Σαββατο 10 Σεπτεμβρίου 2011

Ομιλία Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Οικονομικών, κ. Ευάγγελου Βενιζέλου,
στη Γενική Συνέλευση της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος

left-red-arrowΚύριε Πρόεδρε της Κεντρικής Ένωσης των Επιμελητηρίων της Ελλάδας, κυρίες και κύριοι, σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την πρόσκληση αυτή. Είναι έθιμο να καλείται ο εκάστοτε Υπουργός των Οικονομικών να εκφωνεί αυτό το λόγο στη Γενική Συνέλευση της Κεντρικής Ένωσης των Επιμελητηρίων, αλλά, όπως αντιλαμβάνεστε, φέτος λόγω της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε και λόγω της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας, αυτή μας η συνάντηση αποκτά άλλες, πολύ πιο κρίσιμες, διαστάσεις.

Μου είπε προηγουμένως ο κ. Κασιμάτης, ο Πρόεδρος της Ένωσης, να στείλω το μήνυμα πως η χώρα δεν έχει καταστραφεί και πως έχουμε ελπίδα. Μα όποιος πιστεύει ότι η Ελλάδα έχει καταστραφεί ή ότι δεν υπάρχει ελπίδα, προφανώς δεν έχει καμία επαφή με την πραγματικότητα.

Μπορεί να υπάρχει απογοήτευση, μπορεί να υπάρχει γκρίνια, μπορεί να υπάρχει αγωνία. Και υπάρχει πολύ μεγάλη αγωνία. Αγωνία που ζουν οι άνεργοι, αγωνία που ζουν όλα τα νοικοκυριά, αγωνία που ζουν όλες οι επιχειρήσεις, όλοι οι επιχειρηματίες που ξέρουν τι σημαίνει να πρέπει να πληρώσεις μισθούς και ημερομίσθια, να πρέπει να καταβάλεις εισφορές στο ΙΚΑ, να πρέπει να είσαι συνεπής στις φορολογικές σου υποχρεώσεις, να πρέπει να καλύψεις τις επιταγές που έχεις εκδώσει. Υπάρχει αγωνία που ζει όλη η ελληνική κοινωνία.

Περνάμε πράγματι τη δυσκολότερη φάση της μεταπολεμικής -όχι απλά της μεταπολιτευτικής- ιστορίας της χώρας. Γιατί για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο, η χώρα αναγκάζεται να κάνει βήματα προς τα πίσω. Έχουμε ύφεση, για τρίτη συνεχόμενη χρονιά. Αυτό σημαίνει ότι μειώνεται στην πραγματικότητα ο εθνικός πλούτος, μειώνεται στην πραγματικότητα το εισόδημα. Άρα, η χώρα κάνει βήματα προς τα πίσω για λόγους αμυντικούς, γιατί πρέπει να προσαρμοστεί. Αυτά τα βήματα προς τα πίσω, όμως, πρέπει να τα εκλάβουμε ως μία δύναμη που συσσωρεύεται, προκειμένου αμέσως μετά να κάνουμε μία εκτίναξη, να κάνουμε μία φυγή προς τα εμπρός, για να ανακτήσουμε τη θέση που αναλογεί στη χώρα και μέσα στην ευρωπαϊκή και μέσα στη διεθνή αγορά.

Η ψυχολογία της αγοράς, η οικονομική ψυχολογία γενικότερα, δεν είναι κάτι το αόριστο, δεν είναι λόγια, δεν είναι ρητορεία, δεν είναι αισθήματα. Είναι κάτι που παράγει υλικό αντικείμενο, είναι κάτι που παράγει οικονομικό αποτέλεσμα, γιατί επηρεάζει συμπεριφορές. Τις συμπεριφορές των καταθετών, τις συμπεριφορές των επενδυτών, τις συμπεριφορές των τραπεζών απέναντι στην πραγματική οικονομία, όσο κι αν αυτό είναι περίεργο. Και αν εμείς εδώ μόνοι μας δεν σταματήσουμε να ανακυκλώνουμε φήμες και να καταβυθιζόμαστε σε μία εθνική μεμψιμοιρία, δε θα σταματήσουν ούτε απέξω να διακινούν φήμες και να παίζουν κακόγουστα παιχνίδια εις βάρος της χώρας.

Αυτό που λέμε εμείς και νομίζουμε ότι αφορά τη δική μας εσωτερική πολιτική συζήτηση, αυτό που λέμε εμείς και νομίζουμε ότι είναι ένα σχόλιο, ένα δημοσίευμα τοπικού ή περιφερειακού χαρακτήρα, προσλαμβάνει διεθνείς διαστάσεις, εξάγεται, διογκώνεται, επανεισάγεται, ξαναδιογκώνεται κι έτσι μπαίνουμε σε έναν επικοινωνιακό και ψυχολογικό φαύλο κύκλο, από τον οποίον πρέπει επειγόντως και πάσει δυνάμει να βγούμε. Αυτό έχει σημασία για όλους μας, έχει σημασία για τη χώρα.

Χθες, για πολλοστή φορά, οργανωμένες και συντονισμένες φήμες, έθεσαν και πάλι στα διεθνή ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, μέσω κάποιων πρακτορείων και μέσω κάποιων διεθνών blogs, το ζήτημα της επικείμενης πτώχευσης της Ελλάδας, μέσα στο Σαββατοκύριακο. Γιατί; Τι συνέβη ειδικά χθες; Γιατί έπρεπε να διακινηθούν αυτές οι φήμες και ποιον στοχεύουν οι φήμες αυτές; Στοχεύουν την ελληνική οικονομία, η οποία είναι εκτός αγορών; Στοχεύουν την ελληνική οικονομία, η οποία δανείζεται μόνον μικρά ποσά μέσω των εντόκων γραμματίων και δεν είναι στην αγορά ομολόγων; Στοχεύουν το ελληνικό χρηματιστήριο, που έχει μία συνολική κεφαλαιοποίηση 34 δισεκατομμυρίων ευρώ;

Στοχεύουν το ευρώ, στοχεύουν την καρδιά της Ευρωζώνης. Και όποιοι νομίζουν ότι η Ελλάδα είναι ο εύκολος στόχος, ο αποδιοπομπαίος τράγος, είναι το αρνητικό στερεότυπο της Νότιας Ευρώπης που δεν τα καταφέρνει να παρακολουθήσει τους ρυθμούς του ευρώ και της Ευρωζώνης, τελικά στρέφονται κατά του εαυτού τους, στρέφονται κατά του σκληρού πυρήνα του ευρώ και της Ευρωζώνης.

