Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2010
Ομιλία Υπουργού Εθνικής Άμυνας κ. Ευάγγελου Βενιζέλου στο 19ο ετήσιο Διεθνές Συμπόσιο της Ελληνικής Ένωσης για Ατλαντική και Ευρωπαϊκή Συνεργασία - Αθήνα, 20 Δεκεμβρίου 2010, Αμφιθέατρο Υπ.Εξ.
Ασφάλεια και Σταθερότητα στον 21ο αιώνα
Κύριοι πρέσβεις, κύριε Αρχηγέ του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, κ. Γενικέ Γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών, κυρίες και κύριοι.
Ευχαριστώ θερμά την κα. Αφεντούλη και τον κ. Γεωργίου για τις προσφωνήσεις τους. Συγχαίρω επίσης τον κ. Γεωργίου για τις οργανωτικές του προσπάθειες, επίμονες και συστηματικές, χρόνια τώρα, και εύχομαι η Ένωση να γιορτάσει με τον τρόπο που αρμόζει τα είκοσι χρόνια της την επόμενη χρονιά, το 2001.
Το κεκτημένο της Λισαβόνας
Πράγματι, πριν από ένα περίπου μήνα, στη Σύνοδο Κορυφής της Ατλαντικής Συμμαχίας στη Λισαβόνα, έγινε ένα πολύ σημαντικό βήμα για τον συνολικό μετασχηματισμό του ΝΑΤΟ, για τη διαμόρφωση του ΝΑΤΟ του 21ου αιώνα. Στην πραγματικότητα, μετά την κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, μετά το πέρας του Ψυχρού Πολέμου, το ΝΑΤΟ έπρεπε να επινοήσει ξανά το ρόλο και την αποστολή του. Από το 1989 έως σήμερα έγιναν τρεις συνολικά προσπάθειες να διατυπωθεί αυτή η νέα φυσιογνωμία του ΝΑΤΟ και αναμφίβολα η τελευταία προσπάθεια, αυτή που επικυρώθηκε στη Λισαβόνα στις 20 Νοεμβρίου 2010, είναι η πιο συστηματική και η πιο ολοκληρωμένη, χάρη στην προεργασία που είχε πραγματοποιηθεί από την Επιτροπή Ολμπράιτ, μέλος της οποίας ήταν και ο πρέσβης κ. Ζέπος, ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών.
Βεβαίως, το κείμενο αυτό διαμορφώθηκε στη συνέχεια, απέκτησε πολιτικότερα και πιο επικοινωνιακά χαρακτηριστικά, αλλά ο πυρήνας του παρέμεινε αναλλοίωτος. Και αυτό ήταν ίσως η πιο σημαντική απόφαση που έλαβε η Σύνοδος Κορυφής της Λισαβόνας, στο πλαίσιο όμως μιας δέσμης πολλών άλλων σημαντικών αποφάσεων που διαμορφώνουν τώρα πια αυτό το κεκτημένο της Λισαβόνας.
Η ιστορική εξέλιξη του προβλήματος της ευρωπαϊκής ασφάλειας
Στον πυρήνα αυτής της προσπάθειας βρίσκεται μια ιστορική αλήθεια που καλό είναι να την διατυπώσουμε ευθύς εξαρχής. Από τα μέσα σχεδόν του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ευρώπη αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες συνειδητοποίησαν ότι το πρόβλημα της ευρωπαϊκής ασφάλειας είναι εκ των πραγμάτων ένα πρόβλημα όχι μόνο ευρωπαϊκό, αλλά ευρω-ατλαντικό. Έτσι εξελίχθηκαν τα πράγματα στην ύστερη φάση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έτσι διαμορφώθηκε ο μεσοπολεμικός κόσμος στην Ευρώπη, με βάση και τους περιβόητους όρους του Προέδρου Wilson, και βεβαίως έτσι εξελίχθηκαν τα πράγματα καθοδόν προς τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά τη διάρκειά του και μετά το τέλος του, σε όλη τη μακρά περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Δεν υπήρχε τότε καμιά αμφιβολία, μέσα στις αντιλήψεις και τα στερεότυπα της εποχής, ότι το πρόβλημα της ευρωπαϊκής ασφάλειας ήταν ένα πρόβλημα ευρω-ατλαντικό.
