25 Οκτωβρίου 2006

Αγόρευση Ευ. Βενιζέλου στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος κατά τη συζήτηση επί του άρθρου 28 του Συντάγματος.


 

Tο άρθρο 28, όπως διαμορφώθηκε στην Αναθεώρηση 2001, ήταν προϊόν ώριμων σκέψεων και συμβιβασμών, όπως πρέπει να συμβαίνει με όλες τις συνταγματικές διατάξεις. Tο Σύνταγμα είναι προϊόν συναίνεσης μακράς διάρκειας.

Το άρθρο 28 έχει κορυφαία σημασία. Ενώ ακολουθούμε μία τόσο πολυτελή και μακρά διαδικασία στo πλαίσιο του άρθρου 110 για την τυπική Αναθεώρηση του Συντάγματός μας, για τη ρητή Αναθεώρηση του Συντάγματός μας, δυνάμει του άρθρου 28 συντελούνται καθημερινά άτυπες και σιωπηρές αναθεωρήσεις της συνταγματικής μας τάξης. Και αυτό συμβαίνει με τις συνταγματικές τάξεις όλων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το πρόβλημα μάλιστα εντοπίζεται στο ότι οι μεταβολές αυτές στην ουσιαστική συνταγματική μας τάξη δεν επέρχονται μόνο μέσω του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου, δηλαδή μέσω της τροποποίησης των ιδρυτικών συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και μέσω του παραγώγου κοινοτικού δικαίου, το οποίο προκύπτει με πολύ μεγάλη ταχύτητα και αδιαφάνεια και ρυθμίζει πλήθος θεμάτων. Διότι το ζήτημα δεν είναι αν η ισχύουσα συνθήκη της Νίκαιας ή το μελλοντικό Ευρωπαϊκό Σύνταγμα θέτει ζητήματα σύγκρουσης με τα εθνικά συντάγματα των κρατών-μελών. Υπάρχουν οδηγίες οι οποίες δημιουργούν τεράστια προβλήματα. Η οδηγία για την παροχή υπηρεσιών, η λεγόμενη οδηγία Μπολγκεστάϊν, ήταν στην αρχική της μορφή και εν μέρει είναι και όπως έγινε τελικά αποδεκτή από το Κοινοβούλιο, ένα πλήρες νεοφιλελεύθερης έμπνευσης οικονομικό Σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και ενώ έχει ατονίσει η συζήτηση για το πολιτικό Σύνταγμα της Ένωσης και είναι σε αδράνεια η διαδικασία ολοκλήρωσης της κύρωσης της Συνθήκης για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, κάποιοι ήθελαν να οδηγήσουν σε ένα ολοκληρωμένο οικονομικό Σύνταγμα. Άρα, εδώ συζητάμε ένα ζήτημα που όχι απλώς βρίσκεται στον πυρήνα της συζήτησης για την Αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά υπερβαίνει τη συζήτηση και την επικαλύπτει, γι’ αυτό και χρειάζεται άκρα προσοχή.