Είμαστε μία χώρα που δημιουργεί προβλήματα στον εαυτό της, είμαστε μία χώρα που συνιστά πρόβλημα και για τους εταίρους μας. Οι εταίροι μας, μας βοηθούν εδώ και δύο χρόνια, μας βοηθούν συστηματικά, μας βοηθούν με πολύ μεγάλα ποσά. Τα συνολικά εγκεκριμένα ποσά της βοήθειας από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης είναι 219 δισεκατομμύρια ευρώ και η συνολική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, σύμφωνα με τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου, τις αποφάσεις που έλαβε η Σύνοδος Κορυφής της Ευρωζώνης, αφορά ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου ονομαστικής αξίας, που υπερβαίνει τα 200 δισεκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να επιτύχουμε τους στόχους της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα, του PSI, του Private Sector Involvement.

Πρόκειται για κολοσσιαία μεγέθη, σε σχέση με τα δεδομένα προγραμμάτων που στο παρελθόν είχε κάνει για διάφορες χώρες το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μετέχει με πολύ σημαντικά ποσά για τα δεδομένα του. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν γεννήθηκε για να βοηθά χώρες όπως η Ελλάδα, χώρες της Ευρωζώνης, χώρες της Ευρώπης, χώρες οι οποίες μέσα στην κρίση τους και στη χειρότερη στιγμή τους δεν παύουν να ανήκουν στην ομάδα των 30 πλουσιότερων χωρών του κόσμου. Γεννήθηκε καταστατικά, για να βοηθάει τον τρίτο κόσμο, για να βοηθάει χώρες οι οποίες έχουν πρόβλημα επιβίωσης.

Και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό να το ξέρουμε, γιατί στο Διοικητικό Συμβούλιο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δεν υπάρχει μόνον η Ευρωζώνη ή η Ευρώπη ή οι Ηνωμένες Πολιτείες ή ας πούμε η Κίνα, η Ρωσία και η Ιαπωνία, οι χώρες που μετέχουν στο G-7, υπάρχουν άλλες ήπειροι, υπάρχουν άλλες προσεγγίσεις.

Έχει, λοιπόν, πάρα πολύ μεγάλη σημασία να απαντάμε σε όλη αυτή την οργανωμένη επίθεση, τη σπέκουλα, τη φημολογία σε βάρος του ευρώ. Να αναγνωρίζουμε την ευθύνη μας, η οποία είναι ευθύνη πρωτίστως του πολιτικού κόσμου.

Αλλά δε διαχειριζόμαστε μόνοι μας την οικονομία. Διαχειριζόμαστε τα δημόσια οικονομικά, αλλά δεν χειριζόμαστε μόνοι μας ούτε τον χρηματοοικονομικό τομέα, ούτε τη σφαίρα της πραγματικής οικονομίας. Και δε διαμορφώνει το μοντέλο ανάπτυξης μιας χώρας μόνον το κράτος, εκτός κι αν το μοντέλο ανάπτυξης είναι τραγικά κρατικιστικό. Αλλά και αυτό θέλει την ανοχή και τη σύμπραξη του ιδιωτικού τομέα επί δεκαετίες. Θέλει έναν τρόπο συμπεριφοράς των επιχειρηματιών σε σχέση με το κράτος.

Έχουμε, λοιπόν, τις ευθύνες μας. Αλλά είμαστε το 2% του κοινοτικού ΑΕΠ περίπου και έχουμε κάτι λιγότερο από το 3% του συνολικού δημοσίου χρέους της Ευρωζώνης. Υπάρχουν άλλες χώρες που μόνες τους είναι το 25% της Ευρωζώνης. Το σύνολο του δημοσίου χρέους της Ελλάδας, το σύνολο του διογκωμένου δημοσίου χρέους της Ελλάδας, ισούται με τις ετήσιες δανειακές ανάγκες μιας μεγάλης, γειτονικής χώρας της νότιας Ευρώπης που μετέχει στη ζώνη του ευρώ.

Άρα, έχει πολύ μεγάλη σημασία ν’ αναγνωρίζουμε την ευθύνη μας, ν’ αναγνωρίζουμε τη βοήθεια που λαμβάνουμε και να την τιμούμε τη βοήθεια αυτή, γιατί καλούνται να την πληρώσουν, ή έστω να την εγγυηθούν, οι φορολογούμενοι πολίτες άλλων κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Από την άλλη μεριά όμως, πρέπει να λέμε και την αλήθεια. Τα μεγέθη της Ελλάδας δεν τη μετατρέπουν σε καταλύτη για την επιβίωση και το μέλλον του ευρώ. Εάν η Ευρωζώνη δε μπορεί να λύσει το ελληνικό πρόβλημα, δεν μπορεί να πείσει ότι μπορεί να λύσει το δικό της δομικό πρόβλημα.

Και το ξέρει αυτό η Ευρωζώνη. Γι’ αυτό επενδύει τόσο πολύ στις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου, που είναι αποφάσεις ζωτικές για την αξιοπιστία και πειστικότητα της Ευρωζώνης έναντι των διεθνών αγορών.

Αλλά βλέπετε, οι διεθνείς αγορές είναι εν τέλει απρόσωπες, παρ’ ό,τι ξέρουμε τι γίνεται. Οι διεθνείς αγορές είναι αδυσώπητες. Και στην πραγματικότητα τί λένε; Λένε «δώστε μια πειστική απάντηση ότι μπορείτε να λειτουργήσετε ενιαία, πολιτικά, θεσμικά, να παίρνετε αποφάσεις γρήγορα, αποτελεσματικά». Δεν το εννοούν, γιατί κερδοσκοπικός είναι ο δικός τους σκοπός. Αλλά το ζήτημα υπάρχει. Πράγματι η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη πρέπει ν’ αποκτήσουν άλλες θεσμικές διαδικασίες και άλλα πολιτικά αντανακλαστικά. Αν υπήρχαν αυτά τα πολιτικά αντανακλαστικά και αυτές οι θεσμικές εγγυήσεις και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μπορούσε να παίξει άλλο ρόλο. Γιατί τώρα αναγκάζεται κι αυτή να παίζει ένα ρόλο που αναπληρώνει το κενό που υπάρχει σε θεσμικό και πολιτικό επίπεδο.

