Αθήνα, 22 Δεκεμβρίου 2015

 

Ομιλία Ευ. Βενιζέλου στην Ολομέλεια, κατά τη συζήτηση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «Σύμφωνο συμβίωσης, άσκηση δικαιωμάτων, ποινικές και άλλες διατάξεις»

Κυρίες και κύριοι βουλευτές, έπρεπε εδώ και καιρό η βουλή να έχει νομοθετήσει την επέκταση του Συμφώνου Συμβίωσης, συμμορφούμενη και στη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το επιδιώξαμε και στην προηγούμενη Βουλή, αλλά ο συσχετισμός των δυνάμεων δεν επέτρεπε να γίνει αυτό και χαιρόμαστε γιατί αυτό γίνεται τώρα. 

Το νομοσχέδιο όμως αυτό, που περιέχει στα πρώτα του άρθρα το Σύμφωνο Συμβίωσης, έχει μετατραπεί σε ένα όχημα, στο οποίο επιβιβάζονται διάφορες ρυθμίσεις, ορισμένες από τις οποίες είναι θεσμικά προβληματικές, για να μην πω προσβλητικές.

Πριν από αυτό υπάρχει ένα άλλο, πολιτικού χαρακτήρα ζήτημα, που είναι η σχέση των δύο κυβερνητικών εταίρων. Η σύγκρουση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ως προς το Σύμφωνο Συμβίωσης, τι μας λέει; Ότι αυτή η κυβέρνηση είναι αξιακά ετερόκλητη; Ή μήπως είναι κατά βάθος αξιακά ομοιογενής; Και ότι οι δήθεν διαφωνίες επί ζητημάτων ηθικής ή εθνικής ευαισθησίας στην πραγματικότητα λειτουργούν ως πρόσχημα, ως άλλοθι για να εφαρμόζεται μία πολιτική, η οποία έχει ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, τέτοια όμως που να επιτρέπει στην υπάρχουσα κλειστή ομάδα εξουσίας, να διαχειρίζεται την εξουσία, να τη νέμεται χωρίς καμία προγραμματική και θεσμική εγγύηση.

Χαίρονται βλέπω οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ επειδή έχουν ένα πεδίο διαφωνίας με τους βουλευτές των Ανεξαρτήτων Ελλήνων: Το Σύμφωνο Συμβίωσης, τα ανθρώπινα δικαιώματα. Θυμούνται ότι ψηφίζουν από κοινού, ότι διαχειρίζονται από κοινού μείζονα θέματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου; Δε σας ενοχλεί αισθητικά, συνταγματικά, ηθικά αυτή η κατάσταση; Είναι αυτή η κατάσταση δημοκρατικά διαφανής; Και το λέω αυτό γιατί στα ζητήματα της συνταγματικής ηθικής έχουν δοθεί πια οριστικά απαντήσεις, ιστορικά κεκτημένες. Και ως εκ τούτου, δεν έχουμε διλήμματα. Αυτά έχουν απαντηθεί προ πολλού, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

Όμως, στη χώρα μας υπάρχει ζήτημα δημοκρατίας και  κράτους δικαίου. Υπάρχει ζήτημα πολιτικού πολιτισμού. Και μία από τις αιτίες για τις οποίες δημιουργείται το ζήτημα αυτό, είναι η συνύπαρξη ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση αυτή. 

Τώρα, η αλήθεια επίσης είναι ότι σε όλα τα παράπλευρα ζητήματα, πέραν της οικονομικής πολιτικής -όπου υπάρχει η γνωστή αμφιθυμία- γίνονται επιλογές, οι οποίες δε διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για την απογείωση της χώρας. γίνονται επιλογές, οι οποίες- με εξαίρεση το Σύμφωνο Συμβίωσης- είναι βαθιά αντιμεταρρυθμιστικές.

Και πάνω στη λογική αυτή, οικοδομείται και η παρέμβαση που γίνεται με το νομοσχέδιο αυτό, στο χώρο της δικαιοσύνης. Η διάταξη με την οποία επεκτείνεται η ατομική πειθαρχική αρμοδιότητα των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, είναι μία διάταξη  που μειώνει το επίπεδο προστασίας της εσωτερικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών και εισαγγελέων.  Δεν είναι δυνατόν, ο δικαστικός λειτουργός που εκ του Συντάγματος και εκ του νόμου προεδρεύει των συλλογικών οργάνων ( που είναι το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, το Πειθαρχικό Συμβούλιο, και στις περισσότερες περιπτώσεις και η Ολομέλεια του οικείου   Ανωτάτου Δικαστηρίου), να έχει ατομική αρμοδιότητα κίνησης της πειθαρχικής διαδικασίας. Δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο πρέπει να γίνει αυτό, για ποιο λόγο πρέπει να διαμαρτύρονται οι δικαστικές ενώσεις, όπως διαμαρτύρεται πρωτίστως η Ένωση Εισαγγελέων, και για ποιο λόγο πρέπει να εκπέμπεται ένα μήνυμα πως κινούνται μοχλοί και μηχανισμοί για να ελεγχθεί ο δικαστικός λειτουργός. Να τελεί υπό απειλή, υπό κηδεμονία, υπό περιορισμό.

