2 Ιουλίου 2009 (απόγευμα)


Αγόρευση Ευ. Βενιζέλου κατά τη συζήτηση επί της αρχής, των άρθρων και του συνόλου του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Ανάπτυξης «Διασυνοριακές συγχωνεύσεις κεφαλαιουχικών εταιρειών».

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, με λύπη μου διαπιστώνω για πολλοστή φορά ότι η Κυβέρνηση είτε αγνοεί προκλητικά τα όσα λέει η Αντιπολίτευση είτε τα παραποιεί σκοπίμως. Και δεν αναφέρομαι στο διάλογο που είχαμε προηγουμένως με τον κύριο Υφυπουργό. Αναφέρομαι στο γεγονός ότι η χθεσινή μου πρόταση εδώ, εκ μέρους της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, να προβεί ο Πρωθυπουργός στις ενέργειες που είναι αναγκαίες για την έκτακτη Σύνοδο της Βουλής, προκειμένου να αποφασιστεί επιτέλους η συγκρότησης Εξεταστικής Επιτροπής για το σκάνδαλο της SIEMENS, δεν απαντήθηκε και κυρίως δεν απαντήθηκε μέσα στο Κοινοβούλιο από την Κυβέρνηση.

Θεωρεί μήπως ο Πρωθυπουργός ότι υπάρχει άλλος τρόπος, προκειμένου η ελληνική κοινωνία να πληροφορηθεί τι έγινε και να επέλθει η απολύτως αναγκαία κάθαρση στο δημόσιο ήθος; Ή ο κ. Καραμανλής θεωρεί ότι η μέθοδος της αδράνειας που εφαρμόζει σε όλα τα θέματα μπορεί να απαλλάξει τον εαυτό του, την Κυβέρνησή του και όλο το πολιτικό σύστημα της χώρας από αυτή τη μομφή που αιωρείται πάνω από τα κεφάλια δικαίων και αδίκων; Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από την αβεβαιότητα, την ασάφεια, τη γενική λασπολογία και από την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας πάντων και πασών.
Εκτός, όμως, από τα μείζονα θέματα, υπάρχουν και τα τρέχοντα θέματα του νομοθετικού έργου, όπως το νομοσχέδιο που συζητούμε. Με αίσθημα ευθύνης ο εισηγητής της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ήδη από το στάδιο της διαρκούς επιτροπής, τάχτηκε υπέρ της ψήφισης του νομοσχεδίου επί της αρχής, γιατί πρόκειται για μεταφορά Κοινοτικής Οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη. Και παρά τις επιμέρους παρατηρήσεις, τη δυνατότητα νομοτεχνικών βελτιώσεων, είναι γεγονός πως η Οδηγία πρέπει να μεταφερθεί. Συνιστά κοινοτική μας υποχρέωση.

Ως εδώ τα πράγματα βαίνουν καλώς. Ξαφνικά, όμως, μετά την επεξεργασία του νομοσχεδίου στη διαρκή επιτροπή, ο Υπουργός Ανάπτυξης καταστρατηγεί το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής και εισάγει προς ψήφιση ένα πλήρες νομοσχέδιο για την έρευνα, με το οποίο ανατρέπεται το ισχύον καθεστώς και ανατρέπονται όλες οι χρηματοδοτικές ισορροπίες και όλες οι εγγυήσεις διαφάνειας στον κρίσιμο τομέα της έρευνας. Διότι η μέθοδος της τροπολογίας, όπως είπα και προηγουμένως, έχει ως αποτέλεσμα να μη συζητηθεί τίποτα στην επιτροπή, να μην κληθούν για ακρόαση ούτε οι ερευνητικοί φορείς ούτε οι παραγωγικοί φορείς, να μην προκληθεί το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης, να μη διεξαχθεί η σχετική δημόσια συζήτηση.

Με τον τρόπο αυτό μάλιστα τροποποιούνται δήθεν δύο προεδρικά διατάγματα και για να αποφύγει η Κυβέρνηση τη φάση του γνωμοδοτικού ελέγχου από το Συμβούλιο της Επικρατείας και για να μην υπάρχει ο χρόνος αντίδρασης των ερευνητικών φορέων σε σχέση με αυτό που συντελείται. Πολλαπλή, συνεπώς, καταστρατήγηση και παραπλάνηση ενός ολόκληρου επιστημονικού, ερευνητικού και κοινωνικού χώρου.