Άρα, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να στέλνουμε καθαρά μηνύματα. Το πιο καθαρό μήνυμα που στέλνει η Ελλάδα στη φάση αυτή για σας, για την πραγματική οικονομία, για τον επιχειρηματικό κόσμο, για τον εργαζόμενο, για τον άνεργο, για το συνταξιούχο, για την κάθε οικογένεια, είναι πως είμαστε απολύτως αποφασισμένοι, χωρίς να λαμβάνουμε υπ' όψιν κανένα συγκυριακό πολιτικό κόστος, ν’ ανταποκριθούμε πλήρως στις υποχρεώσεις που έχουμε αναλάβει έναντι των θεσμικών μας εταίρων.

Είναι τραγικό ιστορικό λάθος να θεωρούμε ότι οι διαρθρωτικές αλλαγές από τις οποίες έχει ανάγκη η χώρα προκειμένου ν’ ανακτήσει, ή μάλλον να κατακτήσει τους βαθμούς εθνικής ανταγωνιστικότητας που πρέπει, επιβάλλονται έξωθεν. Αλίμονο αν πιστεύουμε ότι έπρεπε να έρθει η τρόικα, έπρεπε να έρθει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και να μας πουν ότι χρειαζόμαστε καλύτερη Δημόσια Διοίκηση, καλύτερη Δικαιοσύνη, καλύτερη εκπαίδευση, καλύτερα Πανεπιστήμια, ανοιχτές αγορές, ανοιχτά επαγγέλματα, ίσους όρους ανταγωνισμού.

Περιμέναμε να μας πει η τρόικα ότι έχουμε αδικαιολόγητα υψηλό ρυθμό φαρμακευτικής και γενικότερα, υγειονομικής δαπάνης ή ότι αν συνεχίσουμε έτσι στο ασφαλιστικό μας σύστημα το αναλογιστικό βάρος δε θα μπορούν να το σηκώσουν οι επόμενες γενεές; Δεν έπρεπε να δώσουμε την ευκαιρία να μας τα λένε αυτά οι εταίροι μας, οι διεθνείς οργανισμοί, οι ξένοι παρατηρητές, θεσμικοί και ιδιώτες σύμβουλοι, που λένε το αυτονόητο. Άρα, σε σχέση με το μεγάλο γήπεδο των διαρθρωτικών αλλαγών, εμείς έπρεπε να σηκώσουμε ψηλά -και τη σηκώσαμε στο Υπουργικό Συμβούλιο της περασμένης Τρίτης- τη σημαία του κινήματος των διαρθρωτικών αλλαγών.

Αυτά είναι ζωτικής σημασίας για τη χώρα. Δεν μπορούμε να επιβιώσουμε, δεν μπορούμε να βγούμε από την κρίση, εάν δεν αλλάξουν όλα αυτά. Αυτό το νόημα έχουν οι αλλαγές που έχουν αποφασισθεί και που είναι ριζικές και ριζοσπαστικές στο μισθολόγιο και το βαθμολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων. Με αξιοκρατία, διαφάνεια, δικαιοσύνη, ώστε να υπάρχει ηθική νομιμοποίηση.

Οι αλλαγές στο χώρο της απασχόλησης στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπου προφανώς υπάρχουν κάποιοι εργαζόμενοι που είναι πλεονάζοντες και οι οποίοι πρέπει να εντοπισθούν με διαφάνεια, με αξιοκρατικά κριτήρια, με εγγυήσεις. Χωρίς να θέλουμε να θίξουμε κανέναν, κανείς δεν θα είναι μοναχικό και αβοήθητο θύμα της κρίσης. Αλλά πρέπει να μειωθεί το κόστος που καταβάλλει το Δημόσιο γι’ αποδοχές.

 

Τι σημαίνουν οι δημόσιες δαπάνες; Δημόσιες δαπάνες είναι αποδοχές, συντάξεις και μεταβιβαστικές πληρωμές για πρόνοια, ασφάλιση και υγεία. Οι λειτουργικές δαπάνες του Δημοσίου, έχουν περιοριστεί δραστικά. Το σύνολο των λειτουργικών δαπανών του Δημοσίου είναι 7 δισ. ευρώ αυτή τη στιγμή. Είναι λιγότερο από το 10% του συνόλου της δημόσιας δαπάνης.

Αλλά, οτιδήποτε λείπει από τα ασφαλιστικά ταμεία, οποιοδήποτε έλλειμμα στις εισφορές, οτιδήποτε οφείλεται στη μείωση των εισοδημάτων, στη μη καταβολή εισφορών λόγω δυσπραγίας ή λόγω εισφοροδιαφυγής, μετατρέπεται σε αίτημα για εκταμίευση από τον κρατικό προϋπολογισμό, άρα σε μεγαλύτερη δαπάνη, στα σκέλη που είπα.

Γι’ αυτό έχουν πάρα πολύ μεγάλη σημασία αυτές οι αλλαγές. Αλλά βλέπετε, ο καθένας τοποθετείται απέναντι στο αίτημα της αλλαγής, ανάλογα με το πώς σχετίζεται ο ίδιος προσωπικά. Και έτσι, ο καθένας ζητά την αλλαγή, αλλά τη ζητά συνήθως για κάτι που δεν τον αφορά και την αντικρούει για ο,τιδήποτε τον αφορά. Αυτό δημιουργεί ένα πλέγμα με χιαστί, διασταυρούμενα δηλαδή, συμφέροντα και αυτό το πλέγμα είναι ένας τοίχος που εμποδίζει την πρόοδο της χώρας. Και πρέπει εμείς οι Έλληνες, οι Ελληνίδες, στο όνομα του γενικού συμφέροντος, να σπάσουμε αυτό τον τοίχο των αντιφάσεων και των αδρανειών και να προχωρήσουμε.

Αυτό είναι το μεγάλο γήπεδο των διαρθρωτικών αλλαγών που θα έδινε μια αποστομωτική απάντηση στους εταίρους μας και στη διεθνή συζήτηση που κινείται με βάση αρνητικά στερεότυπα για την Ελλάδα που δεν μπορεί, που δεν θέλει, που είναι παρίας, που προσπαθεί να κινηθεί στο περιθώριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης, που δεν έχει μια θέση επάξια μέσα στην ευρωζώνη.

