21 Αυγούστου 2003
[Μια πρόταση υπέρβασης της κρίσης]
1. Τον τελευταίο καιρό - με αφορμή απλώς την κένωση και την επικείμενη πλήρωση της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης - παρακολουθούμε την αναζωπύρωση, για πολλοστή φορά, του παλιού και κλασικού ζητήματος των σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Μέσα από την καθημερινή ειδησεογραφική και κοσμική προσέγγιση του θέματος και μέσα από σωρεία δηλώσεων, υπαινιγμών και ακριτομυθιών, είναι λογικό οι περισσότεροι να θεωρούν ότι πρόκειται για μια σύγκρουση προσώπων, το καθένα από τα οποία έχει τις δικές του - θεμιτές ή και αθέμιτες - εκκλησιαστικές φιλοδοξίες.
Στην καλύτερη περίπτωση επικρατεί η αντίληψη ότι πρόκειται για ένα ζήτημα κατανομής εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών, δηλαδή πνευματικής και ποιμαντικής ευθύνης και εντέλει αρμοδιότητας και εξουσίας μεταξύ των δύο εκκλησιαστικών κλιμάτων.
Αν το πράγμα είχε μόνον αυτές τις διαστάσεις, τότε αφενός μεν θα ήταν περιορισμένης και εντέλει ενδοεκκλησιαστικής σημασίας, αφετέρου δε θα ήταν εύκολο να αντιμετωπισθεί: είτε με καλόπιστο και διαλλακτικό τρόπο είτε μέσα από μία σύγκρουση που, όπως κάθε ανάλογη, κρίνεται σε βάθος ιστορικού χρόνου, οδηγεί όμως ενίοτε στον διχασμό του εκκλησιαστικού σώματος και στη διατάραξη των σχέσεων μεταξύ των εκκλησιών (για να μην αναφέρουμε καν τη λέξη σχίσμα). H εκκλησιαστική ιστορία, μόλις του 19ου και του 20ού αιώνα, προσφέρει πλήθος παραδειγμάτων, πολλά από τα οποία εξακολουθούν να είναι ενεργά σήμερα, όπως το παλαιοημερολογιτικό.
Άλλωστε, αν ισχύει η ρήση πως πολιτική είναι πρωτίστως η διαχείριση των συμβολισμών, εκκλησιαστική πολιτική είναι κυρίως αυτό. Οι συμβολισμοί όμως συνδέονται πολύ συχνά με υπεραπλουστεύσεις και με πάθη, γιατί έτσι τους προσλαμβάνει ο λαός του θεού, το άλλο όνομα του οποίου είναι κοινή γνώμη.
2. Στη μήτρα του ζητήματος βρίσκεται αναμφίβολα το περιβόητο ζήτημα της αυτοκεφαλίας της Ελλαδικής Εκκλησίας που τέθηκε με οξύτατο τρόπο αμέσως μετά τη συγκρότηση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους και σε άμεση συνάρτηση με αυτήν.
Είναι άρα εντυπωσιακό (και πρέπει να είναι διδακτικό) το γεγονός ότι ένα ζήτημα που εμφανίστηκε στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα εξακολουθεί να είναι τόσο έντονα παρόν στην αρχή του 21ου αιώνα παρ' όλες τις διευθετήσεις που έγιναν στο μεταξύ, τελευταία των οποίων είναι η ίδια η διατύπωση του άρθρου 3 του ισχύοντος Συντάγματος της χώρας που έμεινε αλώβητο κατά την πρόσφατη αναθεώρηση επειδή έτσι ζήτησε επιμόνως η ίδια η Εκκλησία της Ελλάδος.
Το ζήτημα όμως της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ελλάδος που ανακηρύχθηκε αυτοβούλως, δηλαδή πολιτικά, για να αναγνωρισθεί στη συνέχεια εκκλησιαστικά, δηλαδή κανονικά, δεν ήταν ποτέ ένα ζήτημα μόνον ή κυρίως εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών ή ένα ζήτημα εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών και πολιτικών ισορροπιών. Ήταν πάντοτε όλα αυτά, πρωτίστως όμως ήταν, εξαρχής και σε όλη του τη διαδρομή, αφενός μεν ζήτημα εθνικής ιδεολογίας, ιστορικής αυτοσυνειδησίας και πολιτικής προοπτικής για το νέο ελληνικό κράτος και την κοινωνία του, αφετέρου δε ζήτημα εκκλησιαστικής υπόστασης και αυτογνωσίας τόσο για το Οικουμενικό Πατριαρχείο όσο και για την Εκκλησία της Ελλάδος.