Έτσι απέκτησε οργανωτική υπόσταση η αντίληψη αυτή, με την ίδρυση της Συμμαχίας το 1949, μιας Συμμαχίας στην οποία η Ελλάδα, ταυτόχρονα με την Τουρκία, είναι μέλος εδώ και 58 χρόνια, από το 1952. Βεβαίως, από τότε τα πράγματα άλλαξαν ριζικά, ο κόσμος μεταμορφώθηκε. Υπάρχει μία ρευστότητα και μία ανασφάλεια, η οποία ανάγεται σε άλλους κινδύνους και σε άλλες απειλές: κυβερνοχώρος, τρομοκρατία, παράνομες μετανασταυτικές ροές, κ.ο.κ. Υπάρχει ένας άλλος διεθνής κι ένας άλλος περιφερειακός συσχετισμός δυνάμεων. Και όλα αυτά έπρεπε να αποκτήσουν και την θεσμική και τη νομική τους επένδυση.
Η μετεξέλιξη του ΝΑΤΟ
Λένε –και το πιστεύω αυτό- πως μια θεωρία έρχεται είτε για να προδικάσει μια εξέλιξη, είτε για να δικαιολογήσει μια εξέλιξη. Στην προκειμένη περίπτωση το κεκτημένο της Λισαβόνας σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό έρχεται να πιστοποιήσει μια εξέλιξη που έχει συντελεστεί σε σχέση με τη φυσιογνωμία του ΝΑΤΟ, σε σχέση με τις πολιτικές και στρατιωτικές προτεραιότητές του, σε σχέση με τις φιλοδοξίες και τις αποστολές του και βεβαίως σε σχέση με την αντίληψη που η Συμμαχία έχει για την θέση της μέσα στον παγκόσμιο και τον περιφερειακό συσχετισμό δυνάμεων. Δεν είναι η Λισαβόνα που έχει διαμορφώσει τη μείζονα στρατιωτική αποστολή του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν, δεν είναι η Λισαβόνα που διαμόρφωσε το πραγματικό επίπεδο των σχέσεων ανάμεσα στη Συμμαχία και τη Ρωσική Ομοσπονδία, έρχεται όμως με τα κείμενά της να προσδώσει ένα συγκεκριμένο πολιτικό και οργανωτικό χαρακτήρα σε αυτό το δεδομένο που καλείται να διαχειριστεί.
Εδώ και πάρα πολύ καιρό, το ΝΑΤΟ του 21ου πλέον αιώνα, το μετα-ψυχροπολεμικό ΝΑΤΟ, έχει μετασχηματιστεί σε έναν οργανισμό που δεν είναι πρωτίστως ή κυρίως στρατιωτικός, αλλά είναι αναμφίβολα ένας οργανισμός πολιτικο-στρατιωτικός. Το ΝΑΤΟ εδώ και πολύ καιρό και εκ των πραγμάτων έχει υπερβεί τα όρια της ευρωπαϊκής ηπείρου και τα όρια του ευρω-ατλαντικού τόξου. Το πραγματικό εύρος του ΝΑΤΟ αποτυπώνεται στον αριθμό των χωρών που μετέχουν στην ISAF, που μετέχουν στην επιχείρηση του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν. Οι χώρες πλέον που ενδιαφέρονται για το ΝΑΤΟ δεν είναι μόνο τα 28 κράτη-μέλη του, αλλά 45 και πλέον χώρες που μετέχουν στο Αφγανιστάν.
