιατί τώρα όλα αυτά δεν φαίνονται επειδή είμαστε σε κατάσταση εξαίρεσης από το Σύμφωνο Σταθερότητας, ισχύει η γενική ρήτρα διαφυγής, επιτρέπονται οι κρατικές ενισχύσεις, αλλά η κάθε χώρα, ανάλογα με την ισχύ της, πριμοδοτεί τις επιχειρήσεις της. Άρα, θα βρεθούμε μετά το 2022, κατά πάσα πιθανότητα, μπροστά σε νέες ανισότητες, διότι τότε θα ξαναμιλήσουμε για δημοσιονομικό έλλειμμα, θα ξαναμιλήσουμε για πρωτογενές πλεόνασμα σε σχέση με τους δικούς μας στόχους, θα δούμε πού βρίσκονται οι επιχειρήσεις, πού βρίσκονται τότε τα επιτόκια δανεισμού σε κάθε χώρα, και βεβαίως θα δούμε ότι μπορεί να έχουμε χάσει έδαφος σε σχέση με άλλες χώρες, ενώ εμφανιζόμαστε να εφαρμόζουμε τα ίδια, λίγο-πολύ, μέτρα τώρα, μέσα στο πλαίσιο της εξαιρετικής κατάστασης που ισχύει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αφήγημα για την οικονομία, το κράτος, την κοινωνία, το έθνος
Το αφήγημα αυτό αφορά βεβαίως την οικονομία, πρωτίστως: ανταγωνιστικότητα, τεχνολογίες, υποδομές, συγκριτικά πλεονεκτήματα, διασπορά κινδύνου.
Αλλά πρέπει να αφορά βεβαίως και το κράτος: λειτουργικό, έξυπνο, αντιγραφειοκρατικό, ψηφιακό, φιλοεπενδυτικό, αλλά και φιλελεύθερο και δημοκρατικό και κοινωνικό κράτος.
Να αφορά βεβαίως και την κοινωνία –αναφέρθηκα σε αυτό– αλλά και το έθνος, δηλαδή την εθνική ταυτότητα όχι με την έννοια του απομονωτισμού ή του πατριωτισμού, αλλά μία ταυτότητα που εμπεριέχει και τον κοσμοπολιτισμό, φυσικά τον ευρωπαϊσμό. Αυτή είναι μία εθνική ταυτότητα την οποία την αγκαλιάζει ο τόπος, είναι μία ταυτότητα που μας επιτρέπει να γιορτάσουμε τα 200 χρόνια από την Παλιγγενεσία.
Το Σύνταγμα επιτρέπει να συγκροτηθεί ένα τέτοιο αφήγημα ή αναπαράγει ένα παραδοσιακό κρατισμό;
Μου τέθηκε το ειδικότερο ερώτημα αν το Σύνταγμα επιτρέπει να συγκροτηθεί και να εφαρμοστεί ένα τέτοιο αφήγημα ή υπάρχουν συνταγματικά εμπόδια, όπως μια συντηρητική ή κρατικιστική ερμηνεία του άρθρου 106.
Το άρθρο 106 του Συντάγματος είναι ένα ωραίο παράδειγμα αυτού που λέμε ευρυχωρία του Συντάγματος. Οι διατάξεις του Συντάγματος έχουν μεγάλο εύρος ερμηνευτικό, χωρούν πολλές εκδοχές πολιτικής και έτσι επιβιώνουν τα Συντάγματα, έτσι αναπτύσσονται οι χώρες, έτσι λειτουργεί η δημοκρατία, η αντιπαράθεση και η μάχη των ιδεών, των αντιλήψεων και των πρακτικών προτάσεων.
Όταν εισήχθη στο Σύνταγμα από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, το 1974-1975, η διάταξη αυτή, ήταν μία διάταξη κρατικιστική. Σας θυμίζω ότι τότε πολλοί μιλούσαν για σοσιαλμανία της πρώτης κυβέρνησης Καραμανλή, της κυβέρνησης δηλαδή Καραμανλή-Παπαληγούρα. Η αλήθεια είναι, επίσης, ότι το άρθρο 106 χρησιμοποιήθηκε και από τη νομοθεσία και από τη νομολογία στην πρώτη φάση, θα έλεγα μέχρι το 1990 περίπου, για να δικαιολογήσει παρεμβάσεις κρατικές, οι οποίες ξεκινούν από τις κρατικοποιήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή, της πρώτης κυβέρνησής του, περιλαμβάνουν την πολιτική του ΠΑΣΟΚ της πρώτης οκταετίας και καμιά φορά το ξαναθυμόμαστε προς την κατεύθυνση αυτή, το άρθρο 106.
