20 Νοεμβρίου 2000
[Για την αναθεώρηση του άρθρου 24 του Συντάγματος]
Tην περίοδο αυτή βρίσκονται υπό αναθεώρηση 114 συνταγματικές διατάξεις που αφορούν το σύνολο, σχεδόν, της συνταγματικής ύλης: από τους αντιρρησίες συνείδησης και τα όρια της προφυλάκισης μέχρι τη διάκριση των διαφορών σε ιδιωτικές και διοικητικές και από την ισχύ των συνταγματικών δικαιωμάτων στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών μέχρι τη συνταγματική προστασία των δωρεών και των διαθηκών.
Από όλα αυτά τώρα τελευταία το ενδιαφέρον ορισμένων εντοπίζεται μόνον στο άρθρο 24, και πιο συγκεκριμένα στην πρώτη παράγραφό του που αφορά -μεταξύ άλλων- την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων, και στην (νέα) τρίτη παράγραφό του που αφορά το χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό. Με αφορμή, λοιπόν, το άρθρο 24 αναπτύσσεται μια παράδοξη, και αποκαλυπτική ταυτόχρονα, επικοινωνιακή εκστρατεία στο χώρο των οικολογικών οργανώσεων. Παράδοξη, γιατί παρερμηνεύει επίμονα και συστηματικά ρήτρες που τέθηκαν στο άρθρο 24 κατά την επεξεργασία του από την Επιτροπή Αναθεώρησης, για την ενίσχυση της προστασίας των δασών και των δασικών εκτάσεων και για το συστηματικότερο και καλύτερο καθορισμό των χρήσεων γης, μέσα από το χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό. Αποκαλυπτική, γιατί δείχνει ότι το πεδίο της οικολογικής ευαισθησίας χρησιμοποιείται, δυστυχώς, από ορισμένους που αξιοποιούν τις γνήσιες οικολογικές ευαισθησίες πολλών πολιτών, για να παίξουν το δικό τους παιχνίδι εξουσίας. Και εξηγώ τι εννοώ:
1. Η πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 24 εμφανίζεται ψευδώς ως πρόταση του εισηγητή της πλειοψηφίας, δηλαδή ως πρόταση προσωπική. Η αλήθεια είναι ότι η πρόταση αυτή αποτελεί πολιτική θέση του ΠΑΣΟΚ και της κυβέρνησής του, η οποία διαμορφώθηκε από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, ύστερα από επίμονες και συνεχείς προτάσεις των υπουργείων ΠΕΧΩΔΕ και Γεωργίας, τα οποία χειρίζονται όλα τα σχετικά ζητήματα και ζουν τα προβλήματα ή και τα αδιέξοδα στα οποία οδηγούνται πολλές φορές τα πράγματα. Για το λόγο αυτό στην τελευταία κοινή συνεδρίαση του Eκτελεστικού Γραφείου του ΠΑΣΟΚ και της Kυβερνητικής Eπιτροπής, αποφασίστηκε, με πρότασή μου, η συγκρότηση μίας επιτελικής ομάδας με τη συμμετοχή των Κ. Σκανδαλίδη, Κ. Λαλιώτη, Γ. Ανωμερίτη, Η. Ευθυμιόπουλου, Φ. Χατζημιχάλη και Γ. Παπαδημητρίου και τη δική μου, που θα επωμισθεί το βάρος της προβολής των θέσεών μας γύρω από το άρθρο 24.
