Καλαμάτα, 21 Οκτωβρίου 2016
Ομιλία Ευ. Βενιζέλου στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών στην Καλαμάτα, για την Εθνική Ανασυγκρότηση στην Καλαμάτα στις 21.10, με θέμα «Ποιο μέλλον για την Ελλάδα; Νέες ευρωπαϊκές και διεθνείς προκλήσεις», με την Ρούλα Γεωργακοπούλου και τον Παναγιώτη Ιωακειμίδη. Την εκδήλωση συντόνισε ο Διονύσης Αλευράς.
Ευχαριστώ Διονύση για τη συναισθηματική εισαγωγή σου και γιατί θύμισες τη βασική μου ιδιότητα, αυτή του δασκάλου του Συνταγματικού Δικαίου. Πράγματι, περάσαμε πολύ καλά μαζί στη Θεσσαλονίκη σε μια ωραία εποχή, λίγο αθώα και λίγο ρομαντική σε σχέση με όσα επακολούθησαν και με όσα ζούμε σήμερα.
Κύριε Δήμαρχε, αγαπητέ Λεωνίδα, κα Αντιπεριφερειάρχη, κ. Πρόεδρε του Δικηγορικού Συλλόγου, κύριε πρώην Δήμαρχε, αγαπητέ Στέλιο, θα ήθελα ν’ αναφερθώ στην καθεμιά και στον καθέναν από σας με τ’ όνομά σας. Σας νιώθω όλους οικείου και φίλους, θεωρώ ότι έχω πια αποκτήσει μια σχέση με την Καλαμάτα ειλικρινή με την κοινωνία της.
Έχω πολλούς φίλους εδώ, είμαι πάρα πολύ χαρούμενος γιατί η Ρούλα Γεωργακοπούλου, μια πραγματική κυρία της ελληνικής Δημοσιογραφίας που κατάγεται από την Καλαμάτα κι έχει μεγαλώσει εδώ και είναι γνωστή αυτή και οι αδερφές της στην κοινωνία της Καλαμάτας, μας τιμά σήμερα με την παρουσία της και τη συμμετοχή της στη συζήτηση.
Απόλαυσα κι εγώ μαζί σας τον Τάκη Ιωακειμίδη, βαθύ γνώστη των ευρωπαϊκών πολιτικών πραγμάτων και πρύτανη των Ελλήνων πανεπιστημιακών που ασχολούνται με το ευρωπαϊκό φαινόμενο.
Θέλω να πω ότι χαίρομαι πραγματικά γιατί ο Κύκλος Ιδεών είναι σήμερα εδώ, σ’ αυτό το φιλόξενο χώρο και θα συνεχίσω για να μη χάνουμε χρόνο σ’ έναν εκτενή συναισθηματικό πρόλογο, από το σημείο στο οποίο σταμάτησε ο Τάκης Ιωακειμίδης προηγουμένως, ο οποίος είχε πάρει τη σκυτάλη από τη Ρούλα Γεωργακοπούλου, που έθεσε το ουσιώδες ερώτημα:
Τι σημαίνει να είσαι στην Ευρώπη, πώς αντιμετωπίζουμε το ευρωπαϊκό φαινόμενο; Πώς μας έχει φερθεί η Ευρώπη; Ως ένας εταίρος, ως ένας υποστηρικτής; Ως ένας αυστηρός κηδεμόνας; Ως ένας αντίπαλος που θέλει να συνθλίψει την Ελλάδα και την ελληνική οικονομία και να τη μετατρέψει σε προτεκτοράτο ευρωπαϊκό;
Ποια είναι η σχέση μας με την Ευρώπη; Καλά, εμείς «μένουμε Ευρώπη», που έλεγε και το σύνθημα, αλλά μένουμε σε μια Ευρώπη που είναι εδώ; Είμαστε στην Ευρώπη; Είμαστε αυτή τη στιγμή στην ευρωπαϊκή επικράτεια ή η Ευρώπη είναι πάντα κάτι ξένο, η Ευρώπη είναι αλλού;
Πάντα νιώθουμε ένα σύμπλεγμα κατωτερότητος ή, για να το πω πιο ευγενικά, ένα σύμπλεγμα ετερότητος, ότι εμείς λόγω ελληνικής ταυτότητας και ιδιοπροσωπίας, είμαστε κάτι διαφορετικό, δεν είμαστε ακριβώς Ευρωπαίοι, επειδή είμαστε νότιοι, επειδή είμαστε στη βαλκανική χερσόνησο, επειδή είμαστε Μεσογειακοί, επειδή έχουμε μια ορθόδοξη παράδοση, δε μετέχουμε στο κυρίαρχο ευρωπαικό μοντέλο και είμαστε κάτι διαφορετικό. Μαζί με κάποιους άλλους όμως, πολλούς τελικά μέσα στους 28 της Ευρώπης που για τον λόγο του ο καθένας νιώθει ότι είναι διαφορετικός, με κορυφαίο παράδειγμα τους Βρετανούς φίλους μας, που έχουν πάρα πολύ έντονους και θεσμικά πια πιστοποιημένους λόγους να δηλώνουν διαφορετικοί γιατί είναι ένα νησί σε σχέση με την ήπειρο, σε σχέση με την ηπειρωτική Ευρώπη.
