Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019
Ευάγγελος Βενιζέλος
Το συνταγματικό πλαίσιο των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας μετά την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της αναθεωρητικής διαδικασίας σε συνδυασμό με τα προβλήματα του κοινού ανακοινωθέντος πρωθυπουργού και αρχιεπισκόπου της 6ης Νοεμβρίου 2018 *
Α. Η θρησκευτική ελευθερία ως θεμέλιο της συνταγματικής ρύθμισης των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας - Προσθέτει κάτι η ρητή αναφορά στο «ουδετερόθρησκο κράτος»;
Το Σύνταγμα δεν ρυθμίζει μόνον τη συγκρότηση και την άσκηση της κρατικής εξουσίας, ρυθμίζει πολύ περισσότερα πράγματα. Ρυθμίζει τη σχέση του Κράτους με την κοινωνία, τη σχέση του Κράτους με την οικονομία, τη σχέση του Κράτους με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη διεθνή κοινότητα. Στην πραγματικότητα μπορούμε να αντιληφθούμε το σημερινό εύρος της έννοιας του Κράτους ή των διακρατικών διαδικασιών και αρμοδιοτήτων παρακολουθώντας την εκτατική ιδιότητα που έχει το Σύνταγμα να συμπεριλαμβάνει στην ύλη του ολοένα και περισσότερα πράγματα. Ακόμη και εάν δεν είχαμε αυτήν την προϊστορία ως προς τη συνταγματική ρύθμιση των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας στην Ελλάδα, όπως την παρουσίασε ο Γιάννης Κονιδάρης προηγουμένως, θα έπρεπε να ανακαλύψουμε, είτε με ρητές συνταγματικές διατάξεις είτε ερμηνευτικά, τρόπους μέσω των οποίων το Σύνταγμα, αλλά το ίδιο ισχύει και για το Διεθνές Δίκαιο και για την ευρωπαϊκή έννομη τάξη, θα δίνει απαντήσεις στα ερωτήματα που σχετίζονται με το τι ισχύει ως Δίκαιο στις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας.
Άρα, δεν πρέπει να μας ξενίζει το γεγονός ότι σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος υπάρχουν συνταγματικά προβλήματα, προβλήματα συνταγματικής πολιτικής και συνταγματικής ερμηνείας, που αφορούν τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι ένα πάρα πολύ ισχυρό φαινόμενο για να μείνει αρρύθμιστο συνταγματικά. Δεν μπορεί να μείνει αρρύθμιστο συνταγματικά.
Άλλωστε, στην αφετηρία της θεωρίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βρίσκεται, εν πολλοίς, η θρησκευτική ελευθερία. Αυτό συνομολογείται από όλους όσοι έχουν ασχοληθεί με τα ζητήματα αυτά, ανεξαρτήτως ιδεολογικής και αξιακής κατεύθυνσης. Μπορεί στον πυρήνα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τα ζητήματα της θρησκευτικής ελευθερίας εξίσου κρίσιμα με τα ζητήματα της ελευθερίας της κίνησης, που τελικά ολοκληρώνεται με τη μορφή της οικονομικής ελευθερίας, της ελευθερίας της αγοράς, της ελευθερίας της μετακίνησης, του εμπορίου, της παραγωγής, που βεβαίως είναι κι αυτή μία μορφή της ελευθερίας της σωματικής. Αντίστοιχα, η πνευματική ελευθερία σχετίζεται άμεσα με τη θρησκευτική ελευθερία, γιατί το ίδιο το κράτος, το λεγόμενο Βεστφαλικό, το κράτος που βρίσκεται ιστορικά στην αφετηρία του σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους, συγκροτείται σε σχέση με τη θρησκευτική του ταυτότητα. Άρα, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τη θεωρία του κράτους, για τη θεωρία του Συντάγματος, για τη θεωρία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αγνοώντας το θρησκευτικό φαινόμενο.
Εστιάζοντας τώρα στο ισχύον Σύνταγμα της χώρας, η αλήθεια είναι ότι δεν θα ξεκινούσα από το άρθρο 3 μιλώντας για τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, αλλά από το άρθρο 13, γιατί η θεμελιώδης διάταξη, η ρητά προσδιοριζόμενη στο άρθρο 110 παράγραφος 1 του Συντάγματος, ως μη αναθεωρήσιμη διάταξη που ανήκει στον σκληρό πυρήνα του άρθρου 110, είναι το άρθρο 13 παράγραφος 1 και όχι το άρθρο 3 του Συντάγματος. Η θρησκευτική ελευθερία είναι το πρώτο θεμέλιο, πριν το άρθρο 3, και της συνταγματικής ρύθμισης των σχέσεων Κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και των σχέσεων Κράτους και όλων των άλλων θρησκειών, δογμάτων και εν γένει θρησκευτικών κοινοτήτων ή θρησκευτικών οντοτήτων και συσσωματώσεων.
Αυτό σημαίνει ότι πριν από εκκλησία της επικρατούσας θρησκείας, κατά το άρθρο 3, η Ορθόδοξη Εκκλησία –θα δούμε τι σημαίνει ο όρος αυτός– είναι πρωτίστως υποκείμενο της θρησκευτικής ελευθερίας. Για λόγους ιστορικούς, για λόγους κοινωνικούς, για λόγους παραδοσιακούς και, εν τέλει, για λόγους πρακτικούς -πληθυσμιακούς είναι το ογκωδέστερο και το ισχυρότερο, οργανωτικά και κοινωνικά, υποκείμενο της θρησκευτικής ελευθερίας. Εάν φαντασθούμε προς στιγμήν ότι στο Σύνταγμά μας δεν υπάρχει καθόλου το άρθρο 3 και τα πάντα ρυθμίζονται στο άρθρο 13, αρκεί η Ορθόδοξη Εκκλησία να επικαλεσθεί και να αξιοποιήσει την ιδιότητά της ως φορέα της θρησκευτικής ελευθερίας για να διεκδικήσει και να παίξει ένα ρόλο, ο οποίος μπορεί να είναι, από πλευράς παρέμβασης κοινωνικής και πολιτικής, πολύ ισχυρότερος από το ρόλο που φαινομενικά της προσδίδει ο χαρακτηρισμός της ως εκκλησίας της επικρατούσας θρησκείας στο άρθρο 3 παράγραφος 1 του Συντάγματος.
