17 Ιανουαρίου 2007

Αγόρευση Ευ. Βενιζέλου στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος κατά τη συζήτηση επί των άρθρων 24 και 117 του Συντάγματος.



1. Ένα προοίμιο για την εισφορά της αναθεώρησης του 2001

H δημόσια συζήτηση τις τελευταίες ημέρες αναδεικνύει στα μάτια και του πιο νέου πολίτη της χώρας αυτής την ιδιαίτερη σημασία της Αναθεώρησης του Συντάγματος του 2001. Ποια είναι τα δύο μεγάλα θέματα που κυριαρχούν στην κοινωνική συζήτηση; Είναι η προστασία των ατομικών ελευθεριών, ιδίως όταν τίθενται ζητήματα ασφάλειας και όταν καλούμαστε να κάνουμε πολύ λεπτές εξισορροπήσεις και σταθμίσεις ανάμεσα στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και τη διαφύλαξη του κλίματος ασφάλειας, το οποίο έχει ανάγκη κάθε κοινωνία.

Και το δεύτερο μεγάλο θέμα είναι η παράδοξη εξέλιξη των κλιματολογικών συνθηκών, οι υψηλές θερμοκρασίες σε επίπεδα ασυνήθιστα για την εποχή και οι κίνδυνοι που απορρέουν, οι οποίοι μπορεί να εκδηλωθούν βραχυπρόθεσμα με τη μορφή έντονων καιρικών φαινομένων ή ασυνήθιστα πυκνών πλημμυρών, για παράδειγμα, το καλοκαίρι και βεβαίως μεσοπρόθεσμα οι επιπτώσεις μπορεί να είναι τεράστιες στο ίδιο το μοντέλο ανάπτυξης των σύγχρονων κοινωνιών. Και για τα δύο αυτά θέματα η Αναθεώρηση του 2001 έχει δώσει, σε ευρωπαϊκό τουλάχιστον επίπεδο, τις πληρέστερες, συνεπέστερες και αυστηρότερες απαντήσεις.

Η Αναθεώρηση του 2001 δεν είναι η αναθεώρηση του «βασικού μετόχου» και του «επαγγελματικού ασυμβιβάστου» των Βουλευτών, όπως κακώς επαναλαμβάνουν συνεχώς και κάποιοι συνάδελφοι εδώ μέσα. Είναι η αναθεώρηση εκατόν δεκαπέντε συνταγματικών διατάξεων που αφορούν το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την προστασία του ιδιωτικού βίου, την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών, με τις πιο νεωτερικές διατάξεις που βρίσκουμε σε ευρωπαϊκά συντάγματα και βεβαίως η προστασία του λεγόμενου «οικολογικού Συντάγματος», η προστασία του περιβάλλοντος, που είναι ένα από τα πιο σημαντικά αναθεωρητικά κεκτημένα.
Αυτό είναι, νομίζω, το προοίμιο που αξίζει στη συζήτηση για το άρθρο 24.

2. Το κεκτημένο του άρθρου 24

Προσωπικά με ικανοποιεί πάρα πολύ η διαπίστωση πως τώρα όλοι οι περιβαλλοντικοί φορείς, όλα τα επιστημονικά σωματεία, όλες οι οικολογικές οργανώσεις αγωνίζονται να διατηρηθεί αλώβητο το άρθρο 24, όπως το διαμορφώσαμε το 2001. Λίγο πριν την Αναθεώρηση του 2001, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στην προηγούμενη Αναθεωρητική Βουλή, υπήρχαν αμφισβητήσεις και καχυποψίες. Τελικά απεδείχθη ότι η αναθεωρημένη διατύπωση του άρθρου 24 είναι πλήρης, αυστηρή και είναι αυτή τη στιγμή ζητούμενο της κοινωνίας ο σεβασμός και η εφαρμογή του άρθρου 24.

Και χαίρομαι γιατί είχα εισηγηθεί ως γενικός εισηγητής τη διάταξη αυτή, χαίρομαι γιατί έστω και με καθυστέρηση κάποιων ετών, η ευρύτερη πλειοψηφία του ελληνικού λαού αντιλαμβάνεται τη σημασία που έχει το άρθρο 24.

