9 Ιουλίου 2009
Αγόρευση Ευ. Βενιζέλου κατά τη συζήτηση επί των άρθρων και του συνόλου του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών «Κανόνες Τεκμηρίωσης Ενδοομιλικών Συναλλαγών, Κανόνες Υποκεφαλαιοδότησης Επιχειρήσεων, Διαδικασία Ταχείας Αδειοδότησης και άλλες διατάξεις.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, με εντυπωσίασε, πρέπει να πω, η επιχειρηματολογία του κ. Σουφλιά, γιατί περιγράφει μία πραγματικότητα κοινωνική και οικιστική. Είναι γεγονός πως η περιουσία των ελληνικών νοικοκυριών είναι επενδεδυμένη κυρίως σε ακίνητα. Υπολογίζεται ότι μπορεί αυτή η περιουσία να υπερβαίνει το 700% του ΑΕΠ και ειδικότερα σε κατοικίες μπορεί να είναι επενδεδυμένο ένα ποσό που υπερβαίνει το 450% του ΑΕΠ, ενώ οι αντίστοιχοι ευρωπαϊκοί μέσοι όροι κινούνται γύρω στο 250% του ΑΕΠ κάθε χώρας.
Δεν υπάρχει, συνεπώς, αμφιβολία ότι συζητούμε σήμερα για ένα τεράστιο κοινωνικό, οικονομικό, αναπτυξιακό θέμα, αλλά συζητούμε και για το πολύ σημαντικότερο θεσμικό και ηθικό ζήτημα των σχέσεων κράτους και πολίτη, γιατί προκειμένου να έχουμε ένα έντιμο και νομιμόφρονα πολίτη, πρέπει να έχουμε και ένα έντιμο ειλικρινές και ει δυνατόν έξυπνο κράτος, που χειρίζεται τα θέματα αυτά και δημιουργεί ένα πλαίσιο ασφάλειας δικαίου.| Ο κ. Σουφλιάς είναι Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων για περίπου έξι χρόνια και εμφανίζεται σήμερα στη Βουλή αντιμετωπίζοντας ένα από κορυφαία οικιστικά και πολεοδομικά θέματα του τόπου παρεμπιπτόντως, με αφορμή μια τροπολογία εντεταγμένη σε ένα πολυνομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών, που εξυπηρετεί κυρίως φορολογικούς και ακριβέστερα εισπρακτικούς λόγους.
Δεν ήρθε στη Βουλή να εισηγηθεί μία τροποποίηση της οικιστικής και πολεοδομικής νομοθεσίας γενική και αφηρημένη, οπότε με μεταβατικές διατάξεις και διαχρονικό δίκαιο να αντιμετωπίσουμε και το ζήτημα που έχει προκύψει με την αλλαγή της χρήσης των ημιυπαίθριων χώρων ή υπογείων μέσα στο περίγραμμα του όγκου του κτιρίου. Δεν ήρθε εδώ να λύσει ένα πρόβλημα της δικής του αρμοδιότητας και ένα πρόβλημα που απασχολεί την κοινωνία και τα νοικοκυριά ανεξαρτήτως του δημοσιονομικού άγχους και της εισπρακτικής λογικής της Κυβέρνησης.
Δέχθηκε να υπογράψει μια τροπολογία που εντάσσεται σε αυτήν τη συγκυριακή εισπρακτική λογική και δέχθηκε να γράψει στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας αυτής ότι επειδή ο αριθμός των χώρων που άλλαξαν χρήση υπερβαίνει το 1.5 εκατομμύριο, υπολογίζεται ότι θα συγκεντρωθεί ένα πολύ σημαντικό ποσό που θα εξυπηρετήσει το δημόσιο συμφέρον, όχι με τη βελτίωση της οικιστικής κατάστασης και της πολεοδομικής νομοθεσίας αλλά με την ενίσχυση των οικονομικών του κράτους και μάλιστα σε εποχή που ως γνωστόν υπάρχει πρόβλημα με το δημοσιονομικό έλλειμμα.