Βέβαια κάθε φορά που τίθεται ένα ζήτημα σύγκρουσης του παραγώγου κοινοτικού δικαίου με σύνταγμα κράτους-μέλους, κατά βάθος τίθεται ζήτημα σύγκρουσης μεταξύ παραγώγου και πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου. Γιατί θεμελιώδης διάταξη του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 6 της ισχύουσας Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι ο σεβασμός των κοινών συνταγματικών παραδόσεων και αξιών των κρατών-μελών. Άρα, είναι εξαιρετικά πιθανό, σχεδόν βέβαιο, ότι όταν υπάρχει σύγκρουση με κάποιο σύνταγμα (π.χ. για ατομικά δικαιώματα), υπάρχει σύγκρουση με τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις. Το ζήτημα, για παράδειγμα, της διακίνησης προσωπικών δεδομένων των ταξιδιωτών δεν είναι ένα ζήτημα το οποίο τίθεται με πρωτογενή κανόνα κοινοτικού δικαίου, αλλά με μία οδηγία, ή με μια συμφωνία –πλαίσιο του Συμβουλίου στο πλαίσιο του τρίτου πυλώνα που είναι διακυβερνητικού χαρακτήρα συμφωνία και ως εκ τούτου πρωτογενές δίκαιο. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, όμως, υπάρχει πρόβλημα συνταγμάτων των κρατών-μελών. Άρα, υπάρχει και πρόβλημα άρθρου 6 της Σύμβασης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Χρειάζεται, λοιπόν, να είμαστε εξαιρετικά φειδωλοί, διότι ενώ θέλουμε τόσο πολυτελή και μακρά διαδικασία και εκατόν ογδόντα ψήφους για τις ρητές αναθεωρήσεις, τις λίγες, του συνταγματικού κειμένου, πάμε να περνάμε από το παράθυρο σωρεία αναθεωρήσεων που δεν τις αντιλαμβανόμαστε και οι οποίες προκαλούν τη λεγόμενη διάτρηση του Συντάγματος, όπως συνέβαινε στο μεσοπόλεμο στη Γερμανία, με απλό νόμο και χωρίς ρητή αναφορά στην αναθεωρούμενη διάταξη. Εμείς είμαστε ευρωπαϊκά νομιμόφρων χώρα. Είμαστε μία φιλοευρωπαϊκή κοινωνία, παρά την ανασφάλεια και τις επιφυλάξεις που προκαλεί το ευρωπαϊκό φαινόμενο, διχάζοντας τις κοινωνίες. Και η δική μας κοινωνία αντιδρά με ανασφάλεια και διχασμούς, αλλά πάντως πολιτικά ταυτίζουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση με τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, την αίσθηση ανάπτυξης.

Άρα, τα πράγματα τα αντιμετωπίζουμε με μεγαλύτερη ευκολία απ’ ό,τι άλλες χώρες. Αλλά δεν μπορούμε την ευκολία να τη μετατρέψουμε σε ασυδοσία. Χρειαζόμαστε έναν ελάχιστο πυρήνα συνταγματικής αξιοπρέπειας της χώρας και συνταγματικού πατριωτισμού, για να μπορούμε να κάνουμε καλή διακυβερνητική διαπραγμάτευση. Γιατί το ευρωπαϊκό φαινόμενο είναι μια συνεχής ανοιχτή διακρατική διαπραγμάτευση πολύ πιο έντονη απ’ ό,τι είναι η διακομματική διαπραγμάτευση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πιο μεγάλη σημασία έχουν οι διακρατικοί συσχετισμοί παρά οι διακομματικοί στο επίπεδο του Κοινοβουλίου ή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Άρα, το Σύνταγμά μας είναι εξαιρετικά ισορροπημένο από την άποψη αυτή και είναι ανακριβής η παραδοχή της πρότασης της Νέας Δημοκρατίας ότι η κοινά αποδεκτή θέση είναι ότι για τις τροποποιήσεις του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου αρκεί η απλή πλειοψηφία των εκατόν πενήντα ενός, δηλαδή εφαρμόζεται η παράγραφος 3. Ποτέ δεν έγινε δεκτό αυτό.

Αντιθέτως, η κρατούσα στην επιστήμη άποψη είναι ότι συντρέχουν η παράγραφος 2 με την παράγραφο 3, άρα απαιτούνται οι ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις και των δυο παραγράφων και αυτό έγινε δεκτό και στη συζήτηση για την κύρωση της Συνθήκης για τη θέσπιση Ευρωπαϊκού Συντάγματος.
Το είχα θέσει με σαφή τρόπο. Υπήρξε έντονος προβληματισμός στην Κυβέρνηση που την εκπροσωπούσε τη στιγμή εκείνη η κ. Γιαννάκου, ο κ. Βαληνάκης και ο κ. Παυλόπουλος και καταλήξαμε στο ότι εφαρμόζεται αυτό, δηλαδή η αυξημένη πλειοψηφία των 3/5. Πρέπει δε να πω ότι συμφωνώ με τον κ. Κουβέλη, διότι για πολλά θέματα θα έπρεπε να καταφεύγουμε σε δημοψηφίσματα για μείζονες αλλαγές.

