Αθήνα 2 Ιουνίου 2016
Εισαγωγική ομιλία Ευ. Βενιζέλου στην παρουσίαση του βιβλίου των συγγραφέων Αντώνη Ζαΐρη και Γιώργου Σταμάτη, «Ποια Ανάπτυξη;» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ι.ΣΙΔΕΡΗ
«Το μοντέλο ανάπτυξης δεν είναι απλώς μία κρατική πολιτική, είναι ένα εθνικό υπόδειγμα, ένα μοντέλο εθνικό»
Ζήτησα να προηγηθεί ο κ. Προβόπουλος γιατί ήθελα να αναδείξω τον ρόλο που έπαιξε ως Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, σε μία πολύ δύσκολη περίοδο και με τον τρόπο αυτό να αναφερθώ στη στενή και πιστεύω αποτελεσματική συνεργασία που είχαμε στην πιο κρίσιμη,ίςως φάση, της διαχείρισης της κρίσης και θέλω και δημόσια να τον ευχαριστήσω.
Αφού κι εγώ συγχαρώ τον εκδοτικό οίκο Σιδέρη με τον οποίο γνωρίζομαι παλαιόθεν, θέλω να πω ότι βρίσκω το βιβλίο των Α. Ζαίρη και Γ. Σταμάτη εξαιρετικά οικείο, γιατί διαβάζοντάς το νιώθω το διάλογο των συγγραφέων, οι οποίοι σίγουρα πέρασαν καλά γράφοντάς το. Νομίζω ότι το απόλαυσαν και το διασκέδασαν. Δεν είναι το πρώτο βιβλίο που γράφουν από κοινού, άρα είναι εξοικειωμένοι σε αυτόν τον κατ’ ιδίαν διάλογο που τον δημοσιοποιούν και η προσέγγισή τους είναι σαφέστατα πρακτική. Θέλουν να μεταφέρουν και να θεωρητικοποιήσουν τις αγωνίες της αγοράς, της πιάτσας, θέλουν να δώσουν απαντήσεις οι οποίες είναι απαντήσεις πρακτικές και ει δυνατόν εφαρμόσιμες.
Από την άποψη αυτή, το εγχείρημά τους είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο, γιατί νομίζω ότι έχει καταστεί κοινοτοπία πλέον η συζήτηση για την ανάπτυξη, η αναφορά στην ανάπτυξη, έχει δημιουργηθεί ένας μυστικισμός σε σχέση με την ανάπτυξη. Πολλοί πιστεύουν ότι είναι μία ευχή ή μία παραγγελία η ανάπτυξη ή ότι η ανάπτυξη είναι απλώς η μεγέθυνση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, ενώ δεν πρόκειται περί αυτού. Ανάπτυξη είναι το σύνθετο ιστορικό αποτέλεσμα δημόσιων πολιτικών και ιδιωτικών πρωτοβουλιών και η συζήτηση για την ανάπτυξη μας φέρνει αντιμέτωπους με μία πολύ σκληρή πραγματικότητα που λέει ότι το πρόβλημα της χώρας δεν είναι πρωτογενώς οικονομικό, είναι πρωτογενώς κοινωνικό και πολιτικό και δευτερογενώς οικονομικό.
Άρα, για να δούμε αν υπάρχει τρόπος όχι μόνο να ξεφύγουμε από τα Μνημόνια αλλά να συγκροτήσουμε ένα εθνικό σχέδιο ανάκαμψης για να κερδίσουμε το χαμένο χρόνο και το χαμένο έδαφος και να πάψουμε να σπαταλούμε εθνικό κεφάλαιο, πρέπει να καταλάβουμε πάρα πολύ καλά τί είναι αυτό που συνέβη. Εάν πιστεύουμε ότι βρεθήκαμε να είμαστε προτεκτοράτο της Ευρωζώνης χωρίς δημοσιονομική κυριαρχία από το 2010 και μετά, εντεταγμένοι στους μηχανισμούς των Μνημονίων μόνον επειδή ήταν ανεπαρκές και ξεπερασμένο το μοντέλο ανάπτυξης, κατανοούμε λάθος την πραγματικότητα, γιατί τα προβλήματα που είχε και έχει το ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό τα έχει συνολικά το ευρωπαϊκό μοντέλο ανάπτυξης.
Tα ίδια προβλήματα, που είναι προβλήματα ανταγωνιστικότητας, προβλήματα διάρθρωσης της πραγματικής οικονομίας τα έχουν πάρα πολλές χώρες στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χώρες με έντονα κρατικιστικά χαρακτηριστικά, έντονα πελατειακά χαρακτηριστικά, έντονα φαινόμενα αδιαφάνειας και διαφθοράς, άρα φαινόμενα τα οποία παρεπιδημούν, αλλά δεν οδηγήθηκαν στις τραγικές συνθήκες του φθινοπώρου του 2009 και δεν αναγκάστηκαν να υποταχθούν στο μνημονιακό περιβάλλον.
Γιατί συνέβη αυτό; Η Ευρώπη συνολικά είναι μία περιοχή, μία περιφέρεια, η οποία μικραίνει πληθυσμιακά, γηράσκει, και βλέπει το μοντέλο της, το κεκτημένο της δηλαδή, να αμφισβητείται, η ποιότητα ζωής, το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος, η ποιότητα των αγαθών, των προϊόντων και των υπηρεσιών και βλέπουμε να χάνει σταδιακά, με εντυπωσιακό τρόπο, βαθμούς στον παγκόσμιο καταμερισμό. Δεν είναι αυτό που συνέβη στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα πράγματι από το 1994 έως το 2003, για να ξεκινήσω από ένα σημείο σχετικά κοντινό, είχαμε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και πρωτογενή πλεονάσματα. Η χώρα, αυτόν τον περιβόητο στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος, τον είχε κατακτήσει για οκτώ συνεχή χρόνια από την τελευταία κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου και καθ’ όλη τη διάρκεια των κυβερνήσεων του Κώστα Σημίτη και θετικό ρυθμό ανάπτυξης είχαμε μέχρι και το 2007, που γιορτάστηκε ως έτος ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Αλλά από τα τέλη του 2007 είχαμε μπει σε ύφεση. Το 2008 ήμασταν ήδη σε ύφεση. Το 2009 ήδη σε ύφεση.
