18 Μαρτίου 2005
Η απόφαση της Βουλής για το επίδομα «προσαρμογής» των τέως βουλευτών στη νέα τους κατάσταση ήταν πολλαπλά ατυχής: Εξέθεσε τη Βουλή, τους βουλευτές και το κοινοβουλευτικό πολίτευμα στην οξύτατη κριτική των μέσων ενημέρωσης. Δημιούργησε την εντύπωση ότι η Βουλή κινείται με συντεχνιακά κριτήρια. Προκάλεσε συγκρίσεις με το μέσο επίπεδο αμοιβών και συντάξεων και αναζωπύρωσε την αίσθηση ότι οι βουλευτές έχουν προνόμια που δεν δικαιολογούνται από το λειτούργημά τους. Αυτή η αλυσίδα αντιδράσεων προκλήθηκε για λόγους τόσο ουσιαστικούς όσο και διαδικαστικούς.
15 Μαρτίου 2005
Μετά το συνέδριο
του Ευ. Βενιζέλου
Το Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ ήταν ένα εξωστρεφές πολιτικό γεγονός. Εξέπεμψε ένα σαφές και ισχυρό μήνυμα ενότητας, αυθεντικότητας και ανανέωσης. Σε τέτοιου είδους γεγονότα σημασία δεν έχει αυτό που συμβαίνει τις τρεις ημέρες της συνεδριακής διαδικασίας , αλλά όσα προηγούνται και κυρίως όσα έπονται.
Το Συνέδριο ήταν συνεπώς μία ενδιαφέρουσα στιγμή που μπορεί να σηματοδοτήσει την έναρξη μιας νέα πολιτικής περιόδου. Οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο δεν διαμορφώνονται βέβαια από το Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, αλλά κυρίως από την πάροδο του πρώτου χρόνου της κυβερνητικής θητείας της Ν.Δ. Μέχρι πριν από λίγο η κυβέρνηση είχε το πλεονέκτημα να συγκρίνει τις πράξεις και τις παραλήψεις των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ με τις υποσχέσεις και τις αξιολογικές κρίσεις του κ. Καραμανλή. Τώρα που η κυβέρνηση διαθέτει τα δικά της πεπραγμένα, αυτά δεν συγκρίνονται μόνο με τον απόηχο της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, αλλά και με τις προεκλογικές δεσμεύσεις του κυβερνώντος κόμματος.
13 Μαρτίου 2005
Τα πολιτικά γενέθλια του κ. Καραμανλή
του Ευ. Βενιζέλου
Λίγες φορές στην πολιτική ιστορία της χώρας μία κυβέρνηση ανέλαβε τα καθήκοντα της με τόσο προνομιακούς όρους, όσο η κυβέρνηση της Ν.Δ. πριν ένα χρόνο: Η χώρα διέθετε την κεκτημένη ταχύτητα της ολυμπιακής προετοιμασίας και του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, ενώ στην εξωτερική πολιτική είχαν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις για σημαντικές εξελίξεις στο Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Ο κ. Καραμανλής είχε καταφέρει, ως αρχηγός της αντιπολίτευσης να διαμορφώσει μία ηθικίζουσα νεοσυντηρητική ρητορεία, βασισμένη στις έννοιες της διαφάνειας και της διαπλοκής σε συνδυασμό με την φθορά που αναπόφευκτα υπέφερε η μακρά παραμονή του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.
11 Μαρτίου 2005
Η υπογραφή της Συνθήκης για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα μπορεί να ανοίξει μια νέα εποχή για την Ευρωπαϊκή Ενωση, εφόσον προηγουμένως επιτευχθεί κάτι που δεν είναι καθόλου απλό και αυτονόητο: Η κύρωση και η επικύρωση της Συνθήκης από τα 25 κράτη-μέλη σύμφωνα με τις συνταγματικές διαδικασίες που προβλέπονται στο καθένα από αυτά, είτε μέσω δημοψηφίσματος, είτε μέσω του Κοινοβουλίου, είτε μέσω του συνδυασμού αυτών των δύο τρόπων.
Οπως συμβαίνει πάντοτε έως τώρα με τα μεγάλα βήματα στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (από την Ενιαία Πράξη στο Μάαστριχτ, από εκεί στο Αμστερνταμ και στη συνέχεια στη Νίκαια), η υπογραφή της νέας Συνθήκης και η έναρξη των διαδικασιών κύρωσής της σηματοδοτεί ουσιαστικά την έναρξη μιας νέας διαπραγμάτευσης.