Από την άλλη μεριά, το κράτος ως, αυτό που λέμε, ultimum refugium, ο ασφαλιστής της κρίσης, ο τελικός εγγυητής των εκτάκτων περιστάσεων, είναι δεδομένο. Επίσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση, που είναι ο κοινός παρονομαστής της ευρωπαϊκής αντίληψης για το κράτος και υποκαθιστά το εθνικό κράτος, χωρίς να γίνεται κράτος, εμφανίζεται να είναι ρυθμιστικά εξαιρετικά επεκτατική. Μη βλέπετε τον περιορισμό που υπάρχει στους ευρωπαϊκούς πόρους, το πόσο μικρός σε σχέση με το ευρωπαϊκό ΑΕΠ είναι ο προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μη βλέπετε πόσο μεγάλη καινοτομία θεωρήθηκε ότι θα διαμορφωθεί τώρα το Ταμείο Ανάκαμψης και θα έχουμε κοινό χρέος, μικρό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, αλλά καταλυτικό. Ρυθμιστικά, κανονιστικά η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πάρα πολύ παρεμβατική –βλέπετε τι πληθωρισμό ρυθμίσεων κανονιστικότητας έχουμε– και η οικονομία λειτουργεί στην Ευρώπη συνολικά, όχι μόνο στην Ελλάδα βεβαίως, ούτε κυρίως στην Ελλάδα, στις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες υπερρυθμισμένα, διότι τα πάντα ρυθμίζονται. Αυτό εξηγεί και τον όγκο των οδηγιών, των κανονισμών, την «ανατριχιαστικά» λεπτομερή νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αυτό είναι ένας καταναγκασμός και για την εθνική νομοθεσία. Η νομοθεσία, για παράδειγμα, περί δημοσίων συμβάσεων, περί δημοσίων έργων και προμηθειών, η νομοθεσία για τις ιδιωτικοποιήσεις, διέπεται από ρυθμίσεις κατεξοχήν ενωσιακές και συμπληρωματικά εθνικές. Άρα, το άρθρο 106 είναι ένα πεδίο ερμηνευτικό το οποίο μπορεί να μας πάει και στη μεγαλύτερη ευελιξία και αποτελεσματικότητα και στην πιο τραγική αγκύλωση.
Υπάρχουν απαντήσεις στα ερωτήματα των ξένων επενδυτών για τις προοπτικές της χώρας ;
Μου ζητήθηκε επίσης να δώσω τη δική μου απάντηση σε έναν ξένο επενδυτή ο οποίος ρωτά «Ποιες είναι οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές αυτής της χώρας, αξίζει να επενδύσω, δεν αξίζει;». Πώς θα είναι η Ελλάδα σε δέκα χρόνια;
Κάθε σοβαρός ξένος αλλά και Έλληνας επενδυτής έχει συγκροτημένη άποψη για το πώς θα είναι η Ελλάδα σε δέκα χρόνια, έχει κάνει τη δική του ανάλυση για τη χώρα, για το country risk και για τις προοπτικές. Το πώς θα είναι η χώρα σε δέκα χρόνια εξαρτάται άλλωστε και από το εάν θα υπάρχουν αυτοί οι επενδυτές.
Θα σας πω μία ιστορία την οποία έλεγα στο παρελθόν αρκετά συχνά, που είναι ο αφηρημένος και θεωρητικός «Καναδός επενδυτής». Την περίοδο της κρίσης υπήρχαν διάφορα καναδικά ενδιαφέροντα επενδυτικά, από μία χώρα του Νέου Κόσμου, μία χώρα που δεν είναι ευρωπαϊκή, μία χώρα που δεν είναι ασιατική, μία χώρα που είναι δυτική και έχει την ιδιορρυθμία που έχει ο Καναδάς, μία χώρα φιλελεύθερη, με το γαλλικό χρώμα και όλα τα αλλά στοιχεία της καναδικής ταυτότητας.
