24 Ιανουαρίου 2006
Αγόρευση Ευ. Βενιζέλου κατά τη συζήτηση επί της αρχής του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εξωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης: «Ρύθμιση θεμάτων εθνικών, νομαρχιακών και δημοτικών εκλογών και διευθέτηση ειδικών θεμάτων».
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η Κυβέρνηση διαχειρίζεται τις κρίσεις που προκαλούν οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες κατά τρόπο παρόμοιο με τη διαχείριση των κρίσεων στους θεσμούς που προκαλεί η ίδια. Περί αυτού πρόκειται.
Αναφέρομαι στο άρθρο 1 του νομοσχεδίου για την απάντηση που καλείται να δώσει η Βουλή στο Εκλογοδικείο, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο και πιο συγκεκριμένα στην πρόσφατη απόφαση την 12/2005 για τις λευκές ψήφους. Η διάταξη αυτή θέτει τεράστια προβλήματα συνταγματικής νομιμότητας τα οποία πρέπει να αποσαφηνιστούν ευθύς αμέσως και έπρεπε και το Προεδρείο να τα έχει θέσει στο Σώμα και να τα έχει αποσαφηνίσει.
Το πρώτο θέμα που πρέπει ρητά να αποσαφηνιστεί είναι η διαδικασία με την οποία εισάγεται το άρθρο 1 του νομοσχεδίου και άρα η πλειοψηφία με την οποία πρέπει να ψηφιστεί. Πρόκειται για τροποποίηση του εκλογικού νόμου, εμπίπτει η ρύθμιση αυτή στο άρθρο 54 παράγραφος 1 του Συντάγματος, απαιτείται συνεπώς αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 τουλάχιστον του όλου αριθμού των Βουλευτών.
Εάν καμφθούμε και δεν εφαρμόσουμε αυστηρά την καινοτομική αυτή διάταξη που αναβαθμίζει τον πολιτικό πολιτισμό, επειδή συμβαίνει να συμφωνούμε επί της ουσίας, θα έχουμε παραβιάσει το Σύνταγμα και θα έχουμε ψηφίσει ένα νόμο που θα πάσχει από εξωτερική τυπική συνταγματικότητα. Και αυτή την εξωτερική τυπική αντισυνταγματικότητα τα δικαστήρια οφείλουν να την ελέγξουν και αν ξανά το Εκλογοδικείο επιληφθεί, θα έχει μία εύκολη διαφυγή για τυπικούς λόγους.
Άρα, πρέπει η διάταξη αυτή να εισαχθεί σε ονομαστική ψηφοφορία και να υπερψηφισθεί με τα 2/3 του όλου αριθμού των Βουλευτών, αλλιώς δεν μπορεί να ισχύσει.
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. συμφωνεί με την ανάγκη να ψηφισθεί μία παρομοίου περιεχομένου διάταξη, αλλά αυτό πρέπει να γίνει σωστά, γιατί δεν διορθώνεται αναδρομικά ένας νόμος που ψηφίστηκε με το παλιό Σύνταγμα, άρα με συνήθη πλειοψηφία, αλλά θεσπίζεται νέος κανόνας δικαίου.
Το δεύτερο είναι ο δήθεν αναδρομικός, ο ψευδοαναδρομικός χαρακτήρας της διάταξης αυτής. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να εισάγεται η διάταξη αυτή ως δήθεν ερμηνευτική. Δεν έχουμε ανάγκη αναδρομικής εφαρμογής για να το κάνουμε αυτό, διότι δεν ανατρέπεται το δεδικασμένο της απόφασης του Εκλογοδικείου. Η διάταξη αφορά το μέλλον και μόνο. Άρα, πρέπει να εισαχθεί κανονικά με ευθύτητα και θάρρος ως νέα ρύθμιση χωρίς να εμπλακούμε στη μέγγενη της νομολογίας για το αν ο νόμος αυτός είναι πράγματι αναδρομικός ή είναι ψευδοερμηνευτικός. Άρα, πρέπει να αναδιατυπωθεί η διάταξη με ευθύ τρόπο και όχι ως δήθεν αληθές νόημα παλαιάς διάταξης και να ψηφισθεί με τα 2/3.
Τώρα, το κρισιμότερο ζήτημα: Τι κάνουμε; Απαντάμε στη δικαιοσύνη και μάλιστα στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, στο Εκλογοδικείο, στο ύψιστο επίπεδο της δικαιοσύνης που υπερέβη τη δικαιοδοσία της με την απόφαση αυτή την 12/2005 και αλλοίωσε τη λαϊκή βούληση. Μετέβαλε, κατά παράβαση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, τη σύνθεση της Βουλής. Αφαίρεσε μία έδρα από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Προσέβαλε τους εκλογείς, ενδεχομένως διότι κάποιοι ως βασιλικότεροι του βασιλέως θέλησαν να διευκολύνουν την Κυβέρνηση και να προσφέρουν υπηρεσίες. Και σ’ αυτούς τώρα αναγκάζεται εκών άκων να απαντήσει ο κ. Καραμανλής και παίρνει τα μέτρα αυτά, τα οποία έπρεπε να έχει πάρει προκαταβολικά. Απαντάει η Βουλή σε μία εσκεμμένη αλλοίωση της λαϊκής κυριαρχίας. Και απαντά στην αδικαιολόγητη και αντισυνταγματική υπέρβαση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που επιχείρησε να υφαρπάσσει συντακτική αρμοδιότητα και όχι απλώς να παραμερίσει ένα νόμο ως αντισυνταγματικό, αλλά να ερμηνεύσει αυθεντικά το Σύνταγμα εμποδίζοντας κι εμάς, το μελλοντικό νομοθέτη να θεσπίσει τη σωστή ρύθμιση για τον τρόπο υπολογισμού των λευκών ψηφοδελτίων.
