Αθήνα, 7 Δεκεμβρίου 2014
Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου, Προέδρου του ΠΑΣΟΚ και Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης στη Βουλή κατά τη συζήτηση επί του προϋπολογισμού 2015
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, το κρίσιμο ερώτημα, καθώς βρισκόμαστε στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2015, είναι εάν αυτός ο προϋπολογισμός που καλούμαστε να ψηφίσουμε είναι ένας εικονικός, ένας τυπικός και ανούσιος προϋπολογισμός, γιατί εξαρτάται από την κατάληξη της διαπραγμάτευσης με την τρόικα και τους εταίρους, ή εάν έχει κάποια πραγματική αξία.
Ο προϋπολογισμός, λοιπόν, του 2015 έχει πολύ μεγάλη πολιτική αξία, γιατί είναι εκ των πραγμάτων ο προϋπολογισμός της αλλαγής σελίδας. Η χώρα ούτως ή άλλως περνά από 1ης Ιανουαρίου σε ένα άλλο θεσμικό πλαίσιο, ένα άλλο πλαίσιο σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση και με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Το κυριότερο όμως είναι ότι ο προϋπολογισμός αυτός έχει αξία, γιατί απηχεί τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της οικονομίας, όπως αυτά διαμορφώθηκαν μετά από πέντε θυελλώδη χρόνια προσπάθειας, τιτάνιας προσπάθειας, του ελληνικού λαού. Αυτός ο προϋπολογισμός συμπυκνώνει τις θυσίες του ελληνικού λαού.
Τι παρουσιάζει ο προϋπολογισμός;
Θετικό ρυθμό ανάπτυξης μετά από επτά χρόνια ύφεσης. Αυτό δεν είναι μια κουβέντα, δεν είναι στατιστική. Αυτό είναι η αλλαγή του κλίματος, αυτό είναι η ελπίδα κάθε επιχείρησης, κάθε οικογένειας, κάθε εργαζόμενου και κάθε άνεργου στον τόπο αυτό. Ο θετικός ρυθμός ανάπτυξης είναι αυτός που θα μας φέρει ξανά στη θέση που μας αξίζει μέσα στην Ευρώπη, μέσα στην παγκόσμια οικονομία. Ο θετικός ρυθμός ανάπτυξης είναι αυτός που απηχεί την αλλαγή των αντιλήψεων και των συμπεριφορών μέσα στην ελληνική κοινωνία και οικονομία.
Δεύτερον, ο προϋπολογισμός απηχεί το πρωτογενές πλεόνασμα. Το πρωτογενές πλεόνασμα δεν είναι μια χάρη που μας έκαναν οι εταίροι μας, μέσα από την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους και τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης των τόκων και των χρεολυσίων. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί επηρεάζει το δημοσιονομικό μας έλλειμμα, που είναι ήδη πάρα πολύ μικρό. Είναι 1% σχεδόν, ένα από τα καλύτερα στην Ευρωζώνη.
Το πρωτογενές πλεόνασμα όμως είναι το νοικοκύρεμα στη λειτουργία του κράτους. Είναι στην πραγματικότητα η δημοσιονομική απεικόνιση των μεγάλων διαρθρωτικών αλλαγών που έχουν γίνει στη λειτουργία του κράτους και στη σχέση κράτους, κοινωνίας και οικονομίας. Και το ελληνικό πρωτογενές πλεόνασμα σε διαρθρωτικούς όρους, λαμβανομένης υπόψη της ύφεσης που έχει προηγηθεί και των εφάπαξ μέτρων, είναι το καλύτερο παγκοσμίως, καλύτερο από αυτό της Σιγκαπούρης.
Ο προϋπολογισμός αποτυπώνει το ισχυρό τραπεζικό σύστημα, το οποίο είναι ισχυρό όχι χάρη των μετόχων των τραπεζών ή των τραπεζιτών –και ιδίως των παλιών μετόχων-, αλλά είναι ισχυρό για την προστασία των καταθέσεων και για την παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία.
Επίσης, ο προϋπολογισμός αποτυπώνει το γεγονός ότι υπάρχουν διαθέσιμα επενδυτικά κεφάλαια, δημόσια κατ’ αρχάς, μέσα από το νέο ΕΣΠΑ, το οποίο είναι μια πολύ μεγάλη ευκαιρία για την ελληνική οικονομία, τώρα που πρέπει να απογειωθεί ξανά.
Επίσης, ο προϋπολογισμός αποτυπώνει την ενίσχυση της εθνικής ανταγωνιστικότητας, που δεν φαίνεται μόνο στη δραστική βελτίωση του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών, αλλά φαίνεται και στον τρόπο με τον οποίο κινείται η οικονομία μας διεθνώς. Σήμερα ανακοινώθηκε ότι οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες ασφαλίζουν ξανά εξαγωγές και εισαγωγές προϊόντων στην Ελλάδα.