Ο Καναδός επενδυτής ο οποίος ασχολείται με μεταλλεύματα – αναφέρομαι στην επένδυση του Χρυσού– έχει δυσκολίες, διότι εκεί υπάρχει ένα χωρικό αποτύπωμα, υπάρχουν προβλήματα χρήσεων γης, προβλήματα περιβαλλοντικών μελετών και εγκρίσεων, είναι πάρα πολύ δύσκολο να διαμορφώσεις την τοπική κοινωνική συναίνεση, υπάρχει μία σύγχυση ως προς τη σχέση ανάπτυξης και περιβαλλοντικής ευαισθησίας και αειφορίας, και είναι, πραγματικά, πάρα πολύ αμφίβολο και επισφαλές το τι μπορείς να του πεις, εάν θέλεις να είσαι ειλικρινής και αξιόπιστος.
Ο Καναδός επενδυτής ο οποίος επενδύει στον τραπεζικό τομέα δεν έχει ιδιαίτερη δυσκολία, διότι αποκτά μετοχές, με υψηλό ρίσκο βεβαίως, μπορεί να υποστεί απομειώσεις οι οποίες είναι πάρα πολύ σημαντικές, αλλά, εν πάση περιπτώσει, μπαίνει σε ένα παιχνίδι χρηματοοικονομικό και δεν έχει δυσκολίες, ούτε εγκριτικές ούτε διοικητικές ούτε δικαστικές.
Επίσης, ο Καναδός επενδυτής ο οποίος θέλει να επενδύσει σε υφιστάμενα σχήματα, δηλαδή κάνει μία επένδυση χαρτοφυλακίου συνήθως, στο αεροδρόμιο ή στα δίκτυα μεταφοράς ενέργειας, επίσης δεν έχει δυσκολίες.
Άρα, πρέπει να έχουμε μία αίσθηση ότι δυσκολία υπάρχει όταν συνδέεσαι με τη γη, με τις χρήσεις γης, με το άρθρο 24 του Συντάγματος, με τις κοινωνικές αντιδράσεις. Οι κοινωνικές αντιδράσεις εμφανίζονται επειδή εμείς δεν μπορούμε να ισορροπήσουμε, λόγω του τρόπου με τον οποίο εξελίχθηκε το αναπτυξιακό μας πρότυπο, ανάμεσα στην ανάγκη για βασικές υποδομές και στην ανάγκη για περιβαλλοντική προστασία, τα θέλουμε προφανώς και τα δύο. Δεν θα υπήρχε ποτέ τουριστική ανάπτυξη, τύπου Αστέρα ή τύπου Ξενία, που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960, εάν οι επενδύσεις αυτές επρόκειτο να χωροθετηθούν με κριτήρια της δεκαετίας του 1990 ή της δεκαετίας του 2000, διότι είχαμε στο μεταξύ μία ριζική αλλαγή αντιλήψεων. Τώρα, στα ανάγλυφα που υπάρχουν των παλιών ξενοδοχείων Αστέρας ή των παλιών Ξενία, βεβαίως μπορείς να κάνεις πράγματα που δεν μπορείς να κάνεις άλλου με την υφιστάμενη πλέον αντίληψη, νομοθεσία και νομολογία.
Επίσης, πρέπει να κάνω μία διάκριση η οποία θα μας φανεί χρήσιμη, γιατί έχουμε ένα τεράστιο επενδυτικό κενό που εν μέρει θα καλύψει η αποφασιστική απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, έχουμε ένα κολοσσιαίο επενδυτικό κενό, ότι είναι άλλο πράγμα οι επενδύσεις και άλλο πράγμα η ανάπτυξη. Ας πούμε μια συγκεκριμένη επένδυση, και από πλευράς διοικητικής με μία fast track διαδικασία και από πλευράς δικαστικής, μπορείς να τη χειρισθείς σχετικά εύκολα, γρήγορα, και να την εκκαθαρίσεις, διότι λειτουργούν διαιτησίες, ακόμα και σε αμιγώς διοικητικού χαρακτήρα θέματα, και μπορείς να κάνεις πολύ μεγάλες παρακάμψεις της υφιστάμενης διοικητικής διαδικασίας, αλλά και της Δικονομίας. Αλλά όταν απευθύνεσαι στην οικονομία γενικά και οριζόντια, στο πώς λειτουργεί το κάθε νοικοκυριό, ο κάθε πολίτης, ο κάθε συνταξιούχος, ο κάθε εργαζόμενος, ο κάθε εργοδότης, η κάθε μικρή επιχείρηση, εκεί, βεβαίως, έχεις δυσκολίες γιατί πρέπει να κάνεις μία μεγάλη μεταρρύθμιση του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, του συστήματος με το οποίο λειτουργεί η φορολογική διοίκηση και ούτω καθεξής.