Αυτή η προσέγγιση μας επιτρέπει να κατανοήσουμε κάτι το οποίο είναι πάρα πολύ απλό, ότι οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, ανεξαρτήτως της τυπολογίας που ακολουθούμε, η οποία σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι αιχμάλωτη στερεοτύπων, είναι σχέσεις συνταγματικά ρυθμισμένες. Και είναι σχέσεις συνταγματικά ρυθμισμένες σε μία πολιτικά και κοινωνικά φιλελεύθερη βάση, γιατί ο βασικός κανόνας που διέπει τις σχέσεις αυτές είναι η θρησκευτική ελευθερία και η θρησκευτική ισότητα. Το άρθρο 13 του Συντάγματος πρέπει, βεβαίως, πάντα να ερμηνεύεται και σε συνδυασμό με το άρθρο 4 που κατοχυρώνει κάθε εκδοχή ισότητας, άρα και τη θρησκευτική ισότητα.
Άλλωστε, τα Συντάγματα τώρα πια δεν είναι Συντάγματα κυρίαρχα, είναι Συντάγματα που ανήκουν σε έναν πολυεπίπεδο συνταγματισμό, είναι Συντάγματα όχι εθνικών κρατών που έχουν ψευδαίσθηση κυριαρχίας, επάρκειας και αυτοαναφορικότητας, αλλά είναι Συντάγματα «κρατών-μελών» που μετέχουν στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, μετέχουν στην ολοκλήρωση της ευρύτερης Ευρώπης στο επίπεδο του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μετέχουν στη διεθνή κοινότητα, στην οποία, βεβαίως, προστατεύονται με πολλούς και διάφορους τρόπους τα ανθρώπινα δικαιώματα. Γιατί υπάρχει και το σύστημα προστασίας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, το οποίο το υποβαθμίζουμε λόγω της μεγάλης πρακτικής δύναμης που έχει το ευρωπαϊκό σύστημα προστασίας και, κυρίως, το Ευρωπαϊκή Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Άρα, μιλάμε για ένα σύστημα συνταγματικά ρυθμισμένων σχέσεων που διέπεται, πρωτίστως, από το άρθρο 13. Το άρθρο 13 ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το άρθρο 4 –θρησκευτική ελευθερία και ισότητα– και τα δύο μαζί ερμηνεύονται στο πλαίσιο αυτού του πολυεπίπεδου συνταγματισμού υπό το πρίσμα και την επιρροή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του Ευρωπαϊκού Ενωσιακού Δικαίου και γενικότερα του Διεθνούς Δικαίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Άρα, είμαστε υποχρεωμένοι να προβαίνουμε διαρκώς σε αυτό που λέγεται σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σύμφωνη με το Ευρωπαϊκό Ενωσιακό Δίκαιο και σύμφωνη με το Διεθνές Δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος, για να αποφύγουμε δυσάρεστες και, ενίοτε, αδιέξοδες τριβές μεταξύ του γράμματος του Εθνικού Συντάγματος και του γράμματος του Διεθνούς ή Ευρωπαϊκού Δικαίου. Ενώ η εναρμόνιση είναι πάρα πολύ εύκολη και σε αυτή μας καθοδηγεί, βεβαίως, ο τεράστιος πλούτος της νομολογίας, πρωτίστως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Στη νομολογία, λοιπόν, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου βεβαίως και αναδεικνύεται η έννοια του θρησκευτικά ουδέτερου κράτους, μία έννοια που δεν υπάρχει ρητά καταγεγραμμένη ούτε στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ούτε στο Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατοχυρώνει, όπως και το Ελληνικό Σύνταγμα, τη θρησκευτική ελευθερία ( άρθρο 9). Από τη θρησκευτική ελευθερία συνάγεται νομολογιακά και η υποχρέωση ουδετερότητος του Κράτους, η οποία όμως, όπως ρητά λέει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεν προδικάζει το σύστημα σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας που επιλέγει κάθε κράτος-μέρος της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Άρα, ενώ κατοχυρώνεται η θρησκευτική ελευθερία στο επίπεδο της «Μεγάλης Ευρώπης» των 47 κρατών-μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ υπάρχει υποχρέωση θρησκευτικής ουδετερότητας, δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο σύστημα σχέσεων ή συγκεκριμένο σύστημα χωρισμού. Υπάρχουν χώρες με επίσημη κρατική θρησκεία, υπάρχουν χώρες στις οποίες υπάρχει laïcité –απόλυτος διαχωρισμός– και υπάρχουν χώρες όπου οι σχέσεις διαρρυθμίζονται σε ένα ενδιάμεσο επίπεδο, πάντα υπό το πρίσμα της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως την ερμηνεύει το Δικαστήριο του Στρασβούργου.