Αυτό είναι μια τεχνική διαπίστωση με τεράστια πολιτική σημασία. Σημαίνει ότι υπάρχει εμπιστοσύνη της αγοράς.
Ο προϋπολογισμός αποτυπώνει, επίσης, κάποια πράγματα που έχουν σημασία από τη σκοπιά του πολίτη. Διότι υπάρχει η σκοπιά του δημοσίου συμφέροντος και των δημοσιονομικών και μακροοικονομικών μεγεθών, αλλά υπάρχει και η σκοπιά του πολίτη, βέβαια, η οποία είναι και η πιο αυθεντική.
Ο προϋπολογισμός αυτός είναι που μας επιτρέπει τη μεγάλη παρέμβαση στα «κόκκινα» δάνεια, που σε λίγο θα επεκταθεί, με πρωτοβουλία των τραπεζών -των ίδιων τραπεζών- και στα στεγαστικά δάνεια. Αυτή η παρέμβαση στο ιδιωτικό χρέος -το κούρεμα του ιδιωτικού χρέους στην πραγματικότητα- γίνεται χάρη σε αυτό που έχουμε πετύχει, ιδίως το 2012, στο κούρεμα και την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους. Κάποιοι ρωτούσαν -άλλοι με αφέλεια, άλλοι με πονηριά- τι ενδιαφέρει τον κόσμο το γεγονός ότι το 2012 είχαμε ένα δραστικό κούρεμα του δημοσίου χρέους σε όρους καθαρής παρούσης αξίας 80% του ΑΕΠ, 180 δισεκατομμυρίων ευρώ και μια αναδιάρθρωση εντυπωσιακή σε σχέση με τη μέση διάρκεια, το μέσο επιτόκιο της λήξης της περιόδους χάριτος, τι ενδιαφέρει αυτό τον πολίτη. Να, τι τον ενδιαφέρει: Τον ενδιαφέρει η δυνατότητα να μειωθεί το δικό του χρέος, να διευθετηθεί, να αναδιαρθρωθεί, να αναπνεύσει το νοικοκυριό και η επιχείρηση.
Αυτά που νομοθετούμε είναι οι ελάχιστες διασφαλίσεις. Αυτά που θα δώσει η τραπεζική πρακτική από μόνη της, είναι πολύ περισσότερα και είναι μια μεγάλη ανακούφιση για την ελληνική κοινωνία, για τις επιχειρήσεις, για τα σπίτια.
Το δεύτερο, είναι το κοινωνικό πλεόνασμα που το έχουμε ξεχάσει, γιατί υπάρχει κοινωνικό πλεόνασμα. Υπάρχει το πλεόνασμα του πλεονάσματος. Υπάρχουν ευπαθείς ομάδες που είναι αποδέκτες των σχετικών μέτρων, που είναι μέτρα εξισορρόπησης αυτών των θυσιών και των προσπαθειών που έχουν γίνει τα προηγούμενα χρόνια. Και το πιο χαρακτηριστικό από όλα, αυτό που τα συμπυκνώνει όλα, είναι, βεβαίως, το εγγυημένο επίπεδο διαβίωσης, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, που από την πιλοτική του εφαρμογή πρέπει να περάσει το ταχύτερο δυνατόν στη γενικευμένη εφαρμογή σε όλους τους δήμους σε όλους τους πολίτες που έχουν πραγματική ανάγκη.
Το τρίτο και σημαντικότερο από την οπτική γωνία του πολίτη, είναι το θετικό ισοζύγιο απασχόλησης. Ναι, δειλά-δειλά, σιγά-σιγά η ανεργία μειώνεται, οι θέσεις που ανοίγουν είναι περισσότερες από τις θέσεις που κλείνουν. Αυτό έχει τεράστια σημασία για τις προοπτικές οικονομίας.
Βεβαίως, η συζήτηση για τον προϋπολογισμό αδικεί τις θυσίες των πολιτών και τα επιτεύγματα της χώρας. Επί μέρες τώρα στην Αίθουσα της Βουλής, επαναλαμβάνεται κατά βάθος η κριτική του 2010, του 2011, του 2012, του 2013. Είμαστε, όμως, πια αλλού. Κριτική γιατί ενταχθήκαμε στο πρόγραμμα, γιατί κάναμε την επιλογή της ευθύνης με κόστος τεράστιο και δυσανάλογο. Λες και υπήρχε άλλη λύση, λες και υπήρχε σχέδιο βήτα ή λες και υπάρχει τώρα άλλη λύση. Διότι κάποιοι πιστεύουν ότι έχουμε πια περάσει την κρίση οριστικά, αλλά αυτό μας δίνει και το δικαίωμα να κάνουμε ό,τι θέλουμε, όπως το θέλουμε και όποτε θέλουμε. Δεν είναι έτσι.