Η κρίση του μοντέλου ανάπτυξης από μόνη της είναι όμως αυτή η οποία μας οδήγησε σε αυτό που βιώνουμε τώρα, στην ταπείνωση και την οπισθοχώρηση και την απώλεια του 25% του ΑΕΠ και του 30% του μέσου διαθέσιμου εισοδήματος; Όχι. Έπρεπε να έχουμε ταυτόχρονα κρίση ανταγωνιστικότητας, που ήταν και κρίση παραγωγικότητας και κρίση παραγωγής, άρα φθάσαμε το 2009 σε έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών 15% του ΑΕΠ, εξουθενωτικό. Και ταυτόχρονα να έχουμε πλήρη απώλεια διαχειριστικού ελέγχου στο δημοσιονομικό πεδίο, να έχουμε πρωτογενές έλλειμμα του 2009, 12,5% του ΑΕΠ με σημερινές τιμές ΑΕΠ, να έχουμε πρωτογενές έλλειμμα 26 δισεκατομμυρίων, έλλειμμα της ετήσιας διαχείρισης, χωρίς τόκους για την εξυπηρέτηση του χρέους. Αυτό μας οδήγησε στο να έχουμε, από ένα σημείο και μετά, ένα μη χρηματοδοτήσιμο χρέος, όχι μεγάλο σε απόλυτους αριθμούς, γιατί ακόμη και τώρα το ελληνικό χρέος είναι 320 δισεκατομμύρια, όταν το χρέος των τριών μεγάλων χωρών της Ευρωζώνης μόνο, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, είναι 7,5 τρισεκατομμύρια.
Άρα δεν ήταν το ζήτημα απλώς η κρίση του μοντέλου ανάπτυξης, γιατί αν ήταν έτσι, και η Γαλλία θα έμπαινε σε Μνημόνιο και το Ηνωμένο Βασίλειο. Το Ηνωμένο Βασίλειο το 2009-2010 είχε εξίσου κακά δημοσιονομικά στοιχεία με την Ελλάδα, αλλά ήταν εκτός Ευρωζώνης βεβαίως. Εμείς τί πάθαμε; Εμείς από το 2004, από το 2001 κανονικά, αλλά ας πούμε ότι θέλαμε και δύο χρόνια για να το συνειδητοποιήσουμε, δεν είχαμε καταλάβει ότι την έλλειψη νομισματικής πολιτικής, την αδυναμία μας να συνεχίσουμε την πολιτική των υποτιμήσεων και των διολισθήσεων, έπρεπε να την αντικαταστήσουμε από σοβαρές παρεμβάσεις στην πραγματική οικονομία. Το λέω αυτό γιατί σας θυμίζω ότι η ισοτιμία δραχμής-δολαρίου ήταν 42 δραχμές το δολάριο το 1974, αλλά κλείδωσαν την ισοτιμία ένταξης στη Ζώνη του Ευρώ, με το δολάριο περίπου 380 δραχμές. Άρα, δείτε ότι η περίοδος της μεταπολίτευσης ήταν μία περίοδος όχι απλώς ονομαστικών υποτιμήσεων αλλά και διολισθήσεων οι οποίες άλλαξαν την ισοτιμία δέκα φορές, δηλαδή στην πραγματικότητα είχαμε 1000% υποτίμηση σε σχέση με το δολάριο.
Αυτό για να έχουμε μία αίσθηση του πώς διατηρείς την ανταγωνιστικότητα και την ονομαστική ψευδαίσθηση. Άρα η κρίση ήταν πρωτίστως μία κρίση δημοσιονομικής διαχείρισης, χάθηκε ο έλεγχος την περίοδο 2004-2009, χάθηκε ο έλεγχος του δημοσιονομικού ελλείμματος, του πρωτογενούς ελλείμματος και της δυναμικής του δημοσίου χρέους. Η απώλεια του ελέγχου της δυναμικής του δημοσίου χρέους μπορεί να είναι στιγμιαία με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις , γιατί όλα λειτουργούν κατά τρόπο πολλαπλασιαστικό, γεωμετρικό. Λέει το ΔΝΤ τώρα, μέχρι τον Ιούνιο του 2015 η δυναμική του χρέους ήταν το 2060 να είναι 70% του ΑΕΠ και τώρα, λόγω των εξελίξεων που μεσολάβησαν, η δυναμική είναι να είναι 250% του ΑΕΠ. Προσέξτε, λόγω των εξελίξεων του καλοκαιριού του 2015. Αυτή είναι η έκθεση για τη βιωσιμότητα του χρέους του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Άρα οι δυναμικές αλλάζουν πάρα πολύ εύκολα.
Βρεθήκαμε λοιπόν στην τραγική αυτή κατάσταση, όχι μόνο λόγω κρίσης του μοντέλου ανάπτυξης αλλά λόγω του συνδυασμού αυτής της κρίσης, η οποία είναι όμως πολύ γενικότερο φαινόμενο κι όχι μόνο ελληνικό, με την απώλεια ελέγχου της δημοσιονομικής διαχείρισης και με την υπολανθάνουσα κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Γιατί υπήρχε βεβαίως ένας όγκος του τραπεζικού συστήματος , ο οποίος ήταν πολύ μικρότερος από τις άλλες χώρες, πολύ μικρότερος ως ποσοστό του ΑΕΠ από ό,τι στην Κύπρο ή από ό,τι στην Ιρλανδία. Αλλά υπήρχε μία αιμομικτική σχέση τραπεζικού συστήματος και δημοσίου χρέους, δηλαδή δημοσίου, η οποία ήταν τραγική, γιατί υπήρχε αγορά ομολόγων και αγορά εντόκων γραμματίων μέσα από την οποία τροφοδοτείτο το δημόσιο και κάλυπτε τις χρηματοδοτικές του ανάγκες και βεβαίως υπήρχε μία έκθεση του τραπεζικού συστήματος σε δάνεια, εν δυνάμει μη εξυπηρετούμενα, υπήρχε μία μη εξυπηρετούμενη έκθεση όχι με την τυπική έννοια του όρου αλλά μέσα από την αρνητική δυναμική που είχε η οικονομία. Άρα έπρεπε να αντιμετωπιστεί όλο αυτό, το οποίο ξέσπασε. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να κατανοήσουμε τί συνέβη, για να δούμε πώς θα το ανατρέψουμε και πώς θα το υποκαταστήσουμε με ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης.
Λένε πολλοί, μήπως υπήρχε ο άλλος δρόμος; Βεβαίως υπήρχε ο άλλος δρόμος, υπήρχε ο δρόμος του Grexit, όπου θα γινόμασταν «των Ψαρών η ολόμαυρη ράχη», θα προσπαθούσαμε να σώσουμε το 20% του ΑΕΠ και το 20% του διαθέσιμου εισοδήματος και βεβαίως θα αναπτυσσόταν η χώρα μετά εις βάρος των Ελλήνων και υπέρ των πιο στυγνών κερδοσκόπων, Ελλήνων και ξένων. Δημοσιονομικά, μετά την καταστροφή θα είχαμε βελτίωση, μακροοικονομικά θα εμφανίζαμε ανάπτυξη, αλλά επάνω σε στάχτες και χωρίς να μετέχουν οι, ας το πούμε έτσι, «καμένοι» πλέον Έλληνες σε αυτήν την ανασυγκρότηση.