Η πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας στην Ε’ Αναθεωρητική Βουλή το 1974 θέσπισε το τότε πρωτοποριακό άρθρο 24, χωρίς να έχει πλήρη συνείδηση του τι ακριβώς κάνει. Ευτυχώς ο δικαστής απέκτησε συνείδηση και χρησιμοποίησε εντατικά το άρθρο 24.

Η Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή, όμως, του 2001 ήξερε πάρα πολύ καλά τι κάνει. Θεσπίσαμε το ατομικό δικαίωμα του καθενός στην προστασία του περιβάλλοντος, θεσπίσαμε τη γενική αρχή της αειφορίας, που συνιστά το πλαίσιο για τα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα, που οφείλει να παίρνει το κράτος για την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος. Δώσαμε το νομικό, το συνταγματικό ορισμό του δάσους και της δασικής έκτασης, ώστε να υπάρχει ασφάλεια δικαίου και δώσαμε τον ορισμό αυτό κατά τα πορίσματα της δασολογικής επιστήμης -γι’ αυτό ούτε οι δασολογικές σχολές ούτε τα επιστημονικά σωματεία ζητούν αλλαγή του ορισμού- ακολουθώντας επί λέξει και κατά γράμμα τα πορίσματα της νομολογίας του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που είχε ορίσει την έννοια του δάσους και την έννοια της δασικής έκτασης. Προβλέψαμε το δασολόγιο και προβλέψαμε ότι ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τα πορίσματα της επιστήμης, lege artis, άρα με όλους τους κανόνες της διαφάνειας και της δημοσιότητας, που ούτως ή άλλως επιβάλλονται και από τις γενικές αρχές της έννομης τάξης μας.

Σας θυμίζω επίσης ότι το άρθρο 24 έμεινε αλώβητο, κατά το μεγαλύτερό του μέρος, από την Αναθεώρηση του 2001. Για παράδειγμα, οι παράγραφοι 3, 4 και 5 δεν εθίγησαν καθόλου, απ’ όλο δε το σύστημα του άρθρου 24 δύο μικρά εδάφια είναι αυτά που έχουν τεράστια διαχρονική σημασία, τα δύο πρώτα εδάφια της πρώτης παραγράφου: Το ατομικό δικαίωμα στην προστασία του περιβάλλοντος και η αρχή της αειφορίας. Γιατί το άρθρο 24 είναι πάρα πολύ αναλυτικό σε σχέση με τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, πάρα πολύ αναλυτικό σε σχέση με τον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό και την προστασία των μνημείων, είναι δηλαδή πάρα πολύ αναλυτικό όταν τίθενται ζητήματα δομημένου περιβάλλοντος, αλλά είναι πάρα πολύ αφαιρετικό, ελλειπτικό και γενικό ως προς όλα τα άλλα, που είναι και το μεγάλο παγκόσμιο και οικουμενικό πρόβλημα του περιβάλλοντος. Η δύναμη που κρύβεται στο ατομικό δικαίωμα του περιβάλλοντος και στην αρχή της αειφορίας είναι συντριπτικά μεγαλύτερη από την κανονιστική δύναμη που κρύβεται στις υπόλοιπες διατάξεις του άρθρου 24.

3. Η προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων

Ξεκινάω όμως από αυτές. Από τα οικοσυστήματα πράγματι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις απειλούνται γιατί συνδέονται με εμπράγματα δικαιώματα, με την ατομική ιδιοκτησία. Και οι διατάξεις περί δασών και χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού είναι αναλυτικές στο άρθρο 24 επειδή και η προστασία της ιδιοκτησίας στο άρθρο 17 του Συντάγματος είναι πάρα πολύ αναλυτική. Άρα, για να αντιρροπήσουμε την αναλυτική προστασία του άρθρου 17 έπρεπε να έχουμε αναλυτικές ρήτρες στο άρθρο 24. Και πρέπει το άρθρο 24 σε σχέση με τα δάση και τις δασικές εκτάσεις να παραμείνει αλώβητο. Το ίδιο ισχύει και ως προς το χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό.