Άρα έρχεται και μας λέει ότι εντάσσεται σε μία φορολογική και πιο συγκεκριμένα εισπρακτική λογική, συγκυριακή, και ότι αυτό δεν γίνεται για κάποιους γενικότερους λόγους της αρμοδιότητάς του, αλλά για λόγους καθαρά δημοσιονομικούς, συγκυριακά δημοσιονομικούς.
Ξέρετε ποια είναι η συγκλονιστική διαφορά; Εάν η συζήτηση άνοιγε με πρωτοβουλία του ΠΕΧΩΔΕ γενικά και εκτός της πρακτικής λογικής, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε εάν η αλλαγή των πάγιων ρυθμίσεων του ΓΟΚ, σε σχέση με το βάθος του ημιυπαίθριου χώρου που πάει στο 1,80 και σε σχέση με το ύψος του υπογείου που πάει μόλις στο 0,80 του μέτρου, έχει μία λογική ή αν πρέπει να κάνουμε άλλες ρυθμίσεις. Θα άνοιγε μία συζήτηση με τον τεχνικό κόσμο της χώρας, με τον επιστημονικό κόσμο της χώρας για να δούμε εάν αυτό είναι σωστό, είναι εφαρμόσιμο, έχει μία λογική, εάν αυτό βελτιώνει ή επιδεινώνει τους όρους δόμησης και άρα τους οικιστικούς όρους, γιατί υπάρχει ένα διασφαλισμένο συνταγματικά οικιστικό κεκτημένο. Ο κάθε πρακτικός μηχανικός μπορεί να βεβαιώσει ότι όλα αυτά είναι πρόχειρα. Είναι η γνωστή μπακάλικη λογική.
Για να δείξει τώρα ο κ. Σουφλιάς ότι παίρνει μέτρα τα οποία καταργούν την πηγή του προβλήματος, θεσπίζει μέτρα, τα οποία είναι πρόχειρα, δεν έχουν μελετηθεί, δεν έχουν συζητηθεί, δεν έχουν τεκμηριωθεί τεχνικά, δεν μας έχουν πει οι ειδικοί τι επιπτώσεις έχει αυτό στη μορφή των πόλεων και στη λειτουργία των κτιρίων. Αλλά ακόμη και η αποδοχή της τακτοποίησης της αλλαγής της χρήσης δομημένων παράνομα χώρων, που υπάρχουν μέσα στο περίγραμμα, αλλά τώρα αλλάζουν χρήση, δεν έχει καμία λειτουργική λογική, διότι υπάρχουν πολυόροφες οικοδομές στο κέντρο που έχουν ανάγκη από χώρους στάθμευσης και άρα δεν πρέπει να αλλάξει η χρήση και υπάρχουν μονοκατοικίες σε περιοχές στις οποίες περισσεύουν οι εικονικές θέσεις στάθμευσης, άρα εκεί δεν βλάπτει οικιστικά και λειτουργικά την πόλη η κατάργηση κάποιων θέσεων στάθμευσης.
Αυτό το λέω για να δώσω ένα πολύ απλό παράδειγμα, γιατί είναι άλλο να καταργείς θέσεις στάθμευσης σε πολυόροφο κτήριο γραφείων, που τώρα έχουν γίνει καταστήματα οι θέσεις στάθμευσης ή έχει μετατραπεί σε καφενείο η πυλωτή και διαφορετικό να λες ότι έχεις στο σχέδιό σου τέσσερις θέσεις στάθμευσης σε μία μονοκατοικία, και σου φτάνει η μία ή οι δύο.
Συνεπώς, δεν υπάρχει καμία τεχνική λογική, δεν ακολουθούνται κανόνες της επιστήμης, δεν γίνεται lege artis η ρύθμιση αυτή, γιατί γίνεται εικονικά. Δεν είναι μία οικιστική ρύθμιση. Είναι μία δημοσιονομική και εισπρακτική ρύθμιση.
