Αθήνα, 12 Δεκεμβρίου 2018
Ομιλία Ευ. Βενιζέλου στην Επιτροπή Αναθεώρησης κατά τη συζήτηση για τον ΠτΔ και τα δημοψηφίσματα (άρθρα 28-49)
Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι βουλευτές, έχουμε αναρωτηθεί τι είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, το μονοπρόσωπο όργανο του αρχηγού του κράτους και γιατί χρειάζεται; Είναι ο ιστορικός διάδοχος της μοναρχίας, είναι το πρόσωπο που προσωποποιεί και συμβολίζει την εξουσία, το κράτος, είναι το πρόσωπο το οποίο λειτουργεί με δύο σώματα, όπως έχει ειπωθεί σε ένα από τα πιο κλασικά έργα, είναι το σύμβολο της εθνικής ενότητας, ο ρυθμιστής του πολιτεύματος –αλλά όχι ο εγγυητής του, που είναι ο ίδιος ο λαός– και ο διεθνής παραστάτης της χώρας. Μετέχει τυπικά της νομοθετικής λειτουργίας, μετέχει τυπικά, ασκώντας κυρίως έλεγχο νομιμότητας, της εκτελεστικής εξουσίας και έχει ελάχιστες δικαστικές αρμοδιότητες.
Ο τρόπος εκλογής του, όπως είχε διαμορφωθεί στο Σύνταγμα του 1975, αυτός που οδηγούσε σε διάλυση της Βουλής και άρα σε μεσολάβηση του εκλογικού σώματος, διότι η τελική ψηφοφορία διεξαγόταν στη δεύτερη Βουλή, συνδυαζόταν με τις τότε λεγόμενες ενισχυμένες αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, αυτές που καταργήθηκαν το 1986. Οι αρμοδιότητες αυτές δεν ήταν θεσμικά αντίβαρα, ήταν αρμοδιότητες αντιπλειοψηφικού χαρακτήρα, αρμοδιότητες που είχαν ως επίκεντρο τη λεγόμενη αντιπλειοψηφική διάλυση της Βουλής, τη διάλυση της Βουλής παρά τη θέληση ή εναντίον της θέλησης της κυβέρνησης που είχε την εμπιστοσύνη της Βουλής. Και, βεβαίως, οι αρμοδιότητες ήταν αυξημένες και σε σχέση με τη διαδικασία διορισμού της κυβέρνησης, είχε πολύ μεγάλες διακριτικές ευχέρειες.
Όταν καταργήθηκαν αυτές οι αρμοδιότητες, κανονικά θα έπρεπε να τροποποιηθεί και η διάταξη του άρθρου 32. Όμως, η σύγκρουση σε σχέση με την εκλογή του κυρίου Χρήστου Σαρτζετάκη, ως Προέδρου της Δημοκρατίας, η αμφισβήτηση της νομιμότητας της εκλογής του από την τότε αξιωματική αντιπολίτευση, παρεμπόδισε την αναθεώρηση του άρθρου 32 για να μην προκύψουν ζητήματα αμφισβήτησης της νομιμοποίησης του Προέδρου της Δημοκρατίας. Έτσι, το Σύνταγμά μας έμεινε ένα βήμα πίσω.
Αυτό δεν αποκαταστάθηκε τη μακρά περίοδο επώασης της αναθεώρησης του 2001, από το 1995 έως το 2001. Η σχετική διάταξη κρίθηκε αναθεωρητέα, αλλά με πλειοψηφία μικρότερη των 180 ψήφων, το 1998, και η Νέα Δημοκρατία δεν συνήνεσε σε μία λύση, η οποία θα αποσύνδεε τη διαδικασία εκλογής από τη διάλυση της Βουλής.
Από την άλλη μεριά, διάλυση της Βουλής λόγω αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας έχουμε, τυπικά, σε δύο περιπτώσεις τα 45 χρόνια της μεταπολίτευσης, το 1990 και το 2015. Η περίπτωση δε του 1990 δεν πρέπει να υπολογισθεί πολιτικά, γιατί ήταν συμφωνημένη διάλυση της Βουλής στο πλαίσιο της συμφωνίας για την οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα και τη διάρκεια ζωής της.