Εάν θέλαμε να απλουστεύσουμε τα πράγματα, έναν τεράστιο όγκο θεμάτων που έχουν τεθεί τις τελευταίες δεκαετίες ενώπιον του Δικαστηρίου από 47 διαφορετικές κοινωνίες, από 47 διαφορετικά πολιτικά συστήματα, από 47 εναλλασσόμενες συγκυρίες, εθνικές και ευρωπαϊκές, θα λέγαμε ότι ουδετερότητα σημαίνει «μη καταπίεση» των θρησκευτικών οντοτήτων, σημαίνει «μη προτίμηση» και, σπανίως, σημαίνει αποκλεισμό από το δημόσιο χώρο, αν και η πιο πρόσφατη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν αποκλείει τις θρησκευτικές οντότητες από τον δημόσιο χώρο. Αναφέρομαι στη γνωστή απόφαση Lautsi για το σταυρό στις σχολικές τάξεις στην Ιταλία από το Μεγάλο Τμήμα, από την Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ( βλ . Juli Ringelheim, State Religious Neutrality as a Common European Standard? Reappraising the European Court of Human Rights Approach, Oxford Journal of Law and Religion, 2017, 0, 1-24 ).
Άλλωστε, ακόμη και σε μία χώρα η οποία είναι παραδοσιακά ουδέτερη θρησκευτικά και οικοδομήθηκε ως ομοσπονδιακό σύστημα στη θρησκευτική ουδετερότητα, που είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, θρησκευτική ουδετερότητα δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση αποκλεισμός του θρησκευτικού φαινομένου από τον δημόσιο χώρο. Μπορεί να μην κάνει αγιασμό η Ιερά Σύνοδος στην έναρξη της Συνόδου του Κογκρέσου, αλλά οργανώνεται λειτουργία στον Εθνικό Καθεδρικό Ναό της Ουάσιγκτον, στον οποίο μπορούν να πάνε οι βουλευτές ή οι γερουσιαστές που θέλουν. Δεν ορκίζει ο Αρχιεπίσκοπος τον Πρωθυπουργό, αλλά ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ορκίζεται επί της Βίβλου και οι πάστορες της δικής του επιλογής –γιατί όλοι, πλην του John Kennedy, είναι Προτεστάντες, ένας ήταν Καθολικός στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών και αυτός δολοφονήθηκε– αναπέμπουν ευχές .
Άρα, η έννοια της θρησκευτικής ουδετερότητας είναι πολύ πιο ευέλικτη και πολύ πιο γενική από ό,τι νομίζει κανείς διά γυμνού οφθαλμού, πάντως αυτή είναι η νομολογία του ΕΔΔΑ , που σημαίνει ότι η συζήτηση για το εάν πρέπει να προστεθεί αυτή η ρήτρα, όχι βεβαίως στο άρθρο 3 αλλά στο άρθρο 13, είναι, κατά τη γνώμη μου, απολύτως περιττή, διότι, ούτως ή άλλως, η έννοια αυτή απορρέει από την έννοια της θρησκευτικής ελευθερίας, δεν προσθέτει σε αυτήν, συνάγεται ερμηνευτικά από αυτήν.
Το ερώτημα είναι, μήπως όλα αυτά που λέμε οδηγούνται σε έναν ερμηνευτικό περιορισμό, νομοθετικό, πρακτικό περιορισμό, με επίκληση του άρθρου 3, με επίκληση της έννοιας της επικρατούσας θρησκείας; Μήπως αυτό που λέει η πλειοψηφία της επιστήμης, ότι η έννοια της επικρατούσας θρησκείας είναι μία περιγραφική έννοια που παραπέμπει στη θρησκεία της πλειονότητας του ελληνικού λαού, δεν γίνεται δεκτό από τη νομολογία; Πράγματι, προσφάτως, έχουμε νομολογιακά δείγματα τα οποία διαφέρουν από την αντίληψη που επικρατεί στην Επιστήμη. Η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου Επικρατείας για το μάθημα των θρησκευτικών, η τελευταία, η περυσινή, είναι μία απόφαση η οποία θέτει τεράστια ερμηνευτικά προβλήματα. Διότι ενώ το προοίμιο δεν έχει κανονιστικό περιεχόμενο και είναι πανηγυρικό κατάλοιπο της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας, του προοιμίου της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας του 1822, της Διακήρυξης της Επιδαύρου. Ενώ η έννοια της επικρατούσας θρησκείας δεν μπορεί να οδηγήσει σε αποκλίσεις από τη θρησκευτική ελευθερία και ισότητα, το κανονιστικό περιεχόμενο που η επικρατήσασα άποψη προσέδωσε στις έννοιες αυτές –και τα πάντα στο Σύνταγμα μπορεί να προσλάβουν ξαφνικά κανονιστικό περιεχόμενο, ακόμη και τα σημεία στίξης– είναι διαφορετικό από αυτό που υποστηρίζουμε εμείς επιστημονικά.
Για αυτό έχω πει, ήδη από το 2006, ότι όλα αυτά μπορούν να αντιμετωπισθούν με μία μινιμαλιστική μέθοδο, με την προσθήκη μίας ερμηνευτικής δήλωσης κάτω από το άρθρο 3, που θα λέει, πάρα πολύ απλά, ότι το άρθρο 3 δεν μπορεί να θεμελιώσει αποκλίσεις από τη θρησκευτική ελευθερία και τη θρησκευτική ισότητα. Αυτό θα έλυνε με μία επέμβαση η οποία είναι εξαιρετικά οικονομημένη- και δεν εκφράζει τη θεία οικονομία, αλλά την οικονομία του αναθεωρητικού νομοθέτη- όλο αυτό το πρόβλημα το οποίο, πράγματι, δημιουργείται. (Βλ. Ευάγγελος Βενιζέλος, Οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, β´ έκδοση, Παρατηρητής, 2000, ο ίδιος, Συνταγματική αυτοσυνειδησία ή αναθεωρητικός οίστρος; Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2006, σελ. 71 επ . και τις μελέτες που συγκροτούν το κεφάλαιο VIII του πρόσφατου βιβλίου μου, Ευάγγελος Βενιζέλος, Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας. Προσδοκίες και κίνδυνοι από την αναθεώρηση του Συντάγματος , Εκδόσεις Πατάκη , 2018, σελ. 421 επ. ).
