27 Ιουλίου 2004
[Πώς η Nέα Δημοκρατία επαναφέρει τη διάκριση αριστεράς - δεξιάς θέλοντας να την υπερβεί!]
H γρήγορη πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη το 1993 και η επάνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία μέσα σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια, μετά την προσπάθεια ευτελισμού και διάλυσής του το 1989, προκάλεσε μία διάχυτη κρίση ιδεολογικής ταυτότητας στον χώρο της Νέας Δημοκρατίας:
Όταν η επιχείρηση «κάθαρση» του 1989, η κυβερνητική συνεργασία με την παραδοσιακή αριστερά, η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η επιβαρημένη υγεία του αρχηγού της αντίπαλης παράταξης και η έπαρση της σημαίας του νεοφιλελευθερισμού δεν κατάφεραν να διατηρήσουν το κόμμα στην εξουσία, τι είναι αυτό που πρέπει να γίνει;
Ο M. Έβερτ επιχείρησε να δώσει τη δική του απάντηση ως δυναμικός εκφραστής της λαϊκής δεξιάς. Ήταν όμως περισσότερο επιθετικός από ό,τι χρειαζόταν και εστίασε την επίθεσή του στο πρόσωπο του Ανδρέα Παπανδρέου, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να διαχειριστεί τη μεταβολή στο πρόσωπο του προέδρου του ΠΑΣΟΚ που συμπαρέσυρε όλα τα προσφιλή, στη Νέα Δημοκρατία της εποχής, προσωπικά και αισθητικά στερεότυπα. Κατά μείζονα λόγο η Νέα Δημοκρατία δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει το ιδεολόγημα του εκσυγχρονισμού που συνδυάστηκε με μεγάλους και ευδιάκριτους για τους πολίτες στόχους της χώρας όπως η ένταξη στην ΟΝΕ, η αξιοποίηση των κοινοτικών πλαισίων στήριξης, η ανάληψη και η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση κ.ο.κ. Όλες αυτές οι παράμετροι συγκέντρωσαν τα ηνία της πολιτικής ηγεμονίας στα χέρια του ΠΑΣΟΚ.
Οκτώ χρόνια νέας μαθητείας στην αντιπολίτευση από το 1996 έως το 2004, ήταν διάστημα επαρκές για να αφομοιώσει η N.Δ. την πολιτική σημασία της ιδεολογίας στη σημερινή εποχή και σε πείσμα προφανώς όσων είχαν βιαστεί να αποδεχθούν το τέλος των ιδεολογιών, της πολιτικής και της ιστορίας, χωρίς να αντιλαμβάνονται το ιδεολογικό και πολιτικό στρατήγημα όσων διατύπωσαν και αναπαρήγαγαν την ιδέα αυτή.
H Νέα Δημοκρατία διαμόρφωσε έτσι σταδιακά τα νέα βασικά της επιχειρήματα, περιμένοντας παράλληλα, κατ' ανάγκην υπομονετικά, τη φθορά του ΠΑΣΟΚ που ήταν βέβαια το σημαντικότερο πολιτικό, αισθητικό και ηθικό (δηλαδή ιδεολογικό) επιχείρημά της στις εκλογές του 2004. Επιχείρημα τόσης σημασίας που δημιουργεί στο εσωτερικό της N.Δ. την ψευδαίσθηση ότι το επιχείρημα αυτό οφείλεται πρωτογενώς σε αυτήν και ότι δεν προκύπτει εξ αντιδιαστολής (μέσα από λάθη και παραλείψεις του ΠΑΣΟΚ και κυρίως μέσα από το κατεξοχήν αντικειμενικό δεδομένο της παρόδου πολλού χρόνου με το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία). Αυτή η ιδεολογική και επικοινωνιακή στρατηγική της Νέας Δημοκρατίας συνοψίζεται στην παλιά πια θεωρία του «μεσαίου χώρου» που προσπάθησε να συνδυάσει:
* Την επίμονη αποφυγή της χρήσης του όρου «δεξιά», αλλά και του μετριοπαθέστερου όρου «κεντροδεξιά» που έχει το μειονέκτημα να παραπέμπει στη δεξιά για τον αυτοπροσδιορισμό της Νέας Δημοκρατίας.