Τι είναι λοιπόν αυτή η Ευρώπη για μας; Πώς την προσλαμβάνει όχι το ελληνικό πολιτικό σύστημα, αλλά η ελληνική κοινωνία. Και θα έλεγα σε συνέχεια ακριβώς της φράσης του Τάκη, ότι το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και του μέλλοντός της και του μέλλοντος του έθνους, δεν είναι πολιτικό πρωτογενώς, είναι κοινωνικό.
Αν δεν υπάρχει μια κοινωνία των πολιτών, δηλαδή αν δεν υπάρχει ένας λαός, αν δεν υπάρχουν πολίτες, αν δεν υπάρχουν κοινωνικοί θεσμοί εκτός του κράτους και του πολιτικού συστήματος που ν’ αντιλαμβάνονται σωστά τα πράγματα, δεν έχουμε καμία ελπίδα.
Και εμένα η αγωνία μου είναι αν πράγματι μετά απ’ όσα συνέβησαν τα δύο τελευταία χρόνια, απ’ όλα όσα συνέβησαν τα τελευταία επτά χρόνια, γιατί ήδη μπαίνουμε στον έβδομο χρόνο αυτής της μάχης σώμα με σώμα με την κρίση, η ελληνική κοινωνία έχει καταλάβει τι γίνεται κι είναι έτοιμη ν’ αποδεχθεί την αλήθεια, να συμβιβαστεί με το παρελθόν.
Γιατί αν θέλουμε να κερδίσουμε τη μάχη του μέλλοντος, πρέπει πρώτα να έχουμε κερδίσει τη μάχη της γνώσης, της αφομοίωσης και της παραδοχής του παρελθόντος. Πρέπει να έχουμε συμφωνήσει στο τι και γιατί έγινε στη χώρα αυτή. Το λιγότερο, πρέπει να έχουμε συμφωνήσει στην απλή διατύπωση ότι η κρίση έφερε το μνημόνιο και όχι το μνημόνιο την κρίση.
Γιατί ακόμη και τώρα υπάρχουν συμπολίτες μας που πιστεύουν ότι όλα πήγαιναν καλά μέχρι το Μάιο του 2010 και μ’ έναν μαγικό τρόπο η έναρξη εφαρμογής του 1ου μνημονίου, τα πρώτα μέτρα προσαρμογής δημοσιονομικής και διαρθρωτικής, είναι αυτά που μας έκαναν δυστυχισμένους, φτωχούς, μας οδήγησαν στο περιθώριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των διεθνών εξελίξεων, οδήγησαν στην απώλεια ενός μεγάλου μέρους του ΑΕΠ, μείωσαν το εισόδημά μας, έκοψαν τους μισθούς και τις συντάξεις, οδήγησαν τα παιδιά μας στη μετανάστευση και χιλιάδες ανθρώπους στην ανεργία.
Πιστεύουν ότι εάν δεν είχαμε επιλέξει τη λύση αυτή και είχαμε αφήσει τα πράγματα όπως πήγαιναν ή αν είχαμε ακολουθήσει έναν άλλο μαγικό δρόμο, θα μπορούσαμε να ήμαστε πολύ καλύτερα, να έχουμε αντιμετωπίσει τα προβλήματα χωρίς κανένα κόστος και χωρίς καμία συνέπεια. Και αυτό το ρεύμα της κοινή γνώμης, είναι που έφερε το ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, που έφερε την αντιμνημονιακή δεξιά στην εξουσία μαζί με το ΣΥΡΙΖΑ, που δημιούργησε το ετερόκλητο αντιμνημονιακό μέτωπο, που δίχασε την κοινωνία, που την έκανε ν’ ακούει με μεγάλη προσοχή συνωμοσιολογικές απλουστευτικές δημαγωγίες, που την έκανε να πιστέψει ότι τα μνημόνια θ’ ακυρωθούν μ’ ένα νόμο και το ελληνικό χρέος είναι "επονείδιστο " και θα κουρευτεί δραστικά με μια Διεθνή Διάσκεψη για ν’ ακολουθήσουμε το παράδειγμα της μεταπολεμικής Γερμανίας το 1953.
