Ιωάννινα 13 Ιανουαρίου 2019
Ομιλία Ευ. Βενιζέλου κατά την παρουσίαση στα Ιωάννινα του βιβλίου του «Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας» (εκδ. ΠΑΤΑΚΗ) στο ξενοδοχείο Grand Serai
Σας ευχαριστώ προσωπικά την καθεμιά και τον καθένα από εσάς που μπήκατε στον κόπο να έρθετε να παρακολουθήσετε την παρουσίαση του βιβλίου μου αυτού. Ξέρω ότι η ημέρα είναι δύσκολη, Κυριακή, ξέρω ότι το ψύχος είναι μία αντένδειξη και επίσης παρακολουθούσα τις προηγούμενες ημέρες τη δυσκολία της πόλης λόγω του χιονιά. Σας ευχαριστώ για την ευγένειά σας και για τη φιλία σας και για την υπομονή σας. Ευχαριστώ θερμά το συντονιστή της εκδήλωσης, το Γιώργο Παπαχρήστο, άξιο τέκνο του νομού Ιωαννίνων που είναι, θα έλεγα, ο πρύτανης των Ελλήνων πολιτικών συντακτών, ένας έγκυρος, διεισδυτικός αναλυτής της πολιτικής πραγματικότητας αλλά ταυτόχρονα και ένας ακαταπόνητος και επίμονος ρεπόρτερ, γιατί χωρίς έρευνα και χωρίς ρεπορτάζ δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί η ανάλυση.
Θέλω να εκφράσω τις ευχαριστίες μου αλλά και το θαυμασμό μου για τον Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Καθηγητή της Ιατρικής, κ. Μηνά Πασχόπουλο, που μου έκανε τη μεγάλη τιμή, προφανώς λόγω ακαδημαϊκής αλληλεγγύης, να είναι εδώ ως ένας εκ των ομιλητών της παρουσίασης. Με εντυπωσίασε γιατί με εξαιρετικά εύστοχο τρόπο, επεμβατικό, πήγε στην καρδιά του θέματος και με πολύ συνοπτικό αλλά ολοκληρωμένο τρόπο παρουσίασε τη λογική ενός βιβλίου που είναι βεβαίως πολιτικονομικό, πολύ μακριά από τα δικά του ακαδημαϊκά ενδιαφέροντα, αλλά είναι προφανώς ένας ολοκληρωμένος και ενεργός πολίτης και όχι απλά ένας επιστήμων, ένας ιατρός. Άλλωστε, έχουμε μεγάλη ιατροφιλοσοφική παράδοση στην Ελλάδα. Οφείλει πάρα πολλά ο ελληνικός διαφωτισμός και η συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους και της κοινωνίας αλλά και της ιδεολογίας της νεοελληνικής στον Αδαμάντιο Κοραή που ήταν ιατρός στις βασικές του σπουδές. Αλλά ιατρός στις βασικές του σπουδές ήταν και ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο πρώτος Κυβερνήτης, που δεν είναι απλά και μόνο ο θεμελιωτής του ελληνικού κράτους και του ελληνικού εκσυγχρονισμού αλλά είναι και ο συγγραφέας του ελβετικού Συντάγματος, για αυτό και τιμάται στη Γενεύη και στη Λωζάννη ίσως περισσότερο και από ό,τι τιμάται στην Ελλάδα. Άρα, οι προοπτικές που έχει από την άποψη αυτή ο κ. Πασχόπουλος είναι πάρα πολύ μεγάλες.
Θέλω επίσης να ευχαριστήσω θερμά τον εξαιρετικά γενναιόδωρο, ευγενή και ευπατρίδη συνάδελφό μου, τον βουλευτή Ιωαννίνων, τον κ. Κωνσταντίνο Τασούλα, ο οποίος είναι την περίοδο αυτή και ο γενικός εισηγητής της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος και συνυπάρχουμε σχεδόν καθημερινά στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος, η οποία ολοκληρώνει σε λίγο τις εργασίες της, όπως τις ολοκληρώνει, αλλά δεν είναι αυτό η περιγραφή του Κώστα Τασούλα. Πρόκειται για μία σπάνια, ίσως μοναδική περίπτωση λογίου στη Βουλή, ενός διανοουμένου που έχει βαθιά παιδεία και καλλιέργεια, την οποία ανανεώνει και επιβεβαιώνει διαρκώς, και μία εξαιρετικά εντυπωσιακή και επικίνδυνη ταυτοχρόνως αίσθηση του χιούμορ, η οποία βασίζεται στην διαρκή διάθεση αυτοκριτικής και αυτοβελτίωσης. Γιατί δεν μπορείς να δεις τον άλλον και κριτικά αλλά και φιλικά ταυτόχρονα, και γενναιόδωρα, εάν δεν βλέπεις τον εαυτό σου αυστηρά. Ως εκ τούτου αυτή η δυνατότητα να περιπαίζεις δεν είναι μία παιγνιώδης διάθεση, είναι στην πραγματικότητα μία ολόκληρη ψυχαναλυτική διεργασία, η οποία προϋποθέτει πολύ μεγάλη κουλτούρα, την οποία την αποδεικνύει καθημερινά, ελπίζω και στον τόπο του, παρότι ουδείς προφήτης στον τόπο του, και τον ευχαριστώ πραγματικά από καρδιάς για τη γενναιοδωρία του.