4. Η πολιτική γης

Προσυπογράφω και εγώ τις παρατηρήσεις που έγιναν προηγουμένως από πολλούς συναδέλφους ότι το πρόβλημα της χωροταξικής, πολεοδομικής και δασικής νομοθεσίας δεν είναι συνταγματικό. Είναι πολιτικό. Ουδέποτε, δυστυχώς, η χώρα μας, η ελληνική έννομη τάξη απέκτησε μια συστηματική και πλήρη πολιτική γης. Ουδέποτε αποκτήσαμε μια ολοκληρωμένη και εφαρμοζόμενη από τη διοίκηση χωροταξική νομοθεσία. Ουδέποτε εφαρμόστηκε ο εθνικός χωροταξικός σχεδιασμός και ουδέποτε ολοκληρώθηκε μια συστηματική πολεοδομική νομοθεσία με πλήρη εφαρμογή του πολεοδομικού σχεδιασμού σε όλα τα επίπεδα.

Άρα ο νομοθέτης, τα κόμματα, οι κυβερνήσεις φταίνε, φταίμε, για την ταλαιπωρία του πολίτη και για το γεγονός ότι η δικαιοσύνη και ιδίως το Συμβούλιο της Επικρατείας επιδίδεται σε έναν δικαστικό ακτιβισμό, σε έναν υπερεντατικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, γιατί ο δικαστής θέλει να επιβάλλει τις δικές του πολιτικές εκτιμήσεις και το δικό του σχεδιασμό χωρίς να έχει τα μέσα, χωρίς να έχει την αρμοδιότητα, χωρίς να έχει τη γενική εικόνα υπ’ όψιν του, χωρίς να μπορεί να σταθμίσει τα συμφέροντα και το κάνει αυτό επειδή δυστυχώς δεν μπορεί να το κάνει αξιόπιστα και υπεύθυνα ο νομοθέτης.
Συνεπώς, ο νομοθέτης, δηλαδή εμείς φταίμε για τις ανεπάρκειες της έννομης τάξης. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο δικαστής πρέπει να υπερβαίνει τα όρια του δικαστικού ελέγχου, αλλά πρέπει πρώτα να στρέφουμε τα βέλη της κριτικής μας στο πολιτικό σύστημα και τα πολιτικά όργανα του κράτους και μετά τα βέλη της επιστημονικής κριτικής μας προς τη νομολογία.

Αυτά, λοιπόν, όλα μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο μέσα από έναν υπεύθυνο και ολοκληρωμένο σχεδιασμό, μόνο μέσα από την ολοκλήρωση του Κτηματολογίου, μέσα από την ολοκλήρωση του Δασολογίου, μέσα από μια σύγχρονη χωροταξική και πολεοδομική νομοθεσία. Και όλα τα προβλήματα που υπάρχουν σε σχέση με τα δάση και τις δασικές εκτάσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν στο μέτρο που το επιτρέπει η φύση και το επιτρέπει το Σύνταγμα, αν ο νομοθέτης είναι διαφανής και έντιμος κοινωνικά. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε εμείς –η επόμενη Βουλή- ως Αναθεωρητική Βουλή να δώσουμε το σύνθημα μιας επίθεσης κατά των δασών και των δασικών εκτάσεων.

5. Διεθνείς και ευρωπαϊκοί περιορισμοί

Αντιθέτως, πρέπει να ξέρουμε ότι το Διεθνές Δίκαιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο, το λεγόμενο soft law –δηλαδή, το εν εξελίξει και υπό διαμόρφωση δίκαιο- το οποίο εισέρχεται στη νομολογία μέσω γενικών αρχών και γενικών ρητρών και γενικών προδιαγραφών, μέσω των νομοθετικών στάνταρντ, ούτως ή άλλως κατισχύει και τα περιθώρια που έχει ο αναθεωρητικός νομοθέτης να διαστρέψει το περιεχόμενο του άρθρου 24 είναι ευτυχώς πολύ λίγα, σχεδόν μηδενικά, διότι εφόσον η προστασία του περιβάλλοντος συνδέεται με την προστασία της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της ανθρώπινης προσωπικότητας, δηλαδή με τα άρθρα 2 παράγραφος 1 και 5 παράγραφος 1 η προστασία του περιβάλλοντος εντάσσεται στο σκληρό πυρήνα των μη υποκείμενων σε αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος, σύμφωνα με το άρθρο 110 παράγραφος 1 του Συντάγματος.

