11 Απριλίου 2006

 

Είναι η ελληνική κοινωνία «προσοδοθηρική»;


Θέλω κι εγώ να χαιρετίσω το εκδοτικό πρόγραμμα του Κέντρου Θεσμικών Μεταρρυθμίσεων, που διευθύνει με πολύ μεγάλη επιτυχία και μεράκι ο Θοδωρής Πελαγίδης, με πολύ εκλεκτούς εταίρους και συνεργάτες, αλλά και τη συνεργασία του Κέντρου Θεσμικών Μεταρρυθμίσεων με τον εκδοτικό οίκο Παπαζήση.

Έχω μια πολύ παλιά προσωπική πολιτική σχέση με τον Βίκτωρα Παπαζήση, το λέω για όσους γνωρίζουν την παλιά ανθρωπολογία των πολιτικών ομάδων και κινήσεων, και χαίρομαι κάθε φορά που βλέπω πως ο ίδιος, ο γιος του, ο εκδοτικός οίκος κάνει σημαντικά βήματα και μέσα σε αυτά συγκαταλέγω και το εκδοτικό πρόγραμμα του Κέντρου Θεσμικών Μεταρρυθμίσεων.

Το βιβλίο τώρα αυτό του Θοδωρή Πελαγίδη -που τον ξέρω από νεαρό φοιτητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης- και του Μιχάλη Μητσόπουλου είναι  εξαιρετικά προκλητικό και επίκαιρο. Οι συγγραφείς ουσιαστικά επιχειρούν να συνθέσουν μία γενική θεωρία των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα. Θέλουν να χαρτογραφήσουν την ελληνική κοινωνία, να την αναγνώσουν με έναν όσο γίνεται πιο διαρθρωτικό, συνολικό και ταυτόχρονα ανατρεπτικό τρόπο.

Ανοίγουν επίσης νέα πεδία συζήτησης, όπως η οικονομική ανάλυση της λειτουργίας της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα.

Γιατί πάρα πολύ συχνά μιλούμε για «κράτος», για «πολιτική», για «κοινωνία» και δεν αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχουν πολύ σημαντικοί θεσμοί εξουσίας, (που μάλιστα αξιακά έχουν πολύ καλύτερη επίδοση στη συνείδηση της κοινής γνώσης απ’ ό,τι η Βουλή, τα κόμματα, ο πολιτικός κόσμος), οι οποίοι παρότι είναι θεσμοί μη αιρετοί και ως εκ τούτου συντηρητικοί εκ φύσεως, παίζουν πάρα πολύ σημαντικό ρόλο στη λειτουργία της κοινωνίας και της οικονομίας. Κανείς όμως δεν ασχολείται ευθέως, οικονομικά και πολιτικά, μαζί τους. Ασχολούμαστε βέβαια μαζί τους με το συνήθη συμβατικό, θα έλεγα νομικό τρόπο, ενώ τα προβλήματα τους είναι βαθύτατα αναπτυξιακά και πολιτικά. Είναι συνεπώς εξαιρετικό το παράδειγμα της Δικαιοσύνης, που με τόσο ενδελεχή και πρωτότυπο τρόπο παρουσιάζουν σε ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου τους οι δύο συγγραφείς. Τα άλλα παραδείγματα θα έλεγα ότι είναι πιο γνωστά και συνήθη: η συζήτηση για τις αγορές εργασίας και προϊόντων, όπως και η συζήτηση για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, είναι πάντα ανοιχτή. Χαίρομαι όμως γιατί τώρα ανοίγουν και άλλα πεδία.

Έρχομαι τώρα στην παρουσίαση και την κριτική της βασικής θέσης των συγγραφέων, που νομίζω ότι είναι και η βασική εισφορά του βιβλίου αυτού. Οι συγγραφείς μας λένε πάρα πολύ απλά ότι η ελληνική κοινωνία είναι μία «κοινωνία προσοδοθηρικών ομάδων», είναι μία «κοινωνία των μεταβιβάσεων». Άρα είναι μία κοινωνία που έχει συναρθρωθεί σε σχέση με κρατικά, δηλαδή νομοθετικά και πολιτικά προνόμια. Μια κοινωνία στην οποία η αγορά, με τη γενικότερη έννοια του όρου, δεν λειτουργεί αβίαστα. Άρα υπάρχουν  προβλήματα ανταγωνισμού, προβλήματα ελεύθερης και ακώλυτης λειτουργίας των αγορών και αυτά όλα συνιστούν, εν τέλει, ένα ανάχωμα στην ανάπτυξη και ένα ανάχωμα στις μεταρρυθμίσεις.