Το νομοσχέδιο αυτό δεν μπορεί να ψηφιστεί πλέον επί της αρχής, γιατί δεν έχει αρχή. Την αρχή του νομοσχεδίου την κατέλυσε η Κυβέρνηση με την τροπολογία που κατέθεσε.

Η τροπολογία δε αυτή ουσιαστικά υπονομεύει το καθεστώς όλων των ερευνητικών φορέων της χώρας, διότι έως τώρα υπάρχουν και ισχύουν δυο διαφορετικά κανονιστικά πλαίσια: ένα για την χρηματοδότηση των ερευνητικών φορέων, των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων και ένα για τη χρηματοδότηση της βιομηχανίας και των άλλων παραγωγικών οντοτήτων που με όρους αγοράς και οικονομικού ανταγωνισμού επιζητούν τη χρηματοδότησή τους από τα κονδύλια της γραμματείας έρευνας και τεχνολογίας, προκειμένου να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους στην καινοτομία, με βάση τους σύγχρονους ευρωπαϊκούς δείκτες καινοτομίας από τους οποίους προκύπτει το παράδοξο συμπέρασμα πως οι επιδόσεις του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα είναι πολύ καλύτερες από τις επιδόσεις του ιδιωτικού τομέα και η χρηματοδότηση της έρευνας από το δημόσιο σε χαμηλά πάντα επίπεδα είναι συγκριτικά πολύ υψηλότερη από τη χρηματοδότηση της έρευνας από τον ιδιωτικό τομέα με ιδιωτικά κεφάλαια.

Η πρώτη, λοιπόν, συνειδητή και οργανωμένη παραπλάνηση του ερευνητικού χώρου και της Βουλής είναι πως τώρα ενοποιείται το καθεστώς και ενοποιούνται οι διαδικασίες και οι δίαυλοι χρηματοδότησης. Τώρα τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα εντάσσονται σε ενιαίο κατάλογο με τις βιομηχανικές και άλλες επιχειρήσεις, που διεκδικούν τα κονδύλια της έρευνας. Δεν ξέρουμε ποια και πόσα κονδύλια διοχετεύονται στη βασική ή στην εφαρμοσμένη έρευνα που συντελείται στο χώρο των ερευνητικών κέντρων και των πανεπιστημιακών εργαστηρίων και ποια είναι κρατική επιχορήγηση -grats- προκειμένου να κινητοποιηθεί, επιτέλους, ο ιδιωτικός τομέας.

Τώρα, όλα αυτά συνωθούνται. Γιατί, βεβαίως, στην πραγματικότητα ιδιωτικός τομέας αμιγώς ερευνητικός δεν υπάρχει στη χώρα μας. Είναι σχεδόν αποκλειστικά δημόσιος ο ερευνητικός τομέας. Αυτό σημαίνει ότι αλλάζει πλήρως το τοπίο. Στην πραγματικότητα τα ερευνητικά κέντρα και τα πανεπιστήμια γίνονται ουραγοί κάποιων επιχειρήσεων, διότι ούτε καν η συνεργασία δεν επιβάλλεται και δεν ρυθμίζεται με έναν διαφανή και αποτελεσματικό τρόπο, ώστε να υπήρχε πραγματικά μία σύνδεση θεσμικά οργανωμένη και ελεγχόμενη ανάμεσα στα πανεπιστήμια, στα ερευνητικά κέντρα και στην οικονομία, στην παραγωγή. Απολύτως ανεξέλεγκτα και αυθαίρετα όλα.

Δεύτερη εξαπάτηση κοινωνικά προκλητική. Ενώ το ισχύον διάταγμα του 2000 θεσπίζει ως βασικό κριτήριο για τη χρηματοδότηση της βιομηχανίας από τα κονδύλια της έρευνας την πρόσληψη νέων ερευνητών και νέων επιστημόνων και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, εδώ έχουμε πλήρη ακύρωση και ανατροπή αυτού του κριτηρίου: Το κριτήριο της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας για ερευνητές, για διδάκτορες, για κατόχους μεταπτυχιακών τίτλων καταργείται. Λαμβάνεται απλώς υπόψη γενικά τι θέση εργασίας έχει η επιχείρηση, χωρίς δεσμεύσεις και χωρίς καμία εγγύηση.