Υπήρχε και η άλλη λύση, να κάνουμε τη δημοσιονομική προσαρμογή πιο αργά, πιο ήπια, πιο φιλικά, που σημαίνει ότι θα έπρεπε να συνεχίσουμε επί χρόνια, με πρωτογενή ελλείμματα, με δημοσιονομικά ελλείμματα, με διόγκωση χρέους. Άρα, θα έπρεπε να μας δίνουν πολύ μεγαλύτερο δάνειο και θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί μία πολλαπλασιαστική εξέλιξη, αρνητική στο δημόσιο χρέος και αυτό να μας το χρηματοδοτήσει η Ευρωζώνη. Άρα, θα έπρεπε να εφαρμόσουν πολιτικές φιλικότερες για εμάς απ’ ότι για τις κοινωνίες τους, γιατί εφαρμόζουν στις κοινωνίες τους κάποιες πολιτικές. Άρα δεν υπήρχε στην πραγματικότητα μεγάλο περιθώριο και έτσι μπήκαμε στη λογική των κακών πολλαπλασιαστών. Γιατί είχαμε τόση ύφεση και τόση ανεργία; Γιατί απεδείχθη ότι για να μπορέσεις να μειώσεις το πρωτογενές έλλειμμα και να το μετατρέψεις σε πρωτογενές πλεόνασμα, άρα θες περίπου 15 μονάδες πρωτογενούς ελλείμματος-πλεονάσματος, από 12,5 έλλειμμα να το πας περίπου σε 1,5 πλεόνασμα, 15% του ΑΕΠ. Για να κάνεις προσαρμογή 15% του ΑΕΠ σε όρους πλεονάσματος-ελλείμματος πρωτογενούς, έπρεπε να πάρεις μέτρα για κάθε μονάδα πρωτογενούς πλεονάσματος ή ελλείμματος που καλύπτεις, 2,5% του ΑΕΠ. Παίρνοντας μέτρα 2,5% του ΑΕΠ προκαλείς για κάθε μονάδα δημοσιονομικής προσαρμογής 1,5% ύφεση και για κάθε μονάδα προσαρμογής 1% ανεργία.
Τώρα, λέει το ΔΝΤ, καταλαβαίνουμε πώς λειτουργούν οι πολλαπλασιαστές, αλλά θα λειτουργούσαν διαφορετικά οι πολλαπλασιαστές αν έβαζε πιο πολλά λεφτά η Ευρωζώνη και το θέμα είναι αν πολιτικά μπορούσε να βάλει πιο πολλά λεφτά. Βλέπετε τώρα πώς αντιδρά, με την Ελλάδα στα πρόθυρα να ξαναγυρίσει σε ανάπτυξη και σε πρωτογενές πλεόνασμα, πόσο δυσκολεύεται να βάλει πιο πολλά λεφτά για λόγους πολιτικούς. Για να καταλάβουμε πού βρισκόμαστε, σε ποια συμφραζόμενα ευρωπαϊκά και διεθνή. Πολλοί λένε, μα, αν δεν κουρεύαμε το χρέος δε θα είχαμε και πρόβλημα με τις τράπεζες, γιατί κουρέψαμε τα ομόλογά που κατείχαν. Πώς θα ανακεφαλαιοποιούσαμε τις τράπεζες, οι οποίες έπασχαν λόγω κόκκινων δανείων; Με τί λεφτά; Εάν δεν παίρναμε τα λεφτά του δευτέρου προγράμματος, τα λεφτά για το χρέος, τα λεφτά για το PSI, θα μπορούσαμε να ανακεφαλαιοποιήσουμε τις τράπεζες, έστω και αν οι κεφαλαιακές τους ανάγκες ήταν μικρότερες;
Βλέπετε πόσο ευμετάβλητη είναι η κατάσταση; Είχαμε ένα χαρτοφυλάκιο του ελληνικού δημοσίου τραπεζικών μετοχών, χρηματιστηριακής αξίας 25 δισεκατομμυρίων τον Μάιο του 2014 και φθάσαμε τον Μάιο του 2015 να έχουμε λιγότερο από 1 δισεκατομμύριο. Έγινε αέρας αυτό, το χαρτοφυλάκιο, η περιουσία του δημοσίου λόγω πολιτικών χειρισμών και ακόμα δεν έχει αποκατασταθεί.
Αυτό λοιπόν που λέμε μοντέλο ανάπτυξης, γιατί πολλά λόγια ακούω, δεν είναι απλώς μία κρατική πολιτική, δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα, είναι ένα εθνικό υπόδειγμα με την έννοια του επιστημολογικού παραδείγματος, ένα μοντέλο εθνικό. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να έχουμε μία συλλογική εθνική πρόσληψη για το τί σημαίνει ανάπτυξη, ποια ειναι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Αυτό σημαίνει ότι έχεις ένα κράτος αλλά και έναν ιδιωτικό τομέα που λειτουργεί αναπτυξιακά. Όταν λέμε ιδιωτικό τομέα δεν εννοούμε μόνον τις μεγάλες επιχειρήσεις ή τους άμεσους ξένους επενδυτές, εννοούμε ότι οριζόντια οι επιχειρήσεις θα λειτουργήσουν στο επίπεδό τους κάνοντας μικρά πράγματα, στις υποδομές τους, στην ανάπτυξή τους, αλλιώς δε λειτουργεί το σύστημα αυτό.
Διότι, το ποιο είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας που πρέπει να στραφούμε, το λένε όλοι. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν τουλάχιστον δέκα σοβαρές μελέτες οι οποίες μας λένε ποιο πρέπει να είναι το πρόταγμα. Καταρχάς το πρόταγμα προκύπτει ιστορικά και γεωγραφικά, προκύπτει από τη γη μας, και όταν λέμε γη εννοούμε τα πάντα, πού είμαστε, τον πολιτισμό μας, τί γίνεται με τον τουρισμό, τί γίνεται με τη γεωργία, τί γίνεται με το υπέδαφος, με τον ορυκτό πλούτο, με τη χωροταξία, με το περιβάλλον, με τις χρήσεις γης. Όταν λέμε άνθρωποι εννοούμε την επιχειρηματικότητα, το διανοητικό κεφάλαιο, την εκπαίδευση. Ξέρουμε πολύ καλά ποια είναι τα πλεονεκτήματα, αλλά χωρίς προϋποθέσεις δημοσιονομικές, χρηματοπιστωτικές, θεσμικές, πολιτικές και κοινωνικές, δεν μπορεί να γίνει τίποτα.
Όταν λέω πολιτικές εννοώ ότι όταν έχεις μια κυβέρνηση που δεν πιστεύει, που αμφιθυμεί, που κλείνει το μάτι, που δεν μπορεί να συνεννοηθεί ούτε με τον εαυτό της, ούτε με την αντιπολίτευση, ούτε με την κοινωνία, για το ποιο είναι το πραγματικό πρόταγμα και συνεχώς υπάρχει ένας υπαινιγμός ή μία εκκρεμότητα, σε σχέση με το τί έγινε, τί θα μπορούσε να γίνει, όταν έχει καλλιεργηθεί η αντίληψη τόσα χρόνια ότι θα μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό, αυτό το βρίσκεις τώρα μπροστά σου.
