Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019
Ευάγγελος Βενιζέλος
Σκέψεις για τα πολλαπλά επίπεδα προσυμβατικού ελέγχου των δημοσίων συμβάσεων *
Ο ρόλος μου είναι πολύ εύκολος γιατί προηγήθηκαν αυτές τρεις εμπεριστατωμένες και έγκυρες παρουσιάσεις.
Θέλω να εξηγήσω γιατί βρίσκομαι εδώ, γιατί αποδέχθηκα την πρόταση του συγγραφέα. Ο πρώτος λόγος είναι καθαρά προσωπικός και συναισθηματικός. Τον Χρήστο Δετσαρίδη τον γνωρίζω από πολύ νέο. Είχα τη χαρά και την τιμή να συνεργαστώ με τον πατέρα του, μάχιμο δικηγόρο της Αλεξανδρούπολης σε σημαντικές υποθέσεις στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Υποθέσεις που διαμόρφωσαν τη νομολογία ακόμη και του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου και στη συνέχεια είχα τη χαρά να εφοδιάσω το νεαρό πτυχιούχο της Νομικής Χρήστο Δετσαρίδη με μία από τις συστατικές επιστολές που του άνοιξαν το δρόμο των μεταπτυχιακών του σπουδών και της ακαδημαϊκής του σταδιοδρομίας, η οποία μας ικανοποιεί, μας κάνει υπερήφανους, εμάς που τον γνωρίζουμε από νέο. Αυτός ο προσωπικός λόγος θα ήταν από μόνος του επαρκής.
Αλλά ο Χρήστος Δετσαρίδης μου είπε ότι είχε υπόψιν του και έναν – ας τον πούμε έτσι κάπως μεγαλεπίβολα - ιστορικό λόγο, γιατί στη διαδρομή μου την πολιτική, την κοινοβουλευτική και την κυβερνητική έτυχε να έχω συνδεθεί με ορισμένες βασικές τομές στο δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων. Αρχικά, με την ολοκληρωμένη νομοθετική εισαγωγή του θεσμού του προσυμβατικού ελέγχου των δημοσίων συμβάσεων από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Στη συνέχεια, με την εισαγωγή του άρθρου 98 παρ. 1 περίπτωση β΄ στο αναθεωρημένο Σύνταγμα του 2001, που θεμελιώνει την αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τον έλεγχο των συμβάσεων των οποίων αντισυμβαλλόμενος είναι το δημόσιο ή νομικά πρόσωπα που εξομοιώνονται με το δημόσιο με την ευρύτερη δυνατή έννοια, ανεξαρτήτως της τυπικής φύσης της οντότητας αυτής εφόσον το οικονομικό αντικείμενο είναι μεγάλο.
Θα μου επιτρέψετε εδώ να πω ότι σημαντική αποδεικνύεται και μία άλλη τομή που είχα εισηγηθεί στην αναθεώρηση του 2001 που αφορά το άρθρο 94 του Συντάγματος το οποίο όπως γνωρίζουμε στην παρ. 3 προβλέπει τη δυνατότητα για κατηγορίες υποθέσεων να μεταφέρεται η δικαιοδοσία πλήρως είτε στα πολιτικά δικαστήρια είτε στα διοικητικά δικαστήρια κάτι το οποίο είχε συμβεί για τις λεγόμενες δημόσιες συμβάσεις με ωφελούμενα τα διοικητικά δικαστήρια πριν φτάσουμε σε αυτήν την καθολική γενίκευση της έννοιας της δημόσιας σύμβασης η οποία ενυπάρχει και σε άλλες πτυχές της έννομης τάξης μας που δεν συνδέονται με αυτά που συζητάμε τώρα και με τις δικονομικές οδηγίες της ΕΕ. Σας θυμίζω πρόχειρα το βουλευτικό ασυμβίβαστο του άρθρου 57 παρ.1 Συντ. το οποίο επίσης θεμελιώνεται, σε πολύ μεγάλο βαθμό, σε ένα τέτοιο απολύτως λειτουργικό κριτήριο καθώς μας ενδιαφέρει ποιος έχει τον πραγματικό έλεγχο της οντότητας του νομικού προσώπου, ποιος διορίζει δηλαδή τη διοίκηση μιας επιχείρησης, άμεσα ή έμμεσα και εφόσον αυτό γίνεται από το κράτος εμπίπτει ο ενδιαφερόμενος στο ασυμβίβαστο αυτό. Άρα πρόκειται για μια πολύ γενικότερη τάση του νομοθέτη σε όλα τα επίπεδα, από το συνταγματικό μέχρι και το απλό κανονιστικό.