Πράγματι έχει δίκιο και η κα Χριστοδουλοπούλου που λέει ότι στο Σύνταγμα υπάρχουν στοιχεία που αποκλίνουν από την ουδετερότητα, και ο θρησκευτικός όρκος και το άρθρο 16 παράγραφος 2 ενδεχομένως για τους σκοπούς της εκπαίδευσης, θα μπορούσε να θεωρηθεί τέτοια διάταξη. Θα μπορούσε, όμως και να μη θεωρηθεί εάν, όπου προβλέπεται θρησκευτικός όρκος, νοείται η κατ’ επιλογή του ενδιαφερομένου επίκληση της τιμής και της συνείδησής του, γιατί δεν νοείται «πολιτικός όρκος», ή θα μπορούσε, πράγματι, σκοπός της παιδείας να μην είναι η καλλιέργεια άλλης πεποίθησης από την πεποίθηση των γονέων, ώστε το άρθρο 16 παράγραφος 2 να εναρμονισθεί με αυτό που λέει το άρθρο 2 του πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που αναθέτει στους γονείς το δικαίωμα να προσδιορίζουν τον θρησκευτικό ή φιλοσοφικό καταρτισμό των τέκνων τους. Αυτό, λοιπόν, δεν είναι αρμοδιότητα της πολιτείας, άρα δεν είναι ούτε πεδίο του Συντάγματος ούτε πεδίο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά είναι στοιχείο της ανατροφής, είναι στοιχείο της σχέσης γονέων και τέκνων, είναι δηλαδή κάτι που ανήκει στον σκληρό πυρήνα της ιδιωτικότητας και προστατεύεται ως τέτοιο με απόλυτο φιλελευθερισμό, θρησκευτικό και φιλοσοφικό, ώστε εάν δεν θέλει ο γονέας να μην παρακολουθεί το παιδί του κανένα μάθημα, ούτε θρησκειολογικό ούτε φιλοσοφικό. Αυτό έχει πει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου( βλ. Ευάγγελος Βενιζέλος, ο.π 2018, σελ. 459 επ. )
Άρα και τη διάταξη του άρθρου 16 παράγραφος 2 την παρερμήνευσε η τελευταία απόφαση περί Θρησκευτικών της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δεν την ερμήνευσε υπό το πρίσμα του άρθρου 2 του πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της σχετικής νομολογίας. Όμως εν τέλει, μέσα από τις επάλληλες αιτιολογίες, στη θρησκευτική ισότητα θεμελιώνει την κρίση της η απόφαση αυτή, η περιβόητη, για τα θρησκευτικά. Διότι το τελικό επιχείρημα είναι ότι δεν μπορεί να υπάρχει ομολογιακό μάθημα για τους Μουσουλμάνους ή τους Καθολικούς μαθητές και όχι για τους Ορθοδόξους. Ενώ η απάντηση σε αυτό το τεχνητό δίλημμα είναι ότι, εάν δεν θέλουν οι γονείς που εμφανίζονται ως Καθολικοί για τα παιδιά τους δεν υφίστανται καθολικό δογματικό μάθημα. Και οι Μουσουλμάνοι το ίδιο, δεν έχουν καμία απολύτως υποχρέωση να παρακολουθούν τα μαθήματα του ιεροδιδασκάλου στα σχολεία της μειονότητας στη Θράκη. Άρα, είναι απολύτως αντιστρέψιμο το επιχείρημα αυτό.
Β. Η προοπτική της αναθεωρητικής διαδικασίας - Τι θα γίνει στην επόμενη Βουλή;
Όμως ας πάμε πρακτικά στο μέλλον της αναθεώρησης. Το μέλλον της αναθεώρησης υπαγορεύεται από τους αριθμούς. Η αναθεώρηση ή είναι συναινετική και μεταπλειοψηφική ή δεν υπάρχει. Για την ακρίβεια, όπως έχω πει πολύ πρόσφατα και θα με συγχωρέσετε που το επαναλαμβάνω, εάν δεν υπάρχει συναίνεση και πολιτικός πολιτισμός, η αναθεώρηση δεν είναι ούτε αναγκαία, ευτυχώς, ούτε εφικτή. Άρα, εφόσον οι διατάξεις αυτές εισάγονται με απλή πλειοψηφία στην επόμενη Βουλή την αναθεωρητική, αυτή που θα συντελέσει ή δεν θα συντελέσει την αναθεώρηση, απαιτείται πλειοψηφία 180 ψήφων. Με δεδομένες τις θέσεις των κομμάτων και με δεδομένη την πρόγνωσή μας για το συσχετισμό της επόμενης Βουλής, μείζονα αναθεώρηση στο άρθρο 3 δεν μπορεί να επέλθει. Μπορεί να καταργηθεί η παράγραφος 3 για το κείμενο της Αγίας Γραφής, που είναι παρέμβαση στα δογματικά θέματα της Εκκλησίας της Ελλάδος και δεν πρέπει να υπάρχει καν η διάταξη αυτή. Ο καθένας προσδιορίζει τα ιερά του κείμενα όπως θέλει, εφόσον είναι υποκείμενο της θρησκευτικής ελευθερίας.