Αυτά πρέπει να τα διαψεύσουμε. Και πρέπει να τα διαψεύσουμε εμπράκτως τώρα. Όλοι μαζί. Και χρειάζεται προς το σκοπό αυτό, φυσικά πολιτική συναίνεση. Αλλά κυρίως χρειάζεται κοινωνική και οικονομική συναίνεση, χρειάζεται ένα ριζοσπαστικό, κοινωνικό και παραγωγικό μέτωπο για να προχωρήσουμε προς την κατεύθυνση αυτή.

Υπάρχει τώρα και το άλλο γήπεδο, της δημοσιονομικής προσαρμογής, της μείωσης των ελλειμμάτων και της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους. Εδώ η κατανομή που γίνεται, είναι πάρα πολύ απλή. Το χρέος μας είναι πολύ μεγάλο, πρέπει η βιωσιμότητά του να διασφαλισθεί και να αλλάξουν δραστικά οι όροι εξυπηρέτησής του -αυτό είναι το περιεχόμενο της απόφασης της 21ης Ιουλίου- μεγάλη επιμήκυνση, οριοθέτηση του μέσου επιτοκίου σε ανεκτά επίπεδα, μείωση των ετήσιων δανειακών αναγκών, δραστική μείωση για να ελαφρώσει η κατάσταση για τα επόμενα πολλά χρόνια.

Άρα, οι εταίροι μας, μας βοηθούν σε σχέση με τη βιωσιμότητα και τη διαχείριση του δημοσίου χρέους και επιπλέον εξακολουθούν να καλύπτουν το κενό των ετησίων ελλειμμάτων μας, γιατί εξακολουθούμε να παράγουμε ελλείμματα κάθε χρόνο. Ελλείμματα, τα οποία είναι και πρωτογενή, δηλαδή η ετήσια οικονομική διαχείριση εξακολουθεί να παράγει έλλειμμα, αφαιρουμένων των δαπανών εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους. Ας πούμε ότι οι δαπάνες εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους εντάσσονται στο κεφάλαιο του δημοσίου χρέους που έχουν αναλάβει να μας το στηρίξουν οι εταίροι μας, εμείς δεν πρέπει να θωρακίσουμε τον εαυτό μας το ταχύτερο;

Είναι επώδυνη η γρήγορη δημοσιονομική προσαρμογή. Αν αποφασίζαμε μόνοι μας, εάν βάζαμε τα λεφτά μόνοι μας, εάν δεν είχαμε εξωτερική βοήθεια και ανάγκη συμφωνίας με τους εταίρους, θα μπορούσαμε να κάνουμε ένα άλλο σχέδιο, πολύ πιο μακροχρόνιας και ήπιας προσαρμογής. Αλλά οι άλλοι καλούνται να αναλάβουν βάρη, να πληρώσουν, να εγγυηθούν, να πάνε στα Κοινοβούλιά τους να ψηφίσουν. Δεκαέξι διαφορετικά πολιτικά συστήματα, 16 διαφορετικές Κυβερνήσεις, αλλού νωπές, αλλού έτοιμες για εκλογές, σε λίγα κράτη αυτοδύναμες, σε πολλά συμμαχικές, υπηρεσιακές, κάπου Κυβερνήσεις μειοψηφίας.

Στη Φιλανδία, έξι κόμματα μετέχουν στην Κυβέρνηση. Το ζήτημα της Ελλάδας και του νέου ρόλου του EFSF ήταν κεντρικό προεκλογικό ζήτημα, γι΄ αυτό ζήτησαν τις εγγυήσεις, προκειμένου να μπορέσουν να συμφωνήσουν μεταξύ τους, με βάση και τη δική τους εμπειρία στις αρχές της δεκαετίας του ΄90.

Έχουμε απέναντί μας μία ποικιλία πολιτικών δυνάμεων, αντιλήψεων, νοοτροπιών, φωνών. Δείτε την πολυφωνία στην Ελλάδα, δείτε πόσα ακούγονται εδώ, πολλαπλασιάστε το επί 16, πολλαπλασιάστε το επί 27, πολλαπλασιάστε το επί 57 -γιατί σε 57 Υπουργούς έστειλα επιστολές για τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στο PSI- πολλαπλασιάστε το επί το σύνολο των μελών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που άμεσα ή έμμεσα έχουν φωνή στο Διοικητικό Συμβούλιο, για να καταλάβετε σε τι πεδίο είμαστε και πως έπρεπε να κινηθούμε.

Άρα, αν είχαμε κάνει μόνοι μας την προσαρμογή, με δικά μας λεφτά, χωρίς δάνεια, χωρίς εγγυήσεις, θα μπορούσαμε να την έχουμε κάνει σε μακρύτερο διάστημα και με ηπιότερο τρόπο. Τώρα το ζωτικό είναι να βγούμε στο πεδίο των πρωτογενών πλεονασμάτων, το ταχύτερο δυνατό. Τα πρωτογενή πλεονάσματα, δηλαδή τουλάχιστον η ισοσκελισμένη ετήσια δημοσιονομική διαχείριση, με μικρό πλεόνασμα, έστω συμβολικό, είναι αυτό που θα μας θωρακίσει απολύτως πολιτικά, οικονομικά, διπλωματικά, αναπτυξιακά. Είναι αυτό που θα μας θωρακίσει απολύτως χρηματοοικονομικά και νομισματικά.

Δεν πρέπει να χαιρόμαστε, επειδή κρατάμε τα ελλείμματα σε ένα ύψος που δεν μας επιτρέπει να πούμε ότι φτάσαμε σε πρωτογενή πλεονάσματα. Βεβαίως αφαιρείς λεφτά από την πραγματική οικονομία για να το επιτύχεις αυτό και το μεγάλο θέμα που αντιμετωπίζουμε όλοι και πρωτίστως η πραγματική οικονομία, είναι αυτή η διόγκωση της ύφεσης, η βαθύτερη ύφεση, που ξεπέρασε κάθε πρόγνωση και της τρόικας, πρόγνωση νωπή του Μαΐου πάνω στην οποία βασίστηκε το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα.