Ο κύριος Σουφλιάς όμως, τον οποίο όχι απλώς τιμώ, αλλά και αγαπώ μπορώ να πω, έρχεται εδώ ανακόλουθος. Πριν από δεκαπέντε ημέρες ο Υπουργός Ανάπτυξης εισηγήθηκε στη Βουλή σχέδιο νόμου για τη λειτουργική τακτοποίηση των ξενοδοχειακών χώρων και των χώρων των ενοικιαζομένων δωματίων που είναι πολεοδομικώς παράνομα, αλλά έχουν μετατραπεί σε δωμάτια, σε χώρους εξυπηρέτησης κοινού των ξενοδοχείων. Αυτό έγινε για τρίτη φορά.
Άρα, λοιπόν, όταν ήρθε ο Υπουργός Τουριστικής Ανάπτυξης και εισηγήθηκε αυτή τη ρύθμιση, έκανε αυτό που κάνει τώρα ο Υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, αλλά χωρίς την υπογραφή του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ. Και όταν τον ρωτούσε η Βουλή: «Γιατί, κύριε Υπουργέ Τουριστικής Ανάπτυξης, κάνετε λειτουργική τακτοποίηση με σήμα του ΕΟΤ και παίρνετε κάποια παράβολα, αλλά δεν έχετε την υπογραφή του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, γιατί δεν κάνετε και πολεοδομική τακτοποίηση;», μας έλεγε ότι δεν συμφωνεί ο Υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, ότι δεν θέλει να εμπλακεί στην τακτοποίηση. Μα, τέτοιου είδους τακτοποίηση γινόταν και τότε για τα καταλύματα και μάλιστα για τρίτη φορά.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΦΛΙΑΣ (Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων): Μπορώ να σας διακόψω;
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Παρακαλώ.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΦΛΙΑΣ (Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων): Σαφώς δεν υπέγραψα γιατί δεν συμφωνούσα και δεν είμαι ανακόλουθος, διότι η λειτουργική τακτοποίηση στα ξενοδοχεία περιλαμβάνει και χώρους που δεν έχουν άδειες, ενώ εδώ εγώ λέω μόνο για χώρους που έχουν άδεια.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ: Τώρα, λοιπόν, μαθαίνει η Βουλή των Ελλήνων ότι όχι απλώς δεν συνυπέγραψε το νομοσχέδιο που έγινε νόμος του κράτους, με πρωτοβουλία του Υπουργείου Τουριστικής Ανάπτυξης, ο Υπουργός ΠΕΧΩΔΕ, αλλά δηλώνει ρητά τη διαφωνία του και θεωρεί ότι είναι αδιανόητο να τακτοποιούνται υπουργικά χώροι χωρίς άδεια.
Ας γινόταν και πάλι μία διάκριση μεταξύ χώρων με άδεια και χώρων χωρίς άδεια. Αλλά τώρα έχουμε μία ισχύουσα νομοθεσία ψηφισμένη πριν από λίγες μέρες, νεογέννητη, που αφορά τη μεγάλη βιομηχανία της χώρας, το μοχλό της ανάπτυξης της χώρας που είναι ο τουρισμός, η τουριστική βιομηχανία.
Ιδού τι σημαίνει κράτος δικαίου στην αντίληψη της Κυβέρνησης, τι σημαίνει συνέπεια, τι σημαίνει χρηστή διοίκηση, τι σημαίνει καλοί λογαριασμοί με τους πολίτες.
Έρχομαι τώρα και στην ιστορία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Μα, ξέρετε, έχω μεγάλη εμπειρία από το Συμβούλιο της Επικρατείας και ως καθηγητής και ως δικηγόρος, και πραγματικά, διαφωνώ και εγώ με πολλές επιλογές της νομολογίας, επιλογές επί της ουσίας και επιλογές δικονομικές. Όμως, δεν είναι η κατάλληλη βάση συζήτησης ένα νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών με τροπολογία του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων να λύσουμε το πρόβλημα της δικαιοσύνης και ειδικότερα του συστήματος δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στη χώρα, γιατί θα παρασυρθούμε σε λάθος εκτιμήσεις και επιλογές.