Κυρίως είναι προκλητική και άδικη και παράλογη μια κριτική που λέει ότι δήθεν βιαστήκαμε να βγούμε από το πρόγραμμα και, ταυτόχρονα, μια κριτική που λέει ότι κακώς δεν υποχωρούμε σε σχέση με τις απαιτήσεις της τρόικας, ώστε να κλείσει όσο γίνεται γρηγορότερα η διαπραγμάτευση. Έχετε αντιληφθεί πώς οργανώνεται ο δημόσιος διάλογος;
Η Αντιπολίτευση και ένα μέρος των σχολιαστών μας κατηγορεί ταυτόχρονα ότι είμαστε ενδοτικοί επειδή υποχωρούμε στις απαιτήσεις των εταίρων μας και επίσης ότι είμαστε παράλογα ανυποχώρητοι, γιατί δεν υποχωρούμε και δεν κλείνουμε άρον-άρον τη διαπραγμάτευση. Διότι η Αντιπολίτευση, η οποία εμφανίζεται ως Αντιπολίτευση αντιμνημονιακή και αντιτροϊκανή, έχει εδώ και πολύ καιρό πανικοβληθεί με τη σκέψη ότι χάνει το μνημόνιο και την τρόικα και στην πραγματικότητα, είτε ανοιχτά είτε συγκεκαλυμμένα, τάσσεται υπέρ της συνέχισης της παραμονής μας σε καθεστώς μνημονίου και σε καθεστώς επιτήρησης από την τρόικα.
Και αλήθεια, ας απαντήσουμε στο καίριο ερώτημα: Τι έγινε αυτούς τους μήνες, ιδίως από τον Σεπτέμβριο και μετά; Μήπως βιαστήκαμε; Μήπως εμείς προκαλέσαμε την αντίδραση των εταίρων και των αγορών, επειδήθέσαμε ζητήματα άκαιρα ή ανώριμα;
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Στήριξης, το δάνειο δηλαδή των 230 δισεκατομμυρίων, λήγει κατά το ευρωπαϊκό του σκέλος –που είναι το κορυφαίο σκέλος, το μεγαλύτερο- στις 31 Δεκεμβρίου του 2014. Δεν υπάρχει λόγος σύναψης νέου δανείου, άρα δεν υπάρχει λόγος σύναψης νέου προγράμματος.
Στις 6 Νοεμβρίου, πριν από λίγες εβδομάδες, το Eurogroup απεφάσισε με πανηγυρικό και δημόσιο τρόπο ότι το Πρόγραμμα λήγει και ότι η Ελλάδα πρέπει να ενταχθεί σε έναν από τους υφιστάμενους τακτικούς, προληπτικούς μηχανισμούς στήριξης της ελληνικής οικονομίας, όπως συμβαίνει και με τις οικονομίες όλων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης. Και το Πρόγραμμα αυτό είναι το περιβόητο ECCL, δηλαδή, μια προληπτική γραμμή η οποία θωρακίζει τη χώρα απέναντι στον κίνδυνο κερδοσκοπικών παιχνιδιών των αγορών.
Στην απόφασή του αυτή, στις 6 Νοεμβρίου, το Eurogroup λέει ρητά, επίσης, ότι θεωρεί αναγκαίο να υπάρχει μία εμπλοκή του ΔΝΤ και στη νέα φάση. Ούτως ή άλλως οι πάγιες ρυθμίσεις των προληπτικών μηχανισμών στήριξης προβλέπουν τη συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Και ένας λόγος παραπάνω, εμείς που έχουμε να παίρνουμε λεφτά από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με σχετικώς ευνοϊκά επιτόκια μέχρι και το 2016, έχουμε κάθε δικαίωμα και κάθε λόγο να μετατρέψουμε το Πρόγραμμα αυτό σε ένα προληπτικό, επίσης, πρόγραμμα, παράλληλο με αυτό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως θώρακα προστασίας έναντι των αγορών, έτσι ώστε να μπορούμε να ρυθμίζουμε τις σχέσεις μας μεταξύ αγορών και θεσμικών εταίρων, ευρωζώνης και ΔΝΤ, με ένα κριτήριο οφέλους και συμφέροντος ανάλογα με τα επιτόκια που μας δίνουν οι αγορές ή που μας δίνουν οι εταίροι μας.
Οι ευρωπαίοι εταίροι μας δίνουν πολύ χαμηλά επιτόκια, εντυπωσιακά χαμηλά. Τώρα το επιτόκιο του ευρωπαϊκού δανείου είναι μικρότερο της μονάδας, είναι 0,8%. Τα επιτόκια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι πολύ υψηλότερα, κοντά στα επιτόκια της αγοράς όπως τα πήραμε την άνοιξη του 2014.