Η πρόγνωση του Μαΐου ήταν για ύφεση 3,8% και τώρα ξεπερνάμε το 5%, γιατί αναμφίβολα αυτή η γρήγορη προσαρμογή επιτείνει την ύφεση, αλλά και η οικονομική ψυχολογία, το γεγονός ότι φεύγουν χρήματα από τις τράπεζες και μένουν στο σπίτι, ούτε αποταμιεύονται, ούτε επενδύονται, ούτε δαπανώνται. Το γεγονός φυσικά ότι έχει μειωθεί η αγοραστική δύναμη, το γεγονός ότι δεν υπάρχει αίσθημα ασφάλειας για επενδύσεις, έστω και τρέχουσες απλές επενδύσεις, όχι για μεγάλα επενδυτικά προγράμματα και βέβαια η δραστική μείωση της ρευστότητας.

Γιατί έχουμε τον ασφυκτικό εναγκαλισμό μεταξύ δημοσιονομικού προβλήματος, χρηματοοικονομικού προβλήματος και μοντέλου λειτουργίας της πραγματικής οικονομίας. Το ένα φέρνει το άλλο και έχουμε έναν άλλο φαύλο κύκλο. Αν, όμως, δεν κάνουμε μια φυγή προς τα μπρος, εάν δεν πούμε ότι «ας αποτινάξουμε επιτέλους αυτό το βάρος, αυτό το ζυγό, ας βγούμε όσο γίνεται νωρίτερα στα πρωτογενή πλεονάσματα», δε θα μπορέσουμε να καθησυχάσουμε τους εαυτούς μας, τις περιβόητες αγορές και τους εταίρους μας.

Άρα, αυτό είναι στην πραγματικότητα ένας πολύ μεγάλος εθνικός στόχος και πρέπει να κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας -μα ό,τι περνά από το χέρι μας- προκειμένου με δικαιοσύνη, με αλληλεγγύη, με δίκαιη κατανομή του βάρους, να βγούμε από αυτήν την περιδίνηση μέσα από τα πρωτογενή πλεονάσματα που πρέπει να παρουσιάσουμε το ταχύτερο δυνατό.

Δεν πρέπει να ανασχέσουμε την ύφεση; Προφανώς και πρέπει και υπάρχουν αναπτυξιακά μέτρα, αλλά τίποτα δε θα ανασχέσει την ύφεση και τίποτα δε θα μας βγάλει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, εάν δεν μπορέσουμε να εφαρμόσουμε πλήρως τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου, εάν δεν μπορέσουμε το ταχύτερο να αντλήσουμε τους πόρους που πρέπει να αντλήσουμε από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα διεθνώς, γιατί μόνον έτσι θα αλλάξουν τα επίπεδα ρευστότητας.

Θα αλλάξουν τα επίπεδα ρευστότητας κατ΄ αρχάς του κράτους, θα αλλάξουν τα διαθέσιμα του κράτους και αυτό αφορά άμεσα και τις τράπεζες, θα μπορέσουμε να ξεπληρώσουμε συσσωρευμένες υποχρεώσεις του κράτους στην αγορά. Και οι τράπεζες, θα νοιώσουν την ασφάλεια που αφορά όχι μόνον τη χρηματοδότησή τους, αλλά και την κεφαλαιακή τους επάρκεια και θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν διαφορετικά τον επιχειρηματικό κόσμο, με μεγαλύτερη άνεση, με μεγαλύτερη αν θέλετε φιλική  διάθεση. Διότι, όταν έχεις προτεραιότητες οι οποίες αφορούν τον εαυτό σου, είναι λογικό να μην μπορείς να εξυπηρετήσεις τις προτεραιότητες του άλλου. Έχει λοιπόν πάρα πολύ μεγάλη σημασία να σπάσουμε αυτό το κέλυφος.

Οι επόμενοι δύο μήνες είναι καθοριστικοί για την ύπαρξη του τόπου, είναι δύο μήνες που η κάθε μέρα μετράει σαν ένας χρόνος από πλευράς προσπάθειας, Σεπτέμβριος και Οκτώβριος. Εάν στο τέλος Οκτωβρίου έχουν όλα αυτά διαμορφώσει μια νέα εικόνα κι έχει κλείσει αυτό το πάρα πολύ δύσκολο παζλ, τότε θα αλλάξει η ατμόσφαιρα, θα αποσυμφορηθεί η χώρα. Στους επόμενους δύο μήνες πρέπει εμείς να αποδείξουμε ότι είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις μας, προωθώντας τις διαρθρωτικές αλλαγές και εκτελώντας τον προϋπολογισμό και σχεδιάζοντας έναν αξιόπιστο προϋπολογισμό για το 2012 στο πλαίσιο του μεσοπροθέσμου προγράμματος, προχωρώντας στις ιδιωτικοποιήσεις.

Γιατί δεν είναι δυνατόν να παίρνουμε 220 δισεκατομμύρια ευρώ βοήθεια από τους εταίρους μας και να μην μπορούμε να συνεισφέρουμε 28 από τις ιδιωτικοποιήσεις. Έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία βεβαίως οι εταίροι μας να ολοκληρώσουν τον κοινοβουλευτικό κύκλο της κύρωσης των Συνθηκών που θα διέπουν τον νέο ρόλο του EFSF.

Πρέπει να έχει λυθεί το θέμα των εγγυήσεων, πρέπει να έχουν χορηγηθεί οι εγγυήσεις και στον ιδιωτικό τομέα και ο ιδιωτικός τομέας πρέπει να ανταποκριθεί - που ανταποκρίνεται πολύ καλά στο PSI- και να έχει συντελεστεί το PSI μέχρι τέλη Οκτωβρίου.

Αυτά όλα που τώρα βρίσκονται σε εξέλιξη και γύρω από τα οποία υπάρχουν ερωτηματικά, εφόσον απαντηθούν -που μπορούν να απαντηθούν και θα απαντηθούν θετικά, αρκεί να έχουμε πειθαρχία, σύστημα, επιμονή, ενότητα, αλληλεγγύη εθνική- θα οδηγήσουν σε μία αλλαγή της ατμόσφαιρας και των δεδομένων στα τέλη Οκτωβρίου, αρχής γενομένης από την αλλαγή στα επίπεδα ρευστότητας που αφορούν την αγορά.