Το κοινό πεδίο των δύο αυτών ζητημάτων είναι προφανώς η σχέση μεταξύ Ελληνικότητας και Ορθοδοξίας. Αυτός όμως ο επιγραμματικός προσδιορισμός του πυρήνα του ζητήματος μπορεί να προκαλέσει πολύ μεγάλη δυσφορία σε όσους θεωρούν ότι αυτά τα θέματα είτε είναι προ πολλού λελυμένα μέσα από την ιστορία και την παράδοση, είτε είναι αναχρονιστικά ή ακόμη και επικίνδυνα και για τους δύο συντελεστές τους: Για την Ελληνικότητα μεν επειδή την καθηλώνουν σε μια παραδοσιακή και συντηρητική αντίληψη που δεν εφάπτεται με τον σημερινό κόσμο ή έστω με την ευρωπαϊκή πολυπολιτισμικότητα που αξιώνει από κάθε κράτος και από κάθε κοινωνία μια λαϊκή αντίληψη για τις σχέσεις με το θρησκευτικό φαινόμενο, τις εκκλησίες και τις θρησκευτικές κοινότητες. Για την Ορθοδοξία δε επειδή η ταύτισή της με την Ελλάδα και την ελληνική γλώσσα ανακόπτει την οικουμενική της δυναμική και παρεμποδίζει τον ίδιο τον πνευματικό της ρόλο που υπερβαίνει κάθε εθνικό ή φυλετικό προσδιορισμό.
H γνώμη μου είναι ότι τέτοιου είδους ζητήματα, όπως η σχέση Ελληνικότητας και Ορθοδοξίας, ακριβώς επειδή τελικά έχουν τεράστια πολιτική σημασία, είναι πάντοτε ανοιχτά, αποκτούν όμως με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη των ιστορικών καταστάσεων διαφορετικό περιεχόμενο και διαφορετική πρακτική σημασία. Βέβαια, αυτά όλα αφορούν μια εκ των υστέρων συνολική θεώρηση των επιμέρους βημάτων στις σχέσεις μεταξύ της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Καθένα όμως από τα βήματα αυτά υπακούει στη δική του πολύ στενότερη λογική, επηρεάζεται σε καθοριστικό βαθμό από την πολιτική (εσωτερική και διεθνή) αλλά και την εκκλησιαστική συγκυρία, συμπεριλαμβανομένων πάντοτε και του ρόλου των συγκεκριμένων προσώπων και του ρόλου του τυχαίου.
Από την άποψη αυτή - και χωρίς αυτό να παρεξηγηθεί είτε ιστορικά είτε θεολογικά, - η βαθύτερη λογική της ιστορίας μοιάζει πάρα πολύ με τη λειτουργία του Αγίου Πνεύματος που γνωρίζει να οικονομεί τα πράγματα και που βρίσκει σημεία ισορροπίας και λύσεις εκεί όπου φαίνεται να υπάρχει πλήρες αδιέξοδο.
3. Κατά τον τρόπο αυτό νομίζω ότι μπορούν να ερμηνευθούν και οι εντυπωσιακές διακυμάνσεις που εμφανίζονται ως προς την πολιτική αντιμετώπιση των κρίσιμων φάσεων στην εξέλιξη των σχέσεων Οικουμενικού Πατριαρχείου και Εκκλησίας της Ελλάδος. Το σταθερό κριτήριο που κατά τη γνώμη μου υφέρπει στην πολιτική αυτή προσέγγιση είναι η κυρίαρχη κάθε φορά αντίληψη (δηλαδή ιδεολογία) ως προς τις προτεραιότητες και τις προοπτικές του έθνους ή μάλλον του Ελληνικού Κράτους.
Με βάση αυτό το κριτήριο, η αυτοανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ελλάδος ήταν πράξη συνδεδεμένη με την πολιτική ανεξαρτησία του νεοπαγούς κράτους. H εκ των υστέρων κανονική αναγνώριση της αυτοκεφαλίας με την έκδοση του Τόμου του 1850 ήταν μια πολιτική επιτυχία του νέου Ελληνικού Κράτους που διαφύλαξε την υπόσταση της τοπικής του Εκκλησίας αλλά και τη συνοχή της ασθενικής του κοινωνίας, σεβόμενο ταυτοχρόνως το κύρος του οικουμενικού θρόνου.
