27 Νοεμβρίου 2005
Στην κοινοβουλευτική μας πρακτική, η κυβέρνηση είναι αυτή που ασκεί την νομοθετική πρωτοβουλία. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης ή οι μεμονωμένοι βουλευτές σπανίως καταθέτουν προτάσεις νόμων γιατί αυτές απορρίπτονται, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων για θέματα συμβολικού χαρακτήρα, όπως το Μουσείο Εθνικής Αντίστασης.
Η κυβέρνηση έχει συνεπώς την υποχρέωση να ελέγχει το περιεχόμενο και τις πιθανές επιπτώσεις των νομοσχεδίων που καταθέτει στη Βουλή, ιδίως όταν με ένα νομοσχέδιο τροποποιούνται διατάξεις ποινικού χαρακτήρα. Και αυτό γιατί το ποινικό δίκαιο οφείλει, όπως λέμε, να είναι τυποποιημένο και «γραμματοπαγές», έχει συνεπώς ιδιαίτερη σημασία το γράμμα της διάταξης, καθώς δεν μπορεί να γίνει δεκτή κάποια διορθωτική ερμηνεία που υπερβαίνει το γράμμα αυτό. Η υποχρέωση αυτή της κυβέρνησης για την καλή και οργανωμένη προκοινοβουλευτική και προνομοθετική προετοιμασία των διατάξεων συνδέεται και με την υποχρέωση της Βουλής και άρα της πλειοψηφίας της και του Προεδρείου της να οργανώνει σωστά την κοινοβουλευτική επεξεργασία από την πραγματικά αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή ή από περισσότερες επιτροπές μαζί, ενώ οι ακροάσεις των εξωκοινοβουλευτικών προσώπων επιτρέπουν στην επιτροπή να αξιολογήσει διάφορες προσεγγίσεις.
Δεν θέλω να εξετάσω τις προθέσεις, αλλά στο νομοσχέδιο για το «ξέπλυμα» του βρώμικου χρήματος που ψηφίστηκε ήδη επί της αρχής και κατ’ άρθρον και αναμένεται να ψηφιστεί την Τρίτη στο σύνολο του, δεν τηρήθηκε καμιά από τις προϋποθέσεις αυτές. Τα Υπουργεία Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης είτε δεν συνεργάστηκαν καθόλου, είτε συνεργάστηκαν αλλά δεν κατάλαβαν, είτε σκόπιμα προώθησαν μια ρύθμιση για τη σχέση βασικού και παρεπόμενου εγκλήματος που εκ των πραγμάτων παρεμβαίνει σε εκκρεμείς υποθέσεις, μειώνει το βάρος της ευθύνης και διευκολύνει την παραγραφή. Με τη σειρά του το Προεδρείο της Βουλής δεν φρόντισε να γίνει επεξεργασία του νομοσχεδίου με τη συμμετοχή της Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης και Δικαιοσύνης που είναι πολύ πιο εξοικειωμένη με τα θέματα αυτά απ’ ότι η Επιτροπή Οικονομικών. Το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής στην έκθεση του δεν εντόπισε το πρόβλημα. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι, παρότι ασχολήθηκαν με άλλες κρίσιμες διατάξεις, δεν έθεσαν ζήτημα για την διάταξη του άρθρου 3. Ζήτημα δεν έθεσαν ούτε οι Δικαστικές Ενώσεις, αλλά ούτε και η ηγεσία της Δικαιοσύνης που θα μπορούσε να επικοινωνήσει σχετικά με τον Υπουργό Δικαιοσύνης.
Υπάρχει συνεπώς ανάγκη πρόσθετων θεσμικών δικλείδων, η πρώτη από τις οποίες είναι η σοβαρή και με χρονική άνεση συζήτηση κάθε νομοσχεδίου σε όλες τις επιτροπές της Βουλής που έχουν αρμοδιότητα ή συναρμοδιότητα και η οργάνωση μιας πραγματικής διαβούλευσης με ειδικούς επιστήμονες και κοινωνικούς φορείς για όλα τα θέματα. Αλλιώς η ίδια η Βουλή – όπως θα συμβεί τώρα - αναγκάζεται να παραβιάσει τις διαδικασίες, δηλαδή το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής, προκειμένου να διασώσει την ουσία και να μην εκτεθεί στην κοινή γνώμη. Αυτή είναι μία νευρική, αποσπασματική, δηλαδή μη σοβαρή προσέγγιση.
Και φυσικά πίσω από την δυσλειτουργία των θεσμών μπορεί να υπάρχουν κάποιοι που ήξεραν πολύ καλά τι θέλουν να κάνουν και πώς να το κάνουν. Η κυβέρνηση δεν έχει δυστυχώς αντιληφθεί ότι το να ασκείς την εξουσία σημαίνει ότι έχεις την ευθύνη και την αναλαμβάνεις. Ακόμη και όταν η ευθύνη αυτή δεν είναι υποκειμενική, είναι αντικειμενική. Την τελευταία στιγμή φαίνεται να αποτρέπεται κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει μείζον πολιτικό θέμα. Υπήρξε όμως απόπειρα από δόλο ή έστω από βαριά αμέλεια που εξέθεσε τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς οι οποίοι δέχονται συστηματική επίθεση. Και σε αυτή την επίθεση το λιγότερο που εμείς μπορούμε και οφείλουμε να αντιτάξουμε είναι η σοβαρότητα, η ποιότητα και η διαφάνεια των διαδικασιών μέσα από τις οποίες διασφαλίζεται η σοβαρότητα, η ποιότητα και η διαφάνεια των προθέσεων.
* Άρθρο Ευ. Βενιζέλου στο Πρώτο Θέμα της Κυριακής, 27 Νοεμβρίου 2005