Ξέρουμε πολύ καλά τι συμβαίνει, ξέρουμε πάρα πολύ καλά τι σημαίνει κάθε αύξηση του ΦΠΑ, ξέρουμε πάρα πολύ καλά τι σημαίνει κάθε έκτακτη εισφορά, ξέρουμε πάρα πολύ καλά τι συμβαίνει με τους όρους συναλλαγών μεταξύ μικρών προμηθευτών και μεγάλων αλυσίδων, ξέρουμε πάρα πολύ καλά τι γίνεται με τις ακάλυπτες επιταγές, ξέρουμε πάρα πολύ καλά πόσο πεθαμένη είναι η αγορά της οικοδομής. Ξέρουμε πάρα πολύ καλά τι συμβαίνει σε χώρους όπου υπάρχουν τα φαινόμενα που καταγγέλλει η Ένωση Επιμελητηρίων: φοροδιαφυγή, εισφοροδιαφυγή, δασμοδιαφυγή, παραεμπόριο, παραοικονομία.

Αλλά, βάλτε το χέρι στην καρδιά και πείτε μου: Πού στεγάζεται η φοροδιαφυγή, η εισφοροδιαφυγή, η παραοικονομία; Πού είναι οι άνθρωποι αυτοί, σε ένα άλλο σύμπαν παράλληλο; Δεν είναι μέσα στην αγορά, δεν σχετίζονται με τους θεσμικούς μας συνομιλητές και εταίρους; Όλοι είναι αθώοι του «αίματος»;

Δηλαδή, αντιλαμβάνομαι πάρα πολύ καλά τι σημαίνει να πας τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας στην εστίαση από το 13% στο 23%, γιατί έπρεπε να καλυφθεί ένα μεγάλο κενό που δημιουργήθηκε λόγω της υπερβολικής επιστροφής φόρου, επειδή συλλέγονται αποδείξεις και μπορεί να υπάρχουν συμπολίτες μας που φοροδιαφεύγουν συστηματικά και επιδοτούνται από το κράτος μέσω της επιστροφής αποδείξεων.

Όμως, δεν πρέπει να μιλήσουμε πρώτα για τους τρόπους είσπραξης και απόδοσης του ΦΠΑ; Δεν πρέπει να μιλήσουμε πρώτα για το τι σημαίνει ηλεκτρονικό χρήμα, τι σημαίνει ηλεκτρονικό τιμολόγιο, τι σημαίνει υποχρεωτική έκδοση απόδειξης; Αλλά όχι ρητορικά, μέσα από πολύ πρακτικούς μηχανισμούς περιορισμού της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής;

Μόλις μιλήσουμε στο πλαίσιο του Εθνικού Φορολογικού Συστήματος για τους μηχανισμούς είσπραξης και απόδοσης, μόλις συμφωνήσουμε σε πέντε απλούς κανόνες, θα δείτε ότι θα μπορέσουμε να μειώσουμε αισθητά και τους συντελεστές στο ΦΠΑ και στη φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων.

Αλλά, αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι, τα έσοδα του κράτους από τη φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων, επιχειρήσεων -γιατί εκπροσωπείτε από τον επιχειρηματικό κόσμο κάθε είδους επιχειρήσεων, προσωπικών και κεφαλαιουχικών- είναι 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ. 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ παίρνει το κράτος την περίοδο αυτή από το Φόρο Εισοδήματος Νομικών Προσώπων και 9 δισεκατομμύρια ευρώ -το έχω πει πολλές φορές- από το Φόρο Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων.

Εκατό δισεκατομμύρια είναι το δηλωμένο εισόδημα το επίσημο, τα 70 δισεκατομμύρια απαλλάσσονται για τον α’ ή β’ λόγο, τα 30 φορολογούνται και με μέσο όρο 30% δίνουν 9 δισεκατομμύρια. Αν αντί για 100 είχαμε δηλωμένα 130 και αν είχαμε μέση επιβάρυνση του συνόλου με 15%, θα είχαμε λύσει το πρόβλημα των εσόδων.

Αλλά αυτά θα γίνουν εάν μας στηρίξετε στο πλαίσιο του Εθνικού Φορολογικού Συστήματος. Θέλει αλγοριθμικούς τρόπους προσδιορισμού του κύκλου εργασιών και του εισοδήματος, θέλει πολύ απλούς μηχανισμούς για την είσπραξη και απόδοση του ΦΠΑ, πρέπει να σταματήσει να κυκλοφορεί το ρευστό που κυκλοφορεί μόνο στην Ελλάδα για κάθε είδους πληρωμή και βεβαίως, πρέπει να έχουμε μια στοιχειώδη εντιμότητα μεταξύ μας.

Είδατε τις καταστάσεις των μεγάλων οφειλών του Δημοσίου που είναι νομικά πρόσωπα και χρωστούν συνολικά 32 δισεκατομμύρια. Βλέπετε ότι εκεί μέσα έχουμε εταιρείες που δεν υπάρχουν προ πολλού, πτωχευμένες εταιρείες, έχουμε εταιρείες οι οποίες βρίσκονται υπό εκκαθάριση, έχουμε εταιρείες του δημόσιου τομέα που είναι μεγάλοι οφειλέτες, άρα χρωστάνε στον εαυτό τους. Αλλά αυτό εγγράφεται ως έλλειμμα στη γενική κυβέρνηση και βεβαίως υπάρχουν και κάποιοι οι οποίοι έχουν ευθύνη κι έχουν ευθύνη και οι διοικούντες ως φυσικά πρόσωπα.

Αν παίρναμε το 10% από το ποσό αυτό των 32 δισεκατομμυρίων, το 10%, θα είχαμε λύσει το πρόβλημα της εκτέλεσης του προϋπολογισμού του 2011 και ενδεχομένως και του 2012.

Φανταστείτε τώρα ότι 6.000 νομικά πρόσωπα οφείλουν συνολικά 32 δισεκατομμύρια, περίπου 9.000 φυσικά πρόσωπα 5 δισεκατομμύρια, είναι αυτοί που οφείλουν άνω των 150.000 ευρώ ο καθένας. Και όλοι οι υπόλοιποι, που είναι 800.000 οφειλέτες μαζί, που χρωστούν από λίγα ευρώ -μέχρι 149.000 ευρώ- οφείλουν άλλα 5 δισεκατομμύρια.

