11 Νοεμβρίου 2000
Από την ως τώρα συζήτηση για τις εργασιακές σχέσεις δεν αναδείχθηκαν μόνο διαφορές αντιλήψεων και νοοτροπιών, αλλά προέκυψε και ένα πολύ σημαντικό αυτονόητο που μοιραζόμαστε όλοι μας: Το πρωτογενές πρόβλημα δεν είναι η αναζήτηση και η επιβολή μιας νέας ρύθμισης στις εργασιακές σχέσεις γιατί αυτή η νέα ρύθμιση είναι οπωσδήποτε αναγκαία ως αυταξία στη σημερινή εποχή. Το πρωταρχικό ζητούμενο είναι η απασχόληση, δηλαδή η διατήρηση και η δημιουργία θέσεων εργασίας. Εάν η νέα ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων συντελεί προς τον σκοπό αυτό, τότε βεβαίως και αυτή είναι και πρέπει να είναι ένα από τα αναγκαία μέτρα.
Είναι επίσης πολύ σημαντικό ένα δεύτερο αυτονόητο, που νομίζω ότι συνάγεται από την όλη συζήτηση. Το μέτωπο δεν βρίσκεται ανάμεσα στους εργαζομένους και στους ανέργους. Θα ήταν δε μεγάλο πολιτικό, επικοινωνιακό αλλά και οικονομικό σφάλμα να εξακολουθούμε να δημιουργούμε, άθελά μας προφανώς, την εντύπωση ότι το μέτωπο βρίσκεται ανάμεσα στις κρατικές πολιτικές και στους εργαζομένους που δέχονται μια κρατική πίεση. Το μέτωπο εξακολουθεί να βρίσκεται εκεί που ήταν πάντα. Δηλαδή ανάμεσα στον συντελεστή που λέγεται «κεφάλαιο» και στον συντελεστή που λέγεται «εργασία», όποιο νόημα και αν δώσουμε στους όρους αυτούς που είναι επίμονα παρόντες. Είτε δώσουμε ένα παραδοσιακό είτε δώσουμε ένα μεταβιομηχανικό περιεχόμενο στους όρους αυτούς.
Το μοντέλο ανάπτυξης
Όλοι συμφωνούμε ότι το ζήτημα της απασχόλησης δεν είναι παρά μόνο μία από τις πολλές όψεις του συνολικότερου, του κεντρικού μας προβλήματος που είναι να διαμορφώσουμε και να εφαρμόσουμε ένα μεταβιομηχανικό μοντέλο ανάπτυξης της χώρας. Είναι άλλωστε γνωστή η πολυμορφία των πολιτικών που έχουν εφαρμοσθεί στις διάφορες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό σημαίνει ότι αν θέλουμε να συζητήσουμε σοβαρά για το νέο, το μεταβιομηχανικό μοντέλο ανάπτυξης, άρα και για μια νέα και αποτελεσματική πολιτική απασχόλησης, πρέπει να δούμε σε ποια παραγωγική διάρθρωση αναφερόμαστε.
Εάν δεν κατανοήσουμε πως το πρώτο αντικείμενο της συζήτησής μας πρέπει να είναι το μέγεθος του πρωτογενούς τομέα, ο μεγάλος αριθμός των αυτοαπασχολουμένων και ο μεγάλος κορμός των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων όπου και διασφαλίζονται οι συντριπτικά περισσότερες θέσεις απασχόλησης, τότε διατρέχουμε τον κίνδυνο να κάνουμε μια στείρα αναπαραγωγή στερεοτύπων θεωρητικών, πολιτικών ή ιδεολογικών απευθυνόμενοι όμως σε μια εργαστηριακά διαμορφωμένη κοινωνία, που δεν είναι η πραγματική ελληνική κοινωνία.