Το βράδυ του Μαΐου του 2010, όταν η Βουλή κλήθηκε να ψηφίσει το πρώτο μνημόνιο, είχα, όπως θυμάστε, την επίμονη πρόταση να ζητηθεί, από την τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, η αυξημένη πλειοψηφία της Βουλής και να κληθούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις που έπαιξαν ρόλο στην κυβέρνηση του τόπου κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, να μοιραστούν την ευθύνη για την έξοδο της χώρας από μία κρίση που δεν άρχιζε το 2009-2010, αλλά που είχε φτάσει στο εκρηκτικό σημείο, στο σημείο τήξης για την ακρίβεια το 2009. Θυμάμαι την αγωνία αλλά και το γνήσιο εθνικό ενδιαφέρον με το οποίο ως επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδος της Νέας Δημοκρατίας με ρωτούσε τότε εάν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ θα αξιώσει από τη Βουλή αυξημένη πλειοψηφία, πράγμα που δυστυχώς δεν έγινε και έτσι μοιράστηκαν άνισα και ανιστόρητα οι ευθύνες. Ήταν ένα βράδυ στο οποίο η συγκυρία συνάντησε την Ιστορία και την προσπέρασε, όχι γιατί δεν κοίταζε σωστά στο παρελθόν, αλλά γιατί δεν κοίταζε σωστά στο μέλλον. Η σχέση με την Ιστορία δεν είναι η σχέση με την ιστοριογραφία, δεν είναι η σχέση με την ερμηνεία του παρελθόντος, των γεγονότων και των καταστάσεων, είναι η σχέση με το μέλλον, είναι η δυνατότητα να διαβλέψεις και να προβλέψεις τις εξελίξεις και να προετοιμαστείς για αυτές, αλλά και η υποχρέωση να σεβαστείς τις επόμενες γενιές. Η ιστορικότητα της Δημοκρατίας επιβάλλει στον παρόντα λαό να σέβεται το έθνος, δηλαδή να διατηρεί τη μνήμη των προηγούμενων και να προετοιμάζει την επιβίωση και την προοπτική των επόμενων. Η σχέση με τα παιδιά μας και με τα εγγόνια μας είναι η σχέση με την Ιστορία, είναι η σχέση μας με τους κατιόντες, με τους απογόνους, δεν είναι η σχέση με τους προγόνους μας.
Ένα δεύτερο τέτοιο βράδυ ήταν όταν περίπου ένα χρόνο αργότερα κλήθηκα να απαντήσω στο δίλημμα εάν θα αναλάβω τις ευθύνες του Υπουργού Οικονομικών και εάν θα ξημερώσει ημέρα με Υπουργό Οικονομικών και με το σύστημα να λειτουργεί, το χρηματοπιστωτικό και χρηματοοικονομικό σύστημα της χώρας. Ήταν ένα δίλημμα εξαιρετικά επείγον, συγκυριακό αλλά και ιστορικό, έπρεπε να απαντήσω προσωπικά ή συλλογικά, με ποια ηθική βάση; Με την ηθική βάση της δικής μου πεποίθησης; Του δικού μου προσωπικού σχεδιασμού; Του προσωπικού μου συμφέροντος; Ή με την ηθική της ευθύνης που είναι μία ευθύνη ατομική, αλλά με συλλογικές επιπτώσεις. Μου είπε τότε μία πολύ στενή οικογενειακή φίλη, εάν δεχθείς να αναλάβεις τα καθήκοντα αυτά, αυτό θα είναι ο θάνατός σου, όχι μόνο ο πολιτικός αλλά κατά πάσα πιθανότητα και ο βιολογικός. Έπρεπε να δώσω μία απάντηση πριν ξημερώσει και δεν νομίζω ότι έσφαλα. Δεν έσφαλα γιατί δεν έκανα την επιλογή της αυτοπροστασίας και της απόστασης και δεν ξέρω εάν έτσι ο Δάντης θα με βάλει στο καθαρτήριο μονίμως, πριν αποφασίσει οριστικά εάν θα πάω στην κόλαση ή στον παράδεισο, αλλά πάντως εδώ είναι και οι τρεις αυτές καταστάσεις, και το καθαρτήριο και η κόλαση και ο παράδεισος. Είναι ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώνουμε τη ζωή μας σε σχέση με τις ζωές των άλλων και σε σχέση κυρίως με τη ζωή του έθνους, με τη ζωή του τόπου. Αυτό είναι το πρόβλημα της Δημοκρατίας σε σχέση με τη συγκυρία και την Ιστορία.
Όταν, βεβαίως, μιλάμε για Δημοκρατία στο βιβλίο, μιλάμε για κάτι πολύ πιο τεχνικό και πολύ πιο συγκεκριμένο, μιλάμε για τη φιλελεύθερη δυτική Δημοκρατία, για τη Δημοκρατία τη λεγόμενη συνταγματική. Επειδή αυτή πρωτίστως έχει ανθίσει μετά τη γαλλική και την αμερικανική επανάσταση στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην πραγματικότητα μιλάμε για μία Δημοκρατία η οποία, με την πάροδο του χρόνου και ιδίως από το 1990 και την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, έχει επιβληθεί παγκοσμίως ή σχεδόν παγκοσμίως, αλλά όχι παντού. Βρίσκεται όμως σε βαθιά κρίση για ένα λόγο που είναι λίγο απροσδόκητος. Μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες η ανάπτυξη, η ανταγωνιστικότητα, η ευμάρεια, ο δυτικός τρόπος ζωής ήταν ταυτισμένος με τη Δημοκρατία, εάν δεν είχες ένα δημοκρατικό πολίτευμα δεν μπορούσες να τα πετύχεις αυτά. Τώρα έχει φανεί πως μπορεί και στο πλαίσιο ενός μη δημοκρατικού, μη φιλελεύθερου, αλλά ενός αυταρχικού καθεστώτος, να έχεις επιτυχίες στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, να έχεις υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, να μετέχεις με δυνατότητες και αποτελέσματα στις μεγάλες τεχνολογικές προκλήσεις, τώρα της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, σε λίγο της πέμπτης βιομηχανικής επανάστασης. Αυτό είναι βεβαίως το παράδειγμα πρωτίστως της Κίνας αλλά και άλλων κρατών που διεκδικούν ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό στον παγκόσμιο καταμερισμό, ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό και μερίδιο στο παγκόσμιο ΑΕΠ, ενώ η Ευρώπη γερνά, μειώνεται πληθυσμιακά και χάνει βαθμούς στον παγκόσμιο καταμερισμό.