Με τη δικαιοσύνη όπως έχει τώρα, με το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, υπάρχει ασφάλεια δικαίου που μπορεί να προσελκύσει επενδυτές;
Και φυσικά αυτή η φενάκη του χρέους. Δημοσιεύονται τώρα μελέτες που λένε, αν το χαρίσουμε το χρέος στην Ελλάδα, το διαγράψουμε πλήρως, ονομαστικά, θα ανασυγκροτηθεί η ελληνική οικονομία; Όχι, θα αναπαραχθεί το χρέος πάρα πολύ γρήγορα. Αφήστε που σε παρούσα αξία το χρέος είναι πολύ πιο μικρό, κατά τον αυστηρότερο γερμανικό υπολογισμό είναι 98% του ΑΕΠ, όχι 180%. Κατά τον πιο επιθετικό αμερικάνικο υπολογισμό είναι 37% του ΑΕΠ σε παρούσα αξία. Αλλά, ξέρετε πόση είναι η επιρροή της τελευταίας απόφασης του Eurogroup στην παρούσα αξία του χρέους; Είναι 0,5% του ΑΕΠ. Όταν η εισφορά της επέμβασης του 2012, ήταν 50% μείωση σε ονομαστική αξία και 50% μείωση σε παρούσα αξία μόνο μέσω του EFSF, για να καταλαβαίνουμε τι λέμε.
Μας έχουν πει τώρα και έχουμε «τσιμπήσει» ότι πρέπει οι ετήσιες μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες να είναι 15% του ΑΕΠ και μετά από ένα σημείο 20% του ΑΕΠ. Ξέρετε πόσο είναι οι χρηματοδοτικές ανάγκες για την περίοδο, τώρα, μέχρι το 2059; Είναι, σύμφωνα με τις απαντήσεις του κυρίου Τσακαλώτου στη Βουλή σε γραπτή ερώτησή μου, 1,7% η μέση δαπάνη ανά έτος για τόκους, 1,7% του ΑΕΠ. Το μέγιστο χρεολύσιο σε ετήσια βάση που θα καταβάλουμε είναι 9,9 δισεκατομμύρια, δηλαδή 4% του ΑΕΠ, άρα το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι 6,5% του ΑΕΠ και αν βάλουμε κι όλα τα έντοκα γραμμάτια είναι περίπου 15 δισεκατομμύρια, είναι άλλα 6,5%, είναι δηλαδή 13% του ΑΕΠ, και μας έχουμε βάλει ως στόχο να μην υπερβούμε το 15%, όταν βάζοντας και τα έντοκα γραμμάτια μέσα δεν υπερβαίνουμε το 13%. Για να καταλάβετε πόσο εύκολα μπορείς να μπεις σε μία λογική που δε σε οδηγεί πουθενά.
Υπό την έννοια αυτή έχει πολύ μεγάλη σημασία να δούμε τα πράγματα λίγο πιο επιχειρησιακά και από την άποψη αυτή, η συμβολή του Αντώνη Ζαϊρη και του Γιώργου Σταμάτη είναι πραγματικά πάρα πολύ σημαντική και τους ευχαριστούμε.
Απαντήσεις στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων
«Το να αποδεχθούμε ότι αυτό που συμβαίνει στη χώρα είναι κοινότοπο, είναι ο ιστορικός κίνδυνος για το έθνος»
Θέλω να άρω μία παρεξήγηση που προφανώς έγινε. Εγώ δεν είπα ότι δεν υπήρχε κρίση της πραγματικής οικονομίας, κρίση ανταγωνιστικότητας, παραγωγικότητας και παραγωγής στην ελληνική οικονομία το 2009, είπα ότι εάν υπήρχε μόνον αυτό δε θα μπαίναμε στο Μνημόνιο, ότι τέτοια κρίση έχουν πολλές χώρες στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οδηγηθήκαμε σε αυτό που λέμε περιπέτεια του Μνημονίου, που προκάλεσε σκληρά μέτρα λιτότητας, μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, ύφεση, ανεργία και απώλεια δημοσιονομικής κυριαρχίας, επειδή επιπλέον υπήρχε δημοσιονομικός εκτροχιασμός και ένα τεράστιο λανθάνον τραπεζικό ζήτημα. Ο συνδυασμός αυτών των πραγμάτων οδήγησε στο ελληνικό ζήτημα. Τώρα η διαδρομή είναι αντίστροφη, δηλαδή δεν αρκεί να διαμορφώσεις συνθήκες δημοσιονομικής σταθερότητας, δεν αρκεί να ανακεφαλαιοποιήσεις το τραπεζικό σύστημα, πρέπει όλα αυτά να τα θέσεις σε επικοινωνία με την πραγματική οικονομία.
Αυτήν τη στιγμή η δημοσιονομική αγωνία που διακατέχει την κυβέρνηση, γιατί βλέπει ότι δεν είναι εύκολο να επιτευχθούν οι στόχοι του προϋπολογισμού με την αντίσταση της πραγματικής οικονομίας, ανοίγει ένα φαύλο κύκλο, διότι υπονομεύεις τις προοπτικές ανάκαμψης με την υπερφορολόγηση, αλλά από την άλλη μεριά πρέπει να εμφανίσεις δημοσιονομικά αποτελέσματα.
Και το γεγονός ότι η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών έγινε όπως έγινε και προκλήθηκε μία τέτοια απώλεια της χρηματιστηριακής τους αξίας, λόγω των 18 μηνών που μεσολάβησαν από τις 25 Ιανουαρίου 2015 έως σήμερα, διατηρεί τις τράπεζες in limbo στην πραγματικότητα, στο purgatorium μεταξύ κόλασης και παραδείσου, διότι φυσικά βλέπετε ότι έχουμε πολύ σοβαρά προβλήματα. Σήμερα ο κ. Draghi, το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν επανέφερε στη φυσιολογική διαδικασία χρηματοδότησης από την ECB τις ελληνικές τράπεζες, τις κράτησε στον ELA. ΕLA σημαίνει ίδιος κίνδυνος της Εθνικής Κεντρικής Τράπεζας, άρα του δημοσίου χρέους στην πραγματικότητα, και ακριβότερος δανεισμός, έστω αν υπάρχει ένα μικρό χρηματοοικονομικό όφελος του Δημοσίου τελικά επειδή εισπράττει από αυτό, από το αυξημένο επιτόκιο του ELA.