Η «ευελιξία»
Η συζήτηση γύρω από την έννοια της ευελιξίας στην Ελλάδα ειδικά, που ποτέ δεν ευδοκίμησε στο πλαίσιο του κλασικού βιομηχανικού μοντέλου ανάπτυξης, είναι μια συζήτηση που ηχεί λίγο ειρωνικά. Γιατί στην ελληνική οικονομία και στην ελληνική κοινωνία, εκ των πραγμάτων, η ευελιξία έχει επιβληθεί εδώ και δεκαετίες. Έχει επιβληθεί και υπάρχει με την παραδοσιακή, φυσικά, έννοια του όρου. Αλλά η μετάβαση από την παραδοσιακή σε αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε μετανεωτερική αντίληψη για την ευελιξία είναι μια πολύ εύκολη και ταυτόχρονα πολύ επικίνδυνη και ολισθηρή υπόθεση. Άρα χρειάζεται πάρα πολύ μεγάλη προσοχή όταν ασχολείται κανείς με μια οικονομία που δεν αποκτά τις πλήρεις διαστάσεις της, χωρίς να λαμβάνουμε πάντα υπόψη το μέγεθος της παραοικονομίας και άρα τις άτυπες εργασιακές και άλλες οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της.
Στρατηγικές ανάπτυξης της απασχόλησης
Ενώ, λοιπόν, κάναμε δεκαετίες ολόκληρες να περάσουμε από την εποχή των παθητικών μέτρων αντιμετώπισης της ανεργίας στις ενεργητικές πολιτικές για την απασχόληση, πρέπει πάρα πολύ γρήγορα να μετακινηθούμε σε μια τρίτη φάση που υπερβαίνει τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και συγκροτεί αυτό που εγώ θα ονόμαζα «στρατηγική ανάπτυξης της απασχόλησης».
Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκούν συμβατικά μέτρα. Δεν αρκούν δέσμες μέτρων. Χρειάζεται μια πιο συνολική, πιο δυναμική, πιο επιθετική προσέγγιση που αντιμετωπίζει το πρόβλημα της απασχόλησης μέσα στο πλαίσιο του συνολικού προβλήματος της ελληνικής οικονομίας και της ελληνικής κοινωνίας.
Αυτές οι στρατηγικές ανάπτυξης απασχόλησης, κατά τη γνώμη μου, μπορούν να οργανωθούν σε δύο βάσεις οι οποίες είναι ισότιμες και παράλληλες. Η πρώτη βάση είναι η διαμόρφωση μιας ιδεολογικά νέας σχέσης ανάμεσα σε αυτό που λέγεται «χρόνος εργασίας» και σε αυτό που λέγεται «ελεύθερος χρόνος».
Ο ελεύθερος χρόνος
Δεν είδα στη μέχρι τώρα συζήτηση να προβάλλεται η έννοια του ελεύθερου χρόνου. Η μείωση του χρόνου εργασίας έχει όμως νόημα όταν αυτό το νέο ανθρωπολογικό είδος που είναι ο άνθρωπος της κοινωνίας της πληροφορίας, ο άνθρωπος της μεταβιομηχανικής εποχής αλλάζει την ιεραρχία των αξιών του. Δεν έχει ως πρώτη αξία την απασχόληση με τη βιομηχανική έννοια του όρου, αλλά επιθυμεί να έχει ελεύθερο χρόνο που ξέρει τι να τον κάνει. Έχει, λοιπόν, άλλου είδους ιεραρχήσεις ως προς την ποιότητα της ζωής του. Αν αυτού του είδους η ιδεολογική μεταβολή δεν συντελεστεί, τότε είμαστε σοσιαλιστές πολύ παλαιάς κοπής. Και μπορεί οι αντιλήψεις μας να είναι κατά βάθος εξαιρετικά συντηρητικές. Το ζήτημα αυτό της σχέσης μεταξύ χρόνου εργασίας και ελεύθερου χρόνου βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, στον πυρήνα του ιδεολογικού και πολιτικού προβληματισμού της νέας, της σύγχρονης ευρωπαϊκής Αριστεράς. Πρέπει να αναδείξουμε τον ελεύθερο χρόνο ως αξία, γιατί αυτό, τελικά, συνδέεται ουσιαστικά με την ανακατανομή του κοινωνικού πλεονάσματος. Ο χρόνος είναι στοιχείο του κοινωνικού πλούτου. Άρα η ανακατανομή και η χρήση του χρόνου είναι στοιχείο και όψη της ανακατανομής του κοινωνικού πλεονάσματος και μέθοδος άρσης ή μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων.