Η Ευρώπη βλέπει ότι μπορεί να έχει ανταγωνιστές μη δημοκρατικούς, οι οποίοι όμως είναι άκρως επικίνδυνοι για το ευρωπαϊκό μοντέλο ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας και για το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος. Οι λαοί της Ευρώπης, οι κοινωνίες –και η ελληνική κοινωνία– βλέπουν ότι πολύ μεγάλα θέματα που αφορούν τη ζωή τους, την καθημερινότητά τους, αποφάσεις κρίσιμες, πρακτικές, τι θα γίνει με τη δημοσιονομική πολιτική, με τη φορολογία, τι θα γίνει με τη νομισματική πολιτική, έχουν ληφθεί οριστικά και έχουν κλειδωθεί σε νομικά κείμενα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι, συνεπώς, εκτός της δημοκρατικής συγκυρίας, δεν αποφασίζονται περιοδικά σε εκλογές, γιατί τα κράτη είναι υποχρεωμένα, εφόσον μετέχουν στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και κυρίως εφόσον μετέχουν στην Ευρωζώνη, να αποδεχθούν ένα σύστημα οικονομικής διακυβέρνησης που αυτά θεωρεί ότι τα έχει λύσει ιστορικά, δηλαδή οριστικά και άρα δεν τελούν υπό διαπραγμάτευση ούτε είναι ανοικτά στον ανταγωνισμό, ούτε «επιτρέπεται» να ψηφίσουν διαφορετικά οι λαοί σε εκλογές.
Άρα, δείτε πόσο δύσκολη είναι και η ιστορική παγίωση μερικών θεμελιωδών δημοκρατικών αποφάσεων, όπως είναι για παράδειγμα το κλείδωμα των προϋποθέσεων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ότι πρέπει να μην έχουμε νομισματική πολιτική, παρά μόνο αυτή που καθορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να χτυπά πάντα τον πληθωρισμό και βεβαίως πρέπει να έχουμε όρια στο έλλειμμα και όρια στο χρέος. Άρα δεν μπορούμε να εφαρμόζουμε επεκτατικές πολιτικές κόβοντας νόμισμα, κόβοντας χρήμα, δηλαδή με τη λεγόμενη νομισματική χρηματοδότηση, με πληθωριστικές δραχμές ή με πληθωριστικές λιρέτες, γιατί τώρα πια υπάρχει ένα ενιαίο ευρώ, το οποίο πρέπει να είναι ισχυρό, πειστικό, να είναι διεθνώς αποθεματικό νόμισμα.
Άρα τι Δημοκρατία είναι αυτή η οποία δεν μπορεί να αποφασίσει για τα θεμελιώδη; Τι Δημοκρατία είναι αυτή που δεν μπορεί να προστατεύσει τους πολίτες από το πρόβλημα της τρομοκρατίας; Τι Δημοκρατία είναι αυτή η οποία δεν έχει μία ολοκληρωμένη μεταναστευτική και προσφυγική πολιτική; Τι Δημοκρατία είναι αυτή η οποία δεν επιτρέπει στην Ευρώπη να λειτουργήσει ως παγκόσμια οντότητα στις μεγάλες κρίσεις που αφορούν την Ευρώπη;
Βλέπουμε τώρα εξελίξεις συγκλονιστικές σε σχέση με τη Συρία που είναι δίπλα μας, στις οποίες μετέχει η Τουρκία, μετέχει η Ρωσία, μετέχει το Ιράν, βεβαίως μετέχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και εάν προσέξετε τα καθημερινά δημοσιεύματα των εφημερίδων και τις αναλύσεις στο διαδίκτυο, δεν υπάρχει καμία ουσιαστική συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή μεμονωμένων ευρωπαϊκών χωρών, ακόμη και των μεγάλων που είναι μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας. Άρα υπάρχει ένα πρόβλημα.
Το ίδιο πρόβλημα υπήρχε και στην πρόγνωση και την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Τι Δημοκρατία είναι αυτή που δεν είχε μηχανισμούς πρόβλεψης της κρίσης; Μηχανισμούς ανακοπής της κρίσης, σε εθνικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο ευρωπαϊκό. Για αυτό η δυσπιστία των κυβερνήσεων μετά απέναντι στην Επιτροπή, την Commission, για αυτό προσεκλήθη το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και εγκαταστάθηκε στην καρδιά της Ευρωζώνης, γιατί οι κυβερνήσεις και ιδίως η γερμανική κυβέρνηση θεώρησαν αναξιόπιστη την Ευρωπαϊκή Επιτροπή από μόνη της να διαχειριστεί τα θέματα που δεν είχε μπορέσει να διαχειριστεί πριν ξεσπάσει η μεγάλη κρίση του 2008 διεθνώς και του 2009 σε πολλές χώρες-μέλη της Ευρωζώνης όπως η Ελλάδα και η Κύπρος. Αλλά όχι μόνον η Ελλάδα και η Κύπρος, και η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, στην πραγματικότητα και η Ισπανία και η Ιταλία. Εάν τα έψαχνες λίγο βαθύτερα τα πράγματα, θα έβλεπες ότι εάν το Ηνωμένο Βασίλειο, τότε ήταν μέλος της Ευρωζώνης - που δεν είναι– θα ήταν η χώρα με το μεγαλύτερο δημοσιονομικό έλλειμμα μετά την Ελλάδα. Εάν τότε η Ελλάδα είχε δημοσιονομικό έλλειμμα 15,7% όπως έχουν επιτέλους παραδεχθεί όλοι, το Ηνωμένο Βασίλειο είχε έλλειμμα περίπου 13,5% την ίδια περίοδο και τεράστιο τραπεζικό πρόβλημα, το οποίο ακόμη δεν έχει λύσει οριστικά μέχρι τώρα.