Στη συνέχεια η «Μεγάλη Ιδέα» ως ιδεολογία της εθνικής ολοκλήρωσης είχε ζωτική ανάγκη από μια καλή σχέση με τον βασικό θεσμικό εκφραστή αυτού που έχει χαρακτηρισθεί ως «Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο», δηλαδή με το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
Αυτό εξηγεί την ομαλή λειτουργία του Τόμου 1850 και τη σταδιακή του συμπλήρωση παράλληλα με την επέκταση της ελληνικής επικράτειας μέχρι τη μεγάλη μεταβολή που επέφεραν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι με την απελευθέρωση και την ενσωμάτωση στο Ελληνικό Κράτος των «Νέων Χωρών». Αυτή όμως η περίοδος των συνεχών εσωτερικών συγκρούσεων και των μεγάλων διεθνών μεταβολών ολοκληρώνεται ιστορικά με τη Μικρασιατική Καταστροφή, τη Συνθήκη της Λωζάννης και την ανταλλαγή των πληθυσμών που περιάγει το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση.
Κατά τον τρόπο αυτό εξηγείται επίσης, πρώτον, η καθυστέρηση που παρατηρείται ως προς την οριστική ρύθμιση της εκκλησιαστικής κατάστασης των «Νέων Χωρών», μεταξύ 1913 - 1928. Δεύτερον, η επιλογή να μην ενταχθούν οι περιοχές αυτές κατά τρόπο άμεσο και ευθύ στους κόλπους της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά να ανατεθεί σ' αυτήν η διοίκησή τους «επιτροπικώς» σύμφωνα με τους όρους της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξης του 1828. Τρίτον, η διαμόρφωση, αργότερα, του εκκλησιαστικού καθεστώτος της Δωδεκανήσου, με αποτέλεσμα να υπάρχουν στην ελληνική επικράτεια πέντε διαφορετικές εκκλησιαστικές περιοχές (της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, των «Νέων Χωρών», της ημιαυτονόμου Εκκλησίας της Κρήτης, των Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου και του Αγίου Όρους).
H σχέση συνεπώς μεταξύ Εκκλησίας της Ελλάδος και Οικουμενικού Πατριαρχείου υποκρύπτει εξαρχής και διαρκώς μια σχέση Ελληνικού Κράτους και Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία προσδιορίζεται αφενός μεν από τις ίδιες τις διεθνοπολιτικές προτεραιότητες του Ελληνικού Κράτους, αφετέρου δε από την (διεθνοπολιτική επίσης) ανάγκη υποστήριξης του κύρους και της υπόστασης του οικουμενικού θρόνου. Από την άποψη αυτή η Εκκλησία της Ελλάδος έχει προ πολλού (από τον ίδιο τον σχεδιασμό και τον χειρισμό της αρχικής φάσης του ζητήματος της αυτοκεφαλίας) αποδεχθεί την προτεραιότητα αυτών των κριτηρίων που διαμόρφωσαν και το οργανωτικό της σχήμα.
4. Αυτό εξηγεί, ώς ένα βαθμό, και τη διακύμανση των «προτιμήσεων» ως προς τις διαφορετικές εκκλησιαστικές νοοτροπίες που επικρατούν αφενός μεν στο κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αφετέρου δε στο κλίμα της Εκκλησίας της Ελλάδος:
Την περίοδο 1830 - 1850 οι οπαδοί της αυτοκεφαλίας ήσαν αναμφισβήτητα στενά συνδεδεμένοι με τους κύκλους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και με το όραμα της δημιουργίας ενός σύγχρονου δυτικού εθνικού κράτους.
Την περίοδο 1850 - 1912 διατηρείται μια ισορροπία που εξυπηρετεί τις ανάγκες της σταδιακής επέκτασης του εθνικού χώρου.
Την περίοδο 1912 - 1928 τα πάντα υποτάσσονται στη δίνη των διεθνοπολιτικών εξελίξεων στις οποίες πρωταγωνιστεί, μετέχει ή εμπλέκεται απλώς το Ελληνικό Κράτος που τελικά διαμορφώνει τη σύγχρονη φυσιογνωμία του μέσα από την ανταλλαγή των πληθυσμών και τη Συνθήκη της Λωζάννης.
5. Το ερώτημα είναι πώς μπορεί κάποιος να αντιληφθεί και να διαχειριστεί σήμερα, εν έτει 2003, τους διακανονισμούς αυτούς του 1928, που σε πολύ μεγάλο βαθμό και σίγουρα ως προς τον πυρήνα και τα ουσιώδη στοιχεία τους έχει και επικαιροποιήσει και επικυρώσει το άρθρο 3 του Συντάγματος.
