31 Μαΐου 2007
Αγόρευση Ευ. Βενιζέλου κατά τη συζήτηση επί της αρχής της πρότασης νόμου αρμοδιότητας του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης: «Ρυθμίσεις για την ενίσχυση της διαφάνειας και της αξιοκρατίας στο σύστημα προσλήψεων του ν. 2190/1994, όπως ισχύει και άλλες διατάξεις».
Κύριοι συνάδελφοι, ο αγαπητός φίλος και συνάδελφος κ. Σταύρος Μπένος με την εξομολογητική και βαθιά ειλικρινή και ανθρώπινη παρέμβασή του, τώρα που σιγά-σιγά εγκαταλείπει τα έδρανα αυτά με δική του απόφαση και πρωτοβουλία, είναι η πιο κατάλληλη «γέφυρα» ανάμεσα στο κλίμα της συζήτησης έως τη στιγμή που μίλησε και στο κλίμα που θα ήθελα να διαμορφώσω κι εγώ με την παρέμβασή μου.
Η κοινή γνώμη δεν θέλει να βλέπει να επαναλαμβάνουμε στερεότυπα με έναν «ξύλινο» κομματικό λόγο, αντιλαμβάνεται όμως ότι το πρόβλημα της ανάπτυξης του τόπου αυτού είναι ουσιαστικά πρόβλημα κράτους. Το κράτος δεν είναι ένας μηχανισμός. Το κράτος είναι η συμπύκνωση όλων των κοινωνικών σχέσεων. Ο πολίτης αντιδρά απέναντι σ’ ένα κράτος γραφειοκρατικό, κρατικιστικό, αναποτελεσματικό, αναξιοκρατικό, το νιώθει ως βάρος πάνω στα δικαιώματα και τις ελευθερίες του, πάνω στις αναγκαίες κοινωνικές υπηρεσίες, ως βάρος πάνω στην τοπική ανάπτυξη, αλλά η ίδια η κοινωνία των πολιτών ξέρει πως θα οδηγηθεί σε αδιέξοδο, γιατί η ίδια η κοινωνία παράγει αδικία, ανισότητα, σκληρότητα εάν δεν υπάρχει ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου, ένα κοινωνικό κράτος, ένα κράτος αντικρατικιστικό, αξιοκρατικό, αποτελεσματικό, ευέλικτο που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του πολίτη και να διαχειρίζεται κρίσεις, γιατί το κράτος πρέπει να είναι ο μεγάλος διαχειριστής κρίσεων. Για να το πετύχει αυτό όμως χρειάζεται προσωπικό, χρειάζεται στελέχωση, χρειάζεται να έχει ικανά στελέχη σε όλη την κλίμακα της ιεραρχίας και σε όλες τις εκδοχές του κρατικού φαινομένου από το «στενό» δημόσιο μέχρι την πιο μικρή και αδιάφορη δημοτική επιχείρηση.
Το 1994 κάναμε μία πρώτη τομή με το ν. 2190, με το νόμο που οφείλει το όνομά του στον Αναστάση Πεπονή. Η Νέα Δημοκρατία αντέδρασε, δυσπίστησε, δεν αντελήφθη τη σημασία που είχε εκείνη η παρέμβαση, που ήταν βεβαίως πολύ σημαντική αλλά ατελής. Ήταν μία πρώτη προσπάθεια. Το 2001 όμως τα πράγματα είχαν ωριμάσει, είχαμε εντοπίσει προβλήματα και έπρεπε να άρουμε τη δυσπιστία καθιστώντας διάταξη συνταγματικού επιπέδου τον πυρήνα των ρυθμίσεων του ν. 2190. Αυτές τις διατάξεις του αναθεωρημένου Συντάγματος της χώρας τις συνδιαμορφώσαμε, τις ψηφίσαμε από κοινού επιχειρώντας να τραβήξουμε μία γραμμή και να διαμορφώσουμε ένα άλλο επίπεδο πολιτικού πολιτισμού. Έτσι λέγαμε τότε εδώ στις συζητήσεις στο πλαίσιο της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής.