Νέα κοιτάσματα απασχόλησης
Ο δεύτερος πυλώνας στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής ανάπτυξης της απασχόλησης είναι η αναζήτηση και η αξιοποίηση αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «νέα κοιτάσματα απασχόλησης». Αλλά για να βρούμε τα νέα κοιτάσματα απασχόλησης, πρέπει να έχουμε αποσαφηνίσει πλήρως τις αντιλήψεις μας για το πώς είναι διαρθρωμένη η ελληνική οικονομία, πώς λειτουργεί το ελληνικό παραγωγικό σύστημα και πώς θέλουμε να λειτουργεί. Θέλουμε π.χ. να λειτουργεί με έναν πρωτογενή τομέα που θα φτάσει στο πρότυπο της Δανίας ή στους ευρωπαϊκούς μέσους όρους και άρα θα μετατρέψει την Ελλάδα σε κόλαση από πλευράς ανεργίας; Έχουμε τα σημερινά ποσοστά ανεργίας με δεδομένο τον μεγάλο όγκο του πρωτογενούς τομέα. Αν αυτός δεν υπήρχε, η ανεργία θα ήταν πολύ μεγαλύτερη. Θέλουμε να διατηρήσουμε αυτή τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε αυτοαπασχολούμενους και μισθωτούς ή θέλουμε να τη διαταράξουμε; Και αυτή η σχέση απέχει πολύ από αυτό που λέγεται ευρωπαϊκός μέσος όρος, γιατί ο αριθμός των αυτοαπασχολουμένων είναι εξαιρετικά μεγάλος στην Ελλάδα. Άρα πού θα αναζητήσουμε τα νέα κοιτάσματα απασχόλησης;
Άκουσα ως τώρα μία και μόνη ιδέα, η οποία ακριβώς επειδή είναι καινούργια, ακριβώς επειδή έχει το στοιχείο της πρωτοτυπίας είναι πολύ γοητευτική αλλά δεν είναι πλήρης από μόνη της. Είναι όρος αναγκαίος αλλά όχι επαρκής. Όλη αυτή η συζήτηση για τη νέα, για την ψηφιακή οικονομία, για την κοινωνία της πληροφορίας, όλη αυτή η συζήτηση που αναδεικνύει την αξία της πληροφορίας και εν τέλει την αξία του νοητικού κεφαλαίου είναι πάρα πολύ ορθή. Αυτό όμως είναι ένα σημαντικό αλλά όχι επαρκές κοίτασμα απασχόλησης.
Πρέπει να αναζητήσουμε τα κοιτάσματα απασχόλησης παντού. Στον ιδιωτικό αλλά και στον δημόσιο τομέα της οικονομίας. Η έννοια που λέγεται «φύλακας σχολείου» δεν υπήρχε πριν από ένα χρόνο, αλλά τώρα έχει δημιουργήσει 3.500 θέσεις εργασίας. Η έννοια που λέγεται «συνοριακός φρουρός» δεν υπήρχε πριν από τέσσερα χρόνια, αλλά τώρα υπάρχουν άλλες 3.000 θέσεις εργασίας. Και θα μπορούσαν αυτά τα παραδείγματα να πολλαπλασιαστούν. Πρέπει να αναζητήσουμε νέα κοιτάσματα απασχόλησης στον λεγόμενο κοινωνικό τομέα. Σε έναν τομέα ενδιάμεσο που διαμορφώνεται ανάμεσα στον κοινωνικό εθελοντισμό και στην επαγγελματική απασχόληση, που εξυπηρετεί προσωπικές ανάγκες οι οποίες έχουν αξία χρήσης πολύ σημαντική. Ειδικά στον ιδιωτικό τομέα θα ήταν σφάλμα, θα ήταν πλάνη χείρων της πρώτης να περιορίσουμε τις προσπάθειές μας στον χώρο της νέας οικονομίας. Ναι στον χώρο αυτό, αλλά φυσικά και στον χώρο της συμβατικής οικονομίας. Είναι πολύ σημαντικό να αναζητούμε θέσεις εργασίας εκεί όπου υπάρχει υψηλή τεχνολογική αξία, αλλά και εκεί όπου υπάρχει χαμηλή ή και μηδενική τεχνολογική αξία.
Και φυσικά πρέπει να δούμε πώς συνδέονται όλα αυτά με τον πρωτογενή τομέα και με την αυτοαπασχόληση. Διότι αν περιμένουμε μόνο θέσεις μισθωτής εργασίας να απορροφήσουν αυτόν τον όγκο των ανέργων και ιδίως των ανέργων νέων, των ανέργων νέων επιστημόνων, τότε νομίζω ότι ουσιαστικά προσφέρουμε στους συμπολίτες μας αυτούς μια φενάκη.