2. Ειδικά στο άρθρο 24 προβάλλεται το δημοκρατικό και συνταγματικά απαράδεκτο επιχείρημα, ότι η Aναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων δεν έχει το ουσιαστικό δικαίωμα να επιληφθεί της αναθεώρησής του, λες και η διάταξη αυτή είναι σημαντικότερη από τις διατάξεις για την προσωπική ασφάλεια ή τους βιοϊατρικούς πειραματισμούς. Το υφέρπον επιχείρημα είναι πως το νομικό καθεστώς της προστασίας των δασών και του περιβάλλοντος γενικότερα δεν το διαμορφώνει ο συνταγματικός ή ο κοινός νομοθέτης, αλλά το Συμβούλιο της Επικρατείας, ιδίως με τη νομολογία του Ε' τμήματός του. Μάλιστα πολύ συχνά η νομολογία αυτή αντιπαρατίθεται στη νομολογία της ολομέλειας του δικαστηρίου (!) και αποδίδεται στο ρόλο ενός προσώπου, του έως πρόσφατα προέδρου του Ε' τμήματος. Πρόκειται συνεπώς για μια πολλαπλή προσβολή: Προσβολή προς την προηγούμενη Βουλή, η οποία με συντριπτική πλειοψηφία (274 βουλευτών) διαπίστωσε ήδη από τον Ιούνιο του 1998 την ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 24. Προσβολή προς το εκλογικό σώμα, που επικύρωσε την απόφαση αυτή και διαμόρφωσε τη σύνθεση της παρούσης Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων. Προσβολή προς την Επιτροπή Αναθεώρησης και το σύνολο της σημερινής Βουλής. Προσβολή προς το δημοκρατικό και δικαιοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματός μας, που θέλει το Σύνταγμα να τίθεται ή να τροποποιείται από το δημοκρατικά νομιμοποιημένο συντακτικό νομοθέτη και στη συνέχεια να εφαρμόζεται και να ερμηνεύεται από το δικαστή. Η προσβολή στρέφεται όμως και κατά της μεγάλης πλειοψηφίας των δικαστικών λειτουργών του ΣτΕ, που δεν τυχαίνει να μετέχουν στο Ε' τμήμα, αλλά και προς παλιότερους δικαστές -πολλοί από τους οποίους, όπως ο Θ. Κουρουσόπουλος και ο Β. Μποτόπουλος, δεν ζούνε πια-, οι οποίοι συνέβαλαν τα μέγιστα στη σταδιακή διαμόρφωση της περιβαλλοντικής νομολογίας του ΣτΕ.
Όλα αυτά οφείλονται στο γεγονός πως κάποιοι εξωράισαν την επικοινωνιακή τους φυσιογνωμία - με πολιτικούς και όχι δικανικούς όρους - πάνω στο πρόσφορο πεδίο της οικολογικής ευαισθησίας. Φτάσαμε έτσι στο σημείο να πιστεύουν κάποιοι ότι το περιβάλλον προτάσσεται ως αγαθό, όχι μόνον όλων των συνταγματικών δικαιωμάτων (προσωπική ελευθερία, ιδιοκτησία, εργασία, δικαίωμα στην κατοικία κ.λπ.), αλλά και αυτής της ίδιας της δημοκρατικής αρχής! Κατασκευάστηκε, λοιπόν, το δίπολο που θέλει από τη μία μεριά τον “κακό” νομοθέτη και από την άλλη τον “καλό” δικαστή.
3. Εξηγείται έτσι το επίσης παράδοξο φαινόμενο, οικολογικές οργανώσεις να διαμαρτύρονται όχι μόνον για την αναθεώρηση του άρθρου 24 αλλά και των άρθρων 94, 95 και 100 του Συντάγματος. Δηλαδή, για δικονομικού χαρακτήρα διατάξεις, που ψηφίσθηκαν ομόφωνα ή με ευρύτατη πλειοψηφία στην Επιτροπή Αναθεώρησης και επί των οποίων -όπως διαμορφώθηκαν- δεν υπάρχει διαφωνία ούτε του ίδιου του ΣτΕ (όπως προκύπτει από τα 6/2000 και 11/2000 πρακτικά της ολομέλειάς του). Αυτό οφείλεται δυστυχώς στη σκόπιμα καλλιεργούμενη αντίληψη ότι “καλός δικαστής” δεν είναι ο δικαστής γενικά, ούτε το ΣτΕ συνολικά, αλλά ορισμένοι ονομαστικά αναφερόμενοι δικαστές που συγκροτούν ολιγομελείς συνθέσεις του Ε' τμήματος. Γνωρίζω ότι η βαθιά προσβλητική αυτή άποψη δεν εκφράζει τα περισσότερα από τα σημερινά μέλη του Ε' τμήματος του ΣτΕ. Άλλωστε κάτι τέτοιο αντιβαίνει στην αρχή του νόμιμου δικαστή (άρθρο 8) και στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας (άρθρο 80). Αλίμονο αν το κράτος δικαίου βασίζεται στη λειτουργία δεδομένων ως προς τη σύνθεσή τους και μικρών ως προς το μέγεθός τους δικαστικών σχηματισμών (με τρεις ή έστω πέντε μετά ψήφου δικαστές), που αρνούνται ή αποφεύγουν να παραπέμψουν μείζονα ζητήματα, όπως η αντισυνταγματικότητα διάταξης νόμου, σε ευρύτερους σχηματισμούς, όπως πρέπει να προβλέπει η νομοθεσία περί ΣτΕ και το ίδιο το Σύνταγμα. Αυτό που ισχύει για τον Αρειό Πάγο και το Ελεγκτικό Συνέδριο, και είναι αυτονόητο για τα άλλα τμήματα του ΣτΕ, είναι στο μυαλό ορισμένων προσώπων επίθεση κατά του ΣτΕ και του περιβάλλοντος!