Άρα, έχουμε μια δεύτερη συγκλονιστική ανατροπή. Διότι όλο το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης εξ αρχής στους τομείς ευθύνης του Υπουργείου Ανάπτυξης είχε ως βασικό και θεμελιώδη στόχο τη διατήρηση και την αύξηση της απασχόλησης σε όλους τους τομείς, κυρίως, όμως, στη βιομηχανία και στην έρευνα, που ήταν εξ αρχής χρηματοδοτούμενοι τομείς, γιατί δεν υπήρχαν τέτοιες χρηματοδοτήσεις από το Υπουργείο Ανάπτυξης για το εμπόριο και τον τουρισμό. Ο τουρισμός ενισχύεται μέσα από τον αναπτυξιακό νόμο που χειρίζεται το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών.

Άρα, έχουμε δύο θεμελιώδεις ανατροπές και τώρα πλέον δεν υπάρχει κανένα κριτήριο, δεν υπάρχει καμία ιεράρχηση, δεν υπάρχει καμία διαφάνεια. Υπάρχει ένα κονδύλιο, που το διαχειρίζεται κατά το δοκούν και εν τέλει εν λευκώ ο Υπουργός Ανάπτυξης, μέσω του οποίου μπορούν να ενισχύονται υπό τη μορφή επιχορηγήσεων τα πάντα. Από την αγορά γηπέδων, δηλαδή οικοπέδων, ακινήτων και την κατασκευή κτηρίων μέχρι την ανανέωση του εξοπλισμού γραφείου μιας επιχείρησης.
Στην πραγματικότητα οργανώνεται ένας δεύτερος μηχανισμός επιχορηγήσεων, αναπτυξιακών επιδοτήσεων ή κατ’ όνομα αναπτυξιακών μέσω του Υπουργείου Ανάπτυξης και μέσω της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας, η οποία αλλάζει πλέον χαρακτήρα. Γίνεται έρευνα υποβοήθησης του Υπουργού Ανάπτυξης σε μια απολύτως ανεξέλεγκτη διαδικασία κατανομής κρατικού χρήματος χωρίς στόχους αναπτυξιακούς, χωρίς στόχους εργασιακούς, στόχους σε σχέση με την απασχόληση, στόχους ερευνητικούς, ώστε πραγματικά να έχουμε παραγωγή καινοτομίας.

Ένα χαρακτηριστικό κριτήριο: Ξέρετε πού καταρρέει η Ελλάδα στους διεθνείς δείκτες σε σχέση με την καινοτομία; Στον εξαιρετικά χαμηλό αριθμό νέων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Εάν δείτε πώς κατατάσσονται πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα και επιχειρήσεις σε σχέση με την καινοτομία, με την έρευνα και με την ανάπτυξη, θα δείτε πως ένα θεμελιώδες κριτήριο είναι το πόσα νέα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και μάλιστα ευρωπαϊκά και κατ’ επέκταση διεθνή παράγονται μέσα από τη διαδικασία αυτή. Μα, αυτό το κριτήριο αναφέρεται στο σωρό στην τροποποίηση της νομοθεσίας αυτής, με την οποία ανατρέπεται το σύμπαν. Και όλα αυτά δεν έχουν συζητηθεί πουθενά. Ούτε στη Βουλή ούτε στην ερευνητική κοινότητα ούτε με τους παραγωγικούς φορείς, σας λέω εγώ. Διότι υπάρχουν πάρα πολλοί επιχειρηματίες, που ενδιαφέρονται να συμβάλουν στην έρευνα και στην ανάπτυξη. Όμως, και αυτοί θέλουν διαφάνεια και εγγυήσεις. Θέλουν να ξέρουν πού βαδίζουν. Δεν θέλουν έναν παραγοντισμό, μια πελατειακή σχέση με τον εκάστοτε Υπουργό Ανάπτυξης ή με τον εκάστοτε Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Θέλουν επιτροπές που συγκροτούνται με κριτήρια. Θέλουν συμμετοχή του τραπεζικού συστήματος με έναν τρόπο διαφανή και ελέγξιμο, διότι μπορεί το τραπεζικό σύστημα στην πραγματικότητα να τα παρεμποδίσει όλα αυτά ή να τα προσανατολίσει εκεί που θέλει. Θέλουν να ξέρουν ποιοι είναι οι κανόνες του παιχνιδιού. Θέλουν ένα κράτος που θέτει κανόνες και σέβεται τους κανόνες αυτούς.