Έχουμε συνεχώς κυβερνητικούς υπαινιγμούς, παρεμβάσεις, την περιβόητη δήλωση για τα δικαστικά πραξικοπήματα. Το μήνυμα είναι απλό, «κυρίες και κύριοι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, η κυβέρνηση σας παρακολουθεί, σας αξιολογεί, σας κατατάσσει, σας βαθμολογεί,  και θεωρεί ότι κινήστε σωστά, όταν  κινήστε σε αρμονία με την κυβερνητική βούληση, την ρητή ή την εικαζόμενη». Αυτό είναι θεσμικά ανατριχιαστικό.

Και το είδαμε και με τον τρόπο, με τον οποίο οργανώθηκε η επιλογή για τις ηγετικές θέσεις της δικαιοσύνης. Η μία θέση καλύφθηκε 28 Ιουνίου μεσάνυχτα, ταυτόχρονα με την επιβολή των capital controls και οι άλλες μήνες αργότερα. Αυτά δεν είναι τυχαία. Όλοι οι παροικούντες τη Ιερουσαλήμ, γνωρίζουν τι έχει συμβεί. Φτάσαμε τώρα να υπάρχει αίτηση ακυρώσεως παραλήφθέντος δικαστικού λειτουργού του Συμβουλίου Επικρατείας, ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας, για την επιλογή των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ανεξαρτήτως από τα ζητήματα τα δικονομικά που  παραδεκτού,  υπάρχει ένα μεγάλο θέμα. Ένας δικαστικός λειτουργός νιώθει ότι πρέπει να ζητήσει δικαστική προστασία έναντι της κυβέρνησης για την επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης.

Και σήμερα, έχουμε μία τροπολογία, με την οποία καταργείται ουσιαστικά μια πολύ κρίσιμη, μια θεμελιώδης διάταξης του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το άρθρο 177Α, για τις αποδεικτικές απαγορεύσεις, δηλαδή για το κράτος δικαίου, στο πεδίο αρμοδιότητας του Οικονομικού Εισαγγελέα και του Εισαγγελέα Διαφθοράς, λες και εκεί δεν υπάρχει η ισχύς του ποινικού κώδικα και του κώδικα ποινικής δικονομίας. Μία τροπολογία που την υπογράφει μόνος ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης, ο κ. Παπαγγελόπουλος, χωρίς την υπογραφή του Υπουργού Δικαιοσύνης. Και έχει πράγματι αποκλειστική νομοθετική πρωτοβουλία ο κύριος αναπληρωτής υπουργός, αλλά για τα θέματα που αφορούν στενά τις αρμοδιότητές του, δηλαδή οργανωτικά ζητήματα, επιχειρησιακού χαρακτήρα, σε σχέση με τη διαφθορά και τη διαφάνεια. Όχι ζητήματα τροποποίησης του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και του Ποινικού Κώδικα. Χρειάζεται και ένα σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ του κ. Παρασκευόπουλου και του κύριου Παπαγγελόπουλου…

Κάποιοι νομίζουν ότι  η διάταξη αυτή αφορά τις διάσημες υποθέσεις της Λίστας Λαγκάρντ ή της Ρηνανίας – Βεσφαλίας. Δεν είναι καθόλου έτσι. Εάν θεωρηθεί ότι είναι έτσι, τότε υπάρχει μία παρέμβαση, έμμεση, προς όφελος προσώπων που τελούν υπό δικαστική κρίση στο θέμα αυτό. Μία παρέμβαση σε εκκρεμείς δίκες. Την οποία φαντάζομαι ότι δεν θέλει να κάνει η κυβέρνηση ή να χρεωθεί ότι κάνει.

Επίσης, πρέπει εδώ να σας πω, να σας θυμίσω ότι το 2008 μία εποχή που συγκεκριμένοι άνθρωποι έπαιζαν πολύ συγκεκριμένο ρόλο, είχαμε ριζική τροποποίηση του άρθρου 177Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο τροποποιείται σήμερα εκ του πλαγίου, μόνο για μια κατηγορία υποθέσεων, χωρίς την υπογραφή του υπουργού Δικαιοσύνης. Το 1996 με τη συνεργασία του κ. Παρασκευόπουλου ως καθηγητή και του αείμνηστου  Ιωάννη Μανωλεδάκη , εισήχθη στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με δική μου πρωτοβουλία (ήμουν τότε υπουργός Δικαιοσύνης) το άρθρο 177Α, που έλεγε ότι «τα αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής-όχι για την απόδειξη της αθωότητας- την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων δικονομικού καταναγκασμού, εκτός αν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό,  ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου».  Το 2008, η διάταξη αυτή με ένα νομοθέτημα που αφορούσε την προστασία γενικά του ιδιωτικού βίου και του απορρήτου των επικοινωνιών με το νόμο 3674 / 2008, έγινε πάρα πολύ γενική, πράγματι. «Αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία».  Χωρίς καμία περαιτέρω διευκρίνιση.