8 Μαρτίου 2005
Το πρόβλημα των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας, που κατέστη επίκαιρο λόγω των γνωστών υποθέσεων, δεν είναι μόνο ζήτημα θεσμών, αλλά και ζήτημα ιδεολογίας και νοοτροπίας.
Το Σύνταγμα δεν επιβάλλει ούτε μία πολιτειοκρατική αντίληψη της Εκκλησίας, ούτε μια εκκλησιοκρατική αντίληψη του Κράτους. Επιβάλλει (άρθρο 13) τον απόλυτο σεβασμό της θρησκευτικής ελευθερίας και ισότητας όλων των πολιτών, oρθοδόξων και μη, τόσο ατομικά όσο και μέσω των θρησκευτικών και μη ομολογιακών ενώσεών τους (Εκκλησιών, κοινοτήτων κ.ο.κ.). Επιβάλλει επίσης να τηρούνται οι εκκλησιαστικοί κανόνες που διέπουν τη σχέση Εκκλησίας της Ελλάδος και Οικουμενικού Πατριαρχείου (άρθρο 3). Όλα τα άλλα μπορούν και πρέπει να ρυθμιστούν με τον νόμο, έτσι ώστε όλοι να νιώθουν ατομικά και συλλογικά ελεύθεροι και ίσοι στα θέματα αυτά, το Κράτος να μην ασχολείται με ζητήματα που δεν το αφορούν και η Εκκλησία να απαλλαγεί από πολιτειοκρατικές, δηλαδή κοσμικές εξαρτήσεις, αλλά και εκκλησιοκρατικές ροπές.
27 Φεβρουαρίου 2005
Το ζήτημα των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας δεν πρέπει να τίθεται συγκυριακά, ούτε εξαρτάται από τη διακύμανση του κύρους και της κοινωνικής απήχησης της εκκλησιαστικής ιεραρχίας.
Δεν πρέπει, άλλωστε, να ξεχνάμε: Πρώτον, ότι αυτό που θεωρείται ως ισχύον καθεστώς είναι αποτέλεσμα πρακτικών, παραδόσεων και νομοθετικών αδρανειών και όχι συνταγματική ρύθμιση. Και δεύτερον, ότι το ισχύον καθεστώς ιστορικά επιβλήθηκε αμέσως μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους (σε συνδυασμό με την αυτοκεφαλία της Ελλαδικής Εκκλησίας) ως πρωτοβουλία όχι της Εκκλησίας, αλλά της κρατικής εξουσίας που ήθελε να έχει υπό έλεγχο την Εκκλησία.
13 Φεβρουαρίου 2005
Τις τελευταίες ημέρες παρακολουθούμε να διαμορφώνεται μια εικόνα βαθιάς και γενικευμένης κρίσης στην Εκκλησία της Ελλάδος μετά τις πρωτοφανείς καταγγελίες και αποκαλύψεις για τον βίο και την πολιτεία κληρικών όλων των βαθμίδων. H αποσταθεροποίηση της Εκκλησίας και το κλίμα απαξίωσης θέτουν, για μία ακόμη φορά, το μείζον ζήτημα του «ιερού διαζυγίου»· του χωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Γ. Παπανδρέου έθεσε ανοικτά το θέμα. Το ίδιο έπραξαν και κορυφαία στελέχη του κυβερνώντος κόμματος. Ο ευρωβουλευτής και εκ των ιστορικών στελεχών της ΝΔ κ. I. Βαρβιτσιώτης επισημαίνει ότι η Ελληνική Πολιτεία οφείλει σε όσα βήματα θελήσει να προβεί, αυτά να γίνουν ύστερα από πλήρη συμφωνία με την Εκκλησία. H κυβέρνηση, από την πλευρά της, δήλωσε πως δεν τίθεται θέμα χωρισμού. Πάγια είναι η θέση υπέρ του χωρισμού των δύο άλλων κομμάτων του Κοινοβουλίου, του KKE και του Συνασπισμού. Ούτως ή άλλως πρόκειται για ένα ζήτημα «καυτό» με παρελθόν πολλών χρόνων και ιστορικό μεγάλων πολιτικών αντιπαραθέσεων, ήδη από τον 19ο αιώνα. «Το Βήμα» ανοίγει σήμερα έναν ουσιαστικό διάλογο για το θέμα του χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας που απασχόλησε και θα απασχολεί την ελληνική κοινωνία, η οποία βαδίζει ήδη στον 21ο αιώνα «κουβαλώντας» ένα άλυτο ιστορικά ζήτημα που απαιτεί, είτε το θέλουμε είτε όχι, λύση.