Αυτό περιγράφει μια συντεχνιακή κοινωνία, μια κοινωνία κορπορατίστικη, μια κοινωνία η οποία δεν μπορεί εύκολα να συνειδητοποιήσει τον κοινό παρονομαστή του γενικού της συμφέροντος. Παρ΄όλες τις ιδεολογικές, κοινωνικές, αναπτυξιακές, οικονομικές, αισθητικές, πολιτιστικές και άλλες διαφορές που μπορεί να έχει στο εσωτερικό της κάθε κοινωνία, αναζητά, άλλωστε, πάντα, με κάποιο τρόπο, το γενικό της συμφέρον. Συνεπώς η συζήτηση για το γενικό συμφέρον είναι ουσιαστικά η συζήτηση για τη συνοχή της κοινωνίας που επιδιώκεται στη νεωτερική εποχή στο πλαίσιο αυτό που λέγεται κοινωνικό κράτος δικαίου.

Επειδή λοιπόν στην Ελλάδα έχουμε, κατά τους συγγραφείς, οξύ πρόβλημα ανεπάρκειας και αγκύλωσης της κοινωνίας, η λύση είναι ο ακραίος, ριζοσπαστικός πολιτικός βολονταρισμός. Τη λύση στο πρόβλημα της οικονομίας και της κοινωνίας θα δώσει –κατά τους συγγραφείς- η πολιτική, το πολιτικό σύστημα, τα πολιτικά κόμματα, το κράτος, μία αλληλουχία ριζοσπαστικών και θαρραλέων πολιτικών αποφάσεων που δεν υπολογίζουν το πολιτικό κόστος.

Θέτουν λοιπόν ένα μείζον θέμα έννοιας και θεωρίας του πολιτικού κόστους σε σχέση με τις θεωρίες της δημοκρατίας, που αξίζει να το σχολιάσουμε. Θα έρθει –κατά τους συγγραφείς- ο ριζοσπάστης «πολιτικός επιχειρηματίας», ο «επιχειρησιακός πολιτικός» θα έλεγα εγώ, ο οποίος θα τα συναρθρώσει όλα αυτά σε ένα μεγάλο σχέδιο ανατροπών.

Δεν κρύβω ότι έχω σοβαρές επιφυλάξεις για την προσέγγιση αυτή, παρά την ευρηματικότητα και την αναλυτική της συνεισφορά, διότι ο τρόπος με τον οποίο ορίζει κανείς τα θέματα, ο τρόπος με τον οποίο θέτει τα ερωτήματα, προδικάζει και τις απαντήσεις. Έχει ως εκ τούτου πάρα πολύ μεγάλη σημασία να συμφωνήσουμε στον τρόπο με τον οποίο θέτουμε τα θέματα.

Εγώ, για παράδειγμα, δεν θα όριζα ποτέ την ελληνική κοινωνία ή άλλες παρόμοιες ευρωπαϊκές κοινωνίες ως «κοινωνίες των προσοδοθηρικών ομάδων» ή ως «κοινωνίες των μεταβιβάσεων». Είναι κοινωνίες πολύπλοκες, αντιφατικές, κοινωνίες της ανασφάλειας, κοινωνίες διχασμένες σε δύο ημισφαίρια. Ένα ημισφαίριο που νιώθει ασφαλές και ανταγωνιστικό με δυνατότητα προσαρμογής στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, της νέας ευρωπαϊκής και διεθνούς οικονομίας και ένα άλλο ημισφαίριο το οποίο νιώθει ανασφαλές, φοβικό, εγκαταλελειμμένο και ήδη εν δυνάμει περιθωριοποιημένο. Οι τομές αυτές είναι τομές διαφορετικές από την κλασική, ταξική διαστρωμάτωση μιας κοινωνίας, γιατί είναι τομές εγκάρσιες, τομές που διαπερνούν όλες τις επαγγελματικές ομάδες και όλες τις κοινωνικές τάξεις.

Έχει όμως πολύ μεγάλη σημασία να συμφωνήσω με τους συγγραφείς στο ότι πράγματι το κοινωνικό κράτος, ως αναπτυξιακό κράτος και όχι ως ιδρυματικό, έχει προκύψει ιστορικά επειδή ποτέ ιστορικά η κοινωνία δεν έχει μπορέσει να οργανώσει τον εαυτό της ορθολογικά, δικαιοκρατικά και άρα με την αναγκαία κοινωνική ευαισθησία.