Το νομοσχέδιο αυτό δείχνει ότι η αντίληψη για τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς, για τις σχέσεις κράτους και οικονομίας που χαρακτηρίζει την Κυβέρνηση είναι μια αντίληψη όχι συντηρητική, νεοφιλελεύθερη, όπως λέγεται συχνά, αλλά μια αντίληψη που στην πραγματικότητα είναι φεουδαλικού χαρακτήρα. Μοιράζει χρήμα. Κάνει χάρες. Μα, έτσι δεν οργανώνεται η οικονομία, δεν προωθείται η ανταγωνιστικότητα, δεν εφαρμόζεται ένα μεταβιομηχανικό μοντέλο ανάπτυξης, δεν δημιουργούμε γνώση και διανοητικό κεφάλαιο. Δημιουργούμε, κυρίως, νέες θέσεις εργασίας.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα: Οι περιοχές της χώρας, οι περιφέρειας, το κριτήριο της περιφερειακής ανάπτυξης δεν προβλέπεται καν εδώ. Δηλαδή η περιβόητη ζώνη καινοτομίας της Θεσσαλονίκης δεν εντάσσεται καν στη ρύθμιση αυτή. Το πώς εξελίσσεται η θέση των περιφερειών με βάση το κριτήριο της καινοτομίας δεν λαμβάνεται καν υπόψη εδώ. Αρκεί να σας πω ότι για παράδειγμα η Ήπειρος συμπτωματικά, λόγω του ερευνητικού έργου του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων σε σχέση με το συνολικό αναπτυξιακό έργο της περιφέρειας, έχει καλύτερη θέση απ’ ό,τι έχει η κεντρική Μακεδονία, που έχει πολύ μεγαλύτερο οικονομικό όγκο, αλλά πολύ μικρότερη συμβολή της έρευνας μέσα στον όγκο αυτό του Α.Ε.Π. της. Δεν υπάρχει καμία αντίληψη για το ποια ανάγκη έχει η παραγωγική βάση της χώρας, γιατί η χώρα δεν έχει μόνο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, αλλά έχει και έλλειμμα παραγωγής, το οποίο αποτυπώνεται και στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών, στο έλλειμμά τους και στον τρόπο που αυτό διακυμαίνεται με ρηχότητα και με εντυπωσιακή ευκολία, ακριβώς γιατί δεν υπάρχει ιστός παραγωγικός.

Και το νομοσχέδιο αυτό έρχεται και κάνει ένα βήμα πίσω σε όλα τα θέματα. Κυρίως όμως κάνει ένα πολύ μεγάλο βήμα οπισθοχώρησης σε σχέση με τις εγγυήσεις διαφάνειας και τους καθαρούς κανόνες που πρέπει να διέπουν τη σχέση κράτους και οικονομίας σε έναν ευαίσθητο και υποδειγματικό τομέα, όπως είναι ο τομέας της έρευνας και της ανάπτυξης και άρα της καινοτομίας.

Αυτή η δήθεν τροπολογία - και απευθύνομαι και στον κύριο Υφυπουργό και στην κυρία Πρόεδρο- πρέπει να αποσυρθεί. Η Αξιωματική Αντιπολίτευση δεν θα μετάσχει στη συζήτηση της τροπολογίας αυτής και στην υφαρπαγή της ψήφου της Βουλής. Και φυσικά, κατόπιν αυτού, δεν θα ψηφίσει και σήμερα επί της αρχής το νομοσχέδιο, γιατί πλέον δεν έχει αρχή το νομοσχέδιο.

Αν ο Υπουργός Ανάπτυξης ο ίδιος, με την κοινοβουλευτική του ευθύνη και κατά τον λόγο της αρμοδιότητάς του, θέλει να εισηγηθεί αυτή τη ρύθμιση στη Βουλή των Ελλήνων, να έλθει να την εισηγηθεί κανονικά, ευθαρσώς, χωρίς να κρύβεται πίσω από τον Υφυπουργό του και χωρίς να κρύβεται πίσω από τη διαδικασία της δήθεν τροπολογίας. Να ενημερώσει τη Διαρκή Επιτροπή, να γίνουν ακροάσεις, να προκληθεί ο δημόσιος διάλογος, να ακούσουμε απόψεις, να δούμε τα διεθνή δεδομένα και να κρίνουμε ο καθένας κατά συνείδηση και με βάση τις πολιτικές του αντιλήψεις, αλλά όχι έτσι.

Tags: Αγορεύσεις | Παρεμβάσεις 2009