Άρα, στην πραγματικότητα έχουμε μία συγκρουσιακού χαρακτήρα αναγκαστική διάλυση της Βουλής, η οποία προκλήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, που τώρα προτείνει την αναθεώρηση της διάταξης αυτής. Και χαίρομαι, γιατί προσχωρεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην αντίληψη ότι πρέπει να αποσυνδεθεί η διαδικασία εκλογής του Προέδρου από την απειλή διάλυσης της Βουλής, διότι αυτό δεν εναρμονίζεται με τον θεσμικό ρόλο του Προέδρου και με το περιορισμένο φάσμα των αρμοδιοτήτων του.
Αλλά, εδώ, υπάρχει η εξής αντίφαση. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας βασίζεται στην επίμονη αναζήτηση της συναίνεσης. Δύο ψηφοφορίες, τρεις, τώρα έξι ψηφοφορίες, επαναλαμβανόμενες ανά εξάμηνο. Στο μεταξύ, πρέπει να σκεφθούν οι συνάδελφοι του ΣΥΡΙΖΑ ότι μπορεί να έχει διαλυθεί η Βουλή, να έχει εκλεγεί νέα Βουλή, οπότε πρέπει να δούμε, η νέα Βουλή θα τον εκλέξει με την παλιά διαδικασία, ακόμη και με σχετική πλειοψηφία ή θα αναζητά πάντα αυξημένη πλειοψηφία, κινδυνεύοντας και αυτή να διαλυθεί; Υπάρχει ένα τεχνικό κενό στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, από την άποψη αυτή. Αλλά, το βασικό είναι ότι ξαφνικά, από την αναζήτηση της κοινοβουλευτικής συναίνεσης, την επίμονη, πηγαίνουμε σε μία συγκρουσιακή διαδικασία ενώπιον του λαού και εντός του λαού, σε άμεση εκλογή, η οποία είναι από τη φύση της πολωτικού χαρακτήρα, προσφέρει μεγάλη νομιμοποίηση, αντιδιαστέλει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας από την πλειοψηφία της Βουλής και από την κυβέρνηση.
Άρα, για να αποφύγουμε τη διάλυση της Βουλής πηγαίνουμε σε εκλογές, οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν τεράστια κρίση νομιμοποίησης της κυβέρνησης. Θα μου πείτε, δεν υπάρχουν κοινοβουλευτικά συστήματα στην Ευρώπη που προβλέπουν άμεση εκλογή Προέδρου; Υπάρχουν, πολλά μάλιστα, όλα έχουν το λόγο τους όμως. Είναι είτε παλιά ημιπροεδρικά πολιτεύματα που μετεξελίχθηκαν σε κοινοβουλευτικά και διατήρησαν από αδράνεια τη λύση αυτή, είτε πρόκειται για κράτη που, διά της άμεσης εκλογής, διαδηλώνουν και επιβεβαιώνουν την κρατικότητα τους, όπως είναι η περίπτωση της Αυστρίας σε σχέση κυρίως με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Υπάρχουν προβλήματα συγκρούσεων νομιμοποίησης; Τεράστια.
Στις τελευταίες Προεδρικές εκλογές στη Ρουμανία ο εν ενεργεία Πρωθυπουργός ηττήθηκε στις εκλογές για Πρόεδρο της Δημοκρατίας και αυτό έχει δημιουργήσει μία παρατεταμένη κρίση νομιμοποίησης μέχρι τώρα.
Στη Σλοβακία, ο εν ενεργεία Πρωθυπουργός ηττήθηκε ως υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας και η Σλοβακία αυτή τη στιγμή έχει τεράστια προβλήματα, τα οποία συνδέονται ακόμη και με ζητήματα Κοινού Ποινικού Δικαίου.