Και άρα, υπήρχε ένας δρόμος εύκολος, θαρραλέος, λεβέντικος, ελληνικός, που κάποιοι πουλημένοι, εθελόδουλοι, γερμανοτσολιάδες, δεν ακολούθησαν το 2010, αλλά ο ελληνικός λαός ψήφισε την επιλογή δυο φορές το 2012. Και μ’ αυτή την εντολή φτάσαμε το Δεκέμβριο του 2014, εν μέσω πολλών δυσκολιών και αντιφάσεων, να έχουν όλοι μια ελπίδα, να υπάρχει ένα κλίμα αισιοδοξίας, να έχουμε θετικό ρυθμό ανάπτυξης, να έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα και να είμαστε έτοιμοι να φύγουμε από το 2ο μνημόνιο και να μην πάμε στο 3ο, αλλά σε μια άλλη κατάσταση που τη λέγαμε «προληπτική πιστωτική γραμμή», ώστε σιγά σιγά να βγούμε στις αγορές, προστατευμένα και να γίνομε δειλά-δειλά, ξανά, ένα ισότιμο και κανονικό κράτος μέλος της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και κάποιοι, τη στιγμή που ήμαστε στο παρά ένα, έκαναν μια άλλη επιλογή και η επιλογή αυτή οδήγησε στην τελευταία διετία. Και η τελευταία διετία είναι διετία που προκάλεσε μια τεράστια βλάβη την οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπολογίσουμε στη δυναμική της. Είναι πολύ βαθιά και πολύ μεγάλη η βλάβη που έχει γίνει και καταλαβαίνει κανείς ότι τώρα βλέπουμε ως ένα όνειρο την πιθανότητα το 2019, το 2020, το 2021, το 2022- συνεχώς μετατίθεται ο ορίζοντας όσο τον πλησιάζεις -η Ελλάδα να ξαναγυρίσει εκεί που ήταν το Δεκέμβριο του 2014.
Και στο μεταξύ να έχει παραμείνει μόνη της εκτός κανονικότητος, μόνη στο μνημόνιο, γιατί όλες οι άλλες χώρες μπήκαν και βγήκαν. Αλλά μπήκαν και βγήκαν επειδή οι κοινωνίες άφησαν τα υφιστάμενα κόμματα να βγάλουν τη χώρα, δε βιάστηκαν ν’ αλλάξουν το πολιτικό σύστημα. Και αυτό το βλέπει κανείς στο κορυφαίο παράδειγμα της Κύπρου, όπου τα ίδια μεγάλα παραδοσιακά κόμματα που έβαλαν τη χώρα στο μνημόνιο, την έβγαλαν και τα ίδια, ενώ έχουν απολύτως συγκρουόμενες κοσμοθεωρίες, γιατί εκεί υπάρχει ένα ζωντανό Κομμουνιστικό Κόμμα όπως είναι το ΑΚΕΛ και ένα συντηρητικό κόμμα όπως είναι ο Δημοκρατικός Συναγερμός, τα ίδια κόμματα ασχολούνται από κοινού και με το εθνικό θέμα, όχι μόνο με το μνημόνιο, αλλά και με το Κυπριακό.
Αλλά εδώ σ’ εμάς, τα πράγματα πήγαν διαφορετικά. Άρα το πρώτο ζήτημα είναι αν η κοινωνία θα συμφιλιωθεί με την αλήθεια. Και το δεύτερο, αν αφού συμβεί η συμφιλίωση, η κοινωνία είναι έτοιμη να αποδεχθεί και ένα μεταρρυθμιστικό πρόταγμα, να υιοθετήσει δηλαδή την άποψη ότι αυτό που μας ζητάνε: να κάνουμε μεταρρυθμίσεις, ν’ ανοίξουμε τις αγορές, τα επαγγέλματα, να καταπολεμήσουμε τη γραφειοκρατία, να γίνουμε φιλοεπενδυτικοί, φιλοαναπττυξιακοί, ανταγωνιστικοί, να προσελκύουμε επενδύσεις, ν’ ανοίγουμε δουλειές, ότι αυτό δεν είναι μια κακή συμβουλή που μας δίνουν οι ξένοι, οι Ευρωπαίοι ιδίως, αλλά και όλοι οι άλλοι, Διεθνείς Οργανισμοί και κυβερνήσεις.
Μήπως αυτό είναι μια άλλη συνωμοσία που θέλει να κάνει την Ελλάδα τυπικά δυτική, τυπικά ευρωπαϊκή και να της στερήσει κάτι, από ένα πλεονέκτημα, από έναν πλούτο εθνικό, ο οποίος κρύβεται μέσα στον κρατισμό, κρύβεται μέσα στις πελατειακές σχέσεις, κρύβεται μέσα στο συντηρητισμό, ν’ αφήνουμε τα πράγματα να μένουν ακίνητα και αυτό να οδηγεί σε μια σήψη;
Γιατί κάθε χρόνο πηγαίνουμε χειρότερα, δεν πηγαίνουμε καλύτερα. Το 2016 ήταν πολύ πιο δύσκολο από το 2015, γιατί και τα λεφτά τα αποθησαυρισμένα τελειώνουν και η φορολογική κόπωση είναι πάρα πολύ μεγάλη και γιατί ορίζοντας δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει χειροπιαστή ελπίδα.