Και το κράτος δικαίου και το δημοκρατικό κράτος και το κοινωνικό κράτος είναι μια θεσμική και πολιτική επεξεργασία μαζί με την ανάλογη ιδεολογική εκλέπτυνση. Η κοινωνία από μόνη της, είτε την εκλάβει κανείς ως «κοινωνία των πολιτών» με έναν αθώο χαρακτήρα, είτε την εκλάβει κανείς ως «ιδιωτική κοινωνία», είτε την εκλάβει κανείς ως αγορά και οικονομία (γιατί αυτή είναι η κύρια όψη της ιδιωτικής κοινωνίας), βεβαίως δεν παράγει από μόνη της κανένα «κοινωνικό» αποτέλεσμα, παράγει ανισότητες, παράγει αυταρχισμό, παράγει αδικίες, παράγει φόβο, παράγει αποκλεισμό.

Το κράτος είναι εκείνο που έρχεται και διαμορφώνει, στο επίπεδο της «πολιτικής κοινωνίας», λόγω καθολικής και ίσης ψήφου και λόγω της όχι άνευ ουσίας ψευδαίσθησης της ισότητας σε πολιτικό επίπεδο, τους ευνοϊκότερους συσχετισμούς. Για να το πω διαφορετικά: οι συσχετισμοί στο επίπεδο της πολιτικής κοινωνίας είναι κατά τεκμήριο προοδευτικότεροι από τους συσχετισμούς στο επίπεδο της ιδιωτικής κοινωνίας και τις οικονομίας.

Μπορεί ο ρόλος των μη κυβερνητικών οργανώσεων να είναι τεράστιος, η πίεση που ασκούν να είναι πολύ σημαντική, η ευαισθησία που εκπέμπουν να είναι παιδαγωγική και ευεργετική, αλλά συνολικά η κοινωνία των πολιτών δεν παράγει τους προοδευτικούς συσχετισμούς που μπορεί να παραχθούν στο επίπεδο της πολιτικής κοινωνίας.

Αυτό όμως από την άλλη μεριά μάς φέρνει αντιμέτωπους με την ανάγκη να υπάρχουν πλειοψηφίες, με την ανάγκη να υπάρχουν συναινέσεις, με την ανάγκη να υπάρχουν εθνικές κοινωνικές αναπτυξιακές συμφωνίες, που δεν είναι ούτε απλές συλλογικές συμβάσεις ούτε ένας κορπορατισμός βαθιά αντιδημοκρατικός, που ας θυμόμαστε ότι στην Ευρώπη του μεσοπολέμου διολίσθησε στο φασισμό και το ναζισμό.

Αυτό που συνεπώς πρέπει να επιδιωχθεί είναι η δημοκρατία-plus, δεν είναι η δημοκρατία-minus, είναι δημοκρατία συν κάτι άλλο, που είναι η συναίνεση, η συμφωνία των κοινωνικών εταίρων με εκπροσώπηση των μη εκπροσωπούμενων θεσμικά. Πού είναι ο άνεργος; Πού είναι η μη απασχολούμενη γυναίκα; Πού είναι αυτός που έχει «μειονοτικές» επιλογές σε μια σειρά από θέματα; Έχει συνεπώς πάρα πολύ μεγάλη σημασία να δούμε τη σχέση ανάμεσα στην ιδιωτική κοινωνία και την πολιτική κοινωνία στη λογική των μεταρρυθμίσεων.

Πολιτικός όμως βολονταρισμός σημαίνει σε κάθε περίπτωση αναγνώριση της, σχετικής αυτονομίας του πολιτικού. Μέχρι ποιου ορίου όμως; Ποια είναι η σχέση αυτού του συστήματος σκέψης που αδιαφορεί για το πολιτικό κόστος με αυτό που λέγεται δημοκρατική θεωρία; Ξέρετε πόσο ένοχο μπορεί να είναι το θεώρημα της αδιαφορίας για το πολιτικό κόστος; Προφανώς όσοι λένε «πρέπει αυτό να γίνεται με αδιαφορία για το πολιτικό κόστος», εννοούν με αδιαφορία για το βραχυπρόθεσμο πολιτικό κόστος, επειδή μακροπρόθεσμα θα αποδώσει πολιτικά, άρα δεν θα έχει πολιτικό κόστος.