Τώρα, όπως ειπώθηκε, στο ζήτημα του ελέγχου του προδικαστικού και του δικαστικού των δημοσίων συμβάσεων ισχύει το γνωστό νομικό δόγμα «όποιος καεί στο κουρκούτι φυσάει και το γιαούρτι», δηλαδή πηγαίνουμε από το ένα άκρο στο άλλο, διότι υπάρχει ένα τεράστιο δημόσιο ενδιαφέρον και κυρίως υπάρχει μία τεράστια κοινωνική καχυποψία σε σχέση με τις δημόσιες συμβάσεις οι οποίες αφορούν μία πολύ σημαντική πτυχή της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας, ακόμη και σε περιόδους κρίσης, πολύ περισσότερο σε μία περίοδο μετά την κρίση, μια περίοδο μεταβατική, κατά την οποία η χώρα αγωνίζεται να επανέλθει στην κανονικότητα, και να καλύψει τον χαμένο χρόνο και το χαμένο έδαφος. Αυτό αφορά κυρίως και το επενδυτικό κενό το οποίο έχει δημιουργηθεί και το οποίο δεν μπορεί να καλυφθεί μόνο με άμεσες ξένες επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, ούτε με τις οριζόντιες επενδύσεις των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, χρειάζεται το δημόσιο ως επενδυτής εν τη ευρεία εννοία, το δημόσιο υπό όλες τις νομικές εκδοχές του και με όλα τα νομικά μέσα που διαθέτει.
Άρα όχι μόνο, τις δραστηριότητες που χρηματοδοτούνται από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, αλλά και αυτές που χρηματοδοτούνται από άλλους πόρους, αλλά εντάσσονται στο, εν ευρεία εννοία, δημόσιο τομέα, που επίσης η ενωσιακή νομοθεσία τον έχει ορίσει με έναν τρόπο τελείως διαφορετικό, στατιστικό και όχι λειτουργικό. Με βάση μια άλλη έννοια η οποία τώρα πια μας απασχολεί πάρα πολύ, αυτή της «γενικής κυβέρνησης». Διότι όταν είσαι εντεταγμένος στη γενική κυβέρνηση ως φορέας το πιθανότερο είναι και οι συμβάσεις σου να θεωρούνται δημόσιες και να υπόκεισαι στη διαδικασία προδικαστικού και δικαστικού ελέγχου για την οποία μιλά το εξαίρετο αυτό βιβλίο του Χρήστου Δετσαρίδη, το οποίο είναι ένα έργο αναφοράς για τον νομικό της πράξης και για τον νομικό της θεωρίας, διότι έχει αναδιφήσει τη νομολογία, εντός και εκτός εισαγωγικών, της Αρχής Εξέτασης των Προδικαστικών Προσφυγών. Έχει συνθέσει θεωρητικά τα πορίσματα της έρευνας του και κάνει όχι μόνο απλώς και μόνο την ακτινογραφία του έως τώρα έργου της Αρχής αλλά και μία εξαιρετική παρουσίαση της γενεαλογίας των διατάξεων που μας οδήγησαν στο σημερινό καθεστώς.
Άρα πρόκειται για ένα έργο το οποίο είναι μονογραφικό αλλά και συστηματικό, ένα έργο που πρέπει να το συμβουλεύεται κανείς ιδίως όταν θέλει να επιλύσει πολύ συγκεκριμένα πρακτικά προβλήματα και αυτά είναι στα οποία πρέπει να δίνει απαντήσεις και η επιστήμη. Αυτό κομίζει ο Χρήστος Δετσαρίδης με το βιβλίο του σε έναν πολύ ευαίσθητο τομέα, που έχει και όλα αυτά τα δογματικά υπόβαθρα στα οποία αναφέρθηκαν προηγουμένως οι συνομιλητές μου.