Άρα, τώρα δεν αρκούν οι προϋποθέσεις αυτές, οι δημοσιονομικές, ούτε οι χρηματοπιστωτικές. Θέλεις προϋποθέσεις κοινωνικές, πολιτικές, θεσμικές. Θέλεις στην πραγματικότητα μία πολιτική διεύθυνση του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης. Πιστεύετε όμως ότι είναι μία πολιτική απόφαση να πάμε σε ανάπτυξη; Πες ότι έχεις ένα φιλοαναπτυξιακό κράτος, μία φιλοαναπτυξιακή και φιλοεπενδυτική κεντρική κυβέρνηση, μία κυβέρνηση κι ένα πολιτικό σύστημα που πιστεύουν σε αυτά. Έχεις και μία τοπική αυτοδιοίκηση; Έχεις και μία κοινωνία των πολιτών; Έχεις και τοπικές κοινωνίες οι οποίες πιστεύουν; Έχεις και μία δικαιοσύνη που πιστεύει σε αυτό και επιλύει τις διαφορές και δίνει ασφάλεια δικαίου στον επενδυτή; Και αυτό για το μεγάλο, τον επώνυμο επενδυτή, τον ξένο επενδυτή. Τί γίνεται με αυτό που λέμε οριζόντια επενδυτική πρωτοβουλία; Δεν έχει κτηματολόγιο η χώρα, αλλά είχε χρήσεις γης, οι οποίες προχθές με μία απλή διάταξη νόμου καταργήθηκαν, τα χωρικά σχέδια ανάπτυξης, κι αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει χωρικό σχέδιο ανάπτυξης για κανέναν τομέα. Δεν μπορεί να γίνει καμία τουριστική επένδυση, δεν μπορούν να προχωρήσουν οι επενδύσεις στην τουριστική κατοικία –για να πάρω έναν τομέα που ανήκει στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας– γιατί επιστρέψαμε στις χρήσεις γης του 1987, όταν πολλές επενδυτικές ευκαιρίες δεν υπήρχαν καν διανοητικά, ως σκέψη.
Λοιπόν, αυτή είναι η πραγματικότητα; Πάρτε το παράδειγμα του Καναδού επενδυτή στην Ελλάδα για να καταλάβετε τί σημαίνει αυτό. Αυτό που λέγεται Καναδός επενδυτής κινείται σε τρία διαφορετικά επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο είναι το αμιγώς χρηματοοικονομικό. Είναι πολύ εύκολο να μετάσχεις στην ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος και καναδικά συμφέροντα είναι επενδεδυμένα μέσω της ανακεφαλαιοποίησης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Αυτό γίνεται πολύ απλά, δε χρειάζεσαι αδειοδότηση, δε χρειάζεσαι περιβαλλοντική μελέτη, δε χρειάζεσαι αντιδικίες στο Συμβούλιο Επικρατείας, δε συγκρούεσαι με το δημοτικό συμβούλιο, με το σύλλογο πολιτών, με περιβαλλοντικές ευαισθησίες, με τίποτα. Άρα, λοιπόν, υπάρχουν οι Καναδοί.
Η δεύτερη κατηγορία είναι ο Καναδός επενδυτής ο οποίος μετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο μίας υφιστάμενης επένδυσης, την οποία ως άμεση επένδυση δεν την έχει διαμορφώσει ο ίδιος, όπως είναι το Διεθνές Αεροδρόμιο Αθηνών, που ήταν ένα έργο το οποίο έγινε με μία πολύπλοκη σύμβαση παραχώρησης, μία περιπέτεια 40 ετών, γιατί αυτό ξεκίνησε το 1974. Το ταμείο των Καναδών δημοσίων υπαλλήλων είναι ο μεγαλύτερος ξένος μέτοχος στο Διεθνές Αεροδρόμιο Αθηνών και εκεί έχει δυσκολίες όμως, γιατί το πώς κινείται ο μεγαλύτερος ξένος μέτοχος, οι σχέσεις του με το δημόσιο, η Διοίκηση, η επέκταση του χρόνου παραχώρησης, το πώς αυτό θα υπολογιστεί σε παρούσα αξία σήμερα ή μετά από όσα χρόνια, τί θα γίνει με τα δικαιώματα, με τα fees, στο αεροδρόμιο είναι μία πολύ μεγάλη περιπέτεια. Άρα αρχίζει να αυξάνεται ο βαθμός δυσκολίας.
Η τρίτη εκδοχή Καναδού επενδυτή είναι ο χρυσός στη Χαλκιδική, όπου ο Καναδός επενδυτής θέλει να κάνει στα χνάρια μίας δημόσιας επένδυσης, γιατί η επένδυση αυτή ξεκίνησε από τη ΜΕΤΒΑ, από μία θυγατρική εταιρία της ΕΤΒΑ, αμιγώς δημόσια, στη δεκαετία του ‘80 και συνεχίζεται ώς τώρα –και δεν μπορεί να ολοκληρωθεί– και βλέπουμε τη στάση της κυβέρνησης, την ανακολουθία. Τελικά δίδονται τώρα οι άδειες, αλλά μετά από μία περιπέτεια, με μία ολόκληρη συνείδηση να έχει καλλιεργηθεί στην τοπική κοινωνία, με μύθους, και τελικά με φενάκες –δείτε τις δυσκολίες τώρα στον επώνυμο επενδυτή.
Θέλετε να πούμε την ιστορία της COSCO του Κινέζου επενδυτή; Μπορούμε να πούμε άπειρες. Αυτό δείχνει ότι δεν υπάρχουν οι πολιτικές προϋποθέσεις, αλλά ούτε και οι κοινωνικές.
Απαντώ έτσι και στην ερώτηση του κ. Μαρκόπουλου, ποιος έφερε το ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία; Η κοινωνία, ο λαός. Ποιος λαός; Ο λαός ο οποίος είναι ευεπίφορος και τείνει ευήκοον ους στις αυταπάτες, στις ψευδαισθήσεις, στη διατήρηση των κεκτημένων, στη θεωρία ότι φταίνε οι άλλοι και δεν έχουμε καμία ευθύνη εμείς, στη θεωρία ότι μπορεί να διαφυλάξουμε το κεκτημένο. Ποιο κεκτημένο; Το κεκτημένο το οποίο διαμορφώθηκε στην πραγματικότητα με παροχές από το 2004 έως το 2009, από το 2007 έως το 2009. Ξέρετε ότι οι περικοπές των μισθών στο δημόσιο τομέα και των συντάξεων, που κάναμε μέχρι το 2012, ήταν οι περικοπές που αφορούσαν τις αυξήσεις της περιόδου 2007-2009; Αλλά όταν τα δίνεις δεν μπορείς να τα πάρεις πίσω. Και λέει ο κ. Τσίπρας στη Βουλή, εντάξει, πείτε, είχαμε αυταπάτες και είπαμε ότι θα έρθουμε με ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα τελείως διαφορετικό τον Ιανουάριο 2015, αλλά προσκρούσαμε σε τείχος, θέσαμε τη χώρα σε κίνδυνο, το πληρώσαμε ως χώρα, ως οικονομία, αλλά έπρεπε να δοκιμάσουμε τα όρια της διαπραγμάτευσης –πολύ ωραία– και μετά κάναμε ένα δημοψήφισμα και είπε το δημοψήφισμα «όχι», αλλά εμείς είπαμε «ναι» ως κυβέρνηση, και μετά μας στήριξε η αντιπολίτευση γιατί δεν είχαμε ψήφους, γιατί έφυγαν οι βουλευτές μας, οι αντιμνημονιακοί, και μετά μας ξαναψήφισε ο λαός το Σεπτέμβριο, μετά λόγου γνώσεως. Τέλεια! Άρα φταίει ο λαός. Δεν υπάρχει ευθύνη του πολιτικού προσωπικού και του κυβερνώντος κόμματος.
