4 Οκτωβρίου 2006
Αγόρευση Ευ. Βενιζέλου κατά τη συζήτηση επί των άρθρων του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης: «Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις».
Κύριε Πρόεδρε, εστιάζω και εγώ την προσοχή μου στη δέσμη των άρθρων που οργανώνουν το θεσμό της ποινικής διαμεσολάβησης.
Όπως είχα την ευκαιρία να πω στη Διαρκή Επιτροπή και όπως τόνισε η εισηγήτριά μας και πολλοί συνάδελφοι, ο θεσμός αυτός πάσχει πολλαπλά.
Κατ’ αρχάς η απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης συστήνει την εγκαθίδρυση θεσμών ποινικής μεσολάβησης, σύμφωνα προφανώς με τη συνταγματική τάξη και τις δικονομικές εγγυήσεις των κρατών-μελών. Ο θεσμός της ποινικής διαμεσολάβησης, όπως οργανώνεται στο συζητούμενο νομοσχέδιο, θέτει πρόβλημα αντισυνταγματικότητας εν όψει των προβλέψεων των άρθρων 96, 97, αλλά και 94 του Συντάγματος.
Η ποινική δικαιοδοσία, η ποινική αξίωση της πολιτείας, οργανώνεται συνταγματικά με πολύ συγκεκριμένο τρόπο στο άρθρο 96. Και δεν μπορεί το όργανο που έχει την αρμοδιότητα άσκησης ποινικής δίωξης να χειριστεί κατά το δοκούν με τέτοιον τρόπο την ποινική δικαιοδοσία και επίσης να αφαιρέσει ύλη που ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ως ιδιωτική διαφορά κατά το άρθρο 94 του Συντάγματος.
Η βασική μου ένσταση, όμως, είναι κοινωνικού και πραγματολογικού χαρακτήρα, όχι συνταγματικού και δικονομικού. Θα έπρεπε η διαμεσολάβηση αυτή να ανατεθεί είτε σε διοικητικό όργανο, σε κοινωνικό λειτουργό, σε κοινωνική υπηρεσία ήπιας μορφής, είτε το πολύ-πολύ στον οικογενειακό δικαστή, ο οποίος έχει και την πλήρη εμπειρία και την πλήρη δικαιοδοσία να κάνει κάτι τέτοιο.
Έτσι όπως οργανώνεται ο θεσμός, ο παθών ή για να είμαι ακριβέστερος, η παθούσα –γιατί οι γυναίκες είναι τα συχνότερα θύματα ενδοοικογενειακής βίας- αμέσως μετά την τραγική εμπειρία της σωματικής βίας, θα υποστεί και την εμπειρία μιας ψυχολογικής πίεσης και μιας δικονομικής βίας, προκειμένου να αποδεχτεί την υπαγωγή στο ειδικό καθεστώς της διαμεσολάβησης του δράστη της ενδοοικογενειακής βίας. Γιατί, αν ο παθών -ή η παθούσα εν προκειμένω- δεν συναινέσει, ο σύζυγος ή το άλλο μέλος της οικογένειας δεν τυγχάνει των ευεργετικών διατάξεων του νόμου.
Άρα όλη η οικογένεια, όλος ο περίγυρος, θα στραφεί προς το θύμα, το οποίο θα πιέζεται πλέον και ψυχολογικά και δικονομικά. Άρα, λοιπόν, έχουμε δύο φραγμούς: ένα φραγμό συνταγματικό, γιατί το Σύνταγμά μας οργανώνει και κατανέμει τις δικαιοδοσίες με πολύ συγκεκριμένο τρόπο κι ένα φραγμό κοινωνικό και πραγματολογικό. Όλα αυτά θα λειτουργήσουν αντίστροφα στην πράξη. Θα έχουμε ουσιαστικά πολλαπλασιασμό των φαινομένων ενδοοικογενειακής βίας και συγκάλυψη.
Και με την ευκαιρία, κύριε Υπουργέ της Δικαιοσύνης, επειδή η σημερινή σας εμφάνιση είναι η πρώτη μετά την έναρξη της νέας Τακτικής Συνόδου της Βουλής κι επειδή η Βουλή κατά τρόπο πρωτοφανή παρέμεινε εν συνόδω όλο το καλοκαίρι περιμένοντας κάποια στοιχεία από την Ελβετία -και αυτό που όλοι ζήσαμε είναι στοιχεία για το μεγάλο πρόβλημα στα Υπουργεία Ανάπτυξης και Απασχόλησης- θα ήθελα να ενημερώσετε τη Βουλή για το αν έχετε ήδη ενημερώσει τις ελβετικές δικαστικές και πολιτικές αρχές ότι έχει τερματιστεί, σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος, η ποινική δικαιοδοσία της Βουλής σε σχέση με τα αιτούμενα στοιχεία, ώστε να είναι και έντιμες και καθαρές οι σχέσεις μας με την Ελβετική Συνομοσπονδία. Αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να το ακούσουμε στην πρώτη κοινοβουλευτική εμφάνισή σας, γιατί είχε στηθεί μια κοινοβουλευτική παγίδα εις βάρος της Αντιπολίτευσης. Και όπως ισχύει πάντα όταν κάποιος σκάβει το λάκκο του άλλου: έπεσε η ίδια η Κυβέρνηση και η κυβερνητική Πλειοψηφία στο λάκκο αυτόν.
Ευχαριστώ πολύ.