24 Δεκεμβρίου 2005
Το 2006 σηματοδοτείται συνήθως πολιτικά ως χρονιά των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών. Έχει όμως ήδη σφραγιστεί από το γεγονός ότι η χώρα καλείται να πορευθεί για τρίτη συνεχή χρονιά στα τυφλά χωρίς σχέδιο και χωρίς προϋπολογισμό. Όλοι γνωρίζουν και ρητά ή σιωπηρά αποδέχονται ότι ο προϋπολογισμός που ψηφίστηκε πριν από λίγες ημέρες είναι εικονικός και ανεφάρμοστος, όπως και το «επικαιροποιημενο» πρόγραμμα σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας για την περίοδο 2006-2008.
Ανάλογης σημασίας είναι και η πιστοποιημένη πια αδυναμία απορρόφησης του Γ’ Κ.Π.Σ., ενώ η συζήτηση εστιάζεται στο ύψος του Δ’ Κ.Π.Σ. για την περίοδο μετά το 2007, βλέπουμε να συντελείται η απώλεια των κονδυλίων του εν εξελίξει Γ’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης.
Το ερώτημα είναι γιατί η κυβέρνηση εγκλωβίστηκε σε αυτές τις αδιέξοδες καταστάσεις; Γιατί επενδύει πολιτικά σε μία κοινωνικά μονομερή, δηλαδή ταξική προσέγγιση των πραγμάτων που ενθαρρύνει την αδιαλλαξία του ΣΕΒ στις διαπραγματεύσεις για της Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση; Πιστεύει άραγε στα σοβαρά ο κ. Καραμανλής ότι μέσα από μία πολιτική «μεταρρυθμίσεων» και «τομών»θα διατηρήσει τους ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ, θα τροφοδοτήσει την ανάπτυξη, θα μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας, θα βρει πόρους για τη χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους και ιδίως για την ενίσχυση των αδύναμων, ευπαθών, αδικημένων και ανασφαλών κοινωνικών ομάδων;
Δυστυχώς ούτε ο πιο καλόπιστος ή ακόμη και αφελής αναλυτής δεν μπορεί πλέον να το δεχτεί αυτό. Από το σύνολο των πολιτικών πρωτοβουλιών της κυβέρνησης (αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, στη λειτουργία της αγοράς, στην αγορά εργασίας, στο ασφαλιστικό σύστημα) προκύπτει ένα προφανές και κοινωνικά προκλητικό συμπέρασμα. Όσες «μεταρρυθμίσεις» αναδιανέμουν το εισόδημα υπέρ των ισχυρότερων, υπέρ των μεγάλων κερδοφόρων επιχειρήσεων (π.χ. των τραπεζών) εφαρμόζονται και αποδίδουν αποτελέσματα. Αντίθετα όσες «μεταρρυθμίσεις» υποτίθεται ότι ενισχύουν τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, τις μικρές συντάξεις, την απασχόληση δεν εφαρμόζονται και δεν αποδίδουν γιατί εξ ορισμού δεν θα μπορούσαν να εφαρμοστούν και να αποδώσουν.
Ας δούμε τα κρίσιμα παραδείγματα: στο φορολογικό σύστημα αυξάνεται η φορολογία των φυσικών προσώπων και μειώνεται η φορολογία των νομικών προσώπων, ενώ επιδεινώνεται η σχέση άμεσων και έμμεσων φόρων. Στην αγορά πλήττονται διαρκώς οι μικρές επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι που χάνουν προσβάσεις στο τραπεζικό σύστημα και μερίδια του καταναλωτικού κοινού. Στις εργασιακές σχέσεις οι νέες ρυθμίσεις για το χρόνο εργασίας και τις υπερωρίες μεταφέρουν εισόδημα από το συντελεστή «εργασία» στο συντελεστή «κεφάλαιο». Στο ασφαλιστικό σύστημα το μόνο που δημιουργείται είναι ένα κλίμα ανασφάλειας και κινδυνολογίας, ενώ το κράτος συστηματικά αρνείται να σεβαστεί τις νομοθετημένες του υποχρεώσεις απέναντι στα ασφαλιστικά ταμεία κ.ο.κ.
Οι αναλύσεις είναι όμως περιττές, γιατί το ένστικτο των πολιτών έχει ήδη λειτουργήσει. Αυτό αποτυπώνεται στο βαθύ αίσθημα απαισιοδοξίας και αδιέξοδου που καταγράφουν οι έρευνες της κοινής γνώμης.
Φοβούμαι συνεπώς ότι το 2006 θα είναι χρονιά ανασφαλής και αμήχανη για μια χώρα που βλέπει έτσι να μειώνεται η εθνική της ανταγωνιστικότητα. Η θεσμικά αναγκαία πολιτική κινητικότητα γύρω από τις δημοτικές εκλογές δεν μπορεί να συγκαλύψει το αδιέξοδο αυτής της οικονομική και κοινωνικής πολιτικής. Και αυτό το βιώνει πρωτίστως η περιφέρεια με επικεφαλής τη Θεσσαλονίκη. Μετά από δύο χρόνια θητείας του κ. Καραμανλή στην πρωθυπουργία, ποιό είναι άραγε το αποτύπωμα του στην πόλη της Θεσσαλονίκης και στην γύρω περιοχή;
Μπροστά σε όλα αυτά ο κ. Καραμανλής καταφεύγει σε ένα θεσμικό τακτικισμό με την αναθεώρηση του Συντάγματος. Κάθε σοβαρή, υπεύθυνη και συναινετική πρόταση αναθεώρησης είναι ευπρόσδεκτη. Όλοι όμως πρέπει να γνωρίζουν ότι η αναθεώρηση δεν είναι ούτε πρόσχημα ούτε ρουλέτα.
*Άρθρο Ευ. Βενιζέλου στον Αγγελιοφόρο, 24 Δεκεμβρίου 2005