Άρα, όταν μιλάμε για τη σχέση Δημοκρατίας και συγκυρίας, μιλάμε για όλα αυτά που είχαν την καλοσύνη να πουν οι ομιλητές προηγουμένως, αλλά εγώ θα σας δώσω ένα πολύ πιο απλό παράδειγμα. Όταν περνάς 40 χρόνια της μεταπολίτευσης με εναλλαγή δύο μεγάλων κομμάτων στην εξουσία, δύο μεγάλων κομμάτων που ψηφίζονται και ξαναψηφίζονται, άρα ο ελληνικός λαός αξιολογεί, κρίνει και επαναλαμβάνει την επιλογή του ή τη διαφοροποιεί και επανέρχεται μέσα σε ένα σχήμα εναλλαγής των κυβερνητικών κομμάτων στην εξουσία και οι μεγάλες δημοσιονομικές επιλογές έχουν να κάνουν με τον ετήσιο προϋπολογισμό και το έλλειμμα που παράγει ο προϋπολογισμός αυτός, το πρωτογενές και το δημοσιονομικό έλλειμμα, αυτό είναι μία προσέγγιση συγκυριακή, ουδείς ενδιαφέρεται για το τι θα γίνει συνολικά και σωρευτικά με ιστορικούς όρους. Όταν διαπιστώνεις ότι το συσσωρευμένο ετήσιο έλλειμμα μετασχηματίζεται σε ένα διογκωμένο δημόσιο χρέος, τότε λες «δεν είχα ιστορική επίγνωση και διορατικότητα και βρέθηκα να έχω ένα δυσθεόρατο και μη χρηματοδοτούμενο χρέος και είμαι στα πρόθυρα της χρεωκοπίας».
Πώς φτάσαμε στα πρόθυρα της χρεωκοπίας; Φτάσαμε μέσα από επιλογές οι οποίες ήταν δημοκρατικές, ήταν μία αλυσίδα, μία αλληλουχία δημοκρατικών επιλογών που αφορούσαν σε πολύ μεγάλο βαθμό μισθούς και συντάξεις, αφορούσαν κυρίως το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας και τα βάρη του προϋπολογισμού, καθώς οι μεγαλύτερες δαπάνες του προϋπολογισμού είναι δαπάνες για μισθούς και συντάξεις, οι λειτουργικές δαπάνες είναι συντριπτικά μικρότερες από τις δαπάνες αυτού του τύπου. Οι δαπάνες του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων είναι εντυπωσιακά λίγες σε σχέση με τις δαπάνες για μισθούς και συντάξεις και τώρα, βεβαίως, έχουν εκμηδενιστεί τελείως οι δαπάνες του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Άρα, τι νομίζετε ότι είναι η σχέση μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας, είναι κάτι αφηρημένο; Είναι το απολύτως συγκεκριμένο, είναι η καθημερινότητά μας.
Ποιος είναι ο παράγων αυτός που επιβάλλει, έστω οριακά, η Δημοκρατία να έχει ιστορικά χαρακτηριστικά; Το Σύνταγμα. Το Σύνταγμα είναι μία μεγάλη κατάκτηση της νεωτερικότητας, είναι η μεγαλύτερη κατάκτηση των δύο μεγάλων επαναστάσεων στις οποίες αναφέρθηκα, των δύο πρώτων μεγάλων αυστηρών Συνταγμάτων, του γαλλικού και του αμερικανικού του 18ου αιώνα. Τι κάνει το Σύνταγμα; Το Σύνταγμα περιορίζει τη συγκυριακή πλειοψηφία, κατοχυρώνει δικαιώματα των μειοψηφιών, των μειονοτήτων, κατοχυρώνει τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου σε σχέση με τη Δημοκρατία. Δεν αρκεί η Δημοκρατία να είναι δημοκρατική, δηλαδή πλειοψηφική, πρέπει να είναι και φιλελεύθερη, πολιτικά φιλελεύθερη, πρέπει να είναι δικαιοκρατική και να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, αλλιώς δεν είναι Δημοκρατία, αλλιώς είναι ένα αυταρχικό πολίτευμα στο οποίο υπάρχει ένα plebiscitum, υπάρχει ένα δημοψήφισμα προσωπικό με το οποίο ο πανίσχυρος ηγέτης επιβεβαιώνει την ισχύ του με την ψήφο των οπαδών του.
Άρα έχει σημασία να δούμε τι είναι αυτό το Σύνταγμα το οποίο επιτελεί μία λειτουργία πολύ ευρύτερη από αυτή που νομίζουμε. Το Σύνταγμα δεν ρυθμίζει την οργάνωση και τη λειτουργία του κράτους μόνο, δεν ρυθμίζει μόνο πολιτικά θέματα, το Σύνταγμα δεν είναι για να ρυθμίσει το πώς θα παραιτηθεί ο κ. Καμμένος και εάν ο κ. Τσίπρας θα ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης και πόσοι βουλευτές απαιτούνται για να υπερψηφιστεί η ψήφος εμπιστοσύνης. Αυτά είναι το Συνταγματικό Δίκαιο του πρώτου έτους. Το Σύνταγμα ρυθμίζει συνολικά τη λειτουργία του κράτους, τη σχέση κράτους και οικονομίας, την ίδια τη συγκρότηση της κοινωνίας, το πώς η κοινωνία αποκτά μορφή και λειτουργίες. Το Σύνταγμα διέπει τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τη συμμετοχή στη διεθνή κοινότητα και πρωτίστως προστατεύει τα δικαιώματα μέσω του δικαστικού ελέγχου.