* Την αναγωγή στον «μέσο όρο» και στο «μεσαίο μέγεθος» που είναι κατά τεκμήριο θέσεις πιο οικείες και πιο προσιτές για τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινής γνώμης και άρα διαθέτουν το προσόν της κοινωνικής και πολιτικής πολυσυλλεκτικότητας και μετριοπάθειας.
* Τη συνειρμική αναγωγή στο κέντρο που γεωμετρικά ταυτίζεται με το μέσον του ιδεολογικού φάσματος, ιστορικά όμως και πολιτικά, στην Ελλάδα τουλάχιστον, ήταν πάντα κάτι σαφώς διαφοροποιημένο στη συνείδηση των πολιτών από τη συντηρητική παράταξη. Ήταν η άλλη παράταξη.
H εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας τον Μάρτιο και η επιβεβαίωσή της στις εκλογές του Ιουνίου, την έκαναν προφανώς να θεωρήσει ότι έφτασε η στιγμή για μια πιο σαφή δήλωση όχι της ιδεολογίας της, αλλά της ιδεολογικής της στρατηγικής. Φτάσαμε έτσι στην έννοια του «κοινωνικού κέντρου» που κυριάρχησε στο πρόσφατο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας.
Οι λέξεις όμως - σε αντίθεση με πολλούς ανθρώπους - έχουν μνήμη και εκδικούνται. H θέση των κομμάτων στο ιδεολογικό και πολιτικό φάσμα δεν εξαρτάται από τις κατά καιρούς σκοπιμότητες της επικοινωνιακής τους στρατηγικής αλλά από την παράδοση, την ιστορία, τη συλλογική συνείδηση και τη μακροχρόνια και επιβεβαιωμένη πρακτική τους. Αυτό αφορά βεβαίως και το ΠΑΣΟΚ και όλα τα άλλα κόμματα, αφορά όμως και τη Νέα Δημοκρατία. H Νέα Δημοκρατία είναι προφανές ότι καλόμαθε, όσο ήταν στην αντιπολίτευση, στην αδάπανη πολιτική των λέξεων και θεωρεί ότι μπορεί να την ασκεί με την ίδια ευκολία, τώρα που βρίσκεται στην εξουσία. Ευτυχώς όμως και για τις λέξεις και για τους πολίτες, όταν ένα κόμμα βρίσκεται στην κυβέρνηση, είναι αναγκασμένο να αντιμετωπίσει την πολιτική των πραγματικών προβλημάτων που δεν εξαρτάται ούτε από προθέσεις ούτε από ιδεολογικές αυτοτοποθετήσεις ούτε από επικοινωνιακά τεχνάσματα, αλλά από πραγματικά κοινωνικά αποτελέσματα που ελέγχουν με τον δικό τους ανελέητο τρόπο οι πολίτες.
H Νέα Δημοκρατία θεώρησε προφανώς ότι η αυτοτοποθέτησή της στο «κοινωνικό κέντρο» συμπιέζει το ΠΑΣΟΚ και δηλώνει τη διάθεσή της να ασκήσει μία πολιτική μετριοπαθή και πολυσυλλεκτική. Δηλαδή μία πολιτική προφύλαξης της νομιμοποίησης της κυβέρνησής της, χωρίς κενά διαστήματα και διακινδυνεύσεις. Μία πολιτική «εξ όψεως» που διατηρεί την επαφή με την κοινή γνώμη. Αυτή όμως η πολιτική είναι κατ' ανάγκην πολιτική «χαμηλής πτήσης», δηλαδή πτήσης για την οποία δεν απαιτείται η χρήση οργάνων, η αξιοπιστία των οποίων μπορεί να σε παραπλανήσει αναγκάζοντάς σε να καταβάλεις πολιτικό κόστος. Χαμηλή πτήση όμως σημαίνει και χαμηλές προσδοκίες και χαμηλά αποτελέσματα τελικά.