Άλλωστε, ακόμα και αν δεν είχαμε τις ρυθμίσεις αυτές στο Σύνταγμα, θα ήμασταν υποχρεωμένοι να τις ακολουθήσουμε σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο μέσα από τη νομολογία των δικαστηρίων. Πρέπει να θεωρούμε τον εαυτό μας ευτυχή γιατί έχουμε αναλυτικές συνταγματικές διατυπώσεις. Κανένα πρακτικό θέμα απ’ αυτά που δήθεν κάποιοι θέλουν να λύσουν δεν μπορεί να λυθεί κατά παράκαμψη του Συντάγματος. Πρέπει να λυθεί, θα λυθεί με το σεβασμό του Συντάγματος. Τα άλλα δεν πρέπει να λυθούν, διότι πρέπει το ατομικό συμφέρον να κάμπτεται προ του δικαιώματος των επομένων γενεών, προ της αλληλεγγύης των γενεών, προ της αρχής της αειφορίας.

6. Κοινωνική αλληλεγγύη και αλληλεγγύη των γενεών

Τίποτα δεν είναι σημαντικό για το κοινωνικό κράτος, για τη συνοχή της κοινωνίας, για την αλληλεγγύη της κοινωνίας από την προστασία του περιβάλλοντος μες στο οποίο ζούμε. Και επειδή το άρθρο 24 αφορά εξίσου και το φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον και το φυσικό και το πολιτιστικό, ό,τι λέμε για τη φύση πρέπει να το επεκτείνουμε και στα έργα του πολιτισμού, στα μνημεία, στη συλλογική μνήμη, στη συλλογική συνείδηση, στη διηνεκή προστασία των μνημείων που είναι μια από τις πιο καινοτομικές διατάξεις του άρθρου 24, την οποία αξιοποιεί το Συμβούλιο Επικρατείας από το 1984.

Πρέπει να σας πω ότι η εντατική αυτή νομολογία δεν ξεκίνησε επί των ημερών του κυρίου Δεκλερή. Ξεκίνησε επί των ημερών των αειμνήστων Θεμιστοκλή Κουρουσόπουλου και Βάσου Ρότη από το τότε Δ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, πολύ πριν ιδρυθεί το διάσημο τώρα Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Μην ξεχνάτε άλλωστε ότι στο άρθρο 100 προβλέπεται τώρα με την παράγραφο 5 η υποχρέωση των τμημάτων να παραπέμπουν στην ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας τα ζητήματα της αντισυνταγματικότητας των νόμων και άρα η μετά το 2001 νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι νομολογία της ολομέλειας του δικαστηρίου, πολύ πιο ώριμη και πολύ πιο επεξεργασμένη στα θέματα αυτά.

Δεν είναι νομολογία μικρών δικαστικών σχηματισμών με πέντε δικαστές, εκ των οποίων δικαίωμα ψήφου έχουν τρεις, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Διότι όταν διατυπώνεται η βαρύνουσα γνώμη του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρέπει να διατυπώνεται με επαρκή αριθμό δικαστών που εκφράζουν τη βούληση του δικαστηρίου. Και αυτό έχει γίνει. Γι’ αυτό έχει διαμορφωθεί μια ασφαλής και σταθερή περιβαλλοντική νομολογία του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της χώρας.

Όμως, στο άρθρο 24 δεν θα βρούμε λέξη για τους υδροβιοτόπους. Δεν θα βρούμε λέξη για το μεγάλο πρόβλημα του θερμοκηπίου. Δεν θα βρούμε λέξη για τις κλιματολογικές αλλαγές. Αυτά όλα μπορεί να μην υπάρχουν ρητά στο άρθρο 24, αλλά υπάρχουν έμμεσα μέσω της έννοιας της αειφορίας και μέσω του ατομικού δικαιώματος στην προστασία του περιβάλλοντος.