Λέω αυτό μόνο και παρακαλώ να με προσέξει ο Υπουργός και η Βουλή. Γιατί ο κ. Σουφλιάς εισηγείται τακτοποίηση και όχι νομιμοποίηση; Εισηγείται τακτοποίηση και όχι νομιμοποίηση, γιατί αποδέχεται τη λογική της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, την οποία καταγγέλλει, γιατί αν ήταν αδιάφορος για τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και τα πορίσματά της, θα εισηγείτο εδώ ενώπιον της Βουλής τη νομιμοποίηση. Γιατί θα πρέπει να διαιωνίζεται μία κατάσταση οιονεί παρανομίας ή οιονεί νομιμότητας και να γράφουν ότι ο χώρος είναι ημιυπαίθριος αλλά έχει αλλάξει χρήση και έχει τακτοποιηθεί δυνάμει του άρθρου τάδε, του νόμου τάδε και αυτή η υποσημείωση να αναπαράγεται διαρκώς στο πλαίσιο τι; Στο πλαίσιο μιας εικονικής νομικής πραγματικότητας. Άρα, έχουμε μία νομοθεσία πολεοδομική και μία νομοθεσία του κορμού του εμπραγμάτου δικαίου της χώρας και έχουμε και μία παρανομοθεσία, έχουμε ένα παράρτημα. Αυτά, όμως, είναι αντιφάσεις. Και αντιλαμβάνομαι τη δυσκολία. Αλλά η δυσκολία προκύπτει από το γεγονός ότι μία κακής ποιότητας νομοθεσία τελικά οδηγεί το δικαστή στο να καταλάβει και να ασκήσει στην πραγματικότητα το ρόλο του νομοθέτη.
Το πρόβλημα δεν ξεκινάει από την υπερβολή και τον ακτιβισμό του δικαστή, του ακυρωτικού ή του συνταγματικού. Το πρόβλημα ξεκινάει από την κακή ποιότητα της νομοθεσίας. Άρα, αν θέλουμε να προστατεύσουμε τον πολίτη και να εμπεδώσουμε το κράτος δικαίου, πρέπει να αναβαθμίσουμε και μάλιστα με ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες την ποιότητα της νομοθεσίας. Και είναι πολύ κακό παράδειγμα νομοθετείν αυτή η τροπολογία, εντεταγμένη σε αυτή τη λογική και σ' αυτό το νομοσχέδιο, διότι έτσι κινητοποιούμε τα αντανακλαστικά του δικαστή, να ψάξει να βρει ευκαιρία, προκειμένου να πει τη δική του άποψη σε σχέση με το Σύνταγμα και σε σχέση με τους νόμους.
Λέει εντυπωσιασμένος ο κ. Σουφλιάς. Δεκαπέντε σειρές είναι το άρθρο 24 και έχουν γραφεί τόνοι θεωρητικών μελετών και δικαστικών αποφάσεων. Μα, η βασική διάταξη για την προσωπική ελευθερία του άρθρου 5, παράγραφος 3 του Συντάγματος - και η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη, κανείς δεν συλλαμβάνεται ή δεν περιορίζεται με οποιονδήποτε τρόπο παρά μόνο όταν και όπως ο νόμος ορίζει - είναι δύο σειρές. Αλλά σε αυτές τις δύο σειρές κρύβεται όλη η ουσία της προσωπικής μας ελευθερίας. Και εδώ να δείτε πόσοι τόνοι έχουν γραφεί στην Ελλάδα και διεθνώς, μελετών, αποφάσεων, σχολίων, αντιρρήσεων, γιατί αυτό έχει να κάνει με την προσωπική μας ελευθερία. Έτσι είναι το Σύνταγμα. Με λίγες λέξεις ρυθμίζει πολλά πράγματα, τα σημαντικότερα για όσο γίνεται μεγαλύτερο χρόνο, με τη μεγαλύτερη δυνατή νομική δύναμη. Και όταν ο νομοθέτης διατυπώνει κακά, με κακή ποιότητα τον κανόνα δικαίου, φυσικά ο δικαστής ανάγεται στο Σύνταγμα και ψάχνει να βρει μία λύση, την οποία την αναζητά ερμηνευτικά. Αυτό δεν έχουμε καταλάβει. Και θα βάλω εδώ όλες τις Κυβερνήσεις και όλες τις συνθέσεις των Βουλών, διότι φυσικά αυτά τα προβλήματα, για να είμαστε δίκαιοι, δεν είναι προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί μόνο τα τελευταία έξι χρόνια. Είναι προβλήματα διαχρονικά.