Θα ήταν απλό αλλά λανθασμένο να κληθεί κάποιος να δηλώσει την προτίμησή του σε μία από τις δύο εκδοχές της Ορθοδοξίας ή μάλλον απέναντι σε δύο διαφορετικές νοοτροπίες εκκλησιαστικής διοίκησης και πολιτικής. Κάπως σχηματικά μπορούμε, βέβαια, να πούμε ότι η μια νοοτροπία παραπέμπει σε μία ορθόδοξη εκκλησία που είναι μειοψηφική και δεν νιώθει πολιτική ασφάλεια, η δε άλλη νοοτροπία παραπέμπει σε μία ορθόδοξη εκκλησία που είναι πλειοψηφική και νιώθει απόλυτα ασφαλής μέσα στο συγκεκριμένο κράτος. Νομίζω ότι είναι σχεδόν αναπόφευκτο η διαφορά αυτή να επηρεάζει τα πάντα και ιδίως τις προτεραιότητες της εκκλησιαστικής πολιτικής, καθώς είναι διαφορετικές και οι συνθήκες και οι ρόλοι. Στο πλαίσιο όμως της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 25 και πολύ περισσότερο στο σημερινό παγκόσμιο πλαίσιο μια τέτοια διάκριση μεταξύ «μειοψηφικής» και «πλειοψηφικής» αντίληψης για την Ορθοδοξία είναι χωρίς νόημα, γιατί η Ορθοδοξία είναι ούτως ή άλλως, ακόμη και στην Ευρώπη, μια πολύ μικρή μειοψηφία.
Θα αφυδατώναμε συνεπώς επικίνδυνα το ζήτημα των σχέσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος αν το αντιμετωπίζαμε μόνον ή κυρίως ως ζήτημα εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών και κανονικών δικαιωμάτων. Αν εστιάζαμε την προσοχή μας πρωτίστως στο ζήτημα της μνημόνευσης του Οικουμενικού Πατριάρχη, στην αποστολή του καταλόγου των εκλογίμων στις Μητροπόλεις των «Νέων Χωρών» κ.ο.κ. Όλα αυτά είναι αναμφίβολα σοβαρά και μπορούν να προκαλέσουν μεγάλες τριβές όχι όμως ως ζητήματα εκκλησιαστικής εξουσίας αλλά ως εκδηλώσεις σεβασμού και στήριξης του Πατριαρχείου που με τη σειρά του (πρέπει να) σέβεται και την υπόσταση και τον ρόλο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Υπάρχει για τα θέματα αυτά σαφές πλαίσιο αναφοράς για όλους. Εννοώ εδώ και εκείνους που θεωρούν ότι τα πάντα ρυθμίζονται από το κείμενο της Πράξης του 1928 και για εκείνους που θεωρούν ότι τα πάντα ρυθμίζονται από το ισχύον Ελληνικό Σύνταγμα του 1975/2001 και τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, που είναι νόμος του Ελληνικού Κράτους (μεταπολιτευτικός και αυτός, του 1977).
Όσοι θεωρούν π.χ. ότι οι εκφράσεις «Μητροπόλεις των "Νέων Χωρών" ή του Οικουμενικού Θρόνου» και «Μητροπόλεις της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος» είναι παρωχημένες, θα βρουν τις εκφράσεις αυτές στο ίδιο το κείμενο του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (N. 599/1977).
Όσοι αποδίδουν - αντιστρόφως - ιδιαίτερη σημασία στη συνταγματική κατοχύρωση του Τόμου του 1850 και της Πράξης του 1928, θα πρέπει σίγουρα να συνεκτιμήσουν - σε μία έννομη τάξη όπως η ελληνική - τη σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας η οποία δεν είναι αμετακίνητη, είναι όμως συνήθως επίμονη στα θέματα αυτά. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή τη νομολογία (που εκφράζει μια νομική και όχι μια εκκλησιολογική αντίληψη) η συνταγματική κατοχύρωση της Πράξης του 1928 αφορά μόνο τον τρόπο συγκρότησης της Ιεράς Συνόδου.
Αυτή όμως η νομική και κανονολογική προσέγγιση των θεμάτων αυτών δεν ήταν ποτέ η προέχουσα, όπως επιχείρησα να δείξω με τις αναφορές στην ιστορία των σχέσεων και των διευθετήσεων μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου, Εκκλησίας της Ελλάδος και Ελληνικής Πολιτείας. Το προέχον κριτήριο ήταν πάντοτε διεθνοπολιτικό, τόσο με την έννοια της διεθνούς κρατικής και διακρατικής πολιτικής όσο και με την έννοια της διεθνούς εκκλησιαστικής πολιτικής που είναι μια πολύ σοβαρή όψη της Οικουμενικότητας της καθ' όλου Ορθοδόξου Εκκλησίας μέσα από την πολυμορφία αλλά και την ευχαριστηριακή ενότητα των τοπικών εκκλησιών.