Οι γενετικές αντιφάσεις του ελληνικού κράτους και το εθνικό αφήγημα για το μέλλον
Πιστεύω ότι κατά βάθος, πίσω από όλα αυτά κρύβεται μία γενετική αντίφαση που έχουμε και είναι εντυπωσιακά ενδιαφέρουσα η σύμπτωση ότι γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από την έναρξη της Επανάστασης της Ανεξαρτησίας ταυτόχρονα με το έτος που είναι κρίσιμο για την ανάκαμψη, για το Ταμείο, για τους πόρους, για το αφήγημα. Εμείς έχουμε, λοιπόν, αυτή τη μεγάλη αντίφαση μεταξύ Δύσης και Ανατολής από την οποία ποτέ δεν έχουμε απαλλαγεί, και όλα όσα συζητάμε είναι επιμέρους εκδηλώσεις αυτής της αντίφασης.
Η Ελλάδα γεννήθηκε ως κράτος και γρήγορα προσανατολίσθηκε προς τη Δύση και οι μεγάλες επιλογές ήταν πάντα δυτικές, αλλά οι μεγάλες φαντασιώσεις και τα μεγάλα συμπλέγματα είναι ανατολικά και υπάρχει μία βαθύτερη περίεργη ενοχή στο κοινωνικό υποσυνείδητο, στο εθνικό υποσυνείδητο, γιατί έχουμε κάνει τις σωτήριες δυτικές επιλογές. Θα έλεγα ότι αυτές ξεκινούν από τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου, τότε η Ρωσία δεν θα μπορούσε να μη θεωρηθεί μία δύναμη, εν ευρεία εννοία, δυτική της εποχής εκείνης, μαζί με την Αγγλία και τη Γαλλία. Αυτό λοιπόν είναι που φθάνει μέχρι τις ημέρες μας.
Στη συνέχεια, προβλήματα τα οποία υπάρχουν και σε άλλες κοινωνίες ευρωπαϊκές, δυτικές, η συνωμοσιολογία, η οποία ας πούμε εμφανίζεται κατεξοχήν στην αμερικανική κοινωνία, στη μεγάλη πατρίδα του καπιταλισμού, στην ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα, εδώ λειτουργεί πολύ συχνά καθηλωτικά. Η πανδημία τα ανέδειξε όλα αυτά, εμφάνισε τα μη ορθολογικά στοιχεία.
Το αφήγημά μας συνεπώς πρέπει να είναι ένα ορθολογικό αφήγημα, να είναι η συνέχεια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, να γίνουμε μία χώρα η οποία είναι ευρωπαϊκή, δυτική, σύγχρονη, μία χώρα στην οποία ισχύουν οι εγγυήσεις του Κράτους Δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο φιλελευθερισμός, ο πολιτικός κατεξοχήν και ο κοινωνικός. Μια χώρα φυσικά με ελεύθερη λειτουργία της αγοράς, της οικονομίας, της ιδιωτική πρωτοβουλία. Ο ρόλος του κράτος είναι ρυθμιστικός και εγγυητικός, αλλά βεβαίως δεν μπορεί αυτό να οδηγεί στον οικονομικό κρατισμό. Αλλά, βλέπετε και όλα τα άλλα, ο συντεχνιασμός, ο τοπικισμός, μας οδηγούν σε αδιέξοδα. Δεν μπορούμε πουθενά να έχουμε ένα πλήρες σχέδιο για αιολική ενέργεια για παράδειγμα, αλλά δεν έχουμε ολοκληρώσει τη βασική υποδομή της διασύνδεσης των νησιών. Τώρα προχωρά το σχέδιο της διασύνδεσης της Κρήτης με το εθνικό διασυνδεδεμένο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας. Αντιλαμβάνεσθε, λοιπόν, τι προβλήματα βασικών υποδομών πρέπει να λύσουμε για να αποκτήσει η χώρα μία ολοκληρωμένη σιδηροδρομική δικτύωση, που δεν έχει, ούτε καν τη βασική γραμμή δεν έχει ακόμα πλήρως εκσυγχρονισμένη.