7. Προστασία του περιβάλλοντος και ενεργειακή πολιτική

Πρέπει να πούμε επίσης ευθαρσώς ότι πολύ μεγάλη σημασία έχει βεβαίως η οργανωμένη περιβαλλοντική πολιτική από ειδικό Υπουργείο, πολύ μεγάλη σημασία έχει η χωροταξική και πολεοδομική και πολιτιστική πολιτική, αλλά ακόμη μεγαλύτερη σημασία για την προστασία του περιβάλλοντος έχει η ενεργειακή πολιτική της χώρας και το μοντέλο ανάπτυξης.

Πρέπει να θεωρούμεθα ευτυχής ως χώρα γιατί η παλαιά στέρησή μας σε σχέση με το βιομηχανικό μοντέλο ανάπτυξης, αυτή που μας έφερνε πίσω από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες στις δεκαετίες του ’50 του ’60 και του ’70 μας επιτρέπει τώρα να προσαρμοστούμε πολύ καλύτερα στο μεταβιομηχανικό μοντέλο. Αλλά έχουμε δυστυχώς και στην περιορισμένη δευτερογενή μας παραγωγή πολλές ενεργοβόρες δραστηριότητες και έχουμε και μια πρωτογενή παραγωγή, μια αγροτική παραγωγή, που δεν κάνει ορθολογική χρήση των υδατικών αποθεμάτων και πολλές φορές είναι ενεργοβόρα η ίδια.

8. Ένα ενδοπεριβαλλοντικό μοντέλο ανάπτυξης

Άρα, αυτό που πρέπει να συζητήσει η Βουλή δεν είναι η αναθεώρηση του άρθρου 24, αλλά η πλήρης αξιοποίηση και εφαρμογή του άρθρου 24, ώστε το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας να είναι μοντέλο ανάπτυξης ενδοπεριβαλλοντικό. Έχει προ πολλού ξεπεραστεί η στάθμιση ανάμεσα στο περιβάλλον και την ανάπτυξη. Αυτά ήταν προβληματισμοί της δεκαετίας του ’70. Δεν υπάρχει δίλλημα μεταξύ περιβάλλοντος και ανάπτυξης. Δεν εννοείται ανάπτυξη χωρίς προστασία του περιβάλλοντος! Κάθε ανάπτυξη είναι άξια του ονόματός της, μόνο εφόσον σέβεται το περιβάλλον. Γιατί; Γιατί οι θεμελιώδεις, οι πιο πολύτιμοι ενδογενείς πόροι ανάπτυξης που έχει η χώρα αυτή, πέραν των ανθρώπων της, είναι η γη της και το περιβάλλον της. Μια χώρα του πολιτισμού, μια χώρα του τουρισμού, μια χώρα των υπηρεσιών, μια χώρα της ιστορικής μνήμης, μια χώρα του οικουμενικού πολιτισμού έχει ως βασική πλουτοπαραγωγική πηγή το περιβάλλον το φυσικό, το δομημένο, το πολιτιστικό.

Άρα, λοιπόν, έχουμε υποχρέωση ουσιαστικά να συζητήσουμε για το μεταβιομηχανικό μοντέλο ανάπτυξης και για τη ριζική ανατροπή της ενεργειακής μας πολιτικής. Η χώρα πρέπει να σεβαστεί επιτέλους το Κιότο με τραγική καθυστέρηση. Πρέπει να πρωτοπορήσει μέσα στο νέο πλαίσιο που εισηγείται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεν αρκεί η μείωση των ρύπων κατά 20% και η εξοικονόμηση ενέργειας κατά 20%. Πρέπει να συζητήσουμε σε τελείως διαφορετική βάση για το ρόλο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ελλάδα. Πρέπει να δούμε πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε τους ενδογενείς ενεργειακούς μας πόρους.