9 Φεβρουαρίου 2005
Δημοκρατική Διέξοδος
του Ευ. Βενιζέλου
APKETA ΧΡΟΝΙΑ τώρα, οι έρευνες της κοινής γνώμης αναδεικνύουν το φαινόμενο της κρίσης της πολιτικής με τη μορφή της έλλειψης εμπιστοσύνης προς τα κόμματα, τους πολιτικούς θεσμούς (με κορυφαία τη Βουλή) και τα πολιτικά πρόσωπα. Αντιθέτως η κοινή γνώμη φαίνεται να περιβάλλει σταθερά με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη μη αιρετά - και κατά τεκμήριο συντηρητικά - σώματα, όπως η Δικαιοσύνη, ο Στρατός και η Εκκλησία. Ακόμη και το σύστημα ενημέρωσης συγκεντρώνει βαθμούς εμπιστοσύνης κάπως υψηλότερους από τους πολιτικούς θεσμούς, που υπόκεινται σε περιοδικό εκλογικό έλεγχο και σε συνεχή δημόσια κριτική.
ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ημέρες παρακολουθούμε όμως να διαμορφώνεται μία εικόνα βαθιάς και γενικευμένης κρίσης όχι στο χώρο της πολιτικής, αλλά στο εσωτερικό χώρων, όπως η Δικαιοσύνη και η Εκκλησία. Το κοινό χαρακτηριστικό των οποίων είναι ο αξιακός τους λόγος. Το γεγονός ότι ενεργούν στο όνομα κρίσιμων αξιών όπως η Δικαιοσύνη ως έννοια και η σωτηρία του εκπεσόντος ανθρώπου.
31 Ιανουαρίου 2005
Η συζήτηση για τη διαφάνεια που διεξάγεται με ένταση διεθνώς τα τελευταία χρόνια είναι ουσιαστικά μια συζήτηση για τον πυρήνα και την ποιότητα της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Το αίτημα για διαφάνεια είναι ταυτόσημο με το αίτημα για νομιμότητα και ίση μεταχείριση.
Το αίτημα αυτό εμφανίζεται υπό διάφορες εκδοχές: Ως ανάγκη για προστασία του δημοσίου χρήματος, ως δέσμη μέτρων για τον ελεύθερο (και άρα όχι αθέμιτο) ανταγωνισμό στην αγορά συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής δραστηριότητας του κράτους κυρίως μέσω των δημοσίων συμβάσεων έργων και προμηθειών, ως πρόταση για επέκταση του ελέγχου του «πόθεν έσχες», ως μέριμνα για την αχειραγώγητη λειτουργία του χρηματιστηρίου, ως θεσμική εγγύηση της ίσης και με αξιοκρατικά κριτήρια πρόσβασης στις θέσεις του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ως ανάγκη προστασίας της πολυφωνικής και με ίσους όρους ενημέρωσης και άρα ως ανάγκη οριοθέτησης της επικοινωνιακής δύναμης κ.ο.κ.
9 Ιανουαρίου 2005
Μια «βασικά αμέτοχη» κυβέρνηση
του Ευ. Βενιζέλου
H αντίδραση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίον επιχειρείται να ερμηνευθεί και εφαρμοσθεί το άρθρο 14 παρ. 9 του Ελληνικού Συντάγματος μέσω των διατάξεων του νομοσχεδίου για τον λεγόμενο «βασικό μέτοχο», θέτει δύο μεγάλα ζητήματα: πρώτον, το κλασικό και παλιό ζήτημα της σχέσης εθνικού συντάγματος και κοινοτικού δικαίου (πρωτογενούς και παραγώγου)· και δεύτερον, το τρέχον πολιτικό ζήτημα των επιδιώξεων και των χειρισμών της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης.
Από τότε που ιδρύθηκαν οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες, πριν από μισό αιώνα, ως την πρόσφατη υπογραφή της Συνθήκης για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στα εθνικά συντάγματα των κρατών-μελών και το πρωτογενές, αλλά και το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο, απασχόλησε κατ' επανάληψη τόσο το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσο και τα συνταγματικά ή τα ανώτατα δικαστήρια των κρατών-μελών.