Άρα, το Σύνταγμα πρέπει να το δούμε σε αυτή τη συνολική του λειτουργία και να το δούμε σε συνδυασμό με δύο άλλα μεγάλα φαινόμενα, τα οποία έχουν προστεθεί, που είναι το Ευρωπαϊκό Ενωσιακό Δίκαιο, το οποίο έχει και αυτό αυξημένη νομική δύναμη και κινείται λίγο κάτω από το Σύνταγμα ή σε πολλά θέματα παράλληλα και το Διεθνές Δίκαιο που προστατεύει κυρίως ανθρώπινα δικαιώματα. Άρα υπάρχει ένα πλέγμα, ένα μπλοκ διατάξεων που περιορίζουν το νόμο. Ο νόμος είναι συγκυριακός, το Σύνταγμα είναι ιστορικό, αυτή είναι η διαφορά. Όταν βάζεις τα χεράκια σου και σκαλίζεις το Σύνταγμα, παίζεις με τον ιστορικό χρόνο και μπορεί το όφελος να είναι πολύ μικρότερο από τη ζημιά η οποία θα προκληθεί, γιατί το Σύνταγμα είναι Σύνταγμα επειδή είναι αυστηρό, δηλαδή επειδή δεν μπορεί να τροποποιηθεί εύκολα, επειδή είναι γραπτό, τυπικό Σύνταγμα. Αλλιώς χρειάζεσαι πολύ μεγάλη παράδοση και πολύ μεγάλη αυτοσυγκράτηση, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά βλέπετε τα αδιέξοδα που υπάρχουν τώρα με το Brexit, βλέπουμε ότι η έλλειψη ενός Συντάγματος, με την ευρωπαϊκή ηπειρωτική έννοια του όρου, είναι μεγάλο μειονέκτημα τελικά για το Ηνωμένο Βασίλειο.
Άρα έχει πολύ μεγάλη σημασία να δούμε εάν σοβαρολογούμε στην Ελλάδα μιλώντας για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Λες και από το 2016 που ξεκίνησε δειλά η συζήτηση αυτή, άτυπα, μέχρι τώρα, το Νοέμβριο, που ξεκίνησε τυπικά με την υποβολή της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ και μετά της πρότασης της Νέας Δημοκρατίας, το μεγάλο θέμα ήταν ή είναι το Σύνταγμα. Προφανώς το πρόβλημα της χώρας δεν είναι συνταγματικό, το πρόβλημα της χώρας είναι βαθιά κοινωνικό, το πρόβλημα της χώρας είναι εάν η κοινωνία είναι διατεθειμένη να γίνει πιο απαιτητική, πιο ενεργητική, να υιοθετήσει μία στρατηγική εθνικής ανασυγκρότησης, να πιστέψει στις μεταρρυθμίσεις. Αλλά πώς να πιστέψει στις μεταρρυθμίσεις όταν είναι τόσο κουρασμένη, όταν είναι τόσο απογοητευμένη; Καταλογίζοντας την ευθύνη στο πολιτικό σύστημα το οποίο ψηφιζόταν και ξαναψηφιζόταν, αλλά έχω πει πολλές φορές, εάν το πολιτικό σύστημα έχει ένα βουνό ευθύνης, ο πολίτης δεν έχει έναν κόκκο άμμου ευθύνης; Έναν κόκκο άμμου από την ακρογιαλιά. Ας πούμε ότι το πολιτικό σύστημα έχει έναν Όλυμπο ευθύνης ή μία Πίνδο ευθύνης, έναν κόκκο από την παραλία εδώ, της Θεσπρωτίας, ευθύνης δεν έχει ο πολίτης για αυτά τα οποία έχουν συμβεί;
Να το πω και πάλι διαφορετικά. Μιλάμε τώρα για το τι έγινε όλα αυτά τα χρόνια, εάν έπρεπε το ένα μέτρο να ληφθεί ή να ληφθεί το άλλο, τα δικαστήρια όψιμα τώρα κρίνουν ότι ορισμένες περικοπές είναι αντισυνταγματικές, δημιουργείται πρόβλημα με τα αναδρομικά, με τα δώρα των δημοσίων υπαλλήλων, με τις αποδοχές των δικαστών. Εάν δεν είχε ληφθεί κανένα μέτρο και είχαμε απλώς πτωχεύσει, χωρίς να ψηφίσουμε κανένα νόμο, χωρίς να εκδώσουμε καμία νομική πράξη, εάν είχαν μείνει νομοθετικά αλώβητοι οι μισθοί και οι συντάξεις, αλλά το ταμείο δεν είχε λεφτά, διότι δεν υπήρχαν λεφτά, εάν οι τράπεζες είχαν κλείσει, εάν ο λογαριασμός του δημοσίου στην Τράπεζα της Ελλάδος είχε κλείσει -γιατί το 2009 το πρωτογενές έλλειμμα ήταν 10,5% του ΑΕΠ, ήταν 26 δισεκατομμύρια ευρώ χωρίς να υπολογίζονται εδώ οι τόκοι του χρέους, έλειπαν 26 δισεκατομμύρια ευρώ για να λειτουργήσει το κράτος, για να πληρωθούν μισθοί, συντάξεις, σχολεία, νοσοκομεία και οι στοιχειώδεις λειτουργίες ενός οργανωμένου κοινωνικού συνόλου - τι θα είχε συμβεί; Θα ήμασταν όλοι ενθουσιασμένοι, θα είχαμε ρίξει την ευθύνη στον προηγούμενο και δεν θα είχαμε αφήσει τις ψευδαισθήσεις ή τις απάτες του επόμενου.
Για να δούμε και την ιστορική προσέγγιση, τι σημαίνει. Ο κόσμος που ψήφισε όπως ψήφισε το 2012, στις δύο εκλογές, ο κόσμος που ψήφισε όπως ψήφισε στις Ευρωεκλογές του 2014, τον Ιανουάριο του 2015, τον Ιούλιο του 2015 στο δημοψήφισμα, το Σεπτέμβριο του 2015, βλέπει τα πράγματα τώρα, εν έτει 2019, όπως τα έβλεπε με τις παραστάσεις και τα στερεότυπα και τις ψευδαισθήσεις ή τις απάτες εκείνης της περιόδου; Ψήφισε επί τη βάσει πραγματικών πληροφοριών ή επί τη βάσει μίας μετα-αλήθειας, δηλαδή ενός μεγάλου fake news, ενός μεγάλου ψέματος στην πραγματικότητα, μίας μεγάλης παραπλάνησης; Τι να πουν αυτοί που ψήφισαν με τέτοιο πάθος και με τέτοια ορμή και έδωσαν 62% τον Ιούλιο του 2015 στο «όχι» στις προτάσεις της Commission για το τρίτο μνημόνιο και την επόμενη ημέρα, αφού ψήφισαν έτσι, είδαν την κυβέρνησή τους να συμφωνεί σε ένα πολύ χειρότερο τρίτο μνημόνιο; Τι αίσθηση περί Δημοκρατίας έχουν; Πότε ψήφισαν συγκυριακά και πότε ψήφισαν ιστορικά; Αυτή είναι η υπόθεση.