Όμως, βλέπετε, όταν βγήκαμε στις αγορές πριν από τις ευρωεκλογές, είχαμε τη λυσσώδη αντίδραση της Αντιπολίτευσης. Είχαμε ένα εσωτερικό μέτωπο που μας έδειχνε με το δάχτυλο και έλεγε στις αγορές: «Προσέξτε τι κάνετε. Η Ελλάδα είναι ανέτοιμη και κακώς βγαίνει στις αγορές. Πρέπει να μείνει στο Πρόγραμμα. Πρέπει να μείνει στο μνημόνιο».
Και, φυσικά, κάποια στιγμή και οι αγορές αντέδρασαν. Και αντέδρασαν πού; Αντέδρασαν στην πολιτική αβεβαιότητα η οποία έχει δημιουργηθεί στη χώρα, κυριαρχεί στη χώρα, την βαραίνει και την παρεμποδίζει. Διότι εάν οι αγορές είχαν αφεθεί μόνες, χωρίς να υπάρχουν κάποιοι που δείχνουν τη χώρα τους με το δάχτυλο εσωτερικά, θα καταλάβαιναν αυτό που έχουν καταλάβει πολλοί εκπρόσωποι των αγορών, ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι εντυπωσιακά μικρό σε πραγματικούς όρους. Είναι πολλοί αυτοί που λένε ότι είναι μόλις 60% του ΑΕΠ, αν μετρηθεί σωστά.
Τι δυσκολεύει, λοιπόν, και τι παρατείνει τη διαπραγμάτευση;
Πρώτον, το γεγονός ότι η διαπραγμάτευση είναι πολυεπίπεδη. Είναι παράλληλα διαπραγμάτευση για την ολοκλήρωση του ισχύοντος Προγράμματος και διαπραγμάτευση για το νέο θεσμικό πλαίσιο. Και, προφανώς, υφέρπει το ζήτημα του δημοσίου χρέους που πρέπει και αυτό να διευθετηθεί, όπως ρητά προβλέπουν οι δεσμεύσεις του Eurogroup και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Φεβρουαρίου και του Νοεμβρίου του 2012.
Διότι εμείς κάναμε αυτό που έχουμε να κάνουμε και οι εταίροι μας οφείλουν να κάνουν πρόσθετα πράγματα σε σχέση με το χρέος. Όμως, αυτό είναι ένα κεφάλαιο που θα το δούμε.
Η διαπραγμάτευση γίνεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση και παράλληλα γίνεται με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, γιατί έχουμε δύο διαφορετικούς εταίρους, δύο διαφορετικών νοοτροπιών. Όμως, διεξάγεται και μια τρίτη διαπραγμάτευση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Διότι δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο σύστημα αυτό είναι έκφραση δυσπιστίας προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αυτό συνέβαινε και το 2010. Συμβαίνει και το 2015. Συμβαίνει σε σχέση με την Ελλάδα. Συνέβη και σε σχέση με την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, συμβαίνει σε σχέση με όλες τις χώρες.
Βέβαια, η διαπραγμάτευση γίνεται πολύπλοκη και παρατείνεται επειδή υπάρχει, όπως είπα και προηγουμένως, η πολιτική αβεβαιότητα. Δηλαδή, ας είμαστε απολύτως καθαροί μεταξύ μας: Το χρονοδιάγραμμα της διαπραγμάτευσης έχει διασταυρωθεί με το χρονοδιάγραμμα των συνταγματικών διαδικασιών εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας και άρα με τη συνταγματικά προβλεπόμενη πιθανότητα διάλυσης της Βουλής λόγω αδυναμίας εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας με αυξημένη πλειοψηφία. Αυτό το ξέρουν οι πάντες. Και περιμένουμε μια υπεύθυνη στάση από πολιτικές δυνάμεις που εκφράζουν ένα λαό και ένα έθνος και όχι το μικροκομματικό συμφέρον.
Αντί, λοιπόν, να ακούσουν μια υπεύθυνη τοποθέτηση, ακούν από την Αντιπολίτευση τη ρητή και κατηγορηματική αμφισβήτηση της αρχής της συνέχειας του κράτους. Διότι όταν η Αντιπολίτευση λέει ότι «εγώ δεν αναγνωρίζω τις δεσμεύσεις της Κυβέρνησης», λέει ότι «εγώ δεν αναγνωρίζω τη συνέχεια του κράτους». Δηλαδή ανατρέπεται η θεμελιώδης αρχή πάνω στην οποία είναι οργανωμένη η διεθνής κοινωνία, πάνω στην οποία είναι οργανωμένη η Ευρωπαϊκή Ένωση, πάνω στην οποία οργανώνεται η σχέση κράτους και αγορών -όλων των κρατών και όλων των αγορών, γιατί όλα τα κράτη, και τα πιο ισχυρά, δανείζονται για το δημόσιο χρέος τους από τις αγορές. Αυτό συμβαίνει από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι την Κύπρο, από τη Μάλτα μέχρι τη Ρωσική Ομοσπονδία.