Επίσης, εδώ και καιρό και εκ των πραγμάτων, το ΝΑΤΟ δεν είναι απλά και μόνο μια αμυντική συμμαχία, αλλά είναι ένας οργανισμός ασφάλειας και άμυνας, ένας οργανισμός που διαχειρίζεται κρίσεις. Όταν συνεπώς έρχεται το Νέο Στρατηγικό Δόγμα του ΝΑΤΟ και διατυπώνει αυτή τη φυσιογνωμία της Συμμαχίας, θέλει τη Συμμαχία δηλαδή ως έναν πολιτικο-στρατιωτικό οργανισμό άμυνας, διαχείρισης κρίσεων και ασφάλειας, όταν το κεκτημένο της Λισαβόνας θέτει ως αποστολές της Συμμαχίας προφανώς τη συλλογική άμυνα –διότι αυτό προβλέπεται από την καταστατική συνθήκη- την διαχείριση κρίσεων και την συνεταιρική ασφάλεια, στην πραγματικότητα περιγράφει μια μεταβολή που έχει προ πολλού συντελεστεί. Και δεν υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι αυτές οι πρωτοβουλίες δεν κυριαρχούνται από σκέψεις, από κεντρικές ιδέες, οι οποίες είναι πρωτίστως πολιτικές. Άλλωστε, το επίπεδο της υψηλής στρατηγικής είναι ένα επίπεδο απόλυτα πολιτικό, τόσο πολιτικό που οφείλει να επικοινωνεί με μία κάποια αίσθηση της ιστορίας, οφείλει να έχει μία ενεργό ιστορική συνείδηση γιατί στην πραγματικότητα διαχειρίζεται την ιστορία εν τω γίγνεσθαι.
Το νέο στρατηγικό δόγμα
Υπό την έννοια αυτή, πράγματι οι αποφάσεις για τη φυσιογνωμία του ΝΑΤΟ και για το Νέο Στρατηγικό Δόγμα είναι αποφάσεις πάρα πολύ σημαντικές γιατί επιβεβαιώνουν και κωδικοποιούν μια αλλαγή που έχει γίνει και την εγκιβωτίζουν, την τοποθετούν στις ράγες μιας εξέλιξης, η οποία πρέπει να είναι πολιτικά και άρα δημοκρατικά ελεγχόμενη και διαφανής. Γιατί όλες οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών είναι κυβερνήσεις δημοκρατικές, συνταγματικά νομιμοποιημένες, κυβερνήσεις που απολογούνται σε εθνικά κοινοβούλια, κυβερνήσεις που απολογούνται σε λαούς, σε κοινωνίες, οι οποίες πρέπει να έχουν και την αναγκαία πληροφόρηση, αλλά και την αναγκαία θέση γύρω από τα θέματα αυτά. Κάτι που στην πραγματικότητα συμβαίνει σε πάρα πολύ περιορισμένο βαθμό, γιατί και η πληροφόρηση δεν διαχέεται στο βαθμό που πρέπει, αλλά και ο τεχνικός χαρακτήρας που έχουν ή με τον οποίον εμφανίζονται -σκόπιμα ίσως- τα θέματα δεν επιτρέπουν στην κοινή γνώμη των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ –των εθνών δηλαδή, όπως λέγονται στη ΝΑΤΟϊκή ορολογία- να παίξει το ρόλο που θα θέλαμε να παίζει μέσα σε μία παγκόσμια δημοκρατική κοινωνία.
Αυτό λοιπόν είναι αναμφίβολα τα πρώτο κεκτημένο της Λισαβόνας. Αυτό αλλάζει τις προτεραιότητες και αυτό τώρα θα αρχίσει να μετατρέπεται σε μια σειρά από πρακτικά ερωτήματα στα οποία θα κληθούν να απαντήσουν οι Υπουργοί Άμυνας, σύμφωνα με την εντολή της Συνόδου Κορυφής, στις συνόδους τους του Μαρτίου και του Ιουνίου του 2011. Γιατί τώρα πρέπει να προσδιοριστεί το επίπεδο της στρατιωτικής φιλοδοξίας του ΝΑΤΟ με πολύ πιο συγκεκριμένο τρόπο, τώρα πρέπει να εξειδικευθεί η Νέα Δομή Διοίκησης και να τοποθετηθεί πάνω στη γεωγραφία της περιοχής ευθύνης του ΝΑΤΟ, τώρα πρέπει να δοθούν οι πολύ συγκεκριμένες υπουργικές οδηγίες προς τους επιχειρησιακούς διοικητές του ΝΑΤΟ, προκειμένου οι πολιτικές αποφάσεις να μετατραπούν σε στρατηγικό και επιχειρησιακό σχεδιασμό.