Άρα οι προϋποθέσεις είναι προϋποθέσεις κοινωνικές και θα βοηθούσε πάρα πολύ την κοινωνία να αντιληφθεί ότι η Ευρώπη, που σε πολλές χώρες, όχι μόνο στην Ελλάδα, γίνεται ο αμνός ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου και τας αμαρτίας της εποχής -όλα τα κακά οφείλονται στην Ευρώπη και όλα τα καλά οφείλονται στην εθνική ιδιοσυγκρασία ή στην εθνική κυβέρνηση ή στις εθνικές ιδιαιτερότητες, όχι μόνον εδώ, επαναλαμβάνω, σε πάρα πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης- αν αυτή η Ευρώπη θα είναι η Ευρώπη που ξέραμε, η Ευρώπη η αλληλέγγυα, η Ευρώπη που μας έχει δανείσει μαζί με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα 240 δις ευρώ μέχρι στιγμής.
Αν θα είναι η Ευρώπη που μας έσωσε με το πρώτο μνημόνιο, με το δεύτερο, με το τρίτο, γιατί οι άλλοι λένε καλά λόγια αλλά λεφτά δε δίνουν και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο που έδωσε κάποια λίγα λεφτά, τα παίρνει πίσω χωρίς καμία έκπτωση και με πολύ υψηλά επιτόκια. Ενώ οι Ευρωπαίοι δανείζουν εύκολα, πολλά, με μικρό επιτόκιο, με μεγάλη περίοδο χάριτος, και με μεγάλη διάρκεια, η οποία τώρα φτάνει μέχρι το 2059 και θα φτάσει και στο 2069 και στο 2079 και ούτω καθ' εξής.
Έτσι, για να έχουμε μια αίσθηση απλώς σας λέω ότι από το ελληνικό δημόσιο χρέος, μόνο 20 δις και αν προσθέσεις αυτά που έχουν ελληνικοί φορείς 25 δις, δηλαδή λιγότερο από το 7% του χρέους είναι εμπορεύσιμο χρέος. Δηλαδή είναι ένα χρέος που κινείται στην αγορά. Όχι ληξιπρόθεσμο, γενικώς εμπορεύσιμο, επί μακρά σειρά ετών. Όλο το υπόλοιπο το χρωστάμε στις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς. Αυτή είναι η κατάσταση.
Και αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, γιατί όταν έχεις απέναντί σου μια Ευρώπη που κινδυνεύει η ίδια να γίνει σκληρή, να γίνει η ίδια συνολικά ευρωσκεπτικιστική, όταν το ελληνικό πρόβλημα μειώνεται γιατί αυξάνονται άλλα προβλήματα όπως είναι το βρετανικό με το brexit, όπως μπορεί να είναι αύριο το ιταλικό, αν χαθεί το δημοψήφισμα για τον Μ. Ρέντσι, ή το γερμανικό αν υπάρξει μία ροπή της γερμανικής κοινωνίας προς ξενοφοβικές ρατσιστικές και αντιευρωπαϊκές αντιλήψεις και όχι προς ευρωπαϊκές αντιλήψεις που εκφράζει η Μέρκελ με τον Σόιμπλε, τότε βεβαίως μπορεί να την ψάχνεις αυτή την Ευρώπη που την είχες συνομιλητή σου το 2009, το 2010 μέχρι το 2016 και να μην τη βρίσκεις αυτή την Ευρώπη.
Και στην άλλη μεριά του Ατλαντικού βεβαίως τώρα οι δημοσκοπήσεις και οι προβλέψεις δίνουν νίκη της Χίλαρι Κλίντον, αλλά εκλογές είναι, δεν ξέρεις τι γίνεται. Και βλέπετε να προκύπτει ένα τεράστιο αμερικανοσκεπτικιστικό ζήτημα το οποίο είναι χειρότερο από το ευρωσκεπτικιστικό ζήτημα.
Και βλέπετε ιδίως στις κρίσιμες ευρωπαϊκές χώρες, ο ευρωσκεπτικισμός να γίνεται ο κοινός παρανομαστής μιας ριζοσπαστικής Αριστεράς και μιας εθνικολαϊκιστικής Δεξιάς που συνυπάρχουν, που συνδέονται, που έχουν υπόγεια ρεύματα και αυτό δεν ξέρω αν σας θυμίζει κάτι, αλλά νομίζω ότι έχουμε λειτουργήσει για μια ακόμη φορά ως εργαστήριο των ευρωπαϊκών εξελίξεων, όπως σε πολλές φάσεις της ιστορίας της, η Ελλάδα έχει λειτουργήσει ως εργαστήριο των ευρωπαϊκών και των διεθνών εξελίξεων, από την επανάσταση της ανεξαρτησίας, 1821, μέχρι σήμερα. Επί 200 περίπου χρόνια.