Άρα πρέπει να καταπολεμήσουμε ένα φαινόμενο το οποίο είναι πολύ έντονο στην Ελλάδα –παντού υπάρχει– που είναι ο συντηρητισμός, ο επενδεδυμένος με προοδευτικά προσχήματα, που συνδέεται βέβαια και με την ιδεολογική χρήση της Ιστορίας, με αταβισμούς, με αιχμαλωσίες στο παρελθόν, με αισθητές ελλείψεις πολιτικού και κοινωνικού πολιτισμού. Αυτά πρέπει να καλλιεργούνται μέσα από τους βασικούς μηχανισμούς. Δηλαδή, πραγματικά, είναι τραγικό αυτό το οποίο συμβαίνει με την εκπαίδευση και ασχολούμαστε συνεχώς με τον τρόπο διεξαγωγής των εξετάσεων ή με ζητήματα διοίκησης της εκπαίδευσης ενώ δεν ασχολούμαστε με την ανανέωση, την απλούστευση του curriculum, του εκπαιδευτικού περιεχομένου καθεαυτό, με τη σχέση του σχολείου με το παιχνίδι, με το να προσανατολίζονται τα παιδιά σε ένα σύγχρονο τρόπο σκέψης, ο οποίος βέβαια δεν μπορεί να είναι ο τρόπος σκέψεις, ας πούμε, του iPad, πρέπει να είναι πολύ πιο σύνθετος και πολύ πιο ανθρωπιστικός, αλλά ταυτόχρονα να έχει και όλα τα πρακτικά στοιχεία τα οποία απαιτεί η εποχή.
Συνεπώς πρέπει να κάνουμε πολλές κινήσεις ταυτοχρόνως. Μία κίνηση διασωστικού χαρακτήρα, να σώσουμε την κατάσταση λόγω της πανδημίας, μία κίνηση διαρθρωτικού χαρακτήρα, διότι, εάν δεν κάνουμε τις μεταρρυθμίσεις τώρα, όταν θα επανέλθουμε στην ευρωπαϊκή κανονικότητα θα είμαστε χαμένοι, θα είμαστε πιο άνισοι και πιο κάτω από ό,τι είμαστε, και, βέβαια, μία κίνηση η οποία θέτει την κοινωνία ενώπιον των πραγματικών διλημμάτων αυτογνωσίας που έχει.
Τα κόμματα όμως –πρέπει να το πω και το λέω με μεγάλη μου λύπη, γιατί έχω αφιερώσει δεκαετίες της ζωής μου στο πολιτικό σύστημα– δεν μιλούν με την ειλικρίνεια και την ευθύτητα που απαιτείται, κάνουν μία πιο επιδερμική, συγκυριακή και αποσπασματική προσέγγιση και διεκδικούν πάντα ένα αφήγημα επιτυχίας –«πετύχαμε» με πολύ μεγάλη ευκολία, «περάσαμε στην κανονικότητα» με πολύ μεγάλη ευκολία, «φύγαμε από το πρόβλημα» με πολύ μεγάλη ευκολία– και μετά ξανά μετακύλιση, επανάληψη των προβλημάτων. Αυτό είναι ένα σισύφειο φαινόμενο από το οποίο πρέπει να απαλλαγεί η κοινωνία και για να απαλλαγεί χρειάζεται, στην πραγματικότητα, να έρθει σε επαφή με τον ορθό λόγο, δηλαδή χρειάζεται να σκέπτεται με έναν τρόπο ο οποίος είναι προσανατολισμένος στις προκλήσεις του μέλλοντος.
* Το κείμενο προέκυψε από την απομαγνητοφώνηση των παρεμβάσεων / απαντήσεων μου στην ομότιτλη διαδικτυακή συζήτηση που οργανώθηκε στις 9.10.2020 στο πλαίσιο του 3ου InvestGR Forum. Τη συζήτηση συντόνισε ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος που έθεσε τα ερωτήματα και μετείχαν η Άννα Διαμαντοπούλου, ο Παναγιώτης Πικραμμένος, ο Γιώργος Παγουλάτος και ο Ευάγγελος Βενιζέλος
9.10.2020, The New Narrative of Greece from Evangelos Venizelos on Vimeo.