Η νέα δομή διοίκησης
Γι’ αυτό εξίσου σημαντικό με το Νέο Στρατηγικό Δόγμα του ΝΑΤΟ είναι το κείμενο για τη Νέα Δομή Διοίκησης. Στην πραγματικότητα το ΝΑΤΟ αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να γίνει πολύ πιο ευέλικτο, πολύ πιο έξυπνο, πολύ πιο καλά στοχευμένο και πολύ πιο οικονομημένο. Σε μια εποχή δραστικών δημοσιονομικών περικοπών, σε μια εποχή παγκόσμιας κρίσης χρέους, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πρέπει και στο επίπεδο της Συμμαχίας να αποτυπώνονται αυτοί οι περιορισμοί που καταγράφονται στις αμυντικούς προϋπολογισμούς όλων των κρατών-μελών. Και το λέμε αυτό εμείς εδώ στην Ελλάδα, με δεδομένο ότι η Ελλάδα είναι μία από τις ελάχιστες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ που υπερβαίνουν τον στόχο ο αμυντικός προϋπολογισμός να είναι τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ. Παρά τις δραστικές περικοπές που έχουμε πετύχει την τελευταία χρονιά στον ελληνικό αμυντικό προϋπολογισμό, αυτός εξακολουθεί να υπερβαίνει το 2% και άρα να εκπληρώνει αυτή τη ΝΑΤΟϊκή προϋπόθεση.
Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι η συζήτηση για τη Νέα Δομή Διοίκησης, για λιγότερες ΝΑΤΟϊκές επιτελικές οντότητες –για να μιλήσω με έναν πολύ πιο γενικό τρόπο- είναι μια συζήτηση που μπορεί να είναι εν μέρει και παραπλανητική. Γιατί η συζήτηση για τη Νέα Δομή Διοίκησης πρέπει να διεξαχθεί παράλληλα με τη συζήτηση για τη Δομή Δυνάμεων του ΝΑΤΟ. Γιατί κάθε μείωση στη Δομή Διοίκησης, κάθε μείωση στον ΝΑΤΟϊκό προϋπολογισμό, κάθε μείωση των επιτελικών οντοτήτων του ΝΑΤΟ ενδεχομένως συνοδεύεται από αύξηση των εθνικών συνεισφορών, από αύξηση του βάρους που καλούνται να σηκώσουν οι εθνικοί αμυντικοί προϋπολογισμοί. Και βεβαίως, όταν λείπει μια συμμαχική επιτελική οντότητα αυτή πολύ συχνά πρέπει να αναπληρωθεί από ένα επιτελείο ή έναν σχηματισμό, ο οποίος έχει εθνικά χαρακτηριστικά και συνεισφέρεται στο ΝΑΤΟ από ένα έθνος που μετέχει σε αυτό.
Όλες οι χώρες-μέλη της Συμμαχίας έχουν –πιστεύω- πλήρη συνείδηση αυτής της πάρα πολύ απλής και πρακτικής αλήθειας. Και βεβαίως εμείς, ως παλαιό μέλος της Συμμαχίας και ως χώρα που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη νότια πτέρυγα, ιδιαίτατο ενδιαφέρον γι αυτά που συμβαίνουν στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, έχουμε πλήρη συνείδηση της σχέσης ανάμεσα στη Νέα Δομή Διοίκησης -την πιο απλή, την πιο ευέλικτη, τη λιγότερο κοστοβόρα- και τη Νέα Δομή Δυνάμεων, στην οποία άλλωστε συνεισφέρουμε με μία πολύ σημαντική ευθύνη που καλούμαστε να αναλάβουμε το 2012, καθώς το 2012 η ΝΑΤΟϊκή οντότητά μας –το NDC GR, το παλαιό Γ’ Σώμα Στρατού- θα ενεργοποιήσει την Δύναμη Ταχείας Επέμβασης του ΝΑΤΟ, την NRF, στην οποία ήδη φιλοξενούμε επιτελικά στελέχη από πολλές σύμμαχες χώρες και με χαρά θα υποδεχθούμε και θα φιλοξενήσουμε και άλλα στελέχη από άλλες χώρες-μέλη της Συμμαχίας, όχι μόνο από την περιοχή μας, όχι μόνο από τη ΝΑ Ευρώπη, αλλά και ευρύτερα από την οικογένεια της Συμμαχίας.