Γι’ αυτό θα ήταν ωραία να πούμε ότι η πολιτική προϋπόθεση είναι ν’ αλλάξει η κυβέρνηση, πολιτική προϋπόθεση είναι να υπάρξει μια κυβέρνηση η οποία να μπορεί να συνεγείρει τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου, να μπορεί να καλέσει σε συνεργασία όλες τις πραγματικά δημοκρατικές και πραγματικά ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Εδώ θα σας έλεγα ότι σ’ αυτή τη συνέγερση, ο ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ πρέπει κι αυτός να κληθεί να συμβάλλει, εκτός και αν θέλει να αυτοαποκλειστεί. Αλλά δεν αρκεί αυτό, πρέπει να ξέρεις και τι ζητάς. Παρακολουθώ λοιπόν τώρα να επαναλαμβάνεται το σενάριο του 2014-2015 σε σχέση με την Ευρώπη.
Δηλαδή το μεγάλο ζήτημα το οποίο προκύπτει, να είναι το ζήτημα του χρέους που προβάλλει η κυβέρνηση και προσπαθεί να πείσει την κοινή γνώμη ότι το ζήτημα είναι εξωγενές, το ζήτημα θα μας το ρυθμίσουν άλλοι, εμείς δεν έχουμε ευθύνη ούτε δυνατότητα να παρέμβουμε στη ρύθμιση του προβλήματός μας και ότι αν αυτοί, οι άλλοι, μας φερθούν καλά, αυτομάτως και χωρίς κόπο θα λυθεί το ελληνικό ζήτημα και θα πετάξει η χώρα, το ελατήριο θα εκτιναχθεί. Θα πάμε στην αυτόματη ανάκαμψη και όλα θα πάνε κατ’ ευχήν και θα έχουμε ένα success story όπου όλοι θα είναι ικανοποιημένοι, ευχαριστημένοι οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά και θα χειροκροτήσουν την κυβέρνηση του κ. Τσίπρα και του κ. Καμένου επειδή έτυχε στα χέρια της να συμβούν όλα αυτά, στην εποχή της να γίνει η εκτίναξη του ελατηρίου.
Αλλά όπως έχω πει πολλές φορές, το ελατήριο δυστυχώς εξοντώθηκε, ξεχαρβαλώθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2015 και μακάρι να υπήρχε εύκολη λύση, αυτόματη, αλλά δεν υπάρχει. Και γι’ αυτό ο κ. Τσίπρας ζητάει το λάθος πράγμα ,με λάθος τρόπο και δε μπορεί να διαμορφώσει μια εθνική στρατηγική, γιατί στην πραγματικότητα δεν πιστεύει ότι πρέπει να υπάρχει μια εθνική στρατηγική η οποία να κινητοποιεί τις παραγωγικές δυνάμεις και να λειτουργεί και συναινετικά σε πολιτικό επίπεδο.
Άρα η αντίληψή του είναι εσωτερικά συγκρουσιακή και από πλευράς οικονομικής στρατηγικής αυτοματοποιημένη. Όλα αυτά είναι ένας τρόπος προσέγγισης των πολιτικών πραγμάτων ολιστικός, που μας θυμίζει άλλες εποχές και άλλες χώρες, μια εμπειρία δηλαδή μεταπολεμική την οποία δεν την πέρασε η Ελλάδα και ευτυχώς δεν την πέρασε, αλλά που κάποιοι θεωρούν ότι πρέπει να την περάσει η Ελλάδα την εμπειρία αυτή και πρέπει να πιάσουμε το νήμα από τη Βάρκιζα ή εν πάση περιπτώσει πρέπει να πιάσουμε το νήμα από το τέλος του Εμφυλίου πολέμου και να δούμε πώς θα ξαναγραφτεί η ιστορία της χώρας σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.
Αυτό όμως είναι ένας επικίνδυνος αναχρονισμός. Τι εννοώ: Εννοώ ότι αυτή τη στιγμή το μεγάλο μας πρόβλημα δεν είναι το χρέος, όπως είπε και ο Τάκης προηγουμένως. Είναι μεγάλο πρόβλημα ένα χρέος το οποίο προβάλλεται ως υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ και είναι δυστυχώς αλήθεια, ότι λόγω των capital controls και του δημοψηφίσματος υπήρξε μια δραματική επιδείνωση της προβολής του χρέους στο μέλλον, δηλαδή στο 2059. Αλλά δεν είναι το καθοριστικό πρόβλημα.
Ενώ μάλιστα πριν από τα capital controls και το δημοψήφισμα, το 2059 έλεγε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ότι θα έχουμε χρέος 70% του ΑΕΠ ονομαστικό και οι ετήσιες ανάγκες για χρηματοδότηση δε θα ξεπερνούσαν το 9%, τώρα μετά απ’ όσα συνέβησαν την κρίσιμη εκείνη περίοδο του 2015, η προβολή τους είναι πως το χρέος θα είναι 250% του ΑΕΠ το 2059 και οι ετήσιες ανάγκες για χρηματοδότηση, δηλαδή για τόκους και χρεολύσια, θα είναι 60% του ΑΕΠ. Άρα η επιδείνωση είναι συγκλονιστική, όσοι λένε ότι η βλάβη που προκλήθηκε είναι 85 δις όσο και το δάνειο ή είναι 40 δις ή είναι 20 δις, όσα χάσαμε από το χαρτοφυλάκιο των μετοχών του Δημοσίου στις Τράπεζες, δεν υπολογίζουν τη δυναμική του δημοσίου χρέους.