Καθιστώντας, συνεπώς, την έννοια του «κέντρου» βασική έννοια του πολιτικού της λόγου, η Νέα Δημοκρατία, παρ' ότι δεν θέλει καθόλου, επαναφέρει στο προσκήνιο τη θεμελιώδη διάκριση αριστεράς - δεξιάς χωρίς την οποία πέφτει στο κενό η έννοια τού κέντρου. Επειδή δε γνωρίζει πολύ καλά ότι το «πολιτικό κέντρο» ήταν πάντα στην Ελλάδα η αντίπαλη παράταξη, χρησιμοποιεί τον παραλλαγμένο όρο «κοινωνικό κέντρο» όχι για να προσδιορίσει ένα κοινωνικά διαστρωματωμένο προνομιακό ακροατήριό της, αλλά για να προσδιορίσει την κατεξοχήν πολιτική της στόχευση και στρατηγική. Αλλιώς θα έπρεπε να εξηγήσει πού βρίσκεται η «κοινωνική αριστερά» και η «κοινωνική δεξιά». Θα απεκάλυπτε έτσι τον κίνδυνο που διατρέχει, κυρίως εκ δεξιών. Από όσους δηλαδή ενοχλούνται από την τεχνητή και απροκάλυπτη αυτή επιχείρηση αποσιώπησης της ταυτότητας μιας μεγάλης πολιτικής παράταξης που ήταν πάντα και συντηρητική και δεξιά και δεν ντρεπόταν να το λέει.
Είναι συνεπώς φανερό ότι ενώ αυτό που κυρίως επιδιώκει η Νέα Δημοκρατία είναι να αποφύγει τον όρο δεξιά και τα βάρη του, χρησιμοποιώντας τον όρο «κέντρο» προκαλεί τον συνειρμό που θέλει να αποφύγει.
Ανοίγει έτσι το πεδίο μιας κρίσιμης συζήτησης, στην οποία το ΠΑΣΟΚ έχει κάθε λόγο να αυτοτοποθετηθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια. Ως ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό σοσιαλιστικό κόμμα που εξέφρασε εξ αρχής τον πολιτικό και κοινωνικό ριζοσπαστισμό, την πολιτική παράδοση του κέντρου, τις κοινωνικές ευαισθησίες της αριστεράς, όλο δηλαδή το εύρος της κεντροαριστεράς, τη δυναμική συνέχεια της δημοκρατικής παράταξης. Ως ένα λαϊκό κίνημα που κατάφερε να εκφράσει το γενικό συμφέρον του ελληνικού λαού, να προσδιορίσει στρατηγικούς στόχους για τη χώρα, να λειτουργήσει πολυσυλλεκτικά ως εγγυητής της κοινωνικής ειρήνης και συνοχής και να οργανώσει το πλειοψηφικό ρεύμα της ελληνικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που ήθελε και θέλει πάντα να εκφραστεί μέσα από έναν πολιτικό φορέα νέου τύπου, ο οποίος διατυπώνει δυναμικά το διαρκές αίτημα της υπέρβασης των ανισοτήτων, τις αγωνίες όσων βιώνουν την ανασφάλεια, τις προσδοκίες όσων ζητούν να τους δοθεί η δυνατότητα της ισότιμης συμμετοχής στο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Ως ένα κόμμα που αφομοιώνοντας τώρα τα αίτια της ήττας του καταλαβαίνει τι δεν πρέπει να ξανακάνει και πού πρέπει να εστιάσει την προσοχή του και τη δράση του για να επανέλθει στην εξουσία.
H διαφορά, συνεπώς, του ΠΑΣΟΚ με τη Νέα Δημοκρατίας βρίσκεται στα αυτονόητα κάθε πολιτικού χώρου. Στις λέξεις της μητρικής ιδεολογικής τους γλώσσας, που σίγουρα κάθε κόμμα τις λέει ή πάντως οφείλει να τις λέει καλύτερα και πειστικότερα.
*Άρθρο Ευ. Βενιζέλου στα ΝΕΑ, 27 Ιουλίου 2004