Κοινοτικό πλαίσιο στήριξης της απασχόλησης
Πώς τα αντιμετωπίζουμε όλα αυτά; Πιστεύω ότι όλα αυτά πρέπει κατ' αρχάς να τα αντιμετωπίσουμε σε συνδυασμό με τους διαθέσιμους πόρους. Και επειδή οι διαθέσιμοι πόροι μας σε πολύ μεγάλο βαθμό συνδέονται με το Γ' ΚΠΣ πρέπει να κάνουμε μια πολύ ψύχραιμη και πολύ ειλικρινή αποτίμηση για το τι εισέφερε σε απασχόληση το Β' ΚΠΣ. Και ο απολογισμός αυτός θα είναι, φοβούμαι, όχι ικανοποιητικός.
Άρα πρέπει η τελική διάρθρωση του Γ' ΚΠΣ και η διαρκής αξιολόγησή του να γίνεται με κριτήριο την απασχόληση. Από την άποψη αυτή η επιλεξιμότητα διαφόρων έργων ή δράσεών της πρέπει για μας να είναι πάντα ένα ζήτημα διαπραγμάτευσης με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προκειμένου, σταδιακά έστω, στην πορεία εφαρμογής του το Γ' ΚΠΣ να είναι ένα «κοινοτικό πλαίσιο στήριξης της απασχόλησης».
Το ασφαλιστικό σύστημα
Αν αυτά που λέω λίγο - πολύ αληθεύουν, τότε ένας άλλος φραγμός που πρέπει να ξεπεράσουμε είναι να δούμε πώς οι πολιτικές απασχόλησης αντιφάσκουν πολλές φορές εκ των πραγμάτων με τους σχεδιασμούς μας ως προς τη λειτουργία, την προοπτική και τη βιωσιμότητα του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος της χώρας.
Πρέπει οι πολιτικές μας της απασχόλησης να μην αίρουν τον σχεδιασμό και την προοπτική σε σχέση με το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, αλλά από την άλλη μεριά πρέπει να μειωθεί ο χρόνος παραμονής στην εργασία, δηλαδή να εξέλθουν με συνταξιοδοτικά κίνητρα εργαζόμενοι από τις θέσεις εργασίας προκειμένου να δούμε πώς αξιοποιούνται οι θέσεις αυτές σε συνδυασμό φυσικά με λανθάνουσες θέσεις εργασίας, οι οποίες μπορεί να ενεργοποιηθούν, εάν πάρουμε τα σωστά μέτρα.
Το μη μισθολογικό κόστος εργασίας
Και τέτοιο μέτρο είναι, κατά τη γνώμη μου, η οριζόντια μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας, που μπορεί να αναδείξει λανθάνουσες θέσεις απασχόλησης και να δημιουργήσει ένα μεγάλο κοίτασμα απασχόλησης, αλλά με τις εξής προϋποθέσεις:
Πρέπει, πρώτον, αυτό να εφαρμοσθεί κατά προτίμηση στο πεδίο των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Πρέπει, δεύτερον, να επεκτείνεται στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις που λειτουργούν με δυσμενείς όρους διεθνούς ανταγωνισμού ως προς το κόστος των διαφόρων συντελεστών παραγωγής. Και βεβαίως, τρίτον, πρέπει να είναι δεδομένη η δημοσιονομική και οικονομική προστασία του ασφαλιστικού συστήματος. Έχει όμως το μέτρο αυτό το μεγάλο πλεονέκτημα ότι μπορεί σε σχέση με τα ασφαλιστικά ταμεία να είναι μέτρο αυτοχρηματοδοτούμενο και άρα όχι μόνο να μην υπονομεύει τα αποθεματικά τους αλλά να ενισχύει τελικά τη βιωσιμότητά τους.
Η κοινωνία του μη αποκλεισμού
Όλα τα άλλα μπορούν να τοποθετηθούν μέσα στο πλαίσιο αυτό, αλλά μέσα και σε ένα σχήμα κοινωνικού διαλόγου που δεν δίνει την αίσθηση ότι η κυβερνητική πολιτική στρέφεται προς τον έναν συντελεστή της παραγωγής ενώ δεν ζητάει τα πρέποντα ανταλλάγματα από τον άλλο συντελεστή της παραγωγής. Άλλωστε σε τελευταία ανάλυση η σταθεροποίηση των μακροοικονομικών μεγεθών είχε ένα κόστος που κατέβαλαν εν πολλοίς οι εργαζόμενοι. Τώρα η ανάπτυξη μέσα στο πλαίσιο αυτού του νέου μοντέλου που επιχειρούμε να διαμορφώσουμε έχει επίσης ένα κόστος. Πρέπει η κατανομή του κόστους αυτού, όπως και η κατανομή του οφέλους, να είναι όσο γίνεται πιο λογική. Ή, για να το πω διαφορετικά, να είναι όσο γίνεται λιγότερο προκλητική.
Το ερώτημα συνεπώς εξακολουθεί να είναι πάρα πολύ απλό και κλασικό. Το ερώτημα είναι πώς παράγεται και πώς κατανέμεται και ανακατανέμεται ο κοινωνικός πλούτος. Άρα εάν θέλουμε να εντάξουμε σε μια γενικότερη πολιτική όλα όσα συζητούμε για τις εργασιακές σχέσεις, πρέπει να μπορούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αν τα μέτρα που παίρνουμε και οι επιλογές που κάνουμε διασώζουν και προωθούν ή θέτουν σε αμφιβολία την «κοινωνία του μη αποκλεισμού». Εάν η απάντηση είναι καταφατική, τότε κινούμαστε προς τη σωστή κατεύθυνση. Και πιστεύω ότι μπορούμε να δώσουμε μια απάντηση που αναδεικνύει τις στρατηγικές ανάπτυξης της απασχόλησης και δείχνει με πρακτικό και τεκμηριωμένο τρόπο ποια είναι τα νέα κοιτάσματα απασχόλησης.
Το πολιτικό ζήτημα
Πρέπει, τέλος, η απάντησή μας αυτή να μετατρέπει το όλο ζήτημα σε πολιτικό ζήτημα. Γιατί το πολιτικό επίπεδο, το επίπεδο των πολιτικών συσχετισμών, το επίπεδο του κράτους, είναι πάντα πιο ευνοϊκό για τους ασθενέστερους και άρα πιο ευνοϊκό για τους εργαζομένους από το επίπεδο της οικονομίας και από το επίπεδο της λεγόμενης κοινωνίας των πολιτών.
Ένα Σοσιαλιστικό Ευρωπαϊκό Αριστερό Κόμμα του 21ου αιώνα που έχει και την παράδοσή του, αλλά και την προοπτική του, ενδιαφέρεται εξαιρετικά για το ζήτημα αυτό.
Πρέπει συνεπώς να δούμε σε ποιο επίπεδο διαμορφώνονται οι προοδευτικότεροι και ασφαλέστεροι, για τις πιο αδύνατες κοινωνικές ομάδες, συσχετισμοί δύναμης.
Άρα για μας τα ζητήματα αυτά είναι τελικώς ζητήματα και κοινωνικών αλλά και πολιτικών συσχετισμών. Δίνουμε έτσι απάντηση στο πρόβλημα της αποδοχής και της στήριξης του ΠΑΣΟΚ και της πολιτικής του από τον ελληνικό λαό, από την ελληνική κοινωνία. Αυτό άλλωστε είναι κατά βάθος το ζητούμενο: Να επιβεβαιώνουμε και να ανανεώνουμε την κοινωνική μας αντιπροσωπευτικότητα, αλλά βεβαίως και την κοινωνική μας ευαισθησία με στόχο να μπορούμε να στηρίξουμε και άρα να εφαρμόσουμε το πρόγραμμα επί τη βάσει του οποίου μάς έδωσε την εντολή ο ελληνικός λαός.
Πιστεύω ότι έτσι διαμορφώνεται ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς και μπορούμε να στείλουμε ένα τέτοιο μήνυμα προς την ελληνική κοινωνία.
Η εικόνα που εμφανίζουμε και η ρητορική που αναπτύσσουμε στα προκαταρκτικά στάδια αδικεί και πολλές φορές υπονομεύει τις προθέσεις μας, αλλά όχι και τις τελικές αποφάσεις που λαμβάνουμε. Γιατί τελικά λαμβάνουμε τις σωστές
* Άρθρο Ευ. Βενιζέλου στα ΝΕΑ