Μπορεί να εισαχθεί η Αρχή της ουδετερότητας ως δήλωση στο άρθρο 3; Κατά τη γνώμη μου, όχι. Χρειάζεται; Όχι, υπερκαλύπτεται από το άρθρο 13. Μπορεί να ισορροπήσει αυτή η συζήτηση στην προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης, όπως αυτή που περιέγραψα προηγουμένως, ότι το άρθρο 3 δεν μπορεί να θεμελιώσει αποκλίσεις από τη θρησκευτική ελευθερία και τη θρησκευτική ισότητα; Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι αναγκαίο, αλλά αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι και το maximum στο οποίο θα μπορούσε, με βάση τις προγνώσεις μου τις πολιτικές, να πάει η επόμενη Βουλή, η αναθεωρητική.
Όμως το άρθρο 3 εισάγει και ένα δεύτερο σύστημα σχέσεων, πέραν αυτού για το οποίο σας μίλησα τώρα, το οποίο είναι ένα σύστημα συνταγματικά ρυθμισμένων σχέσεων με τα υποκείμενα της θρησκευτικής ελευθερίας στο πεδίο εφαρμογής της ελληνικής συνταγματικής τάξης. Υπάρχει ένα σύστημα ομοταξίας μεταξύ Ελληνικού Κράτους και Οικουμενικού Πατριαρχείου ως νομικού προσώπου Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου. Έχουμε πει κι άλλη φορά σε παρόμοιες συνάξεις ότι με μία εντυπωσιακή απλότητα, καταλυτική, στην τελευταία απόφαση ( ΣτΕ 1999/2018 ) για το Κτήμα Προμπονά το Δ´ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, υπό την Προεδρία τού παρευρισκομένου Επιτίμου Προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας, του κ. Χρ. Ράμμου, καταγράφοντας τους διαδίκους χαρακτήρισε, και ορθά, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που είναι διάδικος, ως νομικό πρόσωπο Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου.
Εμείς έχουμε προφανές έννομο συμφέρον –έννομο συμφέρον με την πολιτική, τη διεθνοπολιτική έννοια του όρου– να βοηθήσουμε και να διατηρήσουμε και να προστατεύσουμε τη διεθνή οντότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως Μεγάλη Εκκλησία που προσδίδει την ταυτότητά της στην κατ’ Ελλάδα Ορθόδοξη Εκκλησία. Γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία προσδιορίζεται και ταυτοποιείται ως κατ’ Ελλάδα Εκκλησία μόνον εάν είναι εκκλησιολογικά και δογματικά ενωμένη με τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία εν Κωνσταντινουπόλει –άρθρο 3 παράγραφος 1– αλλιώς δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα της Εκκλησίας αυτής ως Εκκλησίας της επικρατούσας θρησκείας ή ως Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως είναι η διατύπωση στο άρθρο 105 για το Άγιον Όρος, όπου πια η ομοταξία αυτή είναι προφανής, γιατί ο Καταστατικός Χάρτης τού Αγίου Όρους ψηφίζεται από τις κυρίαρχες Μονές και κυρώνεται ισοτίμως από τη Βουλή των Ελλήνων και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Άρα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι και διεθνής παράγων που μετέχει στο ελληνικό νομοθετικό γίγνεσθαι.
Φυσικά υπάρχει και το άρθρο 18, που ανέφερε ο άγιος Μεσσηνίας, το οποίο αφορά το αναπαλλοτρίωτο των Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών Μονών, δηλαδή των Βλατάδων και της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας, ενώ η περιουσία των άλλων Πρεσβυγενών Πατριαρχείων και της Ιεράς Μονής του Σινά είναι συλλήβδην αναπαλλοτρίωτη. Άρα, έχει πολύ μεγάλη σημασία να προστατεύσουμε το κύρος και την οντότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Υπό την έννοια αυτή, η πολλαπλότητα των εκκλησιαστικών καθεστώτων, στην οποία αναφέρθηκε προηγουμένως ο κ. Κονιδάρης, δεν είναι απλά και μόνο ένα κανονικό ζήτημα μεταξύ Εκκλησίας της Ελλάδος και Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά είναι και ένα συνταγματικό ζήτημα και ένα διεθνοπολιτικό ζήτημα που αφορά τη σχέση της Ελληνικής Πολιτείας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τη διεθνή οντότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Πώς θέλουμε να το αναγνωρίζουν διεθνώς, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, του Συμβούλιο της Ευρώπης, άλλες κυβερνήσεις, και να μην το κάνει αυτό, πρωτίστως, η Ελληνική Δημοκρατία, αλλά και να μην το κάνει αυτό, πρωτίστως, η Εκκλησία της Ελλάδος.
Ποια Εκκλησία της Ελλάδος; Η αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος του 1850, που είναι αυτοκέφαλη δυνάμει του Τόμου και η Εκκλησία της Ελλάδος που εμπεριέχει την αυτοκέφαλη Εκκλησία του 1850 και τις Μητροπόλεις των νέων χωρών και που όλη μαζί, ως άλλη οντότητα, είναι αυτοκέφαλη κατά τους όρους της Πράξης του 1928. Άρα, υπάρχουν στο άρθρο 3 δύο διαφορετικές αυτοκέφαλες οντότητες ,με διαφορετική ποιότητας αυτοκεφαλία, αναγνωριζόμενη συνταγματικά. Αλλά και κανονικά ισχύει αυτό, όπως ισχύουν και οι περαιτέρω διακρίσεις των άλλων εκκλησιαστικών καθεστώτων. Αυτό είναι το πλαίσιο το συνταγματικό.
Γ. Η συσχέτιση της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος με τη συμφωνία Κράτους και Εκκλησίας για την εκκλησιαστική περιουσία και τη μισθοδοσία του κλήρου.