Μόνο που υπάρχουν πολιτικοί κύκλοι και πρέπει να δούμε τι εννοούμε  με τον όρο «μακροπρόθεσμα». Εννοούμε «μακροπρόθεσμα» στις επόμενες εκλογές, στις μεθεπόμενες, μέσα σε μια δεκαετία, μέσα σε έναν αιώνα; Άρα ουσιαστικά πρόκειται για μια σχέση βραχέως, μεσαίου και μακρού χρόνου στους πολιτικούς κύκλους. Προκύπτει, με άλλα λόγια, ένα ζήτημα δημοκρατίας διαφορετικών ιστορικών ρυθμών. Αλλά αν το πολιτικό κόστος γενικά πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους, τότε διολισθαίνουμε σε μία βαθιά αριστοκρατική, ελιτίστικη, δηλαδή αντιδημοκρατική και αυταρχική θέση.
Και έρχομαι τώρα στο άλλο σκέλος. Ποιες είναι οι προσοδοθηρικές ομάδες; Εδώ θα ήθελα πραγματικά να απαντήσουμε ευθέως. Προσοδοθηρικός είναι ο συντελεστής εργασία; Προσοδοθηρικός είναι ο συντελεστής κεφάλαιο; Ποιος είναι ο προσοδοθήρας στην Ελλάδα; Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις είναι προσοδοθηρία; Δηλαδή οι συντάξεις και τα λίγα επιδόματα που ασκούν ελαχίστη επιρροή στη φτώχεια σε σχέση με την κατάσταση που υπάρχει προ μεταβιβάσεων, σημαίνουν προσοδοθηρία; Δεν νομίζω ότι είναι αυτοί οι προσοδοθήρες: οι επιδοματίες και οι συνταξιούχοι.

Είναι μήπως προσοδοθήρες οι αγρότες που παίρνουν όσα τους δίνει, για όσο καιρό τα δίνει, η Κοινή Αγροτική Πολιτική; Είναι προσοδοθήρες αυτοί που ανήκουν στα κλειστά επαγγέλματα: οι μεταφορείς, οι ταξιτζήδες, οι συμβολαιογράφοι, οι φαρμακοποιοί; Είναι προσοδοθήρες αυτοί που λαμβάνουν τα αναπτυξιακά κίνητρα; Είναι προσοδοθήρες αυτοί οι οποίοι  παίρνουν χρηματοδοτήσεις από τις τράπεζες με ειδικούς όρους ή από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, πολλές φορές με κρατική εγγύηση;

Να πούμε συνεπώς ποιοι είναι οι πραγματικοί προσοδοθήρες και να μετρήσουμε την προσοδοθηρία. Ποιος ανθίσταται στις μεταρρυθμίσεις; Ποιος παίρνει το μεγαλύτερο οικονομικό πλεόνασμα μέσα από αυτή τη γιγαντιαία ανακατανομή που επιτελεί το κράτος; Ποια είναι η αναδιανεμητική λειτουργία του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα; Τι σημαίνουν οι ρυθμίσεις περί ασφάλειας εργασίας και γενικότερα περί συνθηκών εργασίας; Τι σημαίνουν τα κίνητρα στις επιχειρήσεις οι οποίες δεν έχουν όμως περιορισμό στη μετεγκατάστασή τους σε άλλες χώρες της Βαλκανικής ή της Μεσογείου; Τι συνεπάγεται η τραπεζική πολιτική σε σχέση με τις καταθέσεις, τους καταναλωτές και τις δανειοδοτήσεις επιχειρήσεων; Ποιος είναι –με άλλα λόγια- ο προσοδοθήρας σε σχέση με τους μεγάλους συντελεστές της παραγωγής; Αυτό έχει σημασία.

Να μιλήσουμε, επιτέλους, με όρους κοινωνικούς ώστε να καταλαβαίνουμε τι λέμε. Διότι πίσω από τη γενική αυτή έννοια της προσοδοθηρίας μπορούμε να έχουμε πολλές συγκρουόμενες αντιλήψεις και πολλά συγκρουόμενα συμφέροντα. Πρέπει συνεπώς να είμαστε και δίκαιοι στην ανάλυσή μας.