Σωστά ειπώθηκε από τον Κώστα Τασούλα προηγουμένως ότι κάνουμε μία συζήτηση εκτός θέματος, γιατί νομίζουμε τώρα ότι θα λύσουμε μεγάλα θέματα, όπως είναι, για παράδειγμα, η ευθύνη των Υπουργών. Η ευθύνη των Υπουργών με την υπάρχουσα διάταξη, που είναι διάταξη του Χαριλάου Τρικούπη από το 1877, έχει οδηγήσει πολλούς στη φυλακή. Η νέα ερμηνεία των διατάξεων αυτών από την παρούσα κυβέρνηση οδηγεί σε ένα πολύ μεγάλο φιάσκο. Αλλά έστω, να γίνει και αυτό, βεβαίως να γίνει, αφού δικάσουμε και τον κ. Γεωργίου της ΕΛΣΤΑΤ, γιατί αυτός φταίει που η χώρα απέκτησε έλλειμμα, δηλαδή είπε την αλήθεια για το έλλειμμα του 2009. Βεβαίως και πρέπει να αποσυνδέσουμε τη διαδικασία εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής, αλλά αυτό έγινε μία φορά. Το 1990 ήταν συμφωνημένη η διάλυση, δεν έγινε λόγω πραγματικής αδυναμίας εκλογής του Προέδρου. Το 2015 οπισθοχώρησε και παρεκτράπη η χώρα επειδή διαλύθηκε η Βουλή, λόγω αδυναμίας Προέδρου της Δημοκρατίας, και πρέπει να αναθεωρηθεί στο σημείο αυτό το Σύνταγμα, έπρεπε να έχει αναθεωρηθεί από πολύ παλαιότερα και μπορούσαμε αλλά δεν το κάναμε δυστυχώς, γιατί δεν υπήρχε ευρύτερη συμφωνία των κομμάτων.
Μήπως όμως είναι πιο επείγον και πιο απλό να υπάρχει στην επόμενη Βουλή μία πλειοψηφία 180 ψήφων, η οποία να μπορεί να συμφωνήσει στην εκλογή ενός Προέδρου της Δημοκρατίας και μετά, με πολύ μεγαλύτερη άνεση, να επεξεργαστούμε όλα αυτά τα θέματα; Τα θέματα τα οποία δεν είναι αταβιστικά, δηλαδή δεν βγαίνουν μέσα από έναν δήθεν ριζοσπαστισμό της κοινωνίας αλλά λειτουργούν σαν το σκυλάκι του Παβλόφ, όταν δεν έχεις τι να πεις. Λες, «πρέπει όμως να κάνουμε το χωρισμό κράτους και εκκλησίας». Λες και το μεγάλο και επείγον ζήτημα τώρα στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή είναι ο χωρισμός κράτους και εκκλησίας, δηλαδή στην πραγματικότητα η διαταραχή των σχέσεων του κράτους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όχι με την Εκκλησία της Ελλάδος. Γιατί το άρθρο 3 ρυθμίζει τη σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο πλήττεται και ενδοεκκλησιαστικά, όχι μόνον από άλλους παράγοντες, λόγω των μεγάλων πρωτοβουλιών, εκκλησιαστικών και πολιτικών που έχουν σχέση με την Ουκρανία, με τη διεθνή πολιτική, με ζητήματα τα οποία ξεφεύγουν από τον Ελλαδισμό.
Βεβαίως και πρέπει να συζητήσουμε για θέματα που έχουν σχέση με τη δικαιοσύνη. Το μεγάλο θέμα της δικαιοσύνης είναι τα όρια του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Είναι τώρα η περίοδος αυτή, περίοδος συναίνεσης και πολιτικού πολιτισμού, να συζητήσουμε για το πώς πρέπει να οργανωθεί ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων; Επειδή έχω αφιερώσει για όλα αυτά τα θέματα χρόνια μελέτης, βιβλία, άρθρα, δημοσιεύσεις, συνέδρια, σεμινάρια και επειδή όλα αυτά για εμάς, τους επιστήμονες του κλάδου –για να μιλήσω με την ιδιότητά μου αυτή– είναι θέματα τόσο απλά και τόσο προφανή, καμιά φορά με έκπληξη παρακολουθούμε μία συζήτηση, η οποία είναι μία συζήτηση εκτός θέματος. Γιατί αυτή τη στιγμή η χώρα πρέπει να αποκτήσει τραπεζικό σύστημα, η χώρα πρέπει να αποκτήσει βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα, η χώρα πρέπει να αποκτήσει στοιχειωδώς ασφαλές και σταθερό επενδυτικό περιβάλλον, η χώρα πρέπει να αποκτήσει πραγματικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, η χώρα πρέπει να ξεφύγει από τη μεγάλη παγίδα φτώχειας και στασιμοχρεωκοπίας που ήταν το περιβόητο υπερπλεόνασμα των τριών τελευταίων ετών.