Είναι συνεπώς προφανές ότι κάποιοι επιχειρούν να χρησιμοποιήσουν τις οικολογικές οργανώσεις για να προωθήσουν τη δική τους θέση σ' ένα παιχνίδι εξουσίας. Ένα παιχνίδι που δεν παίζεται μόνον, ή κυρίως, μεταξύ πολιτικών (δηλαδή δημοκρατικά ελεγχόμενων) και δικαστικών οργάνων, αλλά κατ' αρχάς στο εσωτερικό της ίδιας της Δικαιοσύνης. Εκεί όμως προσωπικές, ιστορικές και πολιτικές διαδρομές, ρόλοι και επιδιώξεις, είναι γνωστά στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ.
4. Όλα αυτά φαίνονται καθαρά στις αντιφατικές θέσεις που υποστηρίζονται από κάποιους ως προς το ρόλο της επιστήμης. Έτσι, λοιπόν, ως προς την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων (άρθρο 24 παρ. 1) κάποιοι φαίνεται να ενδιαφέρονται -έτσι δηλώνουν- για το σεβασμό του επιστημονικού ορισμού του δάσους και της δασικής έκτασης και άρα για τη διαφύλαξη του ρόλου της επιστήμης. Αντιθέτως, στα θέματα του χωροταξικού ή πολεοδομικού σχεδιασμού (άρθρο 24 παρ. 3), όπου έχει προβλεφθεί στη νέα διατύπωση ρητά ο σεβασμός των πορισμάτων της επιστήμης, οι ίδιοι άνθρωποι αντιδρούν και θέλουν να έχει απεριόριστη δυνατότητα κρίσης “πραιτορικώ” τω τρόπω ο δικαστής!
5. Όλα αυτά συγκροτούν τα συμφραζόμενα μιας οργανωμένης “παρεξήγησης” γύρω από την αναθεώρηση του άρθρου 24, στη βάση της οποίας βρίσκεται η δημοκρατικά προκλητική θέση πως οτιδήποτε προέρχεται από την πολιτική εξουσία είναι επικίνδυνο και αμφίβολο και άρα πως προστάτης και εγγυητής του περιβάλλοντος μπορεί να είναι ο δικαστής και οι μονοθεματικές οικολογικές οργανώσεις, αλλά όχι τα κόμματα και η Βουλή.
Το περίεργο είναι ότι, προκειμένου να στηρίξουν κάποιοι τη θέση αυτή, διαστρέφουν ερμηνευτικά τις διατάξεις, όπως τις προτείνει η Επιτροπή Αναθεώρησης, χωρίς να σκέπτονται ότι, αν αυτές ψηφισθούν έτσι, θα πρέπει να τις ερμηνεύσουν διαφορετικά, δηλαδή ορθά, προκειμένου να επιτευχθεί ο μόνος θεμιτός στόχος, που είναι η προστασία του περιβάλλοντος. Ας δούμε, λοιπόν, τι λέει η ισχύουσα διάταξη και τι η νέα διατύπωσή της.