Λένε λοιπόν οι συγγραφείς: «Κλασικό παράδειγμα προσοδοθηρίας είναι η Δικαιοσύνη». Ωραία. Ποιος είναι όμως ο προσοδοθήρας στη Δικαιοσύνη; Το Ταμείο Νομικών που εισπράττει το ένσημο; Ο δικαστής ο οποίος λειτουργεί ενδεχομένως μέσα σε παραδικαστικά κυκλώματα, για τα οποία βλέπουμε μια ποινική και διοικητική έρευνα, αλλά δεν βλέπουμε επί ενάμιση και πλέον χρόνο κανένα θεσμικό μέτρο που να επηρεάζει τη δικονομία, το θεσμό της επιθεώρησης, το θεσμό των ενδίκων μέσων, το συνδυασμό ενδίκων μέσων και επιθεώρησης; Η λύση είναι μήπως η ακριβότερη πρόσβαση στη Δικαιοσύνη, όπως σε πολλές χώρες; Η λύση είναι μήπως ο περιορισμός των ενδίκων μέσων; Η λύση είναι ένα συνταγματικό δικαστήριο για κρίσιμα οριακά θέματα;

Πρέπει συνεπώς μέσα στο ωραίο αναλυτικό πλαίσιο που μας θέτουν οι συγγραφείς, εμείς τώρα –πολιτικά- να θέσουμε τα περαιτέρω ερωτήματα.

Πανεπιστήμιο. Η διεκτραγώδηση της κατάστασης είναι σε γενικές γραμμές σωστή, όπως την κάνουν οι συγγραφείς μας. Το ερώτημα θα απαντηθεί μήπως με τα μη κρατικά - μη κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια, εφόσον βρεθούν οι χορηγοί και οι δωρητές, που θα καλύψουν μακροπροθέσμως τη λειτουργία ενός κανονικού Πανεπιστημίου, με Φυσικομαθηματική Σχολή, με Ιατρική Σχολή, με Φιλοσοφική Σχολή για πολλά χρόνια και όχι μόνον με μεταπτυχιακά σεμινάρια διοίκησης επιχειρήσεων; Θα λυθεί με την εισαγωγή φοιτητών χωρίς βαθμό, αλλά με κριτήριο το εισόδημα ή με εκλογή καθηγητών χωρίς εκλεκτορικά σώματα; Ή θα αναδειχθεί, όπως κάνουν οι συγγραφείς σωστά, το μεγάλο πρόβλημα του δημοσίου Πανεπιστημίου, που είναι η ευελιξία του, η πολυτυπία του, η χειραφέτησή του από το κράτος, η δυνατότητά του να αυτοκαθορίζεται, να κινείται με πολύ μεγάλη ευκινησία, ουσιαστικά με «επιχειρηματικότητα» ακαδημαϊκή, αλλά και με ύφος ακαδημαϊκό, το οποίο στην Ευρώπη έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία; Ή μήπως υπάρχει κανένα καλό αμερικάνικο Πανεπιστήμιο το οποίο είναι ιδιωτικό - επιχειρηματικό; Όχι βέβαια. Δεν υπάρχει αυτό το φαινόμενο όπως δεν υπάρχει και βρετανικό καλό Πανεπιστήμιο, το οποίο να είναι ιδιωτικό, με την έννοια του αγοραίου;

Και τελευταίο θέμα: οι αγορές εργασίας. Λένε οι συγγραφείς ότι το μεγάλο πρόβλημα της αγοράς εργασίας είναι οι αγκυλώσεις της και το μεγάλο έμμεσο κυρίως κόστος που αποθαρρύνει τις προσλήψεις. Το κόστος εργασίας στην Ελλάδα είναι όμως το 1/3 του κόστους εργασίας στη Σουηδία και το 1/2 του κόστους εργασίας στην Ιρλανδία, λένε οι πίνακες στην τελευταία διεθνή στατιστική επετηρίδα που είδα. Το κόστος εργασίας είναι πράγματι αυτό που εμποδίζει την ομαλή λειτουργία της αγοράς εργασίας; Έχουμε πράγματι πρόβλημα ευελιξίας στην Ελλάδα; Αυτό που αγωνίστηκε να κάνει ο Γάλλος Πρωθυπουργός κ. Ντε Βιλπέν στη Γαλλία ήταν να θεσπίσει την αναιτιολόγητη απόλυση του νέου εργαζόμενου μέχρι 26 ετών στα δύο πρώτα χρόνια της εργασιακής του σχέσης. Μα στην Ελλάδα οι απολύσεις εδώ και δεκαετίες είναι για όλους και πάντα αναιτιολόγητες. Δεν υπάρχει υποχρέωση να αναφέρει και να αιτιολογεί ο εργοδότης το σπουδαίο λόγο για τον οποίο καταγγέλλει στη σύμβαση. Υπάρχει απλώς υποχρέωση αποζημίωσης, με βάση τα χρόνια υπηρεσίας. Η οποία μάλιστα για τον εργάτη με ημερομίσθιο είναι ελαχίστη, ενώ για τον υπάλληλο με μισθό μεγαλύτερη. Αλλά αυτό υπήρχε στη Γαλλία, δεν καταργούσε ο νόμος Ντε Βιλπέν την υποχρέωση αποζημίωσης. Την υποχρέωση αιτιολογίας της απόλυσης καταργούσε. Δηλαδή επιχειρούσε να καταργήσει κάτι, που στην Ελλάδα δεν ισχύει.