Δεν δικαιούται το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο να προβαίνει σε αυθεντική ερμηνεία του Συντάγματος. Το υποστηρίζω αυτό είκοσι τρία χρόνια. Το ξαναέκανε μία φορά το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο το 1984, το αντικρούσαμε και αναγκάστηκε να συμμορφωθεί και να επανορθώσει. Και δεν πρέπει να το επιτρέπουμε αυτό.
Έτσι ανοίγει το μεγάλο θέμα μιας πραγματικής αναθεώρησης με τη θέσπιση Συνταγματικού Δικαστηρίου, τα μέλη του οποίου να εκλέγονται από το Σώμα των δικαστών και των καθηγητών των νομικών μαθημάτων αλλά, όπως συμβαίνει και στη Γερμανία, από την ολομέλεια της Βουλής με τα 2/3, με συντριπτική πλειοψηφία, με συναίνεση, από το νομικό κόσμο, από τους δικαστές κατά πλειοψηφία και από έγκριτους νομομαθείς, αλλά με συνείδηση ευθύνης, όπως συμβαίνει σ’ όλες τις χώρες, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Γερμανία, παντού.
Και πρέπει να έρθει εδώ η Κυβέρνηση –όχι μόνο ο Υπουργός Εσωτερικών, αλλά ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, ή εξ ονόματός του ρητά ο Υπουργός Εσωτερικών- και να πει ότι πράγματι η Κυβέρνηση έσφαλε γιατί δεν διαμόρφωσε το κλίμα που έπρεπε και δεν έστειλε τα μηνύματα που έπρεπε στη δικαιοσύνη εγκαίρως.
Ξέρετε πώς παρεμβαίνετε: Όταν πηγαίνετε και υποκαθιστάτε τους εισαγγελείς και εξαγγέλλετε ποινικές διώξεις και προανακρίσεις.
Η υποκρισία τιμωρείται και ουσιαστικά αυτό που αναγκάζεστε να κάνετε τώρα είναι η τιμωρία της υποκρισίας σας, του υποκριτικού σας λόγου σε σχέση με τη δικαιοσύνη και τους θεσμούς.
Και τώρα, ο πολιτικός πολιτισμός της σεμνότητας και της ταπεινότητας: ενώ έχουμε ψηφίσει όλοι μαζί –και η Νέα Δημοκρατία χειροκροτούσα- τη νέα συνταγματική διάταξη που απαγορεύει στη Βουλή να αλλάζει κατά το δοκούν και αιφνιδιαστικά τον εκλογικό νόμο των βουλευτικών εκλογών, ερχόμαστε και αλλάζουμε αιφνιδιαστικά και κατά το δοκούν τον εκλογικό νόμο των δημοτικών εκλογών.
Αυτό τι είναι; Αυτό είναι προσβολή στη νοημοσύνη του ελληνικού λαού, είναι μία προσβολή στον πολιτικό πολιτισμό και είναι μία γιγαντιαία ανακολουθία, διότι θέλατε να υπάρχουν τα δύο τρίτα για τον εκλογικό νόμο των βουλευτικών εκλογών και έρχεστε τώρα που έχετε την πλειοψηφία της Βουλής και το καταστρατηγείτε και το ακυρώνετε αυτό στο χαμηλότερο επίπεδο των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της Κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας, όλα προσκρούουν στο όριο της ειλικρίνειας, της πολιτικής εντιμότητας και της κοινής λογικής. Και τα έχετε παραβιάσει όλα τα όρια αυτά.
Η ρύθμιση που εισάγετε με το 42%, είναι πολιτικά ηττοπαθής. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. αδιαφορεί για αυτήν την πρόκληση πολιτικά. Βάλτε όποια ρύθμιση θέλετε. Έχουμε όμως θεσμούς; Έχουμε πολιτικό πολιτισμό; Ποια είναι η αντίληψή σας για την Αυτοδιοίκηση; Η αντίληψή σας είναι ότι πρέπει ό,τι ισχύει για την Κυβέρνηση και την κυβερνητική σταθερότητα και την πριμοδότηση του πρώτου κόμματος για να έχουμε ισχυρή Κυβέρνηση, να ισχύει και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Θέλετε, λοιπόν, μία κομματική και κομματικοποιημένη Τοπική Αυτοδιοίκηση. Δεν σέβεστε την ιδιομορφία των τοπικών κοινωνιών. Δεν σέβεστε την ανάγκη συναινέσεων στο τοπικό και νομαρχιακό επίπεδο.
Άρα, ψεύδεται ο κ. Καραμανλής, όταν λέει υποκριτικά χθες στο πολιτικό του συμβούλιο «εμείς ακόμα και εκπροσώπους του ΠΑ.ΣΟ.Κ. θα ψηφίσουμε στους καποδιστριακούς δήμους».
Μη δουλευόμαστε λοιπόν μεταξύ μας. Ο κύριος Πρωθυπουργός να είναι πιο προσεκτικός, όταν αναπτύσσει αυτή τη ρητορική της σεμνότητας, της ταπεινότητας, της υποκρισίας, της σύγχυσης και του αποπροσανατολισμού. Αυτό που κάνετε είναι μια επίδειξη αυταρχισμού, μία επίδειξη δύναμης.
Ταπεινώνετε τις τοπικές κοινωνίες και ουσιαστικά υπονομεύετε την αυτονομία και την προοπτική της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Και βέβαια, αυτή η διάταξη είναι μια πρόκληση σε σχέση με τις δημοτικές εκλογές την οποία και θα πληρώσετε.