6. Σύμφωνα με το πρώτο σχετικό με τα δάση εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 24 “νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και γενικά των δασικών εκτάσεων”. Με βάση τη διάταξη αυτή, ο νόμος (ν. 998/79) είναι αυτός που όρισε την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης. Αυτός ο ορισμός ερμηνεύτηκε από τα ανώτατα δικαστήρια και εντέλει από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο με την 27/99 απόφασή του, με την οποία δέχτηκε ότι για τον ορισμό του δάσους αρκεί η ύπαρξη των μορφολογικών του χαρακτηριστικών, χωρίς να απαιτείται ειδική αιτιολογία ως προς την ύπαρξη των λειτουργικών χαρακτηριστικών του δασικού οικοσυστήματος. Είναι επίσης γνωστό ότι ο νομοθετικός ορισμός της δασικής έκτασης δεν έχει καταφέρει να προσφέρει ως τώρα την αναγκαία ασφάλεια δικαίου, καθώς υπάρχουν τεράστιες αμφισβητήσεις και αμφιβολίες ως προς το χαρακτηρισμό ή μη πολλών εκτάσεων ως δασικών.
Για το λόγο αυτό η Επιτροπή Αναθεώρησης προτείνει ο νόμος να ορίζει “τα σχετικά με την έννοια και την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων”, προκειμένου να υπάρξει μία συστηματικότερη νομοθεσία και άρα μία σαφέστερη και ασφαλέστερη δικαστική εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής.
Έχω μάλιστα τονίσει σε σχετικές επιστημονικές συναντήσεις (Ένωση Συνταγματολόγων, Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, Σύλλογος Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών) ότι προς αποφυγή παρεξηγήσεων θα προστεθεί ότι όλα αυτά θα ορίζονται “κατά τα διδάγματα της επιστήμης”, έτσι ώστε αυτά να γίνονται σεβαστά και από το νομοθέτη αλλά και από το δικαστή. Όλα δε αυτά είναι πρόδηλα ως προς τα δάση, αλλά χρειάζονται πάντοτε περαιτέρω εξειδικεύσεις και κατηγοριοποιήσεις ως προς τις δασικές εκτάσεις, καθώς, εν δυνάμει, κάθε έκταση που δεν είναι οικοδομημένη ή δεν καλλιεργείται είναι δασική, δηλαδή στην προοπτική της δάσος. Είχα την ευκαιρία πριν από λίγες μέρες να συζητήσω ξανά σε βάθος για τα θέματα αυτά με τους αρμόδιους καθηγητές του Tμήματος Δασολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης σε ειδική πολύωρη σύσκεψη.
Αμέσως μετά το βασικό αυτό εδάφιο, η Επιτροπή Αναθεώρησης προσέθεσε την υποχρέωση του νόμου να ρυθμίσει τα σχετικά με την κατάρτιση δασολογίου. Με εξαίρεση τη θετική στάση του Συλλόγου Ελλήνων Χωροτακτών και Πολεοδόμων, που χαιρέτισαν το βήμα αυτό ως θετικό και ζήτησαν να επεκταθεί και στη ρητή συνταγματική κατοχύρωση του κτηματολογίου, δεν είδα να θεωρείται θετική η εξέλιξη αυτή, που οφείλεται σε πρόταση του Συνασπισμού, την οποία δέχθηκα ως εισηγητής της πλειοψηφίας.
7. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 24 αναφέρεται τώρα στη δυνατότητα μεταβολής του προορισμού των δημοσίων δασών και δασικών εκτάσεων, “εάν προέχει για την εθνική οικονομία η αγροτική ή άλλη χρήση τους, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον”. Η ρύθμιση αυτή, σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής Αναθεώρησης, αναφέρεται πλέον τόσο στα δημόσια όσο και στα ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις, σύμφωνα και με τις θέσεις της πρόσφατης σχετικής απόφασης 1675/99 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εναρμονίζεται έτσι πληρέστερα το άρθρο 24 παρ. 1 με το άρθρο 117 παρ. 3, που επιβάλλει την αναδάσωση και την απαγόρευση διάθεσης για άλλο προορισμό όλων των δημοσίων ή ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων που αποψιλώνονται από πυρκαγιά ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, καθώς και με το άρθρο 117 παρ. 4, που επιτρέπει την απαλλοτρίωση δασών και δασικών εκτάσεων που ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα ν.π.ι.δ. ή ν.π.δ.δ. μόνον υπέρ του Δημοσίου και με την υποχρέωση να μένει αμετάβλητη η δασική μορφή τους.
