5 Ιουνίου 2008
Η «οικονομική και περιβαλλοντική» κρίση είναι ένας κομψός όρος πίσω από τον οποίο κρύβεται το καθημερινό άγχος και η ανασφάλεια του Έλληνα πολίτη που νιώθει να απειλείται από παντού. Ο πολίτης ζει στο επίκεντρο μιας πολύπλευρης κρίσης που ναι μεν έχει διεθνείς διαστάσεις, επιδεινώνεται όμως σοβαρά για καθαρά εγχώριους λόγους και εκδηλώνεται στο δικό του προσωπικό, οικογενειακό, αλλά και επιχειρηματικό επίπεδο.
Η περιβαλλοντική κρίση, βασική πτυχή της οποίας είναι η ενεργειακή κρίση, είναι τελικά κρίση του μοντέλου ανάπτυξης, δηλαδή θεμελιώδης διάσταση της οικονομικής κρίσης. Η οικονομική κρίση στην καθημερινή ζωή του πολίτη είναι συνώνυμη της ακρίβειας. Η ακρίβεια είναι αφενός μεν αποτέλεσμα της αισχροκέρδειας και της «καρτελοποίησης» της αγοράς, αφετέρου δε συνέπεια της εισοδηματικής ανεπάρκειας και ανισότητας. Η ακρίβεια δεν αφορά όλους εξίσου. Θίγει πρωτίστως τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Ο πληθωρισμός του φτωχού, αλλά και μεσαίου νοικοκυριού είναι πολύ υψηλότερος του επίσημου.
Ο πολίτης τα εισπράττει όλα αυτά ως αδυναμία του κράτους και άρα του πολιτικού συστήματος να προβλέψει, να αποτρέψει ή έστω να διαχειριστεί την κρίση. Η κρίση μετατρέπεται σε πολιτική, σε κρίση νομιμοποίησης της κυβέρνησης, αλλά και του πολιτικού συστήματος γενικά.
Η χώρα στερείται σχεδίου. Η κυβέρνηση βαδίζει στα τυφλά. Η διαχειριστική της ανεπάρκεια είναι προφανής Μια απογοητευμένη και απαισιόδοξη χώρα δύσκολα μπορεί να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της. Απαιτούνται άλλου τύπου – πιο γενναίες, πιο δίκαιες, πιο διορατικές και πιο συστηματικές – δημόσιες πολιτικές. Μια ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική, ένα σύγχρονο, ανταγωνιστικό, κοινωνικά δίκαιο, «πράσινο», μεταβιομηχανικό μοντέλο ανάπτυξης που να βασίζεται στο τρίπτυχο: Σύγχρονη δυναμική οικονομία – Κοινωνία συνοχής – Περιβαλλοντική ευαισθησία και διορατικότητα.
Το πρόβλημα δεν βρίσκεται όμως στις ιδέες. Όλοι μιλούν για «πράσινο» μοντέλο ανάπτυξης, για ενεργειακό σχεδιασμό με έμφαση στις ΑΠΕ, για επώνυμα αγροτικά προϊόντα υψηλής ποιότητας, για νέες μορφές τουριστικών υπηρεσιών, για την σημασία του τομέα των τηλεπικοινωνιών και της πληροφορίας, για την ανάγκη υποστήριξης της καινοτομίας και της έρευνας, για τη σημασία του διανοητικού κεφαλαίου και άρα της εκπαίδευσης μέσα σε μία παγκόσμια κοινωνία της γνώσης.
Το ζήτημα βρίσκεται στην πολιτική αποφασιστικότητα και στη νομοθετική και διοικητική αποσαφήνιση και διευκόλυνση των στόχων αυτών.
Άρα το οικονομικό και περιβαλλοντικό, δηλαδή το αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας είναι πρόβλημα κυρίως πολιτικό. Μόνο με πολιτικές πρωτοβουλίες μπορεί να συναφθεί η αναγκαία και ισορροπημένη Εθνική, Κοινωνική, Αναπτυξιακή και Περιβαλλοντική Συμφωνία.
Στο πλαίσιο μιας τέτοιας Συμφωνίας το κράτος μπορεί π.χ. να εγγυηθεί:
Από τη δική του πλευρά ο επιχειρηματικός κόσμος οφείλει να αποδείξει την κοινωνική και περιβαλλοντική του ευθύνη. Αυτό αφορά π.χ.:
Μια τέτοια Συμφωνία μπορεί να είναι κρίσιμο βήμα προς την αύξηση της εθνικής ανταγωνιστικότητας, προς ένα σύγχρονο και λειτουργικό κράτος που λειτουργεί ως συγκριτικό πλεονέκτημα υπέρ της οικονομίας και της κοινωνίας.
* Εισήγηση Ευ. Βενιζέλου στο 2ο Debate «Επί της ουσίας» της Ελληνικής Ένωσης Επιχειρηματιών με θέμα: «Οικονομική και Περιβαλλοντική κρίση. Μέτρα που μπορούν να θωρακίσουν την ελληνική οικονομία»