Εμείς γιατί δεν μπορούμε να το πούμε αυτό, που μας ξαναψήφισε δύο φορές το 2012 μετά την ένταξη στα Μνημόνια; Πείτε ότι δεν είπαμε την πραγματική εικόνα γιατί δεν την ξέραμε το 2009. Το 2012 την ήξεραν όλοι και κατά τη λογική αυτή όλες οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης ψηφίστηκαν δημοκρατικότητα, πλειοψηφικότατα και θριαμβευτικά. Όλες. Ήταν κυβερνήσεις μεγάλης πλειοψηφίας.
Και βεβαίως το μεταπολεμικό μοντέλο, το μετεμφυλιακό, είναι αυτό που ξέρουμε, αλλά ποια ήταν η άλλη λύση το 1949; Ποια θα ήταν η άλλη πορεία της χώρας; Η πορεία του υπαρκτού σοσιαλισμού; Δηλαδή η χώρα τώρα είναι σε καλύτερη ή σε χειρότερη μοίρα, με όλα όσα συνέβησαν, από ό,τι ήταν οι άλλες χώρες της περιοχής οι οποίες βρέθηκαν στο άλλο στρατόπεδο; Για να μιλάμε ιστορικά. Αν γινόταν η άλλη επιλογή για το μέλλον του τόπου κι είχαμε μία άλλη εθνική πορεία, θα ήμασταν καλύτερα τώρα; Το επίπεδο ζωής μας με ποιο πρέπει να συγκριθεί;
Κατά τον τρόπο αυτό πιστεύω ότι θα ξεκινήσει και η αλλαγή των αντιλήψεων, διότι κάποια στιγμή και η κοινωνία και το εκλογικό σώμα θα έρθει αντιμέτωπο με τις επιλογές του. Διότι αυτό το οποίο συνεισέφερε η αντιμνημονιακή δημαγωγία ήταν να πιστεύει ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης ότι υπάρχει άλλη λύση και λέμε ψέματα, υπάρχει η εύκολη λύση. Τώρα σου λένε, δεν υπήρχε εύκολη λύση, θα εφαρμόσουμε την ίδια δύσκολη λύση αλλά εμείς είμαστε καλύτεροι, είμαστε νέοι, δεν έχουμε εμπειρία, είμαστε αδέξιοι αλλά καλοπροαίρετοι, δεν έχουμε τα βάρη της παλιάς εξουσίας, άρα μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε.
Αυτά μπορούσε να τα λέει και η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή το ‘74, που ήταν νέα σε σχέση με τη δικτατορία, και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου το ‘81 και η συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας-Αριστεράς το 1989 και ο Παπανδρέου ο Ανδρέας όταν ξαναήρθε και ο Κώστας Σημίτης όταν ήρθε και ο νεότερος Κ. Καραμανλής όταν ήρθε και ούτω καθεξής. Αυτό είναι ένα κοινής χρήσεως επιχείρημα.
Επάνω λοιπόν σε αυτήν την κατάλυση της κοινής λογικής, επάνω δηλαδή στο βωμό της κοινοτοπίας εγκαθιδρύεται μία αφήγηση. Μα η κοινοτοπία από ένα σημείο και μετά είναι άκρως επικίνδυνο πράγμα, γιατί σε εθίζει σε κάτι το οποίο μπορεί να σε οδηγήσει στην απόλυτη καταστροφή. Το να αποδεχθούμε ότι αυτό που συμβαίνει στη χώρα είναι κοινότοπο, είναι ο ιστορικός κίνδυνος για το έθνος. Ο ιστορικός κίνδυνος. Η απώλεια των ανακλαστικών, της δυνατότητας να αντιδράσεις. Εδώ, τώρα, αυτό είναι η θεωρία της κοινωνίας των χαμηλών προσδοκιών: Τί να κάνουμε τώρα αφού φθάσαμε ώς εδώ, θα σας πάμε στις χαμηλές προσδοκίες. Δεν πρόκειται να βγούμε ποτέ από αυτό, είναι η στασιμοχρεοκοπία, ποτέ, διότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις εθνικής συνέγερσης, συναίνεσης, δεν υπάρχει η δυνατότητα να προσηλωθούμε σε μία εθνική στρατηγική.
Ανάπτυξη και μοντέλο ανάπτυξης δεν είναι μία κρατική πολιτική μίας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας. Αυτά είναι τώρα θεωρίες οι οποίες έχουν καταλυθεί ιστορικά, πρέπει η αγορά να τα προκαλέσει αυτά, η επιχειρηματικότητα, η ανάλυση ρίσκου, η ανάληψη ρίσκου. Για να γίνουν αυτά χρειάζεται ένα περιβάλλον και χρειάζεται βεβαίως να υπάρχουν πρωτοβουλίες του ιδιωτικού τομέα. Έχουμε μιλήσει ποτέ για τις ευθύνες του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα; Μιλάμε συνεχώς για τον εύκολο στόχο, το κράτος, το πολιτικό σύστημα, τη δημόσια διοίκηση. Να μιλήσουμε για το τί σημαίνει ιδιωτικός τομέας και αγορά στην Ελλάδα και ποιος έχει κάνει τι.
Γι’ αυτό είναι ωραίο και ερεθιστικό το βιβλίο του κ. Ζαΐρη και του κ. Σταμάτη, διότι βάζει το δάχτυλο εις τον τύπον των ήλων. Αλλά ο Θωμάς ανακάλυψε τον Ιησού, μόνο που τον ανακάλυψε εν ετέρα μορφή, διότι βεβαίως και ήρθε η Ανάστασις μετά την ταφή, αλλά ο Ιησούς ανεστήθη εν ετέρα μορφή. Όλοι αυτοί λοιπόν οι οποίοι πιστεύουν ότι θα βρουν το χαμένο παράδεισο της μεταπολίτευσης, τον παράδεισο που τους προσέφερε το ΠΑΣΟΚ ή η Νέα Δημοκρατία, που εμιμείτο το ΠΑΣΟΚ, της μεταπολίτευσης-θα προσπαθεί κι ο ΣΥΡΙΖΑ μιμηθεί το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου- αυτοί θα καταλάβουν ακόμη κι αν βάλουν το δάκτυλο εις τον τύπον των ήλων ότι δεν έχουν αναγνωρίσει τη μορφή του Αναστάντος, διότι ήταν εν ετέρα μορφή.
Απαντήσεις σε ερωτήσεις από το ακροατήριο
«Χωρίς να λύσουμε τα προβλήματα της πολιτικής και της δημοκρατίας δε θα λύσουμε προβλήματα ανάπτυξης»
Συμφωνώ ότι αυτό που λέγεται εκπαιδευτικό σύστημα είναι η μεγαλύτερη επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο, στην καινοτομία, και άρα είναι ένας μεγάλος ενδογενής συντελεστής ανάπτυξης, ο μεγαλύτερος μετά την ίδια τη γη. Εκεί βεβαίως είναι και ο ρόλος του κράτους, γιατί αυτό είναι μία δημόσια επένδυση, όσο κι αν ανοιχθούμε στην ιδιωτική εκπαίδευση, ακόμη και στα μη κρατικά πανεπιστήμια, στα οποία πρέπει βεβαίως να ανοίξουμε τη χώρα μας πλέον.