Υπάρχει λοιπόν αυτό το πρόβλημα των συγκοινωνούντων δοχείων ανάμεσα στη Νέα Δομή Διοίκησης και τη Νέα Δομή Δυνάμεων της Συμμαχίας και βεβαίως η αλήθεια είναι ότι «ο διάβολος κρύβεται πάντα στις λεπτομέρειες» και τώρα που θα αρχίσουμε να συζητούμε για την εξειδίκευση της Νέας Δομής Διοίκησης, τώρα που θα αρχίσουμε να μιλάμε για την κατανομή των οντοτήτων μέσα στην γεωγραφική αυτή περιοχή, ανοίγει μία πολύ σκληρή και λεπτολόγος διαπραγμάτευση. Γιατί δική μας επιλογή –και πιστεύω επιλογή που εναρμονίζεται πλήρως με το πνεύμα του κεκτημένου της Λισαβόνας- είναι η Νέα Δομή Διοίκησης να μην δημιουργεί πρόσθετα τεχνητά ή τεχνικά προβλήματα, πρόσθετες εντάσεις σε κάποια περιοχή. Εν προκειμένω μας ενδιαφέρει στην δική μας περιοχή, στην περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, να ισχύουν οι ίδιοι κανόνες, οι ίδιες πρακτικές και οι ίδιες αρχές που ισχύουν σε όλες τις περιοχές του ΝΑΤΟ. Αυτό είναι βέβαιο ότι θα μειώσει και την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, θα μειώσει την ένταση ιδίως μέσω πυκνών αεροπορικών και ναυτικών περιστατικών στην περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Το λέω αυτό γιατί στο παρελθόν έχουμε ζήσει και εν μέρει εξακολουθούμε να ζούμε τον απόηχο πρωτοβουλιών και παλαιότερων Γενικών Γραμματέων του ΝΑΤΟ και επιχειρησιακών διοικητών που δεν έμειναν μέσα στο περίγραμμα της καταστατικής αρμοδιότητάς τους, αλλά εξέδωσαν κείμενα που έχουν έντονα, καθαρά πολιτικό χαρακτήρα και δημιουργούν τριβές, οι οποίες απηχούν στον σχεδιασμό των ασκήσεων του ΝΑΤΟ. Όταν είναι προφανές και αυτονόητο για καθέναν που σχεδιάζει ασκήσεις πως οι ασκήσεις γίνονται εν καιρώ ειρήνης για να αντιμετωπίσουν τον καιρό του πολέμου, ή πάντως τον καιρό της γενικευμένης κρίσης, και δεν νοείται να έχουμε έναν σχεδιασμό ασκήσεων που παράγει προβλήματα και εντάσεις μεταξύ συμμάχων και φορτίζει μια περιοχή, η οποία πρέπει να αντιμετωπίζεται όπως και όλες οι άλλες περιοχές ευθύνης του ΝΑΤΟ εντός του άρθρου 5 βεβαίως, γιατί αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε ακόμη, τουλάχιστον στην περιγραφή που κάνω, εντός των ορίων του άρθρου 5 της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού. Τα πράγματα από την άποψη αυτή, σε αυτή την εσωστρεφή θεώρηση της περιοχής ευθύνης του ΝΑΤΟ, είναι καμιά φορά πολύ πιο δύσκολα απ’ ό,τι η θεώρηση πέραν της περιοχής ευθύνης του άρθρου 5.