Βεβαίως, αυτό προκαλεί και την αντίδραση των ξένων επενδυτών. Διότι ναι μεν οι Έλληνες επενδυτές, οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι λίγο πολύ συνηθισμένες και λειτουργούν και υπό συνθήκες πολιτικής αβεβαιότητας και προχωράει η οικονομία και έχουμε θετικό ρυθμό ανάπτυξης, υπάρχουν τα βλαστάρια, τα πράσινα, της νέας αυτής εποχής της ελληνικής οικονομίας, αλλά οι ξένοι επενδυτές οι οποίοι είναι επαγγελματίες σκληροί, κυνικοί, σου λένε, «εγώ αναστέλλω κάθε δραστηριότητά μου σε σχέση με την Ελλάδα, γιατί δεν είναι ξεκάθαρο το πολιτικό τοπίο και γιατί υπάρχει μία αβεβαιότητα, η οποία δεν μου επιτρέπει να κάνω επενδυτικές επιλογές, γιατί αυτές αποκτούν πρόσθετο πολιτικό ρίσκο, λόγω της στάσης της Αντιπολίτευσης». Και τη στάση αυτή την πληρώνει η ελληνική επιχείρηση, ο Έλληνας εργαζόμενος, ο Έλληνας άνεργος.
Επίσης, οι εταίροι μας δεν είναι παιδιά που πηγαίνουν στο κατηχητικό. Είναι σκληροί διαπραγματευτές. Εκφράζουν πάγια εθνικά συμφέροντα των κρατών -μελών. Καταγράφουν εύκολες δηλώσεις των πολιτικών κομμάτων για δήθεν μονομερείς ενέργειες ή διάφορες αφέλειες που λέγονται, που αν δεν είναι αφέλειες, είναι ψέματα ανοικτά και ωμά.
Είναι αφελής, εάν δεν είναι τελείως ψευδής, η προσέγγιση που λέει: Εντάξει, μη στεναχωριέστε. Θα γίνουν εκλογές. Θα αλλάξει η Κυβέρνηση. Θα έρθει μια Κυβέρνηση ριζοσπαστική, η οποία θα διαπραγματευθεί με άλλους όρους. Και η απειλή, η οποία θα εισπραχθεί αμέσως από τους ευρωπαίους εταίρους, θα οδηγήσει την Ευρώπη σε αλλαγή συμπεριφοράς. Κάτι θα δοθεί, κάποια υποχώρηση θα γίνει. Και αυτό θα είναι αρκετό για να εξηγήσουμε στον ελληνικό λαό τι θέλαμε να κάνουμε εμείς. Δεν έχουμε κανένα σχέδιο, ούτε μπορούμε να παρουσιάσουμε κάποιο σχέδιο. Όμως, προσδοκούμε στην ευγένεια, τις χειρονομίες εξευμενισμού που θα μας κάνουν οι ευρωπαίοι εταίροι.
Προσωπικά τα έχω ακούσει κι άλλες φορές τα θέματα αυτά, τα ίδια επιχειρήματα, την ίδια προσέγγιση και την έχω δει να διαψεύδεται στην πορεία αυτών των πέντε δύσκολων χρόνων, να διαψεύδεται οικτρά, γιατί οι συσχετισμοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι συσχετισμοί ιδεολογικοπολιτικοί, είναι συσχετισμοί διακρατικοί. Μία γερμανική κυβέρνηση είναι γερμανική κυβέρνηση είτε είναι χριστιανοδημοκρατική είτε σοσιαλδημοκρατική είτε συνεργασίας. Και μία ελληνική κυβέρνηση, ανεξαρτήτως της πολιτικής της ταυτότητας, αγωνίζεται να προστατεύσει μία χώρα που βρίσκεται στο επίκεντρο της κρίσης και πρέπει να βγει από το επίκεντρο της κρίσης στο ξέφωτο της νέας σελίδας.
Γι’ αυτό λέω ότι φοβούμαι πως υπάρχει παρεξήγηση μεγάλη γι’ αυτό που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Είπα όταν βρισκόμουν στη Βασιλεία, στην Ελβετία, στον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, ότι ενεργούμε στο όνομα του ελληνικού λαού. Δεν ενεργούμε οικεία βουλήσει, δεν ενεργούμε επειδή έτυχε να ασκούμε την εξουσία, γιατί βρεθήκαμε με κάποιο μαγικό τρόπο στην εξουσία. Όχι. Τον Ιούνιο του 2012 ο ελληνικός λαός, έχοντας πλήρη εμπειρία και πλήρη γνώση των συνεπειών κάθε επιλογής, με μεγάλη πλειοψηφία για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, με πλειοψηφία 47%, επέλεξε τη λύση της υπεύθυνης και επώδυνης εθνικής στρατηγικής, τη μόνη που υπάρχει. Και με αυτήν πορευόμαστε. Ο ελληνικός λαός κρίνει τα πάντα και τίποτα δεν μπορεί να σέρνεται στον τόπο αυτό, γιατί αυτό είναι βλαπτικό για την οικονομία και τη χώρα.