Θα έχετε ίσως διαβάσει τη συζήτηση που έχει προκαλέσει ένα βιβλίο του 2013, της καθηγήτριας Mazzucato, που μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό, για το επιχειρηματικό κράτος που εξηγεί ότι σε αυτό που λέγεται έρευνα-ανάπτυξη –και αυτό ξεκινά από το εκπαιδευτικό σύστημα πρωτίστως– η επένδυση είναι κυρίως δημόσια. Ακόμη και στα πενιχρά μεγέθη, τα ελληνικά, για έρευνα και ανάπτυξη, με βάση τους σύνθετους δείκτες καινοτομίας, η συμβολή του δημόσιου τομέα είναι σχεδόν διπλάσια από τη συμβολή του ιδιωτικού τομέα, ακόμη και στην Ελλάδα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τις οποίες ασχολείται το βιβλίο, βλέπουμε ότι χωρίς τη δημόσια έρευνα, κυρίως τη στρατιωτική, δε θα υπήρχε ούτε φαρμακευτική βιομηχανία ούτε βιομηχανία πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών με τις συσκευές αυτές, τα tablets, τα οποία αξιοποιούν τα πορίσματα μίας δημόσιας επένδυσης.
Συμφωνώ απολύτως, αλλά αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένα κλίμα συναίνεσης και ότι δεν παίζουμε με την παιδεία, ότι δε μετατρέπουμε την παιδεία σε έναν χρωματισμένο ιδεολογικό μηχανισμό. Η παιδεία είναι ο βασικός ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους, αλλά πρέπει να είναι πολιτικά ουδέτερη μέσα σε ένα κράτος το οποίο είναι δημοκρατικό και πολυφωνικό. Δεν μπορεί να είναι στραμμένη προς μία συγκεκριμένη ιδεολογικοπολιτική αντίληψη και αξιακά πρέπει να είναι πάρα πολύ ανοικτή, όσο γίνεται πιο ανοικτή. Βεβαίως δημοκρατική, βεβαίως δικαιοκρατική, βεβαίως ανεκτική, πολυφωνική κ.ο.κ., αλλά χωρίς εμμονές και στερεότυπα τα οποία είναι ιδεοληπτικού χαρακτήρα. Αυτή είναι η παρατήρησή μου για τον κ. Παπανδρόπουλο.
Τώρα για την Ιρλανδία πρέπει να σας πω ότι τα χαρακτηριστικά της κρίσης στην Ιρλανδία ήταν τελείως διαφορετικά από τα χαρακτηριστικά της κρίσης στην Ελλάδα. Μπήκαμε στους ίδιους μηχανισμούς, αλλά η Ιρλανδία δεν είχε κυρίως δημοσιονομικό ζήτημα, είχε κυρίως ζήτημα τραπεζικό και το τραπεζικό ζήτημα το έλυσε με έναν πιο εύκολο τρόπο απ’ ό,τι εμείς προσπαθούμε να λύσουμε τώρα αυτό το σύνθετο ζήτημα το οποίο αφορά την ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα, τα δημοσιονομικά, τα χρηματοπιστωτικά. Τέτοιο τριπλό πρόβλημα είχαμε μόνον εμείς. Η Ιρλανδία είχε μία γιγαντιαία επέκταση, ανεξέλεγκτη, του τραπεζικού της συστήματος, συγκρίσιμη με την ισλανδική –ας το πούμε έτσι– αλλά δεν είχε τα άλλα στοιχεία. Δεν είχε το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και μπόρεσε έτσι να αντικρούσει τη λήψη δημοσιονομικών μέτρων που θα υπονόμευαν την ανταγωνιστικότητά της. Δεν αύξησε ποτέ τη φορολογία των επιχειρήσεων, που ήταν το μεγάλο ζητούμενο της Τρόικας. Δεν πήγε επάνω από 10% τη φορολογία των επιχειρήσεων, άρα κράτησε τα χαρακτηριστικά αυτά. Συν η αγγλοφωνία, συν η ειδική επαφή με τις Ηνωμένες Πολιτείες ως πύλη εισόδου των αμερικανικών επιχειρήσεων στην ευρωπαϊκή αγορά, στην αγορά δηλαδή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ιρλανδία είχε αυτό το πλεονέκτημα, ενώ εμείς έχουμε άλλου είδους βαρίδια τα οποία δεν μπορούμε να τα ξεπεράσουμε. Αυτό που λέτε εσείς, είναι όπως το λέτε.
Διαβάζω να λένε τώρα στελέχη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, τί καλά θα ήταν να μπορούσαμε να σταματήσουμε για δύο χρόνια τα μνημονιακά μέτρα λιτότητας και δημοσιονομικής προσαρμογής και να αφήσουμε να αναπτυχθεί η ελληνική οικονομία. Βεβαίως, συμφωνώ. Σας είπα ότι θα μπορούσε να υπάρχει ένα μοντέλο όπου θα κάναμε την προσαρμογή, όχι σε δύο χρόνια που έλεγε το πρώτο Μνημόνιο, όχι σε έξι χρόνια που έλεγε το δεύτερο, όχι τώρα που πήγαμε μέχρι το 2019 και μετά θα μπούμε σε ατέλειωτο, σε διηνεκές Μνημόνιο συνδεδεμένο με τις επιδόσεις μας σε σχέση με το χρέος. Γιατί τώρα η χώρα μπήκε σε αέναο Μνημόνιο, αυτή είναι η διαφορά, δεν υπάρχει τέλος ορατό για τίποτα. Θα μπορούσαμε να έχουμε συνεχώς ελλείμματα, να έχουμε συνεχή διόγκωση του χρέους, να μας δίνουν μεγαλύτερα δάνεια κι εμείς να μην παίρνουμε δημοσιονομικά μέτρα και να κάνουμε διαρθρωτική προσαρμογή, εάν η κοινωνία συναινούσε στα διαρθρωτικά μέτρα, γιατί κανείς δε συναινεί στα διαρθρωτικά μέτρα. Κανείς δε θέλει καμία αλλαγή –έτσι;– και πολύ περισσότερο μία κουρασμένη κοινωνία, απογοητευμένη, αποδεκατισμένη εισοδηματικά που δε συναινεί στις αλλαγές, γιατί τις φοβάται.