Επειδή με επαναφέρει στην τάξη η κα Αντωνιάδου, θα σας πω μόνον τους τίτλους της άποψής μου για την περιβόητη «συμφωνία» Εκκλησίας και πολιτείας, Αρχιεπισκόπου και Πρωθυπουργού, όπως αποτυπώνεται στο κοινό ανακοινωθέν της 6ης Νοεμβρίου του 2018. Καταρχάς, θεωρώ ότι τώρα, που η αναθεώρηση του άρθρου 3 έχει προσλάβει άλλες διαστάσεις και έχει άλλες προοπτικές, έχει χαθεί το αντίβαρο της Συμφωνίας. Διότι τώρα που δεν υπάρχει η πίεση της αναθεώρησης, γιατί πρέπει να θεωρηθεί επείγον ζήτημα ή συμφέρον ζήτημα και για ποιον από τους δύο, η ρύθμιση των ζητημάτων της εκκλησιαστικής περιουσίας και της μισθοδοσίας του κλήρου. Για ποιο λόγο;
Τα ζητήματα της εκκλησιαστικής περιουσίας ταλανίζουν τη σχέση Κράτους και Εκκλησίας από το 1829, από το ΙΑ’ ψήφισμα της Δ’ Εθνοσυνέλευσης. Μήπως είχαμε σημαντικές αλλαγές τα τελευταία χρόνια; Είχαμε λοιπόν τα τελευταία χρόνια σημαντικότατες αλλαγές. Το 2013 είναι μία χρονιά καταλυτική για το νομικό καθεστώς της εκκλησιαστικής περιουσίας, διότι αναγνωρίσθηκαν, με το άρθρο 57 του νόμου 4301/2013 περί θρησκευτικών κοινοτήτων, οι τίτλοι κυριότητος των Μονών και των άλλων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, όπως οι τίτλοι αυτοί απορρέουν από το νόμο του 1930, τη Συμφωνία του 1952, τη Συμφωνία του 1968 και κατ’ ακολουθίαν τη Συμφωνία του 1988, μετά το νόμο Τρίτση και πριν την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το άρθρο 57 έχει σημαντική επίπτωση στο τι σημαίνει πρακτικά εκκλησιαστική περιουσία( βλ. το ΑΠ 5647 / 11. 11. 2014 εγκύκλιο σημείωμα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος) . Επίσης, εκκλησιαστική περιουσία τίνων; Γιατί υπάρχει πολλαπλότητα των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων. Όταν μιλάμε για μία σύμβαση και ορισμένοι επικαλούνται ως κύριο επιχείρημα το γεγονός ότι θα έχουμε σύμβαση και όχι μόνο νόμο, πρέπει να σας πω ότι κυρωτικούς νόμους των συμβάσεων είχαμε σε όλες τις συμφωνίες Κράτους - Εκκλησίας που έχουν προηγηθεί .
Τι έδειξε, λοιπόν, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το 1994( Ιερές Μονές κατά Ελλάδος ); Ότι όσες Μονές δεν υπέγραψαν τη Σύμβαση ( της 11. 5. 1988 που κυρώθηκε με το άρθρο 1 ν. 1811/1988 μετά την σύγκρουση που προκάλεσε ο ν. 1700/ 1987 που κρίθηκε σύμφωνος με το Σύνταγμα με την ΣτΕ 5057 / 1987 της επταμελούς σύνθεσης του Γ´ τμήματος) είχαν ισχυρότερη νομική θέση από τις Μονές που υπέγραψαν τη Σύμβαση. Δεν θέλω να αναφερθώ τώρα στη θεωρία της νομοθετικής κύρωσης των διοικητικών συμβάσεων και στο εάν η Σύμβαση αυτή είναι διοικητική, αλλά η νομοθετική κύρωση δεν σημαίνει κάτι το ιδιαίτερο. Αλλά ούτε και το γεγονός ότι συνάπτεται σύμβαση και ακολουθεί νομοθετική κύρωση αντί της μονομερούς νομοθετικής ρύθμισης σημαίνει κάτι το ιδιαίτερο πρακτικά. Η ρύθμιση του άρθρου 57 ν. 4301/2013 είναι μονομερώς νομοθετική. Μετά τη σύμβαση του 1988, όπως είπαμε, οι Μόνες που δεν μετείχαν στη σύμβαση είχαν ισχυρότερη νομική θέση στο Στρασβούργο. Μάλιστα, τελικώς, οι Μονές της Εκκλησίας της Ελλάδος , οι οποίες είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, εμφανίσθηκαν και διεκδίκησαν τα δικαιώματά τους ως ιδιωτικές οντότητες, ως NGOs, ως μη κυβερνητικές οργανώσεις. Άρα, κινήθηκαν με βάση το άρθρο 13 του Συντάγματος και το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όχι με βάση το άρθρο 3 και την ιδιότητά τους ως νομικών προσώπων της εκκλησίας της επικρατούσας θρησκείας.