Κατά την ισχύουσα διάταξη, η μεταβολή του προορισμού εξαρτάται από δύο κριτήρια: την εθνική οικονομία και το δημόσιο συμφέρον. Με την προτεινόμενη διατύπωση, το κριτήριο “αποοικονομοποιείται” και ανάγεται μόνο στο δημόσιο συμφέρον. Και αυτό όμως αντί να θεωρηθεί θετικό, υφίσταται την κριτική διαφόρων κύκλων. Ίσως γιατί η νέα διατύπωση παραπέμπει “στο πλαίσιο της παρ. 3”, δηλαδή στο πλαίσιο του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού.
Υποστηρίζουν ορισμένοι ότι αυτή η παραπομπή στη (νέα) παρ. 3 υπονοεί πως θα είναι δυνατή η μεταβολή του προορισμού δάσους ή δασικής έκτασης για οικιστικούς σκοπούς. Αυτό όμως, αν μπορεί να γίνει, μπορεί να γίνει και με την ισχύουσα διάταξη. Αν βρεθεί νομοθέτης που να κάνει κάτι τέτοιο, δεν θα βρεθεί δικαστής που θα το δεχθεί. Άρα γιατί ανησυχούν; Αυτό που προσθέτει η παραπομπή στη νέα παρ. 3, είναι η υποχρέωση να αποδεικνύεται μέσα από το χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό ότι η ανάγκη που πρέπει να εξυπηρετηθεί δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί με άλλο τρόπο, ακόμη και μεγαλύτερου κόστους. Συνεπώς μία προσθήκη που επιχειρεί να συστηματοποιήσει τις χρήσεις γης, έτσι ώστε να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της επιλογής του νομοθέτη και της διοίκησης, αντιστρέφεται και διαστρέφεται. Δήλωσα ήδη ότι υπό τις συνθήκες αυτές δεν έχουμε κανένα λόγο να επιμείνουμε στην παραπομπή στη νέα παρ. 3. Οι αυτόκλητοι προστάτες του δάσους θα του έχουν όμως στερήσει έτσι τη δυνατότητα ορθολογικού και συστηματικού ελέγχου των λόγων δημοσίου συμφέροντος.
8. Η ίδια λογική ισχύει και στην περίπτωση της νέας παρ. 3 του άρθρου 24, που αφορά το χωροταξικό, πολεοδομικό και οικιστικό σχεδιασμό. Ήδη προτάθηκε να αφαιρεθεί το επίπεδο του οικιστικού σχεδιασμού ως περιττό και δήλωσα ότι προσωπικά συμφωνώ, εφόσον τα δύο επίπεδα, το χωροταξικό και το πολεοδομικό, καλύπτουν το σύνολο του σχεδιασμού των χρήσεων γης.
Εξίσου μεγάλη επίθεση έχει δεχθεί η έννοια του “συνολικού περιβαλλοντικού ισοζυγίου”, πως ως αόριστη έννοια αναθέτει τελικά στο δικαστή τον έλεγχο των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Εφόσον μια τέτοια έννοια παρερμηνεύεται εκ γενετής, πιστεύω ότι η αναθεώρηση δεν έχει κανένα λόγο να την καταστήσει συνταγματική έννοια και να την αφήσει στην ερμηνευτική ευχέρεια του δικαστή.
Τα κριτήρια (α) του δικαιώματος στην κατοικία για όλους και (β) των αναγκαίων υποδομών προστίθενται στην παρ. 3 και λαμβάνονται υπόψη “επίσης”, δηλαδή μαζί με τα κριτήρια της παρ. 2 που εξακολουθεί να ισχύει (λειτουργικότητα και ανάπτυξη οικισμών, καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης). Αυτή η συστηματική σχέση των δύο παραγράφων δυστυχώς παραβλέπεται από ορισμένους σχολιαστές της.
Απομένει η νέα διατύπωση που επιβάλλει να λαμβάνονται υπόψη και να σταθμίζονται “όλα τα δεδομένα”. Ένας επιστημονικός χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός είναι προφανές ότι δεν νοείται να λαμβάνει υπόψη του, επιλεκτικά, ορισμένα μόνο δεδομένα. Αυτός ο σχεδιασμός προβλέπεται επίσης να γίνεται “κατά τους κανόνες της επιστήμης” (χωροταξικής και πολεοδομικής), σύμφωνα με τους οποίους πρέπει να διαμορφώνονται όλες οι “σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις”.