Το τραπεζικό απόρρητο έχει αρθεί, το ηλεκτρονικό τιμολόγιο έχει εισαχθεί, βοήθεια από τον ιδιωτικό τομέα, από λογιστές και δικηγόρους ζητάμε και έχουμε καθιερώσει ήδη το φορολογικό πιστοποιητικό, κινητοποιούμε έναν μηχανισμό που θέλουμε να λειτουργεί αυτόματα χωρίς προσωπική επαφή εφοριακού και επιχειρηματία, θέλουμε η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων να είναι το επίκεντρο της όλης προσπάθειας με την ηλεκτρονική ΔΟΥ. Έχουμε αλλάξει τη Γενική Διεύθυνση Ελέγχων και την έχουμε κάνει Μηχανισμό Ελέγχων και Εισπράξεων. Έχουμε φτιάξει ειδική υπηρεσία για τους μεγάλους φορολογουμένους, ειδική υπηρεσία για τους μεγάλους οφειλέτες.

Όμως, δεν αρκούν αυτά. Πρέπει να βοηθήσει ο πολίτης, πρέπει να βοηθήσει ο καταναλωτής, πρέπει να βοηθήσει ο επιχειρηματίας ο οποίος υφίσταται ο ίδιος την πίεση και την εκμετάλλευση μέσω των όρων συναλλαγών.

Άρα τώρα, τις επόμενες δυο εβδομάδες, στο διάλογο για το Εθνικό Φορολογικό Σύστημα δεν θα μιλήσουμε μόνο γι’ αυτά. Θα μιλήσουμε για τη σχέση φόρων και εισφορών, για να μπορούμε ν’ αντιμετωπίσουμε δίκαια την επιχείρηση εντάσεως εργασίας σε σχέση με την επιχείρηση εντάσεως κεφαλαίου. Θα μιλήσουμε για τους όρους συναλλαγών, για το πότε και πώς εκδίδεται το τιμολόγιο και πώς πληρώνεται ο ΦΠΑ και πότε γίνεται η εξόφληση. Θα δούμε αν πρέπει να διατηρηθεί το μοναδικό στην Ευρώπη φαινόμενο της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής που από μέσο πληρωμής έχει γίνει μέσο μακράς και αβέβαιης πίστης.

Και σ’ αυτό βεβαίως θα κληθεί να βοηθήσει και το τραπεζικό σύστημα. Το τραπεζικό σύστημα το προστατεύουμε γιατί προστατεύουμε τα χρήματα του ελληνικού λαού, όχι γιατί προστατεύουμε τους μεγαλομετόχους ή τις διοικήσεις. Η κυβέρνηση ενεργεί στο όνομα των πολιτών και στο όνομα του γενικού συμφέροντος. Το καταλαβαίνει ο πολίτης, γι’ αυτό έχουμε τώρα πια μια ροή επιστροφής καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες.

Γιατί οι ελληνικές τράπεζες έχουν προβλήματα, αλλά τελούν υπό ειδικό καθεστώς πολλαπλής εγγύησης. Είναι διπλοεγγυημένες. Από το Ευρωσύστημα, από την Ευρωζώνη, από το πρόγραμμα στήριξης. Είναι εγγυημένη η ρευστότητά τους -η χρηματοδότησή τους για την ακρίβεια- και είναι εγγυημένη και η κεφαλαιακή τους επάρκεια, η ανακεφαλαιοδότησή τους. Και αυτό θα δώσει υπεραξίες, θα διαμορφώσει ένα νέο τοπίο, όπως φάνηκε από τη συγχώνευση που ανακοίνωσαν οι Alpha Bank και η Eurobank, θ’ ακολουθήσουν κι άλλα βήματα και βέβαια αυτό θέλουμε ν’ αποδώσει στην πραγματική οικονομία.

Όλοι οι έλεγχοι γίνονται. Και όταν ανακοίνωσε η Ένωση Τραπεζών προχθές στη Βουλή ότι διευθετήθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια 700 εκατομμύρια δάνεια με μετακύληση ή με κάθε είδους διευθέτηση, αυτό δεν έγινε τυχαία. Είναι και μια αμοιβαία ανάγκη που εξυπηρετείται, δανειστή και δανειζόμενου. Και αυτό αφορά 70.000 επιχειρηματικά δάνεια, γιατί τα υπόλοιπα είναι βεβαίως δάνεια στεγαστικά και καταναλωτικά.

Δεν ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι τώρα αν γίνουν κάποιες αλλαγές στο μισθολόγιο, στο όνομα της δικαιοσύνης και του ήθους και της αξιοκρατίας, μπορεί κάποιοι να βρεθούν σε μια δυσκολία, παροδική δυσκολία, εξυπηρέτησης δόσεων στεγαστικών δανείων; Θα έχει τακτοποιηθεί αυτό όμως, θα έχει διαμορφωθεί νέο πλαίσιο με το τραπεζικό σύστημα ώστε κανείς εργαζόμενος στο Δημόσιο και τον δημόσιο τομέα να μην αντιμετωπίσει τέτοιο πρόβλημα εξυπηρέτησης στεγαστικού δανείου, ώστε να κάνει τον προγραμματισμό της οικογένειάς του σωστά.

Άρα, βρισκόμαστε τώρα στο κρίσιμο σημείο. Τώρα δεν υπάρχει ούτε αδράνεια ούτε αμηχανία ούτε οπισθοχώρηση. Τώρα υπάρχει μόνο η φυγή προς τα εμπρός. Και αυτό αφορά το κράτος, τις επιχειρήσεις, τους εργαζομένους, τους ανέργους, τα νοικοκυριά, το έθνος.

Είμαστε μια κυβέρνηση εθνικής ανάγκης. Δεν πίστευε κανείς μας, σας διαβεβαιώ, ούτε ο Πρωθυπουργός, ούτε εγώ, ούτε κανένα μέλος της Κυβέρνησης ότι στην πολιτική μας διαδρομή θα βρεθούμε στο σημείο να λαμβάνουμε τέτοιες αποφάσεις και να τις ανακοινώνουμε στον ελληνικό λαό. Ποιος θέλει ν’ ανακοινώνει περικοπές; Ποιος θέλει ν’ ανακοινώνει μειώσεις μισθών; Ποιος θέλει να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου; Ακόμη και ο απλός αγγελιοφόρος γίνεται αντιπαθής όταν αναγγέλλει κακά νέα, σύμφωνα με τη δομή της ελληνικής τραγωδίας.