Παρ’ όλα αυτά, επειδή κάναμε το 2012 μια δραστική παρέμβαση μοναδική παγκοσμίως και επειδή δεν κουρέψαμε απλώς ονομαστικά το χρέος αλλά το κουρέψαμε εις βάθος στην παρούσα αξία του, δηλαδή στην πραγματικότητα το υπονομεύσαμε εις βάρος των πιστωτών, γιατί πήραμε πολύ μικρά επιτόκια, πολύ μεγάλη περίοδο χάριτος και πολύ μεγάλη διάρκεια, μικρύναμε πάρα πολύ το πραγματικό μας χρέος.
Ούτε οι ίδιοι δεν είχαν αντιληφθεί πόσο πολύ το μίκρυναν. Διότι είναι άλλο πράγμα να δανείζεσαι 100 ευρώ με 5% επιτόκιο για ένα χρόνο και να πρέπει σ’ ένα χρόνο να δώσεις 105 κι άλλο να δανείζεσαι 100 ευρώ για 50 χρόνια με 0,5% επιτόκιο. Αυτό είναι ένα δώρο στην πραγματικότητα. Χάνεται. Και τα χρέη δεν εξοφλούνται, δε θα εξοφλήσει ποτέ η Αμερική χρέος 20 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, ένα μεγάλο μέρος του οποίου κατέχει η Κίνα. Τα χρέη αναχρηματοδοτούνται, εξυπηρετούνται και διαλύονται μέσα στο χρόνο, κυρίως μέσα από τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη, γιατί έτσι αυξάνει το ονομαστικό ΑΕΠ, αυξάνει ο παρανομαστής.
Εμείς λοιπόν πάμε και ζητάμε τώρα να κάνουν όλοι τα καθήκοντά τους, εμείς τα δικά μας κι αυτοί τα δικά τους και αυτοί μας θυμίζουν ότι εμείς έχουμε συμφωνήσει με τον κ. Τσίπρα στις 12 Ιουλίου του 2015 και με τον κ. Τσακαλώτο στις 9 Μαΐου του 2016, πριν από λίγους μήνες, ότι οι παρεμβάσεις θα γίνουν σταδιακά, βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες, και οι μακροπρόθεσμες μετά το τέλος του μνημονίου αυτού. Δηλαδή μετά τον Ιούνιο του 2018.
Αλλά το κακό είναι ότι εμείς είχαμε κάνει τη μεγάλη παρέμβαση προκαταβολικά και χωρίς πρόσθετους όρους το 2012, ενώ τώρα θα μας έχουν σε 4ο μνημόνιο με αντάλλαγμα όχι δάνειο, αλλά με αντάλλαγμα τις παρεμβάσεις στο χρέος ώστε να μην έχουμε ανάγκη από δάνειο. Γιατί θα είναι έτσι τακτοποιημένοι οι τόκοι και τα χρεολύσια, ώστε να μην έχουμε ανάγκη από άλλο δάνειο.
Και έρχονται όλοι αυτοί οι άνθρωποι που είπαν όσα είπαν, που δηλητηρίασαν την ψυχή και το μυαλό των Ελλήνων και λένε τώρα στο σχέδιο προϋπολογισμού που κατέθεσαν στη Βουλή, για το 2017 ότι «ξέρετε, το 2012 έγινε μια παρέμβαση τέτοια που έχει μειώσει κάτω από το μισό τις ανάγκες για τόκους και τώρα οι τόκοι είναι πάρα πολύ μικροί, είναι μόλις 3 δις το χρόνο, δηλαδή είναι λιγότερο από 1,5% του ΑΕΠ το κόστος των τόκων». Και αυτό συμβαίνει για όλα τα χρόνια, μέχρι το 2059.
Άρα τι ζητάει ο κ. Τσίπρας; Ζητά να δημιουργήσει μια εντύπωση ότι πάλι οι κακοί ξένοι δε μας δίνουν αυτό που ζητάμε και δε ζητάει αυτό που πρέπει να ζητήσει. Και αυτό που πρέπει να ζητήσει τώρα είναι η στήριξη του εθνικού τραπεζικού συστήματος. Ένα μηχανισμό ειδικά για την Ελλάδα που πρέπει να βρεθεί ώστε έστω έμμεσα, να είναι εγγυημένες οι καταθέσεις στις ελληνικές Τράπεζες από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και το μεγάλο μας θέμα είναι να λειτουργήσουν οι Τράπεζες κανονικά, να παίρνουν καταθέσεις και να δίνουν δάνεια. Τώρα δε λειτουργούν κανονικά, τώρα ασχολούνται με τα λογιστικά τους βιβλία και με τα κόκκινα δάνεια.