Για αυτό όμως, σας είπα, έπρεπε να πείσουμε όχι το ΔΝΤ που δεν έδινε πραγματικό δάνειο, γιατί είναι προνομιακός δανειστής και πληρώνεται πρώτος από τα ευρωπαϊκά λεφτά, έπρεπε να πείσουμε τους Ευρωπαίους εταίρους. Οι Ευρωπαίοι εταίροι έχουν μία προτεσταντική ηθική, σου κάνουν συνεχώς κουβέντα για το moral hazards. Σου λέει ότι εδώ έχεις ένα πρόβλημα το οποίο είναι ένα πρόβλημα στην πραγματικότητα οικονομικής και κοινωνικής ηθικής. Σου λέει ότι, όχι, δε θα είσαστε εσείς μέσα σε ένα κέλυφος προστατευτικό με τον ελληνικό τρόπο ζωής κι εμείς θα σας δανείζουμε, αλλά το δικό μας ΑΕΠ και το δικό μας διαθέσιμο κατά κεφαλήν εισόδημα θα είναι συντριπτικά μικρότερο. Γιατί η Ελλάδα δανείζεται από χώρες όπως είναι η Σλοβακία, η Σλοβενία, η Λετονία τώρα, χώρες οι οποίες είναι μέλη της Ευρωζώνης οι οποίες έχουν μικρότερο ΑΕΠ, μικρότερο διαθέσιμο εισόδημα κατά κεφαλήν και η συμμετοχή τους στο πρόγραμμα είναι για ορισμένες χώρες εντυπωσιακά μεγάλη. Η Μάλτα μετέχει στο πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδος με το 4,5% του ΑΕΠ της, γιατί έχει πάρα πολύ μικρό ΑΕΠ, γιατί είναι μία πολύ μικρή οικονομία. Για σκέψου πόσο σημαντικό είναι αυτό. Για τη Μάλτα είναι πολύ σημαντικότερο απ’ ό,τι είναι για τη Γερμανία που είναι μία αμελητέα ποσότης οι εγγυήσεις της KfW. Γιατί η Γερμανία δεν έχει συμβάλει η ίδια ως δημόσιο, το έχει κάνει μέσω της KfW υπό την εγγύηση του γερμανικού δημοσίου, ή μέσω του EFSF υπό την εγγύηση του γερμανικού δημοσίου.
Άρα, αντιλαμβάνεστε ότι υπήρχαν αυτές οι πολιτικές, κοινωνικές και ιδεοληπτικές δυσκολίες της διαπραγμάτευσης. Θα ερχόταν ο ΣΥΡΙΖΑ, θα σάρωνε την Ευρώπη, θα ηγείτο της αλλαγής των αντιλήψεων και των πρακτικών στην Ευρώπη, στη ριζοσπαστικοποίηση, και θα είχαμε διαφορετικές συμπεριφορές στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Δεν υπάρχουν συμπεριφορές διαφορετικές, δεν αλλάζουν οι κυβερνήσεις επειδή αλλάζουν τα κομματικά πρόσημα. Η γερμανική κυβέρνηση όταν έφυγαν οι φιλελεύθεροι και μπήκαν οι σοσιαλδημοκράτες άλλαξε; Η γαλλική πολιτική όταν έφυγε ο Sarkozy και ήρθε ο Hollande άλλαξε; Η ιταλική πολιτική απέναντί μας όταν έφυγε ο Berlusconi και ήρθε ο Renzi άλλαξε; Όχι.
Λοιπόν, όταν ξεκινάς με μία ψευδαίσθηση εθνική, την οποία την κάνεις πανευρωπαϊκή ή την κάνεις και παγκόσμια θεωρώντας ότι θα πας να μιλήσεις με τον Αμερικανό Πρόεδρο ή τον Αμερικανό Υπουργό Οικονομικών και θα λύσεις το πρόβλημα, ή με τον Ρώσο Πρόεδρο, ή με τον Κινέζο κεντρικό τραπεζίτη και θα λύσεις το πρόβλημα μέσω του αγωγού και της προεξόφλησης των δικαιωμάτων από τον αγωγό, οδηγείς τη χώρα εκεί που την οδήγησες και τώρα αντί να είμαστε στο Δεκέμβριο του 2014 λέμε, το 2019 θα ήμαστε εκεί που ήμασταν το Δεκέμβριο του 2014; Η απάντηση, όχι, και αν δεν υπάρξουν οι πολιτικές προϋποθέσεις, όχι. Θα είναι μακρά η παραμονή. Αν νομίζουν κάποιοι ότι θα γυρίσει η οικονομία, θα είναι όλοι ενθουσιασμένοι και θα το κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά, αυτό δε θα γίνει. Δυστυχώς, λέω εγώ, γιατί αν το κατάφερναν να στηρίξουμε κι εμείς και χαλάλι τους, να πάρουν και το πολιτικό όφελος. Αλλά δε γίνεται, διότι ο ελληνικός λαός δεν έκανε τέτοιες επιλογές τώρα, πάντα τις κάνει. Έριξε την κυβέρνηση την τελευταία του Ελευθερίου Βενιζέλου με το σύνθημα «Κάτω οι κλέφτες» το 1932. Το 1920 έριξε την κυβέρνηση των Φιλελευθέρων με το στρατό στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Η αντιβενιζελική αντιπολίτευση συνέχισε την πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου και πήγε στο Σαγγάριο, αλλά η Μικρασιατική Εκστρατεία κατέληξε σε Μικρασιατική Καταστροφή, διότι η αντιπολίτευση άλλαξε γραμμή και από το «Οίκαδε» πήγαμε στο να ολοκληρώσουμε την εκστρατεία, αλλά δεν ήξεραν ποια είναι τα συμφραζόμενα της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Τώρα, λοιπόν, λέει η κυβέρνηση, είχαμε αυταπάτες, τώρα είμαστε μνημονιακοί φιλοευρωπαΐοι, τί έχετε να πείτε, στηρίξτε μας. Ψηφίστε, γιατί δεν ψηφίζετε; Και τα κόμματά σας τα ευρωπαϊκά λένε, ψηφίστε και στηρίξτε.
Για να γίνει τί; Ποιο είναι το σχέδιο; Όχι το σχέδιο της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας, αλλά το σχέδιο ενός εθνικού μοντέλου το οποίο το αφομοιώνει η κοινωνία και το στηρίζει. Ποια κοινωνία να αφομοιώσει, τι; Η κοινωνία παρακολουθεί έκπληκτη να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο διότι έκανε αυτήν την επιλογή κατά πλειοψηφία. Μα η πλειοψηφία δεν είναι τόσο φοβερή, 39% του ελληνικού λαού αυτήν τη στιγμή έχουν ψηφίσει το Σεπτέμβριο του 2015 αυτήν την επιλογή της άφεσης των αμαρτιών, των ψευδαισθήσεων. Είναι μία μικρή πλειοψηφία και τώρα βαίνει μειούμενη δημοσκοπικά. Αυτή είναι μία κρίση, κρίση νομιμοποίησης τελικά, κρίση δημοκρατική. Λοιπόν, χωρίς να λύσουμε τα προβλήματα της πολιτικής και της δημοκρατίας δε θα λύσουμε προβλήματα ανάπτυξης. Άρα το πρόβλημα είναι η κοινωνία, ο λαός, η δημοκρατία και η αίσθηση ευθύνης.