Προσθέτω, με τη μεγαλύτερη δυνατή συντομία, ότι η συγκρότηση ενός ταμείου αξιοποίησης ακινήτων «διαμφισβητούμενης» μεταξύ Εκκλησίας και Δημοσίου κυριότητας προϋποθέτει ότι δεν υπάρχουν διεκδικήσεις τρίτων ,ότι είναι προφανές τουλάχιστον το ποιος ασκεί τη νομή, ότι θα επιλυθούν τα προβλήματα της κτηματογράφησης, ότι θα επιλυθούν οι τυχόν εκκρεμότητες χρήσεων γης και πολεοδομικού και δασολογικού χαρακτήρα ,ότι θα συμπράξουν όλα τα εμπλεκόμενα επιμέρους εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα ( μητροπόλεις, ενορία-κοινότητα ναοί, ιερές μόνες κοκ ) και κυρίως ότι θα υπάρχει ασφάλεια δικαίου για τους επενδυτές και γενικότερα τους αντισυμβαλλόμενους του ταμείου που θα ενδιαφερθούν να μετάσχουν στην αξιοποίηση της περιουσίας αυτής. Σοβαρά προβλήματα υπάρχουν ως προς ακίνητα αποσαφηνισμένης και μη αμφισβητούμενης κυριότητας. Τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται όταν αμφισβητείται αυτή καθεαυτήν η κυριότητα. Η Εταιρεία Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Ακίνητης Περιουσίας - Ε.Α.Ε.Α. Π που ιδρύθηκε με το ν. 4182/2013 ( άρθρα 83-88) με τη συμμετοχή του Δημοσίου και της Αρχιεπισκοπής Αθηνών «για την αξιοποίηση ακινήτων επί των οποίων διατηρεί περιουσιακά δικαιώματα η ΙΑΑ ή νομικά πρόσωπα ή φορείς που υπάγονται στη δικαιοδοσία της» δεν ενεργοποιήθηκε ουσιαστικά και αυτό δείχνει το μέγεθος των δυσκολιών .
Πάντως μετά την απόφαση του ΕΔΔΑ του 1994 δεν υπήρξε, εξ όσων γνωρίζω, κύμα ατομικών προσφύγων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων για την προστασία της περιουσίας τους. Άλλωστε αυτό θα προϋπέθετε εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων(σχετικά με την αναγνώριση ή τη διεκδίκηση κυριότητας, την άρση περιοριστικών μέτρων κατά το άρθρο 18 παρ. 3 Συντ., την ανάκληση ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων ή απαλλοτριώσεων ακινήτων που δεν διατέθηκαν για τον σκοπό της απαλλοτρίωσης, την αποζημίωση για στέρηση της χρήσης και κάρπωσης ,την κτηματογράφηση κοκ ) και βεβαίως δικαιοδοσία του ΕΔΔΑ ratione temporis. Πρέπει συνεπώς σε κάθε περίπτωση να αποσαφηνισθεί τι σημαίνει διαμφισβητούμενη περιουσία ( πρβλ. Γεώργιος Αποστολάκης , Η περιουσία των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Ελλάδα , Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις ,2007 ).
Έρχομαι στη μισθοδοσία του κλήρου. Παρέλκει να αναφερθώ στα υφιστάμενα διεθνώς συστήματα κρατικής ενίσχυσης των εκκλησιών και γενικότερα των θρησκευτικών κοινοτήτων, στα παραδείγματα κρατών με καθεστώς επίσημης ή κρατικής θρησκείας και στα συστήματα μισθοδοσίας κληρικών από το κράτος ή κρατικής συμμετοχής στη σχετική δαπάνη. Ακόμη και η σύνδεση της μισθοδοσίας του κλήρου με αποζημίωση για παλαιότερες απαλλοτριώσεις υπάρχει σε ομόσπονδα γερμανικά κράτη ( βλ. σχετικά Σωτήρη Μητραλέξη, Σχέσεις Εκκλησίας - Κράτους. Το συμβαίνει στην Ευρώπη. Τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Μισθοδοσία, περιουσία, φορολογία, θρησκευτικά, Αρμός, 2019, στο οποίο περιλαμβάνεται και μελέτη του Άγγελου Χρυσόγελου, Οι οικονομικές διαστάσεις των σχέσεων Εκκλησίας - Κράτους. Φορολόγηση και χρηματοδότηση της Εκκλησίας από το Κράτος στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, σελ. 61 επ. Αναλυτική παρουσίαση των απόψεων του είχε κάνει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου στην εισήγηση του προς την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 4.10.2016)
Στην Ελλάδα εν έτει 2019 πρέπει άραγε να συνδέεται η μισθοδοσία του κλήρου από το κράτος με την εκκλησιαστική περιουσία και τα ποσά που καταβάλλει το κράτος πρέπει να θεωρούνται «αφηρημένη αποζημίωση» σε σχέση με παλαιότερες απαλλοτριώσεις ή γενικότερα «αφαιρέσεις» της κυριότητας εκκλησιαστικών ακινήτων; Αυτός ο συσχετισμός δεν είχε γίνει ποτέ νομοθετικά, παρά μόνον το 1829 με το ΙΑ ψήφισμα της Δ ´ Εθνικής Συνέλευσης στο οποίο αναφέρθηκα. Δεν έγινε σε καμία άλλη περίπτωση. Δεν έγινε στον Α.Ν 536/ 1945 ( ΦΕΚ Α ´ 226 ) που τον επέβαλε ο Δαμασκηνός ως Αρχιεπίσκοπος και Αντιβασιλεύς, δεν έγινε στις μεταγενέστερες τροποποιήσεις του νόμου αυτού και δεν έγινε στις δύο μεγάλες τομές που έγιναν το 2004 και το 2013 –συμπτωματικά επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και τις δύο φορές– όπου τη μία φορά καταργήθηκε( ν. 3220 / 2004 ) η εισφορά των ναών, γιατί η ενοριακή εισφορά είχε καταργηθεί από το 1962, και την άλλη φορά (άρθρο 13παρ. 5 ν . 4111/2013 ) ενεγράφη το κονδύλιο στον κρατικό προϋπολογισμό.