Τι έγινε από τότε; Δυστυχώς δεν έγιναν όλα όσα είχαμε υποσχεθεί και είχαμε διατυμπανίσει κατά τη συζήτηση του ισχύοντος Συντάγματος της χώρας. Έρχεται όμως ο καιρός του θερίζειν, γιατί έχει προηγηθεί ο καιρός του σπείρειν. Η Νέα Δημοκρατία έκανε μία σκληρή, άνευ όρων και ορίων αντιπολίτευση από το 2001 έως το 2004, κατάφερε να αποκτήσει την εμπιστοσύνη και την ψήφο της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού υποσχόμενη άλλο ήθος, υποσχόμενη έναν αδιάπτωτο αγώνα κατά της διαφθοράς, υποσχόμενη νέες πρακτικές, νέες νοοτροπίες, υποσχόμενη μία άλλη ποιότητα κράτους δικαίου. Αντί γι’ αυτό δυστυχώς ζούμε μία περίοδο έκπτωσης των αξιών και ανάδυσης των πιο ακραίων κακών πρακτικών.
Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά. Δεν έχει πραγματικά νόημα να ανταλλάσσουμε κατηγορίες και αριθμούς. Εμείς ερχόμαστε ως Αξιωματική Αντιπολίτευση έχοντας πλήρη επίγνωση των προβλημάτων όλων των περιόδων και έχοντας ενσωματώσει την εμπειρία, αρνητική αλλά και θετική, όλων των περιόδων και προτείνουμε τρία απλά πράγματα, τρεις απλές, μεταβατικού χαρακτήρα αλλά αναγκαίες κινήσεις, τον τριετή προγραμματισμό -είναι αυτονόητο και μου έκανε εντύπωση που ο αντιπρόεδρος του Α.Σ.Ε.Π. στην ακρόαση ενώπιον της Διαρκούς Επιτροπής δεν το θεώρησε αυτονόητο- σε συνδυασμό με τους ετήσιους πολυμορφικούς διαγωνισμούς, όπως ανέλυσαν προηγουμένως ο κ. Μπένος και ο κ. Κοσμίδης στην εισήγησή του, έτσι ώστε να πάψει η Κυβέρνηση να κοροϊδεύει κάθε φορά την κοινή γνώμη και τους ενδιαφερόμενους επικαλούμενη τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις των διαδικασιών που ελέγχονται από το Α.Σ.Ε.Π..
Όταν υπάρχει πολιτική βούληση, όταν υπάρχει δημοσιονομική πρόβλεψη, όταν υπάρχει το δημόσιο χρήμα, που πρέπει να διατεθεί για να εκπληρωθεί ένας δημόσιος σκοπός, όπως είναι η αναβάθμιση του Ε.Σ.Υ. για παράδειγμα, τότε μπορούμε να προσλαμβάνουμε με μεγάλη ταχύτητα και γιατρούς και νοσηλευτές.
Γιατί η Κυβέρνηση αρνείται αυτήν την πάρα πολύ απλή, ορθολογική παρέμβαση στο σύστημα; Τι αντιτείνει; Αντιτείνει αυτό το στείρο κομματικό λόγο, που ακούσαμε από την Κυβέρνηση και τους Βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας μέχρι σήμερα;
Δεύτερη παρέμβαση: Να καταργηθεί η βαθμολογούμενη συνέντευξη, προς την οποία έχει εκφράσει τη δυσπιστία του πανηγυρικά το Α.Σ.Ε.Π. με το υπ’ αριθμ. 20 πρακτικό του ήδη από το Νοέμβριο του 2005. Η βαθμολογούμενη συνέντευξη στις διαδικασίες πρόσληψης. Όχι η συνέντευξη για την επιλογή γενικών διευθυντών, διευθυντών και τμηματαρχών, για την αξιολόγηση των στελεχών της Δημόσιας Διοίκησης. Όχι για την επιλογή των νέων διπλωματικών ακολούθων ή των νέων δικαστών ή του ειδικού επιστημονικού προσωπικού.
Η βαθμολογούμενη συνέντευξη είναι άλλο πράγμα από τις ψυχοπνευματικές δοκιμασίες, που πρέπει να επιβάλλονται σε όλους σχεδόν τους προσλαμβανομένους στο δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Είναι άλλο πράγμα ο έλεγχος της σωματικής δυνατότητας, των πρακτικών δεξιοτήτων, της ψυχοπνευματικής συγκρότησης ως προκαταρκτική προϋπόθεση και άλλο μία εικονική βαθμολογούμενη συνέντευξη, που ευτελίζει τα τυπικά προσόντα και τα αποτελέσματα του γραπτού διαγωνισμού, που τα υπερκαλύπτει.
Γιατί δεν το δέχεστε αυτό; Γιατί δεν δέχεστε τη σαφή διάκριση μεταξύ προκαταρκτικών διαδικασιών και βαθμολογούμενης συνέντευξης;
Τρίτη παρέμβαση: Να καταργήσουμε τις συμβάσεις έργου με φυσικά πρόσωπα. Και, εν πάση περιπτώσει, ώσπου να γίνει αυτό, μεταβατικά να υπαχθεί και αυτός ο τομέας στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π., έτσι ώστε να ισχύουν στοιχειωδώς αντικειμενικά και αξιοκρατικά κριτήρια.