Ειλικρινά δεν αντιλαμβάνομαι τι και ποιους ενοχλεί το επιστημονικά αυτονόητο. Ποιος θα κάνει τις συνολικές αυτές σταθμίσεις και τον επιστημονικό σχεδιασμό, ο δικαστής με βάση την κοινή λογική και τα εμπειρικά του κριτήρια; Στόχος της διάταξης είναι να επιβάλει σεβασμό των επιστημονικών μεθόδων από το νομοθέτη και τη διοίκηση και να διευκολύνει τον έλεγχο νομιμότητας που ασκεί ο δικαστής, ο οποίος πάντοτε έχει την τελευταία λέξη.
Εδώ εισέρχεται στη σκηνή η πιο προκλητική από τις παρατηρήσεις που έχουν διατυπωθεί: αυτή που αφορά την έννοια του νόμου, τη μορφή του οποίου πρέπει να προσλαμβάνει νομικά ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός. Αυτό, λένε κάποιοι, αποκλείει το δικαστικό έλεγχο, γιατί ο ακυρωτικός δικαστής δεν μπορεί να ελέγξει το νόμο, αλλά μόνο τις διοικητικές πράξεις. Αρνούμαι να δεχθώ ότι υπάρχουν νομικοί που δεν κατανοούν ότι όταν το Σύνταγμα αναφέρεται σε νόμο (και όχι σε τυπικό νόμο) εννοεί τον ουσιαστικό νόμο, δηλαδή και τις κανονιστικές πράξεις της διοίκησης. Εκτός και αν υπάρχει νομικός που θέλει να πει ότι ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός πρέπει να γίνεται με ατομικές ή γενικές διοικητικές πράξεις. Κάτι τέτοιο όμως θα περιόριζε υπέρμετρα τον ακυρωτικό έλεγχο και τον έλεγχο συνταγματικότητας, γιατί θα απέκλειε τον παρεμπίπτοντα έλεγχο. Αυτό που κυρίως αποκρύπτεται από τους μη νομικούς σε σχέση τόσο με την παρ. 1 όσο και σε σχέση με την παρ. 3, είναι ότι διατηρείται αλώβητος ο δικαστικός έλεγχος. Αυτό όμως που κάποιοι διατείνονται ότι απουσιάζει από την παρ. 1 (η αναφορά στα διδάγματα της επιστήμης) αποκρούεται στην παρ. 3 (όπου αυτή η αναφορά γίνεται ρητά), γιατί το κατά βάθος ζητούμενο είναι να διατηρηθεί ο δικαστικός εμπειρισμός που τροφοδοτεί το νομοθετικό εμπειρισμό σε βάρος της ασφάλειας δικαίου, αλλά και της ποιότητας του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού. Για την προώθηση του στόχου αυτού, ασκείται κριτική σε αυτονόητα στοιχεία της νέας διάταξης, όπως ο όρος “με νόμο” ή η ανάγκη να σταθμίζονται όλα τα δεδομένα κατά τους κανόνες της επιστήμης.
9. Ορισμένοι φοβούμαι ότι βλέπουν μόνο το “δέντρο” της κριτικής που ασκούν στην αναθεώρηση του άρθρου 24 και χάνουν το “δάσος” της συστηματικής προστασίας του περιβάλλοντος και ιδίως των δασών και των χρήσεων γης. Ελπίζω ότι ο διάλογος θα πείσει τους καλόπιστους για τους πολιτικούς στόχους της αναθεώρησης. Από την άλλη δε πλευρά, είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε κάθε τεκμηριωμένη και δημιουργική πρόταση, που προωθεί τους στόχους αυτούς. Δεν είμαστε όμως ούτε έτοιμοι ούτε πρόθυμοι να δεχθούμε την αμφισβήτηση του θεσμικού ρόλου της Bουλής και της διάκρισης των εξουσιών. Η προστασία του περιβάλλοντος δεν αφορά μόνο το φυσικό και το ανθρωπογενές, αλλά και το δημοκρατικό θεσμικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο έχουμε την αξίωση να ζούμε.
* Άρθρο του Υπουργού Πολιτισμού, Ευ. Βενιζέλου, στην Ελευθεροτυπία.