Είπαν όλοι: «Εδώ έχουμε μία προαναγγελία εκλογών;» Όχι. Ο ελληνικός λαός μπορεί να κάνει την επιλογή των εκλογών, αλλά μπορεί να κάνει και την επιλογή των μη εκλογών, ασκώντας την πίεσή του, ζητώντας υπευθυνότητα και συναίνεση, σε σχέση πρωτίστως με την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Γιατί η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι μία διαδικασία εξ ορισμού συναινετική, εκ του Συντάγματος συναινετική. Η αυξημένη πλειοψηφία υπάρχει για να διαμορφώνονται συναινέσεις, όχι για να απειλείται με διακοπή του βίου της η Κυβέρνηση και η Βουλή. Πρόκειται για την πλήρη διαστροφή των θεσμών.
Βέβαια, είναι ιστορική φάρσα εν έτει 2014 να μιλούν ορισμένοι για αποστασία, όταν κάποιοι Βουλευτές λένε, «ναι, θα φερθώ υπεύθυνα και υπό το φως των προβολέων, σε ανοιχτή ονομαστική ψηφοφορία, όχι σε ψηφοφορία μυστική, θα πω την άποψή μου για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και θα ψηφίσω υπέρ ή κατά της εκλογής ενώπιον του ελληνικού λαού».
Πολιτικός εκβιασμός και εκχυδαϊσμός του δημοσίου βίου είναι να λες ότι η ελεύθερη, κατά συνείδηση ψήφος του Βουλευτή είναι αποστασία ή είναι εξαγορά ή είναι παραφθορά. Παραφθορά του Συντάγματος και βιασμός της λογικής του πολιτεύματος είναι να θέλεις να μετατρέψεις το θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας από θεσμό συναίνεσης σε μοχλό πρόκλησης πολιτικής κρίσης στην πραγματικότητα.
Ο ελληνικός λαός, λοιπόν, ξέρει ότι έχει μπροστά του ένα δίλημμα. Και το δίλημμα είναι το ολοκληρωμένο σχέδιο που έχουμε προτείνει, που το διαπραγματευόμαστε και θα καταλήξει σε συμφωνία με τους εταίρους -όχι εύκολα, αλλά θα καταλήξει- αρκεί να μην έχουμε εσωτερική υπονόμευση ή την απόλυτη αβεβαιότητα ή το άγνωστο. Και το δίλημμα αυτό τίθεται πράγματι ενώπιον των πολιτών, όχι με τη μορφή εκλογών, αλλά με τη μορφή μίας μεγάλης δημόσιας συζήτησης. Όλοι πρέπει να τοποθετηθούν.
Βέβαια, στην κοινή γνώμη, η οποία παρακολουθεί με δυσκολία αυτά που λένε οι πολιτικές δυνάμεις λόγω των αντιφάσεων αυτού που προσπαθεί να πει το κάθε κόμμα, υπάρχουν αυτοί που θέλουν τη συμφωνία, γιατί ξέρουν ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο, υπάρχουν αυτοί που θέλουν εκλογές είτε από απόγνωση είτε από εσφαλμένη πολιτική εκτίμηση είτε από υστεροβουλία, βέβαια, γιατί θα κερδίσουν, πιστεύουν, από μία συνολική οικονομική και πολιτική αναστάτωση.
Και υπάρχουν και αυτοί -είναι η τρίτη και πιο ενδιαφέρουσα κατηγορία- που θέλουν κατά βάθος τη συμφωνία, την περιμένουν, αλλά είναι έτοιμοι να την κατακρίνουν ως ατελή, γιατί, δήθεν, υπήρχε μια καλύτερη εκδοχή της, αυτή που κανείς δεν διαπραγματεύεται, κανείς δεν προτείνει και κανείς δεν πρόκειται να φέρει.