Άρα, δεν έχουμε κανένα λόγο εμείς να διευκολύνουμε να παρεισαχθεί μία κρίση νομιμοποίησης μέσα στο πολίτευμά μας. Πρέπει να συμφωνήσουμε ότι θα αποσυνδέσουμε την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής, επιλέγοντας μία καθαρή κοινοβουλευτική λύση. Τις λύσεις τις είχαμε συζητήσει όλες το 2001 διά μακρών. Συνοπτικά οι λύσεις αυτές είναι, μείωση της πλειοψηφίας στο όριο της δεδηλωμένης, διότι εάν δεν έχεις 151 να εκλέξεις Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατά πάσα πιθανότητα έχεις χάσει και τη δεδηλωμένη, πρέπει να πάει η χώρα σε εκλογές ή εκλεκτορικό σώμα, όπως συμβαίνει με τη Γερμανία. Η Γερμανία είναι η ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης με κοινοβουλευτικό σύστημα και απλές λύσεις, συγκαλεί Κολλέγιο Εκλεκτόρων και εκλέγει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με απλή πλειοψηφία.
Άρα, εφόσον συμφωνούμε στην πρώτη λύση, ότι θα μπορούσε να εκλέγεται στην τρίτη ψηφοφορία με 151 ψήφους, δεν έχουμε λόγο να πάμε και στο Κολλέγιο, το οποίο εγώ θα το έβλεπα ως ισοδύναμη λύση εξίσου απλή, με τη συμμετοχή των δημάρχων και των περιφερειακών της χώρας.
Υπάρχουν όμως και προτάσεις οι οποίες αφορούν την αρμοδιότητα του Προέδρου, προτάσεις οι οποίες είναι ανώδυνες και προτάσεις οι οποίες δημιουργούν προβλήματα θεσμικών ισορροπιών. Καταρχάς σε σχέση με τα αντίβαρα, τα οποία είναι αναγκαία, πρέπει να πούμε ότι τα κύρια αντίβαρα σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα είναι τα δικαιώματα της αντιπολίτευσης, των μειοψηφιών γενικά, και οι δικαστικές αρμοδιότητες, η λειτουργία της δικαστικής εξουσίας. Δεν είναι αναγκαστικά η ύπαρξη ενός Προέδρου, ο οποίος λειτουργεί αντικυβερνητικά, μπορεί όμως να λειτουργεί ρυθμιστικά.
Δεν έχουμε λόγο να προτείνουμε αρμοδιότητες, οι οποίες εκβιάζουν την ιστορική συνέχεια και εμπειρία των θεσμών μας. Εμείς είχαμε μία μακρά εμπειρία σε σχέση με την εφαρμογή της αρχής της δεδηλωμένης, τυποποιήσαμε την αρχή της δεδηλωμένης στο άρθρο 37, λειτούργησε το σύστημα υπό συνθήκες κρίσης, επί πάρα πολλά χρόνια, με επιτυχία. Γιατί θέλουμε να καταφύγουμε σε άλλους θεσμούς που τους διαβάζουμε σε άλλες χώρες; Έχει λόγο η Ελλάδα να μιλά, για παράδειγμα, για το θεσμό της λεγόμενης δημιουργικής ψήφου δυσπιστίας όταν, στο άρθρο 37 και στο άρθρο 38, είναι τυποποιημένη η διαδικασία επιλογής και διορισμού του Πρωθυπουργού; Όχι, αυτό καλύπτεται. Η Γερμανία και η Ισπανία που έχουν δημιουργική ψήφο δυσπιστίας, δεν έχουν τυποποιημένους κανόνες διορισμού με βάση την αρχή της δεδηλωμένης. Ή .το ένα ή το άλλο, όχι και τα δύο.
