23 Νοεμβρίου 2006
Αγόρευση Ευ. Βενιζέλου κατά τη συζήτηση επί των άρθρων και των τροπολογιών του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης: «Τροποποίηση του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίου και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών που κυρώθηκε με το ν. 1756/1988 (ΦΕΚ Α΄ 35) σχετικά με την αναδιοργάνωση της Επιθεώρησης Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών και άλλες διατάξεις».
Κύριε Πρόεδρε, μιλώντας και επί της αρχής του νομοσχεδίου είπα ότι θα ήταν ένα συμβατικό, συντηρητικό νομοσχέδιο, αν δεν εντασσόταν σε πάρα πολύ αρνητικά συμφραζόμενα, εάν δεν υπήρχε δηλαδή το γενικότερο κλίμα που δημιουργεί η κυβερνητική παρέμβαση στο χώρο της δικαιοσύνης και γενικότερα η κακοποίηση των θεσμών που προκαλεί συστηματικά και ενσυνείδητα η Κυβέρνηση.
Θέλω να το εξειδικεύσω αυτό με αφορμή το συζητούμενο άρθρο 6, δηλαδή σε συσχετισμό με τα απολύτως αόριστα κριτήρια αξιολόγησης που περιλαμβάνει και πάλι η σχετική νομοθεσία. Πώς θα αξιολογείται, κύριε Υπουργέ της δικαιοσύνης, ένας εισαγγελικός λειτουργός που με την ανοχή ή ακόμη και με την καθοδήγηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου καθυστερεί επί έντεκα μήνες την προκαταρκτική εξέταση για τις υποκλοπές και αφήνει στο σκοτάδι την αρμόδια ανεξάρτητη αρχή, την Α.Δ.Α.Ε., τα θύματα των υποκλοπών και τους άλλους αρμόδιους θεσμούς του πολιτεύματός μας;
Πώς θα αξιολογηθεί, κύριε Υπουργέ, κάποιος εισαγγελικός λειτουργός που ενδίδει στο άθλημα του παιγνίου με τα Μέσα Ενημέρωσης, διοχετεύει στοιχεία από δικογραφίες παραβιάζοντας τη μυστικότητα της ποινικής προδικασίας, προσβάλλοντας προσωπικότητες που μπορεί να αποδειχθούν αθώες, ασκώντας ποινικές διώξεις που αποδεικνύονται έωλες και αβάσιμες; Πώς αξιολογείται με βάση τα κριτήρια του άρθρου 6 ο μικρός αριθμός δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών που επιδίδονται στη δικαστική και εισαγγελική δημαγωγία και ουσιαστικά παρεμβαίνουν στην πολιτική ζωή και ασκούν ενεργό πολιτική;
Θέλω να μου πείτε πώς θα αξιολογηθεί με βάση το άρθρο 6 ένας δικαστής που ανθίσταται στην παράνομη και προκλητική εγκύκλιο του Προέδρου του Αρείου Πάγου με την οποία του λέει ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου πώς θα δικάσει ευαίσθητες κατηγορίες υποθέσεων για συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα ή σε σχέση με τους εργαζομένους, δηλαδή, του λέει να ενισχύει την εργοδοτική πλευρά και να μειώνει τη δικονομική προστασία του εργαζόμενου;
Πώς θα αξιολογηθεί ένας δικαστής που βλέπει μια απόφασή του να προσβάλλεται με τρόπο προκλητικό από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με αναίρεση υπέρ του νόμου προκειμένου να συνετιστεί αυτός ο δικαστής και οι συνάδελφοί του και να αλλάξουν τον τρόπο ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου;
Πώς θα αξιολογηθεί ο δικαστής που αποκλίνει με θάρρος από τη νομολογία του Αρείου Πάγου σε σχέση με μείζονα ζητήματα όπως ο έλεγχος της συνταγματικότητας, όταν αυτός θα κριθεί και ξέρει ότι Αρεοπαγίτες οι οποίοι δεν ψήφισαν με τρόπο αρεστό στην Κυβέρνηση, δεν γίνονται αντιπρόεδροι του Ανωτάτου Δικαστηρίου, παραλείπονται ξανά και ξανά και καταγγέλλουν με υπογραφές και με επιστολές τον Υπουργό Δικαιοσύνης και την Κυβέρνηση γιατί τους τιμωρεί επειδή δεν είναι αρεστοί κομματικά; Επικαλούμαι και πάλι το τραγικό παράδειγμα της επιστολής παραίτησης του κ. Βερέτσου για το οποίο έχετε και προσωπική ευθύνη αλλά και συλλογική ευθύνη το Υπουργικό Συμβούλιο όπως και ο Πρωθυπουργός, προσωπικά.