Άρα, έχουμε στο επόμενο εξάμηνο να διαχειριστούμε πολλά και σημαντικά θέματα, τα οποία θα τα διαχειριστούμε υπό το φως της εμπειρίας μας ως κράτος-μέλος της Συμμαχίας από το 1952 έως το 1974, που είναι η πρώτη φάση της συμμετοχής μας, και από το 1980 έως σήμερα, που είναι η δεύτερη φάση μετά την επάνοδο της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος. Θυμίζω ότι είχε μεσολαβήσει το δύσκολο διάστημα μεταξύ 1974-1980 της αποχώρησης της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Η αλήθεια είναι επίσης ότι από το 1980 έως το 2011 στην πραγματικότητα διεξάγεται μία διαπραγμάτευση για τους όρους με τους οποίους πρέπει να λυθούν ζητήματα επιχειρησιακής ευθύνης. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι υπάρχουν δύο θεμελιώδη κριτήρια τα οποία θα πρέπει να γίνουν σεβαστά σε κάθε περίπτωση: ό,τι ίσχυε μέχρι το 1974, ό,τι ισχύει στις άλλες περιοχές, όποια είναι η κοινή ΝΑΤΟϊκή πρακτική στα θέματα που είναι κρίσιμα από την άποψη που γνωρίζετε, δηλαδή γύρω από τα θέματα που μας ενδιαφέρουν στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Σχέσεις ΝΑΤΟ-Ρωσίας
Το μεγάλο γεγονός βέβαια της Λισαβόνας αναμφίβολα ήταν η τροπή που δόθηκε στις ΝΑΤΟ-ρωσικές σχέσεις, ως αποτέλεσμα και του επιπέδου στο οποίο κινούνται πλέον οι αμερικανο-ρωσικές σχέσεις, παρότι εκκρεμεί η ολοκλήρωση των διαδικασιών για την κύρωση και τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας START-2. Η παρουσία του Προέδρου Μεντβέντεφ στη Λισαβόνα, το περιεχόμενο και το ύφος των λόγων του, το περιεχόμενο και το ύφος των τοποθετήσεων του Προέδρου Ομπάμα και τελικά η κοινή διαπίστωση πως πρέπει να αναβαθμιστεί η εταιρική σχέση ΝΑΤΟ-Ρωσίας είναι πιστεύω ένα αποτέλεσμα εξίσου σημαντικό –αν όχι σημαντικότερο- από την διατύπωση του κειμένου του Νέου Στρατηγικού Δόγματος του ΝΑΤΟ.
Πρόκειται για μία άλλη εποχή. Το ερώτημα βέβαια είναι τώρα ποιος είναι ο εχθρός. Αυτό είναι ένα ερώτημα που μπορεί να αποκτήσει διαστάσεις, οι οποίες είναι καταλυτικές από ένα σημείο και μετά γιατί μας καλεί σε μια διαρκεί στρατηγική αυτοσυνειδησία, η οποία δεν είναι αυτονόητη, ούτε στους κόλπους του ΝΑΤΟ ούτε στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η αντιπυραυλική ασπίδα
Το πεδίο στο οποίο αυτό γίνεται κατανοητό περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο την περίοδο αυτή τουλάχιστον είναι το περιβόητο ζήτημα της αντιπυραυλικής ασπίδας του ΝΑΤΟ που έρχεται να εναρμονιστεί με την αμερικανική στρατηγική αλλά και με τον ρωσικό σχεδιασμό για τα θέματα αυτά. Στην πραγματικότητα ανοίγει μία νέα εποχή σε σχέση με την αντιπυραυλική ασπίδα και σε αυτό το ζήτημα νομίζω ότι πρέπει να τοποθετήσουμε και τη δική μας περιφερειακή θεώρηση. Θα θυμάστε ίσως πώς εξελίχθηκε η τουρκική στάση στο θέμα αυτό, η οποία έχει αναμφίβολα ένα πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον γιατί διέγραψε μία καμπύλη από την απόλυτη άρνηση έως την έντονη επιφυλακτικότητα, για να καταλήξει στην αποδοχή των κειμένων και των αποφάσεων της Λισαβόνας.