Μια Τράπεζα που δεν εισπράττει καταθέσεις και δε δίνει δάνεια, δε βοηθάει την ανάπτυξη, δεν προσφέρει ρευστότητα, δε μπορεί να βοηθήσει να προωθηθούν τα κονδύλια για τα οποία μίλησε η Ρούλα προηγουμένως. Πώς θα μπουν οι πινακίδες ότι το έργο έγινε από το νέο ΕΣΠΑ ,όταν το νέο ΕΣΠΑ έχει 20 δις κι αυτά κάθονται;
Πώς θ’ απορροφηθούν τα 10 δισεκατομμύρια της νέας Κοινή Αγροτική Πολιτική; Τριάντα δισεκατομμύρια συνολικά είναι η ΕΣΠΑ και η ΚΑΠ για τα επόμενα χρόνια, εάν δεν έχεις μηχανισμούς οι οποίοι συνδέονται και με το τραπεζικό σύστημα για να γίνεται μόχλευση κεφαλαίων και να υπάρχει και ιδιωτική συμμετοχή. Όχι κρατική συμμετοχή, ιδιωτική συμμετοχή. Γιατί η εθνική συμμετοχή δεν είναι μόνο δημόσια, είναι και ιδιωτική.
Άρα το δεύτερο που έπρεπε να ζητήσουμε είναι να μας ιδρύσουν εδώ μια ειδική θυγατρική της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων η οποία σε συνεργασία με το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να φροντίσει για την κινητοποίηση και τη μόχλευση αυτών των πόρων που ούτως ή άλλως υπάρχουν. Αλλά για να μπορείς να μπεις σ’ αυτή τη συζήτηση, πρέπει να έχεις μια κυβέρνηση που έχει αντίληψη για το τι συμβαίνει για τα θέματα αυτά.
Και το ίδιο ισχύει για όλα τ’ άλλα θέματα. Για το προσφυγικό: Γιατί βρεθήκαμε να είμαστε αυτή τη στιγμή, όμηροι μαζί με 60.000 ανθρώπους στην Ελλάδα; Όμηροι μιας εύθραυστης συμφωνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας, χωρίς να έχουμε φυσικά ενσωματώσει στη συμφωνία αυτή όλα όσα ακολούθησαν τα οποία δημιουργούν μια πολύ περίεργη ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις με τις συνεχείς δηλώσεις που κάνει ο κ. Ερντογάν.
Γιατί παλιότερα είχαμε καταφέρει να ενσωματώσουμε περίπου 1 εκατομμύριο παράτυπων μεταναστών και τώρα έχουμε 60.000 περίπου ανθρώπους που δε θέλουν να μείνουν στην Ελλάδα γιατί δε βρίσκουν ότι υπάρχει ευκαιρία εδώ γι’ αυτούς, αλλά θέλουν να πάνε κάπου αλλού, αυτό το «κάπου αλλού» δεν υπάρχει και είμαστε όλοι εγκλωβισμένοι εδώ;
Υπάρχει τεράστιο πρόβλημα σε πολλά νησιά και πολλές περιοχές της χώρας. Γιατί το 2015, μέχρι τις αρχές του 2016, νόμιζαν κάποιοι ότι η Ελλάδα μπορεί να είναι ένας πολιτειακά ασύντακτος, χωρίς κράτος δηλαδή, διάδρομος που ενώνει την Τουρκία με την υπόλοιπη Ευρώπη. Και κάποια στιγμή αυτό δεν έγινε ανεκτό. Και βρεθήκαμε να είμαστε εγκλωβισμένοι στη μυωπία και την πονηρία μιας πολιτικής η οποία δεν είχε κανένα βάθος και δεν είχε και τον ανθρωπισμό που έπρεπε να έχει, δηλαδή την πίστη στις αξίες του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου.
Και κλείνω πραγματικά μ’ αυτό: Τι είναι η Ευρώπη; Αξίες είναι η Ευρώπη. Ιστορία. Κοινή συνείδηση. Είναι μια κοινή αντίληψη για τον πολιτισμό. Ποιες είναι οι αξίες οι ευρωπαϊκές; Είναι πράγματι αυτές που αναφέρθηκαν. Η δημοκρατία, το κράτος Δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτά, υπάρχουν χώρες αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη που τα αμφισβητούν και τα προσβάλλουν.
Προβλέπεται λοιπόν στη συνθήκη της Λισαβόνας, που ισχύει τώρα, ένας πολύ βαρύς μηχανισμός, ο μηχανισμός του άρθρου 7 όπως λέγεται, που μπορεί μια χώρα να κατηγορηθεί από άλλες χώρες για προσβολή των αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και υπάρχουν δυο χώρες, οι οποίες απασχολούν αυτή τη στιγμή το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Είναι η Ουγγαρία και η Πολωνία.