Βεβαίως ορθά ειπώθηκε ότι όταν είσαι ένας άνθρωπος της καθημερινής ανάγκης, δεν έχεις δουλειά ή έχεις μικρή σύνταξη και το παιδί σου δεν βρίσκει δουλειά, βεβαίως και θες και το επίδομα ενοικίου, θέλεις και τα μέτρα κοινωνικής αλληλεγγύης. Βεβαίως και πρέπει να τα πάρεις και αυτά πρέπει να είναι διασφαλισμένα, αλλά εάν δεν υπάρχει ανάπτυξη δεν πρόκειται ποτέ να δημιουργηθούν δουλειές καλά αμειβόμενες και ασφαλείς, δεν πρόκειται ποτέ να αυξηθούν πραγματικά οι μισθοί και οι συντάξεις, δεν πρόκειται ποτέ η χώρα να κατακτήσει το έδαφος που έχασε τα προηγούμενα χρόνια, και γιατί το έχασε; Το έχασε γιατί το οικοδόμημα ήταν κούφιο, δεν ήταν στέρεο, άρα πρέπει να βαδίζουμε με στέρεα βήματα. Θα μας δώσει τις απαντήσεις αυτές το Σύνταγμα; Θα μπορούσε να μας δώσει το Σύνταγμα τις απαντήσεις αυτές, εάν το βασικό αντικείμενο της συζήτησης ήταν η δημοσιονομική επίγνωση, εάν το βασικό αντικείμενο της αναθεώρησης ήταν οι δημοσιονομικές διατάξεις, πώς καταρτίζουμε τον προϋπολογισμό, τον πολυετή προϋπολογισμό, πώς συνδεόμαστε με τις υποχρεώσεις μας στην Ευρωζώνη, τι γίνεται με την εκτέλεση του προϋπολογισμού, τι γίνεται με το όριο του ελλείμματος, τι γίνεται με το όριο του δημοσίου χρέους, άρα, εάν επρόκειτο να βάλουμε το δάχτυλο εις τον τύπον των ήλων. Τα αλλά είναι συνήθως συνταγματικός λαϊκισμός.
Ο συνταγματικός λαϊκισμός είναι και αυτός δυστυχώς σύμφυτος στην έννοια του Συντάγματος, γιατί το Σύνταγμα εκ γενετής, από τον 18ο αιώνα είχε ένα χαρακτήρα διακηρυκτικό, είχε ένα χαρακτήρα πανηγυρικό, προγραμματικό, υποσχεσιολογικό, ήταν μία διεκδίκηση, ήταν χάρτες τα Συντάγματα, διακηρύξεις. Άρα υπάρχει μία ροπή στη συνταγματική ρητορεία, στον συνταγματικό βολονταρισμό, υπάρχει πολιτική βούληση η οποία ξεπερνά τα οικονομικά όρια. Αλλιώς θα υπήρχε Σύνταγμα της Επιδαύρου το 1822; Δεν θα υπήρχε ποτέ. Ή διακήρυξη της ανεξαρτησίας; Ποτέ. Άρα υπάρχει ένα τέτοιο στοιχείο που μερικές φορές λέμε στη θεωρία, δεν φθάνει απλά τα όρια της ρητορείας και του βολονταρισμού αλλά γίνεται συνταγματική ματαιοδοξία, ότι θα βάλουμε στο Σύνταγμα διακηρύξεις για τα κοινωνικά δικαιώματα, θα προστατεύσουμε τους πάντες, δεν θα μείνει κανείς χωρίς συνταγματική αναφορά, η οικογένεια, οι πολύτεκνοι, η υγεία, βεβαίως η ελευθερία, η ισότητα, η ισότητα των φύλων. Αυτά όλα είναι κατοχυρωμένα όμως, είναι κατοχυρωμένα συνταγματικά, είναι κατοχυρωμένα από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, είναι κατοχυρωμένα από το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ελέγχεται η χώρα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ελέγχεται το Σύνταγμά μας εάν είναι σύμφωνο με αυτές τις διεθνείς προδιαγραφές.
Άρα δεν πρόκειται να προσφέρει κάτι οποιαδήποτε ρητορεία. Αυτό που θα προσφέρει είναι η επίγνωση η συνταγματική, δηλαδή εάν προσγειώσουμε τη συζήτηση σε αυτά που είναι το πραγματικό πρόβλημα της χώρας. Το πραγματικό πρόβλημα της χώρας είναι η πρόγνωσή μας για το πού πηγαίνει η χώρα. Οδεύει η χώρα αναπόφευκτα σε τέταρτο μνημόνιο, όπως είπε προηγουμένως, πριν από λίγες ημέρες ο πρώην Πρωθυπουργός, ο Κώστας Σημίτης που μετρά τα λόγια του και που είχε προειδοποιήσει το 2008 στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό ότι η χώρα οδεύει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο; Ο κίνδυνος ενός νέου δημοσιονομικού και χρηματοδοτικού αδιεξόδου είναι ορατός. Τώρα πια ο προϋπολογισμός προβλέπει ένα πρωτογενές πλεόνασμα μόλις 3,6% για το 2019, που είναι χρονιά εκλογών, ενώ ο στόχος μας, όπως είμαστε δεσμευμένοι έναντι των ευρωπαίων εταίρων και πιστωτών είναι για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%. Η αντιπολίτευση και η αξιωματική και τα μικρότερα κόμματα τα οποία ανήκουν στο ευρωπαϊκό τόξο, βεβαίως και το ΚΙΝΑΛ πρώτο από την άποψη αυτή, μιλούν για την ανάγκη ενός δημοσιονομικού χώρου. Δηλαδή τι; Ότι θα μας δώσουν οι ευρωπαίοι εταίροι τη δυνατότητα να επενδύσουμε σε ανάπτυξη, δηλαδή στον παρονομαστή του κλάσματος, να μεγαλώσει το ΑΕΠ με γρηγορότερο ρυθμό, ώστε να μειωθεί η πίεση στον αριθμητή, δηλαδή σε σχέση με το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα που δεν είναι άλλος από το ύψος των ετήσιων τόκων που έχουμε, οι οποίοι έχουν μειωθεί κατά 60% σε σχέση με αυτούς που πληρώναμε το 2012. Διεγράφησαν τα 60 ευρώ από τα 100 και έμειναν τα 40 ευρώ, αυτή είναι η πραγματική μεγάλη αναδιάρθρωση που έγινε. Αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να έχεις αξιοπιστία, πρέπει να δείξεις ότι μπορείς να πετύχεις τους στόχους αυτούς.