Αν ήθελε ο κύριος υπουργός Δικαιοσύνης, θα μπορούσε να επαναφέρει το άρθρο 177Α  γενικώς για όλες τις ποινικές υποθέσεις στην αρχική του μορφή. Αυτό που συμβαίνει τώρα όμως, είναι πραγματικά αδικαιολόγητο. Και δεν εξυπηρετεί απολύτως τίποτα, διότι υπάρχει πλήρης άρση του τραπεζικού, του φορολογικού και του ασφαλιστικού απορρήτου από το 2011. Δεν την ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ  τότε αυτήν την άρση του απορρήτου. Και, εν πάση περιπτώσει, έχουμε πει ότι ανεξαρτήτως από τις αποδεικτικές απαγορεύσεις και τη χρήση αποδεικτικών μέσων, υπάρχουν πληροφορίες, οι οποίες περιέρχονται στις αρμόδιες αρχές και αποτελούν αφετηρία έρευνας  με νόμιμα αποδεικτικά μέσα. Αφήστε που όπως ξέρετε,  το άρθρο 19 παρ. 3 του Συντάγματος,  επιβάλλει μία απόλυτη απαγόρευση για τις περιπτώσεις προσβολής του ίδιου του άρθρου 19 , του απόρρητου των επικοινωνιών, του άρθρου 9 , του άσυλου κατοικίας και του άρθρου 9 Α που είναι  ο ιδιωτικός βίος και τα προσωπικά δεδομένα. 

Άρα, δεν υπάρχει κάποια ανάγκη, η οποία αφορά συγκεκριμένες υποθέσεις. Αν υπήρχε αυτή η ανάγκη, η πρωτοβουλία θα έπρεπε να έχει ληφθεί  μήνες πριν. Κάτι άλλο συμβαίνει που οδηγεί στην κατάλυση θεμελιωδών εγγυήσεων του κράτους δικαίου στο πεδίο των αρμοδιοτήτων ενός αναπληρωτή υπουργού και με τον τρόπο αυτό,  έχουμε μία αλλοίωση βασικών νομοθετημάτων του ποινικού δικαίου, ουσιαστικού και δικονομικού, που είναι το εφαρμοσμένο σύνταγμα της χώρας.

Αυτό δεν είναι καλός οιωνός για το επίπεδο προστασίας των θεσμών, για το επίπεδο προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων. Γιατί υπάρχει και το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου και αυτά δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται παρεπιπτόντως, τελευταία στιγμή,  με εκπρόθεσμη τροπολογία, χωρίς συζήτηση στην επιτροπή, χωρίς  επιστημονικό έλεγχο, χωρίς συζήτηση στην επιστημονική κοινότητα μεταξύ των ειδικών επιστημόνων, χωρίς να εκφράσουν γνώμη τα δικαστήρια. Και απορώ: αυτό ζητήθηκε από δικαστικούς λειτουργούς; Πότε και πως; Έχετε απόφαση  της διοικητικής  ολομέλειας;

Άρα πίσω από μία διάταξη, που μας βρίσκει σύμφωνους - όπως είναι το Σύμφωνο Συμβίωσης- κρύβονται, δυστυχώς, παρεμβάσεις, οι οποίες είναι τουλάχιστον ύποπτες και καταλυτικές του κράτους δικαίου της χώρας.

***  

 

Παρέμβαση κατά τη συζήτηση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «Σύμφωνο συμβίωσης, άσκηση δικαιωμάτων, ποινικές και άλλες διατάξεις»

H διάταξη που εισηγείται με τροπολογία ο κ. Παπαγγελόπουλος, την οποία βλέπω ότι την υιοθετείτε τώρα εσείς, παραπέμπει στο άρθρο 17 Α του νόμου 2523 / 97, όπως τροποποιήθηκε το 2011 και ισχύει, και στο άρθρο 2 του νόμου 4022 / 2011. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την πλήρη άρση του φορολογικού, χρηματιστηριακού και τραπεζικού απορρήτου. Η τροπολογία αυτή τί προσθέτει στην ούτως ή άλλως ευρύτατη αποδεικτική και ερευνητική δυνατότητα που έχουν οι εισαγγελείς με τις διατάξεις αυτές; Με την ευμβρίθεια σας την ποινικολογική μπορείτε να μου πείτε τί προσθέτει;