9. Προστασία του περιβάλλοντος και δημοκρατία

Πρέπει να δούμε αυτά τα ζητήματα και όχι ζητήματα διευθέτησης μικροσυμφερόντων, τα οποία έχουν ορίζονται λίγων ετών ή λίγων δεκαετιών, ενώ εμείς αντιμετωπίζουμε εδώ πρόβλημα που αφορά την ίδια την υπόστασή μας, όταν έστω μια μερίδα της επιστήμης, έστω η πιο επιθετική εκδοχή της επιστήμης, θέτει ζήτημα απερήμωσης για μια χώρα που βρίσκεται στην ευρωπαϊκή ήπειρο, όπως η Ελλάδα.

Άρα, άλλα είναι τα πεδία της συζήτησης του 21ου αιώνα. Δεν μπορούμε να κάνουμε εδώ μία συζήτηση των μέσων του 20ου αιώνα. Είμαστε υποχρεωμένοι να ανοίξουμε όλο το φάσμα των περιβαλλοντικών και οικολογικών ευαισθησιών και να το οργανώσουμε πολιτικά, διότι εάν το πολιτικό σύστημα, εάν το κοινοβουλευτικό σύστημα δεν εκφράσει αυτήν την οικολογική, δηλαδή την ιστορική και υπαρξιακή αγωνία, αυτή θα εκφραστεί μέσω άλλων διαδικασιών και από άλλους φορείς, που λογικό είναι να διεκδικούν μία πολύ αυθεντικότερη εκπροσώπηση της αγωνίας της κοινωνίας σε σχέση με τα κόμματα.

Ουσιαστικά, λοιπόν, η συζήτηση για το άρθρο 24 είναι συζήτηση για την ποιότητα και την πειστικότητα της δημοκρατίας και του πολιτικού μας συστήματος και πρέπει το μήνυμα που θα στείλει η Βουλή να είναι όχι απλά και μόνον ο σεβασμός και η εφαρμογή του άρθρου 24, που πρέπει να μείνει ακέραιο και αλώβητο, αλλά και η προσθήκη στη σκέψη μας νέων διαστάσεων οικολογικής πολιτικής που, για να την ασκήσει κανείς, πρέπει πρώτα να τη διαμορφώσει. Και για να τη διαμορφώσει δεν μπορεί να αρκείται σ’ έναν ορίζοντα στενό, εθνικό ούτε καν ευρωπαϊκό, διότι τα μεγέθη αυτά είναι από τη φύση τους μεγέθη οικουμενικά, πλανητικά.

Αυτή τη συζήτηση έπρεπε να κάνουμε σήμερα και όχι μία συζήτηση εκπροσώπησης μικροσυμφερόντων στο πλαίσιο μιας κορπορατίστικης, συντεχνιακής ουσιαστικά ανάγνωσης του Συντάγματος. Το πρόβλημα της οικολογικής ευαισθησίας και του περιβαλλοντικού Συντάγματος είναι κεντρικό και κορυφαίο πρόβλημα της σύγχρονης μεταβιομηχανικής δημοκρατίας. Και θέλω να σας παρακαλέσω, ανεξαρτήτως συγκεκριμένης κομματικής τοποθέτησης, να προστατεύσουμε το κύρος του Κοινοβουλίου και το κύρος του Συντάγματος και να στείλουμε προς την κοινωνία και τους πολίτες ένα μήνυμα επαγρύπνησης και ενεργού συμμετοχής σ’ ένα ζήτημα που μπορεί να ενώσει την κοινωνία και μπορεί να δώσει βαθύτερο αίσθημα ασφάλειας στους νεότερους ιδίως πολίτες. Διότι μπορεί εμείς να μη ζούμε την απειλή της κλιματολογικής μεταβολής, αλλά τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας ζουν την απειλή αυτή και σ’ αυτή την απειλή πρέπει εμείς να υψώσουμε τουλάχιστον τους νομικούς φραγμούς που μπορούμε ως αναθεωρητική διαδικασία, να υψώσουμε.

 


 *Βλ. σχετικά Ευ. Βενιζέλος, Το αναθεωρητικό κεκτημένο, 2002, σελ. 182 επ. του ίδιου, Συνταγματική αυτοσυνειδησία ή αναθεωρητικός οίστρος;, 2006, σελ. 26 επ.