Το άρθρο 28 και η ερμηνευτική του δήλωση δεν αποτρέπει την παράλληλη εφαρμογή του άρθρου 44 για τον κυρωτικό νόμο μιας συνθήκης που τροποποιεί το πρωτογενές δίκαιο ή για οποιοδήποτε άλλο θέμα. Μπορεί να εμφανιστούν και θα εμφανιστούν περιπτώσεις, όπου η προσφυγή στο άρθρο 44 και η  διεξαγωγή δημοψηφίσματος είναι αναγκαία λόγω της μείζονος σημασίας του θέματος εθνικής ή κοινωνικής και οικονομικής.

Η παράγραφος 1 του άρθρου 28 δεν σχετίζεται με τα θέματα αυτά. Το άρθρο 28 παράγραφος 1, που και εμείς θέλαμε να το αναθεωρήσουμε –όπως προτείνει ο κ. Δένδιας σήμερα, αλλά αντιδρούσε η Νέα Δημοκρατία το 2001 και αποσύραμε την πρότασή μας- κακώς βρίσκεται εντεταγμένη ως διάταξη στο άρθρο 28. Η συστηματική του θέση βρίσκεται στο άρθρο 36. Είναι διάταξη συνδεόμενη με τη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας και τις προϋποθέσεις κύρωσης και επικύρωσης διεθνών συμβάσεων. Άρα, πρόκειται για διάταξη, η οποία αφορά την απάντηση του Ελληνικού Συντάγματος απέναντι στο αν η σχέση του διεθνούς δικαίου με το εθνικό δίκαιο είναι μονιστικού ή δυαδικού χαρακτήρα, αλλά δεν θα σας κουράσω με το θέμα αυτό.

Αφήστε λοιπόν, τη διάταξη αλώβητη. Προστατέψτε τη σχέση μας με το Σύνταγμά μας και ενισχύστε τη διαπραγματευτική θέση της χώρας κατά την εξέλιξη του ευρωπαϊκού φαινομένου. Μην παίζουμε με τα θέματα αυτά. Δεν μπορεί ένα κόμμα, η κυβερνητική πλειοψηφία μόνη της, χωρίς αυτοσυγκράτηση να προβαίνει σε τέτοιου είδους συμφωνίες και αλλαγές. Η κοινωνία δεν το αντέχει. Χρειάζονται και κοινοβουλευτικές συναινέσεις με ευρύτερη πλειοψηφία και κοινωνικές συναινέσεις.

Μία φορά μόνο αποπειράθηκε η Νέα Δημοκρατία το ’80 επί Γεωργίου Ράλλη να εφαρμόσει μόνο την τρίτη παράγραφο του άρθρου 28 για την επιστροφή της χώρας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Αντέδρασε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και όλη η αντιπολίτευση με τον Ανδρέα Παπανδρέου και αναγκάστηκε η Κυβέρνηση Ράλλη να υποβάλει πρόταση εμπιστοσύνης και άλλαξε τη βάση συζήτησης θέτοντας θέμα εμπιστοσύνης.

Άρα, λοιπόν, χρειάζεται να έχουμε συναίνεση στα θέματα αυτά και προσοχή και διορατικότητα ως προς το ευρωπαϊκό φαινόμενο. Ποιό είναι τώρα το θεσμικό και πολιτικό μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Γιατί πρέπει να παραδοθούμε προ του αγνώστου και να μη μετέχουμε ενεργά και αποφασιστικά στη διαμόρφωσή του;

 


*Βλ. σχετικά Ευ. Βενιζέλος, το αναθεωρητικό Κατεστημένο, 2002, σελ.229 επ.  του ίδιου, Συνταγματική αυτοσυνειδησία ή αναθεωρητικός οίστρος;, 2006, σελ.46 επ. του ίδιου, Η σχέση Εθνικού Συντάγματος και Ευρωπαϊκού Κοινοτικού δικαίου μετά την υπογραφή της Συνθήκης για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και την αναθεώρηση του ελληνικού Συντάγματος του 2001, ΕΕΕυρΔ, 2005, σελ.1 επ.