Πώς θα αξιολογηθεί ένας δικαστής που σε μια πολιτικά κρίσιμη υπόθεση μετέχει στην έκδοση ενός βουλεύματος ή μιας ποινικής απόφασης και πηγαίνει κόντρα σε πολιτικές στρατηγικές και εξαγγελίες της Κυβέρνησης; Θα πείτε στους δικαστές που θα δικάσουν, μετά από αναίρεση, την υπόθεση της «ΔΕΚΑ» και θα έχουν μπροστά τους στο εδώλιο κατηγορούμενους πανηγυρικά αθωωθέντες από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, να δικάσουν κατά συνείδηση και να αγνοήσουν τις δηλώσεις του επιτίμου αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας, του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και τις δηλώσεις του ίδιου του Πρωθυπουργού που από το Βήμα της Βουλής αναφέρθηκε ξανά κα ξανά σ’ αυτό το ζήτημα;
Πώς θα αξιολογηθεί αυτός ο δικαστής που ανθίσταται, που πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα; Και δεν θα αρκεστεί βέβαια κανείς –ούτε αυτός ο δικαστής ούτε εμείς εδώ στη Βουλή- σε μία γενικόλογη ρητορική δήλωση, όπως: «Σεβόμαστε την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης». Γιατί οι δηλώσεις είναι εύκολες, αλλά οι πρακτικές είναι δύσκολες και αρνητικές και εκπέμπουν μηνύματα. Και τα μηνύματα που εκπέμπετε είναι μηνύματα χειραγώγησης της δικαιοσύνης και εκβιασμού των θεσμών. Γιατί ο δικαστής που είναι δίκαιος –και δίκαιος δικαστής σημαίνει δικαστής επιεικής πολλές φορές- είναι ένας δικαστής που νιώθει ότι είναι εκτεθειμένος σε πολλούς υπηρεσιακούς κινδύνους, ενώ ο δικαστής που είναι αρεστός, ο δικαστής που είναι σκληρός, ο δικαστής που υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο και την αρχή της αναλογικότητας ουδέποτε βρίσκεται αντιμέτωπος με μία αρνητική κρίση και με μία κακή εξέλιξη στη σταδιοδρομία του.
Παίρνουν τα μηνύματα οι δικαστές και ξέρουν ότι μια υποτεταγμένη, συντηρητική, υπερβολικά αυστηρή συμπεριφορά δεν οδηγεί ποτέ σε αρνητικές εξελίξεις σταδιοδρομίας. Ενώ το θάρρος, η δικαστική αυτοσυνειδησία, το σθένος τιμωρούνται και καταπιέζονται, όταν λειτουργεί κατά τον τρόπο που λειτουργεί το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, όταν γίνονται κατά τον τρόπο που έγιναν οι προτάσεις για προαγωγές στους ανώτατους βαθμούς, όταν γίνονται κατά τον τρόπο που έγιναν οι επιλογές στην ηγεσία της δικαιοσύνης και όταν αρνείστε, με ευκαιρία και την Αναθεώρηση του Συντάγματος, να θεσπίσουμε την κοινοβουλευτική ακρόαση των προσώπων που προτείνονται προς προαγωγή στις κορυφαίες θέσεις της δικαιοσύνης, για να ελέγξει η Βουλή τις προσωπικότητες, να υπάρχει διαφάνεια, να έχει ο δικαστής την συνείδηση ότι αναφέρεται στο λαό, στο όνομα του οποίου εκδίδει τις αποφάσεις του, οι οποίες έχει την αξίωση να εκτελούνται.
Όλα αυτά συνδέονται με τα κριτήρια του άρθρου 6, τα οποία είναι και αόριστα και ανεπαρκή και σας πρότεινα ήδη από την Επιτροπή να τα εξειδικεύσετε ή, εν πάση περιπτώσει, να περιλάβετε στο άρθρο αυτό ρήτρες που να εγγυώνται ρητά τη δικαστική ανεξαρτησία, το δικαίωμα διαφωνίας και απόκλισης από οδηγίες και από κρατούσες αντιλήψεις της νομολογίας. Όμως όχι μόνο δεν το κάνετε αυτό, αλλά στο άρθρο 8 έρχεστε και αποθαρρύνετε την προσφυγή στο Συμβούλιο Επιθεώρησης, εάν κάποιος νιώθει ότι αδικείται από την έκθεση επιθεώρησης. Διότι αν απορριφθεί η προσφυγή του, η απόφαση του Συμβουλίου Επιθεώρησης περιλαμβάνεται στον υπηρεσιακό του φάκελο και έτσι ο καθένας πρέπει να σταθμίζει εάν θα ασκήσει το δικαίωμα προσφυγής και το δικαίωμα ακρόασης, με κίνδυνο να επιβεβαιωθεί η έκθεση και να την προσυπογράψουν την έκθεση αυτή και άλλοι ανώτατοι δικαστές, ενώ κανονικά θα έπρεπε απλώς να παραμένει η έκθεση, η οποία δεν αλλάζει, εφόσον απορρίπτεται η προσφυγή. Αυτός είναι ο μηχανισμός υποταγής, ένα μικρό δείγμα του πώς λειτουργούν αυτές οι πρακτικές και πώς συσσωρεύεται αυτό το κλίμα στο εσωτερικό της δικαιοσύνης.
Δεν παίρνετε πρωτοβουλίες υπέρβασης αυτής της κατάστασης. Αντιθέτως τα μηνύματα είναι πάντα μηνύματα επιβολής συγκεκριμένης αντίληψης και αυτό είναι που προκαλεί την ανασφάλεια των πολιτών, την πεποίθησή τους ότι και το τελευταίο καταφύγιό τους δεν είναι καταφύγιο διαφανές και ασφαλές. Και αυτό είμαστε υποχρεωμένοι ως Βουλή, ανεξαρτήτως κυβερνητικών πλειοψηφιών της συγκυρίας, να το προστατεύσουμε και να το διαφυλάξουμε, κύριε Υπουργέ.