Υπάρχουν φυσικά λύσεις. Ορισμένοι τις λένε οι συγγραφείς. Μπορεί, ας πούμε, να υπάρχει ένα ειδικό ταμείο, στο οποίο όμως συνεισφέρει και ο εργοδότης. Μπορεί να υπάρχει εσωτερίκευση του κόστους απόλυσης στην επιχείρηση. Ουσιαστικά πρόκειται για μια λογιστική μέθοδο ως προς τις αποσβέσεις. Πάλι κόστος είναι ουσιαστικά, απλώς είναι άλλη η φορολογική μεταχείριση της αποζημίωσης. Ή λέει κανείς να καταργήσουμε την υποχρέωση αποζημίωσης και να τη μεταφέρουμε στο κράτος, δηλαδή στο φορολογικό σύστημα;

Συνοψίζω. Γιατί είναι «ευεργετικό» και πρωτότυπο το βιβλίο αυτό:

Πρώτον, διότι θέτει με οικονομικούς όρους το πρόβλημα των μεταρρυθμίσεων.

Δεύτερον, γιατί γίνεται αντιληπτό από την ανάγνωση του βιβλίου ότι  γενική και ουδέτερη θεωρία των μεταρρυθμίσεων, δηλαδή μεταρρυθμίσεων χωρίς πρόσημο δεξιό ή αριστερό, προοδευτικό ή συντηρητικό, δεν μπορεί να υπάρχει. Διότι υπάρχει πρόβλημα προκαταβολικών παραδοχών πριν αναπτύξεις τη θεωρία σου.

Τρίτον, γιατί η κοινωνία πράγματι ανθίσταται, ενώ η πολιτική δίνει λύσεις: Η δημοκρατία, ο πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων. Χρειάζεται συνεπώς πολιτική αποφασιστικότητα. Ο ρόλος των κομμάτων και του κομματικού συστήματος είναι άρα πάρα πολύ σημαντικός, στο πλαίσιο της δημοκρατίας και στο πλαίσιο των εθνικών, κοινωνικών, αναπτυξιακών συμφωνιών.

Τέταρτον, τα παραδείγματα που παρουσιάζονται είναι πολύ σημαντικά, γιατί μας αναγκάζουν να σκεφτούμε περαιτέρω, να φτάσουμε δηλαδή στο πολιτικό «δια ταύτα» και είναι και πάρα πολύ σημαντικά γιατί μας φέρνουν με ευθύτητα, με επιστημονική ακρίβεια και ριζοσπαστικότητα ενώπιον του προβλήματος: να κατανοούμε τους αριθμούς και να τους ερμηνεύουμε με έναν τρόπο ο οποίος τελικά έχει ένα αξιακό, κοινωνικό και ηθικό περιεχόμενο.

Ο κάθε αριθμός, ανάλογα με τον τρόπο που τον διαβάζεις, έχει την πολιτική του στόχευση και την κοινωνική του ηθική. Χρειάζεται συνεπώς και μια «αριθμητική της πολιτικής αξίας» προκειμένου να έχεις κάποιο χρήσιμο αποτέλεσμα, να έχεις μια προστιθέμενη πολιτική και κοινωνική αξία. 

 


* Η παρουσίαση του βιβλίου των Θ. Πελαγίδη - Μ. Μητσόπουλου, «Ανάλυση της Ελληνικής Οικονομίας. Η προσοδοθηρία και οι μεταρρυθμίσεις», Εκδόσεις Παπαζήση, 2006, πραγματοποιήθηκε στη Στοά του Βιβλίου

 

Tags: Ομιλίες σε Συνέδρια | Ημερίδες | Εκδηλώσεις, 2006Παρουσιάσεις Βιβλίων