Και βέβαια, όπως είπα και λίγα λεπτά νωρίτερα, υπάρχει το ζήτημα του χρέους. Το ζήτημα του χρέους δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο μιας μικροκομματικής αντιπαράθεσης, ούτε είναι δυνατόν να εγκλωβιστεί η δημόσια συζήτηση σε ένα ανύπαρκτο δίλημμα, κούρεμα ή μη κούρεμα. Γιατί εμείς καταφέραμε το 2012 να κουρέψουμε σε πρωτοφανές επίπεδο το χρέος, να το αναδιαρθρώσουμε με τον πιο ριζοσπαστικό τρόπο και, ταυτόχρονα, να εντάξουμε μέσα στην αναδιάρθρωση έναν μηχανισμό περαιτέρω μείωσης και περαιτέρω αναδιάρθρωσης μόλις πετύχουμε τους στόχους μας σε σχέση με το πρωτογενές πλεόνασμα. Και αυτό έχει συμβεί. Και τώρα ζητούμε τις παραμετρικές αλλαγές, οι οποίες, βεβαίως, παραμετρικές αλλαγές, σε όρους καθαρής παρούσης αξίας, είναι μείωση του χρέους, είναι κούρεμα.
Πιστεύετε, όμως, ότι αυτή τη συζήτηση, από σκοπιάς γενικού συμφέροντος, πρέπει να γίνει υπό όρους πολιτικής αβεβαιότητας ή πρέπει να γίνει με τον ορίζοντα καθαρό και με την ευθύνη μιας εθνικής διαπραγματευτικής ομάδας, για την οποία έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου να μιλάω από τον Ιούνιο του 2012; Τι θα λέμε εμείς; Ότι, ναι, ζητάμε την εφαρμογή των αποφάσεων του Eurogroup και κάποιοι άλλοι θα λένε, μονομερώς θα κουρέψουμε το «άδικο» χρέος, το οποίο ήδη έχουμε κουρέψει κατά 180 δις. Έχει αυτό καμία λογική;
Αυτά τα πράγματα γίνονται με επαγγελματισμό, με σύστημα, με ενότητα, με εχεμύθεια. Άρα, δεν μπορούν να γίνουν υπό όρους αβεβαιότητας. Δεν είναι δυνατόν εμείς να είμαστε πάντα αυτοί που φέρουν το βάρος της ευθύνης και κάποιοι άλλοι, πάνω στις πλάτες της δικής μας υπευθυνότητας, να στήνουν το χορό της δημαγωγίας, του ψέματος, της ανευθυνότητας, της ευτέλειας.
Υπάρχει, βεβαίως, και η αντίληψη που λέει ότι, κοιτάξτε, το ζήτημα του ελληνικού χρέους θα αντιμετωπιστεί μαζί με το ζήτημα του χρέους όλης της ευρωζώνης, δηλαδή της Ιταλίας, της Γαλλίας. Εμείς έχουμε εμπορεύσιμο χρέος στις αγορές μόλις 35 δις ευρώ. Η Γαλλία έχει χρέος 2 τρις 600 δις ευρώ, η Ιταλία 2 τρις 200 δις ευρώ. Και υπάρχουν άνθρωποι που λένε στην Ελλάδα σοβαρά ότι το ζήτημα του ελληνικού δημοσίου χρέους πρέπει να αντιμετωπιστεί συνολικά, ως ζήτημα ευρωζώνης.
Το κρισιμότερο είναι να πείσουμε τον κόσμο ότι θα προστατευθεί ο θετικός ρυθμός ανάπτυξης, θα προστατευθεί το θετικό ισοζύγιο απασχόλησης, ότι δεν θα μειωθούν μισθοί και συντάξεις και δεν θα ληφθούν νέα δημοσιονομικά μέτρα λιτότητας. Αυτές οι δεσμεύσεις ισχύουν στο ακέραιο. Θα τελειώσει, λοιπόν, η διαπραγμάτευση. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να έχουν τοποθετηθεί όλες οι πολιτικές δυνάμεις, έτσι ώστε να μπορούμε να συνεχίσουμε τη διαπραγμάτευση σε όλα τα ζητήματα -και στο χρέος- χωρίς κανένα στοιχείο πολιτικής αβεβαιότητας.
Αυτό σημαίνει ότι νέο πρόγραμμα δεν θα υπάρχει, γιατί δεν θα υπάρξει νέο δάνειο. Θα υπάρξει, όμως, μια μικρή τεχνική επέκταση των διαδικασιών ολοκλήρωσης του προγράμματος που λήγει, γιατί πρέπει να πάρουμε τις τελευταίες δόσεις του δανείου, γιατί αυτό είναι προς το συμφέρον της ελληνικής οικονομίας λόγω των εντυπωσιακά χαμηλών επιτοκίων με τα οποία δανειζόμαστε τα ποσά αυτά κι, επίσης, γιατί πρέπει να αποκτήσει θεσμική μορφή η πιστωτική γραμμή, η προληπτική, και η μετατροπή του προγράμματος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σε προληπτικό πρόγραμμα.
Χρειάζεται, λοιπόν, να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, να οριστικοποιηθεί νομικά η απόφαση για το θώρακα προστασίας και να αρχίσει η διευθέτηση του χρέους, έτσι ώστε να μπορέσουμε να εστιάσουμε στο θετικό ρυθμό ανάπτυξης κι όχι στο πρωτογενές πλεόνασμα.