Άρα λοιπόν οι σχέσεις ΝΑΤΟ-Ρωσίας στην πραγματικότητα εισέρχονται σε μία νέα εποχή, η οποία έχει πολύ πρακτικά χαρακτηριστικά. Ίσως τα πιο πρακτικά από όλα να συνδέονται με το Αφγανιστάν και τη ρωσική συμβολή στην προσπάθεια που συντελείται εκεί προκειμένου να εφαρμοστεί η πολιτική της «αφγανοποίησης» –χρησιμοποιώ τον όρο παρά τον βαρβαρισμό του- του ελέγχου. Και βέβαια το δεύτερο επίπεδο είναι το επίπεδο της αντιπυραυλικής ασπίδας.
Όλα αυτά χωρίς να παραβλέψουμε ότι η Λισαβόνα «κλείνει το μάτι» με τα κείμενά της και στο πλαίσιο του αποτρεπτικού δόγματος και στην πυρηνική πολιτική του ΝΑΤΟ, στις πυρηνικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ, δηλαδή στις ΗΠΑ, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, που συνεισφέρουν το οπλοστάσιό τους ώστε να λειτουργεί η αποτρεπτική δύναμη του ΝΑΤΟ.
Σχέσεις ΝΑΤΟ-ΕΕ
Ένα τελευταίο θέμα που είναι πάρα πολύ σημαντικό και το οποίο απασχολεί και την ΕΕ και το ΝΑΤΟ είναι η σαφέστερη διατύπωση των σχέσεων μεταξύ ΝΑΤΟ και ΕΕ. Αυτό περιλαμβάνεται ως θέση και στο κεκτημένο της Λισαβόνας, απασχολεί όμως διαρκώς και τα ευρωπαϊκά κοινοτικά όργανα, απασχολεί και εμάς ιδιαιτέρως για τους λόγους που αντιλαμβάνεστε, γιατί αυτό στην πραγματικότητα αφορά την πορεία των σχέσεων της Τουρκίας με την ΕΕ και την θεσμική ισοτιμία της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτους-μέλους της ΕΕ. Δεν υπάρχει λοιπόν από την άποψη αυτή καμία αμφιβολία ότι οι σχέσεις μεταξύ ΝΑΤΟ και ΕΕ είναι σχέσεις οι οποίες θεμελιώνονται στην ισοτιμία των δύο οργανισμών και στην θεσμική ισοτιμία των κρατών-μελών και των δύο οργανισμών. Πρόκειται συνεπώς για μία ολοκληρωμένη και ισότιμη σχέση των 27 κρατών-μελών της ΕΕ με τα 28 κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, για μία σχέση μεταξύ δύο οργανισμών που έχουν ένα κοινό πεδίο ευθύνης αλλά και διαφορετική φυσιογνωμία.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι στη Σύνοδο της Λισαβόνας φιλοξενήθηκε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, καθώς εκεί βρισκόταν ο μισός μαχόμενος οργανισμός του -πολλές φορές γίνεται επίκληση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας ή της Γενικής Συνέλευσης και πολλές φορές το ΝΑΤΟ δρα υπό τη σημαία του ΟΗΕ. Εκεί βρίσκονταν όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ύπατη Εκπρόσωπος. Εκεί βρίσκονταν οι μεγάλοι διεθνείς και περιφερειακοί οικονομικοί οργανισμοί και βεβαίως εκεί βρίσκονταν οι ηγέτες 48 κρατών του κόσμου που παίζουν ιδιαίτερο ρόλο στα θέματα που μας αφορούν, σε θέματα συνεπώς ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας.