Τώρα η αλήθεια είναι ότι έχουμε φτάσει στην άλλη άκρη, όπως είπα, δηλαδή έχουμε πολυεπίπεδο έλεγχο κυρίως προσυμβατικό. Έλεγχο από την Αρχή Εξέτασης των Προδικαστικών Προσφυγών με την οποία μας συνδέει και η συμμετοχή μου επί πολλά χρόνια στην Ειδική Μόνιμη Κοινοβουλευτική Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας η οποία επιλέγει τον Πρόεδρο και ελέγχει τη λειτουργία , είχα λοιπόν εκεί την ευκαιρία να παρακολουθήσω από κοντά και την Αρχή Εξέτασης των Προδικαστικών Προσφυγών, τον πρώτο Πρόεδρο για μικρό διάστημα, τον κ. Αρναούτογλου και τον παρόντα Πρόεδρο που την έθεσε σε κίνηση. Αλλά εξακολουθεί να υπάρχει και η Ενιαία Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων που διεκδικεί τον ρόλο της τώρα, ιδίως μετά τη συγκρότηση και την εντατική λειτουργία της Αρχής Εξέτασης των Προδικαστικών Προσφυγών. Η Ενιαία Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο όταν επιλέγεται η διαδικασία της διαπραγμάτευσης, κάποια δε στιγμή θεώρησε ότι μπορεί να αναλάβει αυτή την εξέταση των προδικαστικών προσφυγών, κάτι όμως που τελικά δεν ενεργοποιήθηκε από τον κανονιστικό νομοθέτη. Έχουμε πάντα το Ελεγκτικό Συνέδριο το οποίο ασκεί τον προσυμβατικό του έλεγχο, σύμφωνα με το άρθρο 98 παρ. 1 περ. β, άλλα νομίζω - θα μας το πει ο παριστάμενος νέος πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ο οποίος είναι ο αρμοδιότερος όλων να διαχειριστεί τα θέματα αυτά- πώς θα ξεπεράσει αυτήν την αμηχανία, θα έλεγα, που έχει δημιουργηθεί μετά το νέο σύστημα του προδικαστικού ελέγχου από την ΑΕΠΠ και την άσκηση αιτήσεως αναστολής εκτέλεσης ενώπιον του ΣτΕ που οδηγεί στην διατύπωση της προσωρινής έστω δικαστικής κρίσης του ΣτΕ η οποία πρακτικά προηγείται του προσυμβατικού ελέγχου του ΕΣ.
Αυτό απασχολεί, από όσο γνωρίζω, το Ελεγκτικό Συνέδριο έντονα και επίσημα από το 2012, όταν η διοικητική Ολομέλεια του δικαστηρίου είχε καταλήξει διχασμένη στη θέση ότι δεσμεύεται από το προσωρινό δεδικασμένο, το οποίο δημιουργείται στο στάδιο της προσωρινής δικαστικής προστασίας, η οποία είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη. Η θέση αυτή δεσμεύει πρακτικά το ΕΣ όταν αυτό επιλαμβάνεται συγκεκριμένων υποθέσεων , παρότι διατυπώθηκαν ισχυρές αντίθετες απόψεις και αυτές διατυπώθηκαν στη συνέχεια, πέραν της διοικητικής ολομέλειας, σε δικαστικούς σχηματισμούς του Δικαστηρίου.
Άρα υπάρχει μια τέτοια εκκρεμότητα. Είμαι βέβαιος ότι το ΕΣ, λαμβάνει τώρα υπόψη, εκ των πραγμάτων, την αποτελεσματική λειτουργία της αρχής, που φαίνεται ότι με τη στελέχωσή της, με νέους επιστήμονες κατά τεκμήριο, έχει δημιουργήσει μια «γραμμή παραγωγής». Εξετάζει τις ενδικοφανείς αυτές προσφυγές πολύ γρήγορα και από ένα σημείο και μετά αρκετά πειστικά. Γιατί μειώνεται ο αριθμός και των αιτήσεων αναστολής και των αιτήσεων ακυρώσεως και μειώνεται και το ποσοστό, ευδοκίμησης των αιτήσεων αυτών και στο επίπεδο της προσωρινής και στο επίπεδο της οριστικής προστασίας από τα Διοικητικά Εφετεία ή το ΣτΕ και εντέλει από το ΣτΕ. Άρα αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο ζήτημα που αφορά και τη σχέση των δυο Ανωτάτων Δικαστηρίων μεταξύ τους σε έναν τομέα για τον οποίο το Ελεγκτικό Συνέδριο θεώρησε ότι έχει αποκτήσει ένα νέο πολύ σημαντικό αντικείμενο. Άλλωστε το ΣτΕ στη φάση της επεξεργασίας των σχεδίων ΠΔ για τον κανονισμό λειτουργίας της Αρχής και τον κανονισμό εξέτασης των προδικαστικών προσφύγων ενδιαφερόταν να οριοθετήσει την ύλη του και ήταν ικανοποιημένο όταν η ύλη διοχετεύτηκε στα Διοικητικά Εφετεία ώστε στη συνέχεια νομίζω ότι ενεθάρρυνε τη λειτουργία της Αρχής.
Άρα έχουμε νέα δεδομένα στα οποία πρέπει να προσθέσουμε και ορισμένες άλλες παραμέτρους, γιατί πίσω από τη λειτουργία της Αρχής, όπως και πίσω από τη λειτουργία του δικαστικού μας συστήματος, όταν ελέγχονται οι δημόσιες συμβάσεις, είτε πριν η σύναψή τους, είτε και μετά, υπάρχουν και αντανακλάσεις που δεν φαίνονται δια γυμνού οφθαλμού. Ένα ζήτημα είναι οι όροι του ανταγωνισμού. Δηλαδή, η λειτουργία της αγοράς καθεαυτή. Γνωρίζουμε ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει προσφάτως ασκήσει εντατικά τις αρμοδιότητές της στον τομέα κυρίως των συμβάσεων των δημοσίων έργων, των πιο κλασικών δημοσίων συμβάσεων και μπορεί αυτό να συμβαίνει κατά καιρούς και κατά περίπτωση σε διάφορους τομείς της αγοράς των δημοσίων συμβάσεων. Υπάρχει η Επιτροπή Ανταγωνισμού λοιπόν, η οποία είναι η πιο παλιά, νομοθετικά όμως και όχι συνταγματικά εγκαθιδρυμένη Ανεξάρτητη Αρχή, όπως συμβαίνει και με τις άλλες δυο, και με την Ενιαία Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων και με την Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών.
Υπάρχει, όμως και ένα άλλο υπόβαθρο, το οποίο δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε, που είναι ο ποινικός έλεγχος. Γιατί από τον ποινικό έλεγχο δεν σε διαφυλάσσει τίποτα, καμία προδικαστική προσφυγή και κανένας έλεγχος προσωρινός ή οριστικός από το αρμόδιο δικαστήριο. Μπορεί ενδεχομένως να περιορίζει την πιθανότητα ύπαρξης δόλου σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά πάντως δεν παρέχει καμία ποινική ασυλία, ενώ στην αρχική μας σκέψη, όταν είχαμε αρχίσει να ετοιμάζουμε τους πρώτους σπαργανώδεις θεσμούς του προσυμβατικού ελέγχου την περίοδο των δύσκολων συμβάσεων 1993 – 1995, βασική μας στόχευση ήταν να απαλλάσσουμε και όλο το σύστημα αυτό από τη διαρκή απειλή του ποινικού ελέγχου, όπου πια τα κριτήρια που χρησιμοποιεί η ποινική δικαιοσύνη για να δει τι είναι η Ανεξάρτητα Αρχή, δεν επιτρέπουν σε καμία περίπτωση να σκεφτεί κάποιος ότι μπορεί να εκληφθεί ως «δικαστικό όργανο» η Ανεξάρτητη Αρχή. Εδώ ο εισαγγελέας δεν αφήνει την Αρχή Προστασία Προσωπικών Δεδομένων να επιβάλει κανόνες για τη λειτουργία των καμερών στις διαδηλώσεις και δεν αφήνει στο Συνήγορο του Πολίτη να ασκήσει έλεγχο εντός των φυλακών. Άρα υπάρχει άκρως επιφυλακτική διάθεση απέναντι στις Ανεξάρτητες Αρχές και τη νομική τους φύση, εκεί που η Δικαιοσύνη εκφράζεται με τον πιο απόλυτο και σκληρό τρόπο που είναι η Ποινική Δικαιοσύνη γιατί όλα τα άλλα είναι πολύ πιο ήπια και πολύ πιο ευέλικτα σε σχέση με τις νοοτροπίες της Ποινικής Δικαιοσύνης.
Υπάρχουν όμως, κατά την γνώμη μου, και ορισμένα άλλα προβλήματα τα οποία τίθενται κατά καιρούς. Το πρώτο από αυτά είναι ότι η Αρχή Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών και το Συμβούλιο της Επικρατείας ως ενιαίο μπλοκ νομολογίας, δεν παρέχει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, την αναγκαία ασφάλεια δικαίου στον τομέα των Δημοσίων Συμβάσεων. Υπάρχουν πολύ μεγάλες αβεβαιότητες, υπάρχουν αποχρώσεις οι οποίες είναι «ανατριχιαστικές» σε ορισμένες περιπτώσεις και υπάρχει και μια αβεβαιότητα που εκπορεύεται από την καμπύλη της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεν μπορούν να λυθούν οριστικά ζητήματα, τα οποία θα μπορούσαν να έχουν λυθεί ρητά με μια σαφέστερη διατύπωση των σχετικών οδηγιών. Οι σχετικές οδηγίες παράγουν ανασφάλεια δικαίου. Η ανασφάλεια δικαίου πολλαπλασιάζεται επί 28, -μέχρι στιγμής, με το Ηνωμένο Βασίλειο στα κράτη – μέλη και εδώ. Για παράδειγμα στο πρακτικό θέμα που είναι το έννομο συμφέρον του μη οριστικώς αποκλεισθέντος διαγωνιζομένου να προσφύγει, έχουμε τέτοιου είδους διακύμανση που φτάσαμε τελικά να διατυπωθεί ερώτημα προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας στη φάση της προσωρινής δικαστικής προστασίας.
Βρισκόμαστε, λοιπόν αντιμέτωποι με τέτοια θέματα, ο νομοθέτης παρεμβαίνει μετά από σύσταση της αρχής ή παρακολουθώντας της νομολογία και ρυθμίζει θέματα με νεότερες διατάξεις. Θα μπορούσε με ρητές διατάξεις νόμου να ρυθμίσει και τα θέματα αυτά αν είχε τη βεβαιότητα ότι δεν θα παραβιάζει τις οδηγίες. Άρα λύση μπορεί να δοθεί εν μέρει από τον εθνικό νομοθέτη, αλλά, εν τέλει, μόνον από τον ενωσιακό νομοθέτη, ο οποίος δεν πρέπει να αφήνει υπό συνεχή διαπραγμάτευση τα ζητήματα αυτά, διότι, βεβαίως, στη συνέχεια η πρακτική είναι να εξηγεί με έγγραφά της η αρμόδια γενική διεύθυνση τι εννοούσε ο νομοθέτης της οδηγίας, πως ερμηνεύεται, οιονεί αυθεντικά, τι πρέπει να γίνει κοκ . Όλα αυτά δεν μου φαίνονται και πάρα πολύ διαφανή και πάντως σίγουρα δεν μου φαίνονται ως συνάδοντα με τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το κράτος δικαίου και με την ασφάλεια δικαίου.
Και υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα, σε σχέση με τις Ανεξάρτητες Αρχές η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, όταν λειτουργούν οι Αρχές αυτές κυρωτικά, είναι πάρα πολύ αυστηρή. Θέλει δημοσιότητα, θέλει αιτιολογία και εφόσον υπάρχει αντικείμενο αντιμωλίας πρέπει να υπάρχει και κατ’ αντιμωλία συζήτηση. Αυτό έχει γίνει σε θέματα που αφορούν τη ΑΔΑΕ, δηλαδή το απόρρητο των τηλεπικοινωνιών σε μεγάλες υποθέσεις επιβολής προστίμου για βάρβαρη παραβίαση του απορρήτου. Έχει γίνει για την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, δεν θα γίνει για την Αρχή Εξέτασης των Προδικαστικών Προσφυγών που είναι νομοθετικά εγκαθιδρυμένη αρχή, η οποία τελεί υπό τον διαρκή έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας στη φάση της προσωρινής δικαστικής προστασίας αναστολής εκτέλεσης; Άρα πρέπει το σύστημα εφόσον η προσφυγή είναι ενδικοφανής να καταστεί ενδικοφανές στο σύνολο του
Πρέπει να σας πω ότι έχω μια σχετική εμπειρία από την περίοδο 1987- 1988, όταν ιδρύθηκε και λειτούργησε η πρώτη Ανεξάρτητη Αρχή προβλεπόμενη από το νόμο τότε ,όχι από το Σύνταγμα στον τομέα των Μέσων Ενημέρωσης, που ήταν η Επιτροπή Τοπικής Ραδιοφωνίας, με «πολυτελή» σύνθεση, με τρία εκ του νόμου μέλη, τον πρόεδρο του ΣτΕ, τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου και τον πρόεδρο της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, τότε τους αείμνηστους, Κουρουσόπουλο, Στασινό και τον Βασίλη Κοραχάη, οι οποίοι αυτοί μόνοι τους επέλεγαν τα άλλα δύο μέλη, και είχαν επιλέξει τον καθηγητή Εμμ. Πρωτονοτάριο του ΕΜΠ και εμένα . Η Επιτροπή συνεδρίαζε στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου με κατ΄αντιμωλία συζήτηση και δημοσίευε δημόσια τις αποφάσεις της. Πλήρως ενδικοφανές σύστημα από έδρας. Έτσι λειτουργούσε η Αρχή αυτή και έτσι δεν έχει λειτουργήσει καμία Ανεξάρτητη Αρχή ως τώρα.
Άρα υπάρχουν παραδείγματα στην ελληνική έννομη τάξη τα οποία δεν έχουν διαμορφώσει δυστυχώς μνήμη θεσμική, η οποία να μπορεί τώρα να αξιοποιηθεί για να αποκτήσει τα πλήρη χαρακτηριστικά της η Αρχή Εξέτασης των Προδικαστικών Προσφυγών και αυτό αφορά και τη σύνθεση των τμημάτων και τη σύνθεση του μεγάλου τμήματος της Αρχής, διότι έχουμε τη δυνατότητα πια και την ωριμότητα να επιλύσουμε τα θέματα αυτά ως έννομη τάξη.
Ο Χρήστος Δετσαρίδης μας επιτρέπει να τα σκεφτούμε όλα αυτά και να τα συνοψίσουμε και να τα αναστοχαστούμε και ως εκ τούτου προσφέρει πολύ μεγάλη ερευνητική αλλά και πρακτική υπηρεσία στο πεδίο των δημοσίων συμβάσεων και γενικότερα στο δημόσιο δίκαιο.-
*Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου του Χρήστου Δετσαρίδη, Η προδικαστική προσφυγή στο στάδιο ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, (εκδ. Σάκκουλα,2019 ) στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων , 25.11.2019 . Μετείχαν επίσης ο Αντιπρόεδρος του ΣτΕ Αθ. Ράντος, ο Πρόεδρος της ΑΕΠΠ, Φ. Κατσίγιαννης, πρόεδρος εφετών ΔΔ ετ και ο Στ. Κουτνατζής, λέκτορας της Νομικής Σχολής ΔΠΘ, ΓΓ Νομικών και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων της Κυβέρνησης.