Στην Ουγγαρία και την Πολωνία κυριαρχούν δυο θέματα, θα σας τα πω γιατί νομίζω ότι θα σας θυμίσουν κάτι: Το ένα θέμα είναι ο έλεγχος στα Μέσα Ενημέρωσης, κρατικά και ιδιωτικά και το δεύτερο θέμα είναι η αμφισβήτηση των Συνταγματικών Δικαστηρίων.
Στην Πολωνία λοιπόν και στην Ουγγαρία δημιουργούνται πολύ μεγάλες εντάσεις, η κοινωνία των πολιτών κατεβαίνει πάρα πολύ συχνά στο δρόμο υπέρ των ευρωπαϊκών αξιών, υπέρ του Συντάγματος και υπέρ των θεσμικών εγγυήσεων του Κράτους Δικαίου και στην Ευρώπη ως Ευρωπαϊκή Ένωση και ως Συμβούλιο της Ευρώπης, που είναι ένας φύλακας αξιών το Συμβούλιο της Ευρώπης και το Δικαστήριο και η Κοινοβουλευτική Συνέλευση, έχουν δακτυλοδεικτούμενες την Ουγγαρία και την Πολωνία.
Η Ελλάδα, έχει μια περίεργη ασυλία. Λέγαμε με τον Τάκη πριν μπούμε στην αίθουσα ότι είναι πολύ δύσκολο να καταλάβουν και στην Ευρώπη ακόμη τί ακριβώς συμβαίνει, τί ακριβώς είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, τι ακριβώς είναι αυτό το μόρφωμα ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ποιες είναι οι απόψεις τους. Αυτή η όσμωση. Κάνουν παρέα, έχουν κοινή αισθητική, είναι πια μια ενιαία Κοινοβουλευτική Ομάδα, υπάρχει μια ενιαία αντίληψη. Περίεργο, εξαιρετικά περίεργο.
«Σύντροφοι και συντρόφισσες», προσφώνησε το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ο κ. Καμένος. Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου συγκλονιστικό. Έρχεται στο συνέδριο ενός κομμουνιστογενούς κόμματος, που προέρχεται από τους κόλπους του ΚΚΕ Εσωτερικού, από τον παλιό μεγάλο συνασπισμό στον οποίο συνυπήρχε το ΚΚΕ με το ΚΚΕ Εσωτερικού, έρχεται ένας προερχόμενος από την πέραν των ορίων Δεξιά και προσφωνεί το σώμα αυτό με το βαρύ συναισθηματικό όρο «σύντροφοι και συντρόφισσες».
Και επειδή ο καθένας έχει τη δική του σκοπιμότητα σε σχέση με το τι συμβαίνει στην Ελλάδα είναι δύσκολο να καταλάβουν ότι εδώ δεν έχουμε μόνο πρόβλημα μνημονίου, συμμόρφωσης, αξιολόγησης, τραπεζών, εργασιακών σχέσεων, έχουμε πρόβλημα αξιών. Υπάρχει θεσμική εκτροπή, υπάρχει πρόβλημα δημοκρατίας και κράτους δικαίου.
Και αυτό αναδεικνύει τη σημασία της Ευρώπης ξανά στον πυρήνα της. Γιατί η πρωταρχική σημασία της Ευρώπης για την Ελλάδα της δικτατορίας, για την Ελλάδα που ήθελε ο Καραμανλής να βάλει το 1974 στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν το πολιτικό στοιχείο. Η προστασία της Δημοκρατίας, όχι το οικονομικό.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, υπέβαλλε την αίτηση ένταξης της χώρας στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες, στις 11/6/1975. Στις 11/6/1975 τέθηκε σε ισχύ το δημοκρατικό μεταπολιτευτικό Σύνταγμα της χώρας. Συνέδεσε τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος με την υποβολή της αίτησης ένταξης στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.
Αυτό δείχνει τη γενετική σχέση που υπάρχει με την Ευρώπη των αξιών, με την Ευρώπη της Δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Τα έφερε η μοίρα έτσι, ώστε για λόγους μικροκομματικής σκοπιμότητας, νομής της εξουσίας, διευθέτησης συμφερόντων, να ήμαστε σε καθεστώς θεσμικής εκτροπής και για μας η Ευρώπη να είναι και πάλι ζήτημα αξιών.
Γι’ αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία η κοινωνία να καταλάβει, η κοινωνία να υιοθετήσει τη μεταρρυθμιστική στρατηγική και οι πολίτες να επιβάλλουν τις νέες πολιτικές συνθήκες που απαιτούνται για να έχει μέλλον η πατρίδα μας. Σας ευχαριστώ πολύ.
* Για την ομιλία της Ρούλας Γεωργακοπούλου, δείτε εδώ: http://ekyklos.gr/sb/310-omilia-roylas-georgakopoylou.html
Για την ομιλία του Παναγιώτη Ιωακειμίδη, δείτε εδώ: http://ekyklos.gr/sb/312-omilia-taki-ioakeimidi.html