6. Αυτά μεταφερόμενα στα συμφραζόμενα της εποχής μας, τόσο τα πολιτικά όσο και τα εκκλησιαστικά, μας φέρνουν και πάλι αντιμέτωπους με το αρχικό ζήτημά μας που ήταν η σχέση Ελληνικότητας και Ορθοδοξίας: H σχέση όμως αυτή συνδέεται με δύο προφανή στοιχεία. Πρώτον, με την πρωτεύουσα θέση του Πατριαρχείου μεταξύ όλων των ορθοδόξων εκκλησιών και, δεύτερον, με το γεγονός πως η Εκκλησία της Ελλάδος είναι η εκκλησία μιας χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει τον μεγαλύτερο συμπαγή ορθόδοξο πληθυσμό.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο θεμελίωσε αρχικά το δικό του πρωτείο (ίσο με αυτό της Παλαιάς Ρώμης αλλά σίγουρα επόμενο αυτής και πάντως αναμφισβήτητο σε σχέση με όλες τις «ανατολικές» Εκκλησίες) όχι στον αποστολικό χαρακτήρα της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης αλλά στην πολιτική σημασία της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια (ήδη από την εποχή της Νίκαιας) διατήρησε το πρωτείο αυτό, δηλαδή τον οικουμενικό του χαρακτήρα με βάση την παράδοση που εκφράζει και τον συμβολισμό που εκπέμπει. Τώρα διατηρεί και ενισχύει το πρωτείο του και τον οικουμενικό του χαρακτήρα με βάση όχι μόνο την παράδοση και τον συμβολισμό αλλά και τη διορατικότητα και τη θεολογική εγκυρότητα του Προκαθημένου και των εκπροσώπων του, δηλαδή με βάση τον λόγο του. Το Πατριαρχείο δεν είναι οικουμενικό επειδή είναι ελληνικό ως προς τη γλώσσα και την παράδοση. H καλή και στενή σχέση του όμως με την Εκκλησία της Ελλάδος μπορεί και πρέπει να αποτελεί βασική πηγή στήριξης και ενίσχυσης της οικουμενικής του διακονίας και αποστολής.
Από την άλλη πλευρά, αν για την Ελλάδα ως Εκκλησία, ως Πολιτισμό και ως Πολιτεία η σχέση με την Ορθοδοξία είναι σημαντική και για λόγους διεθνοπολιτικούς, έχει μεγάλη σημασία να διατηρηθεί αλώβητο το κύρος και η οικουμενικότητα της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Χωρίς το Οικουμενικό Πατριαρχείο η προέχουσα θέση της Ελλάδας και της Ελληνικότητας μέσα στον ορθόδοξο κόσμο δεν μπορεί να διασφαλιστεί και να συνεχιστεί. Από την άλλη πλευρά, η Εκκλησία της Ελλάδος είναι ή πάντως πρέπει να είναι για το Οικουμενικό Πατριαρχείο η πιο πιστή θυγατέρα, η πιο σημαντική πηγή προσώπων και το πιο ισχυρό εκκλησιαστικό στήριγμα.
Προτεραιότητα του Πατριαρχείου δεν είναι το ποιμαντικό έργο και η εκκλησιαστική διοίκηση στην Ελλάδα, αλλά ο οικουμενικός του ρόλος. Από την άλλη πλευρά, προτεραιότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν είναι η αντιδικία και η οριοθέτηση με το Πατριαρχείο, αλλά η σύγχρονη ποιμαντική μέσα σε μια πολύπλοκη και απαιτητική κοινωνία, όπως η ελληνική.
Αυτές οι απλές διαπιστώσεις δίνουν, κατά τη γνώμη μου, ένα σύγχρονο νόημα και μία εκκλησιολογική αλλά και πολιτική δυναμική στις διευθετήσεις του Τόμου του 1850 και της Πράξης του 1928 μεταξύ της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αυτό το μήνυμα πρέπει να καλλιεργηθεί με καλοπιστία και αγάπη μεταξύ προσώπων και μεταξύ θεσμών. Όλα τα άλλα είναι μικρά και χωρίς ιστορική προοπτική.
* Ψευδώνυμο προσώπου που λόγω των ιδιοτήτων του είναι σε θέση να γνωρίζει πολλά για το ζήτημα των σχέσεων Οικουμενικού Πατριαρχείου, Εκκλησίας της Ελλάδος και Ελληνικού Κράτους.
* Άρθρο στα ΝΕΑ, 21 Αυγούστου 2003