Και όλα αυτά, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, συμβαίνουν σε μία περίοδο πρωτοφανών κρίσεων στον ορίζοντά μας. Το Κυπριακό, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, το ζήτημα των Σκοπίων, η συνολική εικόνα της ανατολικής και της νότιας γειτονιάς της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλουν πολύ μεγάλη προσοχή. Αξιώνουν λεπτούς χειρισμούς και εθνική συναίνεση. Δεν είναι τυχαίο ότι υπήρξε πυκνότητα πολιτικών και διπλωματικών ενεργειών τις τελευταίες εβδομάδες. Αυτό αναδεικνύει τη σημασία και της πολιτικής συνεννόησης, αλλά κυρίως της εθνικής συναίνεσης.
Στο πλαίσιο αυτό -και τελειώνω, κύριε Πρόεδρε- ο ρόλος του ΠΑΣΟΚ είναι ο ρόλος του εγγυητή, όχι απλά της κυβερνητικής, αλλά της εθνικής σταθερότητας και αυτό δεν τελεί υπό αίρεση ή προθεσμία. Είπα και προχθές, μιλώντας σε ένα κομματικό, παραταξιακό μας όργανο, ότι το ΠΑΣΟΚ δεν θα τροφοδοτήσει την αβεβαιότητα μετά την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Δεν θα το επιτρέψουμε. Δεν θα το επιτρέψω προσωπικά.
Κοιτάξτε, όλα αυτά χρόνια από το 2010 μας έχει βγει η ψυχή, κάνοντας μια υπεράνθρωπη και άδικη προσπάθεια. Την κάναμε -και την κάνω κι εγώ προσωπικά- ως ανταπόκριση σε μια διπλή υποχρέωση. Μια υποχρέωση απέναντι στην υπόσταση του έθνους και μία υποχρέωση απέναντι στην ενότητα και τον ρόλο της παράταξης.
Πάντα έχουμε μια αμφιθυμία εσωτερική, γιατί ανατρέπουμε δικές μας κατακτήσεις. Ανατρέπουμε δικές μας ευκολίες, προκειμένου να εκλογικεύσουμε λάθη, υπερβολές και αντιφάσεις της μεταπολίτευσης. Διαμορφώθηκε ένα ασύμμετρο πολιτικό πλαίσιο. Κάποιοι ανέλαβαν τις δυσκολίες, κάποιοι ανέλαβαν τον εύκολο ρόλο.
Λέει ο Απόστολος Παύλος στην Β΄ προς Κορινθίους επιστολή «ἔξωθεν μάχαι, ἔσωθεν φόβοι». Όποιος έχει ζήσει την πραγματική διαπραγμάτευση για την υπόσταση και την πορεία της χώρας, όποιος έχει βρεθεί αντιμέτωπος με διλήμματα, με εκβιασμούς, όποιος κλήθηκε να απαντήσει με ταχύτητα σε ερωτήματα υπαρξιακά με ιστορικό βάρος, ξέρει τι σημαίνει να πρέπει να αντέξεις, να πρέπει να απαντήσεις, να πρέπει να προστατεύσεις το εθνικό συμφέρον. Και να ξέρεις ότι όταν το κάνεις αυτό, μέσα στη μοναξιά της μάχης, θα έχεις να αντιμετωπίσεις τις ύβρεις, τις απειλές, τους προπηλακισμούς τις λοιδορίες, ποιων; Κάποιων που κάνουν τον έξυπνο και δεν καταλαβαίνουν ότι πολύ εύκολα θα μπορούσες να είσαι και εσύ στη θέση τους. Θα μπορούσες να έχεις πει: «Όχι, δεν αναλαμβάνω καμία ευθύνη. Εγώ θα εκπροσωπήσω το άφθαρτο, το νέο, το ριζοσπαστικό, το ευαίσθητο. Όποιοι έτυχε να έχουν την καυτή πατάτα ας την πάνε μέχρι το τέλος. Δεν μπαίνω στη μάχη». Μπήκαμε όμως στη μάχη -και πρόσωπα και κόμματα. Και τώρα είμαστε στο τέλος.
Η Αντιπολίτευση, και ιδίως η Αξιωματική, ανατρέπει μια ιστορική παράδοση. Θέλει να βγει από την ασφάλεια της αριστερής πολιτικής που ασκείται από τη θέση της αντιπολίτευσης. Διεκδικεί άλλο ρόλο. Θα δούμε πώς θα εξελιχθεί αυτό. Ακόμη δεν έχουμε τελειώσει. Είμαστε μέσα στη δίνη της ιστορίας.
Για να βγούμε, λοιπόν, από την περιδίνηση αυτή, πρέπει να είμαστε έντιμοι μεταξύ μας, ενωμένοι, υπεύθυνοι και διορατικοί.
Θα τα καταφέρουμε.