Δεν το θέλετε αυτό; Ας πάμε από τώρα, όπως προτείνει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στο πρόγραμμά του, στην πλήρη κατάργηση. Είναι δυνατόν να ακούω επιχειρήματα του τύπου «τι θα γίνει, αν πρέπει να αναθέσει ο δήμαρχος τον καθαρισμό της παραλίας ή τον καθαρισμό των δρόμων από μία πλημμύρα»; Θα προσλάβει έκτακτο προσωπικό, όπως δικαιούται κατά το Δημοτικό και Κοινοτικό Κώδικα, για δύο μήνες. Θα έχει έναν ανάδοχο, ο οποίος θα έχει στην ευθύνη του όλες αυτές τις έκτακτες παρεμβάσεις. Μπορεί να βρει ένα σύστημα κάλυψης των αναγκών αυτών από το προσωπικό που υπηρετεί και μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας, που είναι ένας πολύ σημαντικός τομέας ενδιαφέροντος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Γιατί πρέπει να υπάρχει το νομικό σχήμα της ανεξέλεγκτης σύμβασης έργου;
Μπορούμε να στείλουμε σήμερα μηνύματα στην ελληνική κοινωνία; Μπορούμε να κάνουμε κοινές παραδοχές; Μπορείτε να πείσετε ότι τα κριτήριά σας δεν είναι στενά κομματικά, δεν είναι μικρόψυχα, δεν είμαστε αγκυλωμένοι σε μία αντίληψη, η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν οδηγεί από ένα σημείο και μετά πουθενά;
Τι έχετε να αντιτείνετε στις συγκεκριμένες αυτές προτάσεις, όπως προβάλλονται στην πρόταση νόμου και όπως ολοκληρώνονται μέσα από το πρόγραμμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ.; Ποιος είναι ο αντίλογος επί των συγκεκριμένων αυτών νέων θεσμικών εγγυήσεων;
Το δημόσιο και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας με απόσταση. Επηρεάζει τις νοοτροπίες και τις αξιολογήσεις και του ιδιωτικού τομέα. Επηρεάζει το εκπαιδευτικό σύστημα. Επηρεάζει τον τρόπο εισαγωγής στο πανεπιστήμιο. Επηρεάζει τη σχέση μεταξύ τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και επαγγελματικού και κοινωνικού αντικρίσματος των πτυχίων.
Η αγορά εργασίας, το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας, η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητά της σε εθνικό επίπεδο, επηρεάζονται καταλυτικά από τον τρόπο, με τον οποίο ενεργεί το δημόσιο ως ο μεγάλος, ο συντριπτικά μεγαλύτερος εργοδότης.
Δεν θα ευεργετήσουμε έτσι μόνο το ίδιο το δημόσιο, που θα αποκτήσει καλύτερα και ικανότερα στελέχη, που θα το βοηθήσουν να εκπληρώνει τον αναπτυξιακό και κοινωνικό του ρόλο. Θα βοηθηθεί και η εθνική οικονομία και ο ιδιωτικός τομέας και η Τοπική Αυτοδιοίκηση, βεβαίως, η οποία παίζει πάρα πολύ κρίσιμο ρόλο στο δικό μας μοντέλο οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους.
Δεν μπορούμε να κάνουμε τα βήματα αυτά, γιατί η Κυβέρνηση αρνείται να συναινέσει, αρνείται να συζητήσει. Εδώ αρνείται καν, να συμφωνήσει στην ερμηνεία του Συντάγματος, όπως την αποδεχόμαστε όλοι επιστημονικά, προκειμένου τουλάχιστον να τίθενται σε ψηφοφορία οι προτάσεις μας, οι προτάσεις της Αντιπολίτευσης, με στείρα, παλαιολιθικού χαρακτήρα επιχειρήματα, ότι αυτό έγινε κάποιες φορές και στο παρελθόν.
Η σύγκρουση μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, η σύγκρουσή γύρω από την αίσθηση του ιστορικού χρόνου, είναι θεμελιώδης ιδεολογική σύγκρουση. Είναι η σύγκρουση που κατά βάθος την προοδευτική από τη συντηρητική αντίληψη. Και είναι κρίμα, να είστε τόσο βαθιά εγκλωβισμένοι, κύριε Υπουργέ, σε μια συντηρητική αντίληψη για τα θέματα αυτά.