Όμως, αυτό έλαχε στη χώρα –και το «έλαχε» είναι πολύ επιεικής έκφραση. Αυτό συνέβη στη χώρα, η ευθύνη του πολιτικού κόσμου και του πολιτικού συστήματος είναι η πρώτη και κυρίαρχη, αλλά όχι η μόνη. Θα ήταν άδικο και παραπλανητικό να πει κανείς ότι είναι η μόνη ευθύνη.

Εμείς αναλαμβάνουμε την ευθύνη αυτή. Και είπα και στη συνέντευξή μου της Τρίτης μετά το Υπουργικό Συμβούλιο, ότι ο πόλεμος αυτός είναι περίεργος, ασύμμετρος, άδικος. Γιατί, εάν νικήσουμε στον πόλεμο αυτό -που θέλουμε να νικήσουμε και σας διαβεβαιώ θα νικήσουμε- αν κάνουμε απλά πράγματα όπως τα περιγράφω, ο άλλος θα μείνει με την αίσθηση ότι υπήρξε ύφεση, ότι έχασε εισόδημα, ότι μειώθηκαν οι προοπτικές του, ότι ταλαιπωρήθηκε. Δε θα πει ότι κερδίσαμε. Εάν χάσουμε όμως, επειδή θα είναι πάρα πολύ αντιληπτό το τι σημαίνει ήττα, όλοι θα νιώσουν στο πετσί τους ότι χάσαμε. Και πάλι θα καταλογίσουν πολιτική ευθύνη.

Άρα, παίζουμε με πάρα πολύ άνισους όρους πολιτικά. Δε μας ενδιαφέρουν οι πολιτικοί όροι όμως οι συμβατικοί. Γιατί πρέπει τώρα ν’ αγωνιστούμε ως Έθνος, με όρους ιστορικούς. Και εσείς, ως θεσμικοί σύμβουλοι της πολιτείας, ως οργανωμένος επιχειρηματικός κόσμος της χώρας, ως ο μεγάλος κόσμος, η μεγάλη οικογένεια των Επιμελητηρίων, πρέπει να τα σκεφτείτε όλα αυτά. Χωρίς υστεροβουλίες, χωρίς κομματικούς πατριωτισμούς, χωρίς μειωτικές αντιδράσεις.

Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να καλούμε το σύνολο των τραπεζών του κόσμου και των ασφαλιστικών ταμείων του κόσμου, να μετάσχουν στο πρόγραμμα βιωσιμότητας και βελτίωσης των όρων διαχείρισης του ελληνικού δημοσίου χρέους, το PSI, και να υπάρχουν δυο ταμεία ελληνικά σε δυο ευαίσθητους επαγγελματικούς χώρους, των δημοσίων υπαλλήλων και των δημοσιογράφων, που αρνούνται ή διστάζουν να πάρουν την απόφαση να βελτιώσουν τα χαρτοφυλάκια του ταμείου τους, γιατί τα ελληνικά ομόλογα έχουν μια αξία άλφα τώρα και τα νέα θα έχουν πολλαπλάσια και εγγυημένη από το EFSF.

Ποιος εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ασφαλισμένων; Ποιος υπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας; Ποιος έχει το ηθικό δικαίωμα να το κάνει αυτό, εις βάρος της χώρας; Είμαι βέβαιος ότι αυτά που λέω θα τα λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη οι διοικήσεις.

Είναι δυνατόν η Τράπεζα της Ελλάδος, ως διαχειριστής του κοινού κεφαλαίου να παίρνει μία απόφαση υπέρ, όλες οι τράπεζες να παίρνουν μια απόφαση υπέρ, να έχουμε πάρα πολύ ενθαρρυντικά δείγματα διεθνώς και να έχουμε αυτό το φαινόμενο; Είναι υπεύθυνο αυτό το φαινόμενο; Τι δείγμα είναι; Είναι δείγμα προς αποφυγή.

Ή μήπως δεν ξέρουμε να βγούμε κι εμείς με μια ανακοίνωση, όπως κάνει με ευκολία η Αντιπολίτευση, και να πούμε για μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ, μείωση των συντελεστών του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, μείωση των συντελεστών του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων, μείωση του φόρου στην ακίνητη περιουσία, κατάργηση του ΦΠΑ 23% στα νεόδμητα ακίνητα που επεβλήθη από την προηγούμενη Κυβέρνηση και μας δεσμεύει τώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γιατί σύμφωνα με τον σχετικό κανονισμό η δήλωση αυτή δεν μπορεί να αλλάξει και θέλει βασιλικά έξοδα για να αλλάξει;

Όλα αυτά είναι πολύ καλά, αλλά πώς θα εκτελεστεί ο προϋπολογισμός του 2011, πώς θα κλείσουμε ταμείο, πώς θα καλύψουμε τα ταμειακά διαθέσιμα, πώς θα σχεδιάσουμε τον προϋπολογισμό του 2012, που πρέπει να κατατεθεί υπό διεθνή έλεγχο στις 3 Οκτωβρίου;

Απαιτείται κοινή λογική, σωφροσύνη, αίσθημα εθνικής ενότητας και αλληλεγγύης. Θα βγούμε από την κρίση και θα έχουμε μπροστά μας -πρώτα ο Θεός- πολλά χρόνια προκειμένου να ξαναπαίξουμε συμβατικά το πολιτικό παιχνίδι για όποιους ενδιαφέρονται γι΄ αυτό. Αλλά τώρα;

Τώρα, γι΄ αυτή την περίοδο και για τα επόμενα δύο χρόνια δεν υπάρχει η πολυτέλεια. Υπάρχει ιστορική ευθύνη, υπάρχει επιτακτικό εθνικό αίτημα και είμαι βέβαιος ότι εσείς θα δώσετε πρώτοι την απάντηση που περιμένει ο τόπος μας από εκείνους που ξέρουν να αναλαμβάνουν ρίσκο.

Γιατί επιχειρηματικότητα σημαίνει ρίσκο και διορατικότητα. Κι εσείς που ξέρετε τι σημαίνει ρίσκο και διορατικότητα, ξέρετε τι μπορεί να σημαίνει και διαχείριση κινδύνων. Ας διαχειριστούμε την κρίση, ας ξεπεράσουμε τον κίνδυνο, ας νικήσουμε σε αυτόν τον δύσκολο και ασύμμετρο πόλεμο redsq


Tags: Η Εξέλιξη της ΚρίσηςΠολιτικές Ομιλίες, 2011