Βέβαια εδώ εισάγεται και η πρόταση για την κοινοβουλευτική ιδιότητα του Πρωθυπουργού που ήταν και ένα στοιχείο διαφωνίας μας επιστημονικής με σημαντικούς συναδέλφους μου, παλαιότερους, στον κλάδο του Συνταγματικού Δικαίου. Δηλαδή μας έχει ενοχλήσει τόσο πολύ η εμπειρία της κυβέρνησης Ζολώτα ή η εμπειρία της κυβέρνησης Παπαδήμου και θέλουμε να την αποκλείσουμε, όταν αυτή είναι η βούληση της συντριπτικής πλειονότητας των βουλευτών, όταν μπορεί να χρειάζεται να διαμορφωθούν κυβερνητικά σχήματα τα οποία αναζητούν μία λύση σε κοινοβουλευτική προσωπικότητα; Νομίζω ότι είναι μία υπερβολική τυποποίηση χωρίς λόγο.
Και μια πολύ ελλειπτική αναφορά στο θεσμό του δημοψηφίσματος. Κοιτάξτε, όπως έχει πει η Επιτροπή Βενετίας του Συμβουλίου της Ευρώπης και όπως είπε πολύ πρόσφατα και η Ελληνική Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, υπάρχουν καλές πρακτικές για τα δημοψηφίσματα που παραβιάστηκαν κατάφορα στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015. Η λιτότητα και η ευκρίνεια του ερωτήματος και η ύπαρξη τουλάχιστον 15 ημερών απόστασης, ως προεκλογική εκστρατεία και περίοδος διαλόγου, μεταξύ της εξαγγελίας και της διεξαγωγής. Αυτά και τα δύο παραβιάστηκαν. Αυτά πρέπει να κατοχυρωθούν στο Σύνταγμα και η ελάχιστη συμμετοχή, για να είναι έγκυρο το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Τώρα, ο συνδυασμός λαϊκής πρωτοβουλίας και δημοψηφίσματος είναι μία πάρα πολύ παλιά ιδέα, δεν είναι τίποτα καινούριο ούτε παράδοξο. Πεντακόσιες χιλιάδες υπογραφές για εθνικό θέμα, ένα εκατομμύριο για ψηφισμένο νομοσχέδιο; Έχουν ειπωθεί αυτά κατά καιρούς. Εσείς πιστεύετε ότι στη φάση που βρίσκεται η ευρωπαϊκή δημοκρατία, η Ελλάδα ως μία εκδοχή ευρωπαϊκής δημοκρατίας πρέπει να έχουμε μπροστά μας μία μεγάλη περίοδο κατά την οποία το βασικό μας ζήτημα θα είναι η κινητοποίηση της κοινωνίας με συλλογή υπογραφών εναντίον της Βουλής, δηλαδή η διαρκής αμφισβήτηση της νομιμοποίησης της Βουλής; Γιατί, η Βουλή έχει τυπικώς στιγμιαία νομιμοποίηση, την οποία διεκδικεί να επιβεβαιώσει καθημερινά με τις αποφάσεις και τις λειτουργίες της, μέσω των πολιτικών κομμάτων και των επιλογών της. Πρέπει να θεσμοποιήσουμε, όχι μέσω του αποτελέσματος που θα είναι η διεξαγωγή δημοψηφίσματος, αλλά μέσω του ακτιβισμού της συνεχούς συγκέντρωσης υπογραφών, τη λειτουργία του Κοινοβουλίου και τη νομιμοποίηση του αντιπροσωπευτικού σώματος; Αυτό είναι πολύ κακή υπηρεσία στην ευστάθεια, την αξιοπιστία και την προοπτική της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Σας παρακαλώ πάρα πολύ να ξανασκεφθείτε τις εμπειρίες των δημοψηφισμάτων, και υπό την έννοια του referendum και υπό την έννοια του plebiscitum, και να συμφωνήσουμε στη συνταγματική κατοχύρωση των εγγυήσεων της καλής πρακτικής που απορρέουν από τις συστάσεις της Επιτροπής Βενετίας.
12.12.2018 | Ομιλία Ευ. Βενιζέλου στην Επιτρ. Αναθεώρησης κατά τη συζήτηση για ΠτΔ κ δημοψηφίσματα from Evangelos Venizelos on Vimeo.