Πώς θα γίνει αυτό με έναν ψηφισμένο προϋπολογισμό του 2019; Πώς θα γίνει αυτό με ένα πλαίσιο μακροοικονομικό, με ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, το οποίο πηγαίνει όχι μόνο μέχρι το 2022, αλλά ανοίγει και την προοπτική ενός αρκετά υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος μέχρι το 2060, της τάξεως του 2,2% του ΑΕΠ με πολύ μικρή πρόγνωση για πραγματική ανάπτυξη. Είναι δυστυχώς πολύ χαμηλά η διεθνής πρόγνωση για μία ανάπτυξη αναιμική, μη χρηματοδοτούμενη. Πώς να έχεις χρηματοδότηση χωρίς αποταμίευση και χωρίς καταθέσεις και χωρίς ένα τραπεζικό σύστημα που να δίνει δάνεια για να προσδοκά κέρδη από τα δάνεια αυτά; Γιατί οι τράπεζες δάνεια πωλούν για να κερδίζουν και να λύνουν και τα δικά τους προβλήματα κεφαλαιοποίησης.
Άρα έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να σκεφτούμε τι γίνεται στην Ευρώπη. Δημοσιονομικό χώρο ζήτησε η Ιταλία, δημοσιονομικό χώρο θέλει στην πραγματικότητα η Γαλλία μέσα από την πίεση των κίτρινων γιλέκων. Οι κοινωνίες θέτουν ένα τέτοιο ζήτημα, το οποίο είναι πανευρωπαϊκό, και το θέμα είναι πράγματι εάν μπορεί κάποια ζητήματα που είναι οριστικά κλεισμένα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να ξανανοίξουν και να γίνουν αντικείμενο πολιτικής, να επιστρέψει η πολιτική. Αλλά πώς θα επιστρέψει η πολιτική; Με τις θεωρίες που λένε ότι πρέπει να κατισχύει το πολιτικό επί του οικονομικού; Τι πολιτική να κάνεις εάν καταστραφεί η οικονομία και χρεωκοπήσεις και δεν έχεις τις προϋποθέσεις να λειτουργείς δημοκρατικά; Να κατισχύσει το νομικό επί του οικονομικού, δηλαδή να ψηφίζουμε νόμους ή να βγάζουμε δικαστικές αποφάσεις;
Άρα το μεγάλο δίλημμα, αυτό είναι το θέμα, όλη η συζήτηση εκεί πρέπει να καταλήγει, είναι πράγματι να ξαναδώσεις στις κοινωνίες, στον πολίτη, στους λαούς την αίσθηση και τη βεβαιότητα ότι μετέχουν, ότι εκφράζονται, ότι προσδιορίζουν τις εξελίξεις. Αλλά πώς; Έχοντας πειστεί και οι ίδιοι ότι έχει σημασία το πρόταγμα των μεταρρυθμίσεων, της ανταγωνιστικότητας, των επενδύσεων ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους που είναι βιώσιμο, που βασίζεται στην ανάπτυξη, που λειτουργεί όχι με ορίζοντα δύο ετών ή ενός έτους, αλλά με ορίζοντα δεκαετιών, όπως πρέπει να συμβεί με το ασφαλιστικό μας σύστημα. Άρα χρειάζεται επιστροφή της πολιτικής και ουσιαστική λειτουργία της δημοκρατίας, χωρίς να κινδυνεύεις από δημοσιονομικό, νομισματικό και οικονομικό εκτροχιασμό που τελικά λειτουργεί ως καταλύτης για την καταστροφή της Δημοκρατίας και της πολιτικής.
Αυτό είναι το θέμα, αυτή είναι όλη η συζήτηση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, για την ευρωπαϊκή Δημοκρατία, για την εθνική στρατηγική. Αυτή η συζήτηση δεν είναι συζήτηση τώρα βγήκαμε από το μνημόνιο. Βγήκαμε και πήγαμε πού; Είμαστε υπό εποπτεία, έχουμε δεσμεύσεις, έχουμε ένα μικρό αποθεματικό ασφαλείας, αλλά δεν έχουμε δάνειο, δεν έχουμε προληπτική πιστωτική γραμμή, οι αγορές είναι ταραγμένες, τα περιβόητα spreads, σε σχέση με τη Γερμανία, είναι πάρα πολύ υψηλά, υψηλότερα από ό,τι ήταν το Μάρτιο του 2010. Ταυτόχρονα πρέπει να λύσεις το θέμα της σχέσης σου με μία Ευρώπη που και αυτή ψάχνει διαρκώς τον εαυτό της, είναι σε περιδίνηση.
Αυτή είναι η συζήτηση, άρα η σχέση της Δημοκρατίας με την Ιστορία είναι στην πραγματικότητα η σχέση της Δημοκρατίας με τον εαυτό της και με την ευθύνη της και με την προοπτική της και με την αντοχή της. Από την άποψη αυτή έχει τεράστια σημασία το Σύνταγμα σε συνδυασμό με το Ευρωπαϊκό και το Διεθνές Δίκαιο, αλλά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, την σημασία την έχει η ίδια η κοινωνία, η οποία πρέπει να καταλάβει ποιο είναι το θέμα. Το θέμα λοιπόν είναι αυτό και όχι το άλλο που δυστυχώς κυριαρχεί στη δημόσια συζήτηση.
Σας ευχαριστώ πολύ.
* Αναλυτικά για την εκδήλωση δείτε εδώ: https://ekyklos.gr/ev/643-13-1-2019-ioannina-parousiasi-vivliou-ev-venizelou-i-dimokratia-metaksy-sygkyrias-kai-istorias.html
Για την ομιλία του Κώστα Τασούλα, δείτε εδώ: https://ekyklos.gr/sb/648-omilia-k-tasoyla-stin-parousiasi-tou-vivliou-tou-ev-venizelou-sta-ioannina.html
Για την ομιλία του Μηνά Πασχόπουλου, δείτε εδώ: https://ekyklos.gr/sb/646-omilia-m-pasxopoulou-stin-parousiasi-tou-vivliou-tou-ev-venizelou-sta-ioannina.html
13.01.2019 Ιωάννινα: Παρουσίαση του βιβλίου του Ευ. Βενιζέλου from Evangelos Venizelos on Vimeo.