Οι αμυντικές εθνικές προτεραιότητες
Αυτή είναι η κατάσταση. Ο καθένας βέβαια έχει τις προτεραιότητές του και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι όπως κάθε χώρα έτσι και η Ελλάδα ξεκινά πάντα από τις εθνικές προτεραιότητές της, από τις προτεραιότητες που υπαγορεύονται από την ελληνική εθνική πολιτική ασφάλειας και άμυνας. Και αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία για μια χώρα, όπως η Ελλάδα, που ως προς την εκτίμηση της απειλής δεν ταυτίζεται απλώς με τις εκτιμήσεις της Συμμαχίας ή με τις εκτιμήσεις της ΕΕ στο πλαίσιο της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας. Υπάρχουν πρόσθετες, πάρα πολύ σημαντικές, εθνικού και περιφερειακού χαρακτήρα, εκτιμήσεις τις απειλής. Αυτό είναι το μεγάλο μας πρόβλημα ότι πρέπει να προσθέτουμε στη γενική εκτίμηση και πάρα πολλά ειδικά, περιφερειακά χαρακτηριστικά.
Και αυτή είναι η μεγάλη περιφερειακή αντίφαση την οποία ζούμε. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι υπάρχει μια ενεργός απειλή διατυπωμένη από την γειτονική και φίλη Τουρκία, από τη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση, ενώ εμείς είμαστε ο βασικός συνήγορος της ευρωπαϊκής προοπτικής της, της ένταξής της στην ΕΕ, ενώ εμείς αποδίδουμε πάρα πολύ μεγάλη σημασία στην ελληνο-τουρκική προσέγγιση, στην εφαρμογή των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης και στους κύκλους των διερευνητικών επαφών για την αντιμετώπιση των θεμάτων, τα οποία υπάρχουν στο Αιγαίο και την Ανατολή Μεσόγειο, πάντα υπό το πρίσμα του Διεθνούς Δικαίου και πάντα με απόλυτο και οριοθετημένο σεβασμό στην εθνική μας κυριαρχία, τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας και τις διοικητικές αρμοδιότητες που της αναγνωρίζονται από διεθνείς συμβάσεις ή αποφάσεις διεθνών οργανισμών. Αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα και αυτή την πραγματικότητα πρέπει να τη διαχειριστούμε σε όλα τα επίπεδα και σε σχέση με τη Δομή Διοίκησης του ΝΑΤΟ και σε σχέση με τη Δομή Δυνάμεων και σε σχέση με την ΕΕ και την ευρωπαϊκή θεώρηση για τις σχέσεις ΝΑΤΟ-ΕΕ που πρέπει να ταυτίζονται βεβαίως και με τη θεώρηση της Συμμαχίας.
Η ζωή συνεχίζεται και μετά τη Λισαβόνα. Μακάρι να είχαν αλλάξει τα θέματα που μας ενδιαφέρουν, να είχαν αλλάξει οι συσχετισμοί, να είχαμε μπει σε μία νέα εποχή. Πρέπει όμως όλα όσα συντελούνται σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο να τα εντάσσουμε σε μία στρατηγική, η οποία είναι στρατηγική ελέγχου και περιορισμού της έντασης, στρατηγική υπέρβασης της κρίσης, στρατηγική διαφύλαξης της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή μας. Αυτό είναι το δόγμα της ελληνικής εξωτερικής και της ελληνικής αμυντικής πολιτικής. Η Ελλάδα είναι μία δύναμη ειρήνης, σταθερότητας και ανάπτυξης.
Όλα αυτά έχουν πολύ μεγάλη σημασία σε μία περίοδο βαθιάς και οξείας κρίσης οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής, διανοητικής. Κρίσης η οποία στην πραγματικότητα θίγει το επίπεδο ζωής και αυτονόητες κατακτήσεις, οι οποίες τώρα τίθενται εν αμφιβόλω. Όταν μία χώρα, όταν μία ήπειρος –γιατί περί αυτού πρόκειται- όπως η Ευρώπη, διέρχεται μία παρόμοια κρίση, πρέπει να στρεφόμαστε προς το παρελθόν, να ανακαλούμε τα διδάγματα της ιστορίας και να αναζητούμε όλες τις παραμέτρους της εθνικής ισχύος. Γιατί το στοίχημα πάντα είναι να διαμορφώσουμε την εθνική μας ισχύ, ακριβώς γιατί μέσα από αυτήν μπορούμε να λειτουργήσουμε ως παράγοντας –όπως είπα και προηγουμένως- ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή.