27 Σεπτεμβρίου
Άρθρο Ευάγγελου Βενιζέλου για την εφημερίδα Κεφάλαιο και το Capital σε συνεργασία με τους ΝΥΤ στο αφιέρωμα «Μεγάλες Ιδέες» με κεντρικό θέμα «Τι φοβόμαστε;»
Φοβόμαστε τον φόβο μας
Ο φόβος είναι η άλλη όψη της θνητότητάς μας, θεμελιώδες στοιχείο της φύσης του ανθρώπου. Μάλιστα, παρότι το αίσθημα του φόβου είναι η διαρκής και ενστικτώδης υπόμνηση της αδυναμίας του ανθρώπου είναι και γενετικό στοιχείο της αξίας του. Η αξία του ανθρώπου αποδίδεται στον θνητό, αδύναμο και συχνά φοβισμένο άνθρωπο που αγωνίζεται να υπερβεί ή έστω να διαχειριστεί τον φόβο του και συμβιώνει με αυτόν έως τον θάνατό του.
Επ´ελπίδι αναστάσεως για όσους πιστεύουν σε αυτήν και την προσδοκούν.
Η περιορισμένη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής και ο πρωτογενής φόβος του θανάτου επιμερίζεται και εμφανίζεται ως φόβος απέναντι στην αρρώστια, την αδυναμία, τη φτώχεια, τη δυστυχία, τη μοναξιά, την απώλεια του άλλου μέσω του οποίου γινόμαστε πρόσωπα με σχέσεις, απέναντι δηλαδή στο πένθος για τον θάνατο του άλλου που μας προσδιορίζει ως πρόσωπο. Φοβόμαστε συνεπώς επειδή ζούμε, επειδή αναμένουμε να πεθάνουμε και επειδή ως εκ τούτου περιβαλλόμαστε από άπειρες απειλές, φυσικές και ανθρωπογενείς. Αυτό στο πυρήνα του δεν μεταβάλλεται από τις πολιτιστικές επεξεργασίες του ορθολογικού ανθρώπου που αγωνίζεται να κατανοήσει το σύμπαν και να διαχειριστεί τη σχέση του με τη φύση. Άλλωστε ο φόβος του θανάτου είναι η μήτρα του πολιτισμού αλλά κάθε πολιτισμός είναι εντέλει μια συλλογική αφήγηση για τον φόβο του θανάτου, η έκφραση της ανάγκης ο θάνατος του ανθρώπου να αντιρροπίζεται από την επιβίωση της ανθρωπότητας, των ανθρώπων που αγαπάμε, πρωτίστως των ανθρώπων που συνιστούν τη βιολογική ή ταυτοτική μας συνέχεια, για την ακρίβεια όλων των σχέσεων που μας παρέχουν την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση ότι διασφαλίζεται η μνήμη μας. Φοβόμαστε τη λησμονιά, το πεπερασμένο, αναζητούμε ως εκ τούτου μέσα από τη σχέση μας με τον Θεό, με το θρησκευτικό φαινόμενο, με την υπέρβαση του χρόνου και των όριων του, έστω μέσα από τη σχέση μας με την Ιστορία μια ελπίδα μνήμης, μια ελπίδα εσχατολογική που λειαίνει τον φόβο για το επέκεινα.
Ο φόβος ως βασικό ένστικτο είναι συνεπώς διαφορετικός από τις φοβίες, συνηθισμένες ή παθολογικές. Είναι διαφορετικός από τον ειδικότερο φόβο απέναντι στις επιμέρους απειλές που μας περιβάλλουν καθώς ζούμε μέσα σε μια κοινωνία κινδύνου σε όλα τα επίπεδα, τοπικό, εθνικό, περιφερειακό / ευρωπαϊκό, παγκόσμιο. Απειλές βιολογικές, τεχνολογικές, κοινωνικές. Απειλές που εκδηλώνονται με τη μορφή υλικής ή έστω συμβολικής βίας.
Αυτή η προσέγγιση του φόβου αφορά βεβαίως τη δική μας ιστορική και πολιτιστική πρόσληψη. Αφορά τον φόβο του δυτικού / ορθολογικού ανθρώπου. Αυτή η προσέγγιση του φόβου διατηρεί προφανώς πάντα το αρχαϊκό και ενστικτώδες περιεχόμενό του αλλά έχει διέλθει από τη μήτρα του διαφωτισμού και της νεωτερικότητας. Προσπαθεί συνεπώς να εξωραΐσει ή έστω να υπαγάγει σε κάποιο διανοητικό και κατ´επέκταση πολιτιστικό και κοινωνικό έλεγχο τις αντιδράσεις. Αυτό καθίσταται από ιδιαίτερα δύσκολο έως μάταιο όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη δύναμη της φύσης (φυσικές καταστροφές, πανδημίες, κλιματική κρίση), την αδυναμία της τεχνολογίας παρά την οίηση της υπεροχής της ή μάλλον εξαιτίας αυτής (όπως συμβαίνει με την τεχνητή νοημοσύνη και τη μηχανική μάθηση ή τις απώτατες δυνατότητες της βιοτεχνολογίας), τον πρωτογονισμό της βίας του «πολιτισμένου» ανθρώπου (μέσα στην οικογένεια και τον ιδιωτικό βίο ή σε κάθε πτυχή της κοινωνικής συμβίωσης), τον παραλογισμό των ακραίων εκδηλώσεων του διεθνοπολιτικού συσχετισμού δυνάμεων που είναι η πυρηνική απειλή.
Ο υπαρξιακός χαρακτήρας του φόβου καθιστά μηδαμινές τις φοβίες και ανυψώνεται σε δέος, μίγμα φόβου και σεβασμού λόγω αδυναμίας. Αυτός ο φόβος μετατρέπεται σε κοινοτοπία. Η κοινοτοπία του φόβου δεν αφορά τα στερεότυπα, τις γενικολογίες με τις οποίες προσπαθούμε να τον ξορκίσουμε, αλλά την πάντοτε παρούσα κοινοτοπία του κακού που ξέρουμε ότι υπάρχει, παρότι πολύ συχνά προσπαθούμε να το ξεχνούμε ή να αποφεύγουμε να το ονοματίσουμε.
Φοβόμαστε συνεπώς την αδυναμία μας και προσπαθούμε να τη διαχειριστούμε, αλλά αυτό προϋποθέτει τουλάχιστον σεβασμό στον φόβο του άλλου και τις καταφυγές που διαθέτει ή επιλέγει αναζητώντας παρηγοριά και ελπίδα. Αυτή μπορεί να αφορά τον κόσμο και την Ιστορία, τη βελτίωση ή την επιδείνωση των συνθηκών της ζωής, μπορεί όμως να αφορά και το πέραν αυτών.
Η ερώτηση «τι φοβόμαστε;» είναι συνεπώς παραπειστική γιατί η απάντηση είναι τελικά ταυτολογική. Φοβόμαστε τον φόβο μας. Την ανθρώπινη και πεπερασμένη φύση μας. Την καταστατική αδυναμία μας. Αυτό λειτουργεί αφενός ως κίνητρο για τις μεγάλες κατακτήσεις της ανθρωπότητας και τη θέση που διεκδικεί κάθε κοινωνία μέσα στον ιστορικό ορίζοντα και κάθε άνθρωπος στον διάλογο με τη μοίρα του, αφετέρου ως «έσοπτρο» μέσω του οποίου προσπαθούμε να δούμε το μέλλον και να απαντήσουμε στο αίνιγμα που θα μας γλιτώσει από τον φόβο.