Αλλά δεν είναι δυνατόν μέσα στη διαχρονική ευθύνη να διαλύεται η παρούσα πολιτική ευθύνη της Κυβέρνησης για τη ρύθμιση αυτή, διότι, αν δεν είχαμε το δημοσιονομικό εκτροχιασμό και το εισπρακτικό άγχος, θα μπορούσε να ανοίξει όλη αυτή η συζήτηση με τροποποίηση του ΓΟΚ, με διαπραγμάτευση με το Συμβούλιο της Επικρατείας σας λέω εγώ, γιατί, εάν δεν διαμορφωθεί, όσο ισχύει ο διάχυτος έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, ένας θεσμικός μηχανισμός προγραμματικής συμφωνίας μεταξύ του νομοθετικού οργάνου και της δικαστικής εξουσίας, πάντα θα υπάρχουν τεράστιες πηγές ανασφάλειας δικαίου για όλα τα θέματα, για τη δόμηση, για τη μεταφορά συντελεστή δόμησης, για την αυθαίρετη δόμηση, για θέματα όπως το προσωπικό επίδομα, το οικογενειακό επίδομα, οι όροι συνταξιοδότησης των γυναικών κ.ο.κ. Άρα, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να ξέρουμε τι κάνουμε.
Έρχομαι τώρα στην ουσία. Τα ζητήματα αυτά, λοιπόν, πρέπει να τακτοποιηθούν πράγματι, αλλά μέσα στη λογική του κράτους-δικαίου. Η λογική του κράτους- δικαίου σημαίνει για εμάς τα εξής πάρα πολύ απλά πράγματα. Πρώτον, κύριε Υπουργέ, να αποσύρετε την τροπολογία αυτή που εντάσσεται με λάθος τρόπο σε λάθος νομοσχέδιο και σε λάθος λογική. Να επανέλθετε με μία πλήρη αναθεώρηση του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, της πολεοδομικής και οικιστικής νομοθεσίας, που θα αντιμετωπίζει ριζικά με γενικό και αφηρημένο τρόπο, τεχνικά μελετημένο και άρτιο, τα ζητήματα των όρων δόμησης και των αρχιτεκτονικών και μορφολογικών προϋποθέσεων λειτουργίας ενός σύγχρονου κτιρίου, ενεργειακά επαρκούς, λειτουργικού, έτσι ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε μία συζήτηση απαλλαγμένη από την πίεση της συγκυρίας και το δημοσιονομικό άγχος της Κυβέρνησης. Να ανοίξουμε το θεσμικό διάλογο με τη δικαιοσύνη, ώστε να μπορέσουμε να διαμορφώσουμε το πλαίσιο ερμηνείας του Συντάγματος, το οποίο θα προσφέρει ασφάλεια δικαίου και σταθερότητα στις έννομες σχέσεις που είναι και οικονομικές σχέσεις. Και αφού τα πετύχουμε όλα αυτά, θα είμαστε σε θέση να δώσουμε μία θαρραλέα, γενναία, οριστική λύση, χωρίς να θέτουμε υπό ομηρία τον πολίτη, γιατί δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο πολίτης έχει το δικό του βαθμό συμμετοχής σ’ αυτό που έχει γίνει και το δικό του ποσοστό οφέλους, οικονομικού και περιουσιακού, αλλά το κράτος έχει πολύ μεγαλύτερες υποχρεώσεις νομιμότητας απ’ ό,τι έχει ο πολίτης και πρέπει το κράτος να κάνει το πρώτο βήμα, προκειμένου να αξιώσει από τον πολίτη να κάνει το δεύτερο. Μόνον έτσι θα γίνει η χώρα μας ένα κράτος δικαίου, ένα κράτος δημοκρατικό, ένα κράτος με δημόσιο ήθος.