Θα συνδέσουμε τη μισθοδοσία με την «αφηρημένη αποζημίωση», που είναι μία έννοια που έχει εισαχθεί στο δημόσιο διάλογο από μη νομικούς; Ας θυμηθούμε στο Αστικό Δίκαιο τι σημαίνει αφηρημένη αποζημίωση. Έχουμε εδώ, ευτυχώς, το Μιχάλη Σταθόπουλο ο οποίος θα μπορούσε μετά να παρέμβει, γιατί είναι βαθύς γνώστης και αυτών και των άλλων θεμάτων, όλων των θεμάτων. Αλλά, πάντως, η ορθή νομική βάση είναι, κατά τη γνώμη μου, αυτή που αναφέρθηκε από τον άγιο Μεσσηνίας προηγουμένως, ότι η μισθοδοσία έχει συνταγματικό θεμέλιο το άρθρο 13 παράγραφος 3, την ενιαία εποπτεία της Εκκλησίας επί των λειτουργών της επικρατούσας και όλων των άλλων γνωστών θρησκειών.
Άρα, διασώζεται απολύτως η υποχρέωση κρατικής μισθοδοσίας, εάν επεκταθεί, βεβαίως, και στους λειτουργούς των άλλων γνωστών θρησκειών, επέκταση η οποία ισχύει, ούτως ή άλλως, για τους Μουφτήδες και για τους λειτουργούς των Ισραηλιτικών κοινοτήτων, που είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου -οι Μουφτείες είναι δημόσιες υπηρεσίες. Αλλά η επέκταση και στους πληθυσμιακά αναλογούντες λειτουργούς των άλλων γνωστών θρησκειών θωρακίζει πλήρως, από πλευράς θρησκευτικής ελευθερίας και ισότητας, τη μισθοδοσία του κλήρου.
Ψάχνουν όλοι, λόγω της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, να βρουν το νομικό status του κληρικού, το νομικό status του εφημερίου. Αυτό το βρίσκει κανείς στη σύνταξή του. Οι συντάξεις αυτές –έχουμε εδώ τον κ. Σαρμά, τον Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου– ήταν συντάξεις που διακανονίζονταν από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, ήταν πολιτικές συντάξεις του Δημοσίου. Μετά τη μεταφορά ( άρθρο 4 ν. 4387/2016 ) όλων στον ΕΦΚΑ και στο Ενιαίο Επικουρικό Ταμείο ( υπάρχει πολύ μεγάλο θέμα εάν η νομική φύση της σύνταξης του Ιερέα, του Εφημερίου, ως θρησκευτικού λειτουργού του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου, είναι διαφορετική από τη νομική φύση της σύνταξης του καθηγητή ΑΕΙ, ο οποίος ορίζεται ρητά ως δημόσιος λειτουργός στο άρθρο 16 παράγραφος 5, αλλά είναι συνδεδεμένος με έννομη σχέση με το νομικό πρόσωπο του ΑΕΙ και όχι με το νομικό πρόσωπο του Κράτους. Άλλωστε, πολλοί λειτουργοί (βουλευτές , αιρετοί της αυτοδιοίκησης κοκ) συνταξιοδοτούνται με δημόσια σύνταξη ( πολιτικές συντάξεις σε αντιδιαστολή προς τις στρατιωτικές συντάξεις), σύνταξη στο πλαίσιο του συνταξιοδοτικού και όχι του ασφαλιστικού δικαίου. Άλλωστε, έχει πει η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου γνωμοδοτώντας για το σχετικό νομοσχέδιο ότι κακώς ενώνονται στον ΕΦΚΑ αυτοί οι οποίοι υπάγονται σε συνταξιοδοτικό καθεστώς. Από εκεί θα ξεκινήσει κανείς να ορίσει το νομικό status του εφημερίου. Στους αρχιερείς αυτό είναι προφανές.
Φυσικά, αυτό δεν λύνει ειδικότερες περιπτώσεις δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας, εκεί που έχουμε ιεροκήρυκες, εφημέριους και διακόνους μη ενοριακών κοιμητηριακών ναών και κληρικούς οι οποίοι είναι ταυτόχρονα και εκκλησιαστικοί υπάλληλοι των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων ( πχ μητροπόλεων ).
Άρα, νομίζω ότι η Εκκλησία, όπως και η Πολιτεία, πρέπει να το «πάρουν αλλιώς», πρέπει να σκεφθούν γύρω από τα θέματα αυτά σε τελείως διαφορετική βάση, νομικά διαφορετική, πραγματολογικά διαφορετική, σύγχρονη, ευρωπαϊκή, ανοικτή και θα δούμε τότε ότι τα πράγματα λύνονται πολύ πιο εύκολα και με πολύ μεγαλύτερη κοινωνική συναίνεση και νομική ασφάλεια.-
* Εισήγηση σε δημόσια συζήτηση που οργάνωσε ο «Κύκλος Ιδεών» στις 18 Μαρτίου 2019 στην Αθήνα ( ξενοδοχείο King George ) με τη συμμετοχή επίσης του σεβ. Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομου Σαββάτου, καθηγητή της Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ, της κας Τασίας Χριστοδουλοπούλου, αντιπροέδρου της Βουλής, του κ. Ιωάννη Κονιδάρη, ομ. καθηγητή του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΕΚΠΑ και συντονίστρια την κα Μαρία Αντωνιάδου, δημοσιογράφο - πρόεδρο της ΕΣΗΕΑ.
Αναλυτικά για την εκδήλωση δείτε εδώ: https://ekyklos.gr/ev/663-deftera-18-3-2019-athina-kratos-ekklisia.html
** Τα κείμενα της εκδήλωσης δημοσιεύτηκαν στα ΝΟΜΟΚΑΝΟΝΙΚΑ (Έτος ΙΖ’ , Τεύχος 1, Μάιος 2019 )
δείτε εδώ: http://evenizelos.gr/images/stories/pdf/00_NomKan_2019_1_Eisagogiko.pdf
18.3.2019, Κύκλος Ιδεών: Κράτος και Εκκλησία from Evangelos Venizelos on Vimeo.