5 Απριλίου 1998

1. Εμμονή στον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος

Ολοι χωρίς καμία εξαίρεση συμφωνούν στην ανάγκη διατήρησης του κοινοβουλευτικού χαρακτήρα του πολιτεύματος. Η κυβέρνηση, που εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής, έχει την αρμοδιότητα να χαράζει τη γενική πολιτική της χώρας, ο δε πρωθυπουργός (όταν μάλιστα συμβαίνει να είναι και επικεφαλής της μονοκομματικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας) είναι το κεντρικό πολιτικό πρόσωπο του συστήματος διακυβέρνησης.

Οι μικρές προσθήκες που προτείνει η μείζων αντιπολίτευση στις αρμοδιότητες του Προέδρου αφορούν περισσότερο τον συμβολικό του ρόλο και όχι τους θεσμούς που βρίσκονται ­ ιστορικά και θεωρητικά ­ στον πυρήνα του κοινοβουλευτικού συστήματος, δηλαδή το διορισμό του πρωθυπουργού και τη διάλυση της Βουλής.

Κατά την πρώτη φάση της αναθεωρητικής διαδικασίας μείζον πρόβλημα φάνηκε, αντιθέτως, να είναι η πρόταση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας (ΠΑΣΟΚ) για την αναθεώρηση της διαδικασίας εκλογής του αρχηγού του κράτους από τη Βουλή. Κατά τη σχετική διάταξη (άρθρο 32) για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας απαιτείται στην πρώτη και στη δεύτερη ψηφοφορία η πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών (200/300).

Αν αυτή η αυξημένη πλειοψηφία δεν συγκεντρωθεί, η Βουλή διαλύεται υποχρεωτικά, διεξάγονται βουλευτικές εκλογές και η νέα Βουλή εκλέγει τον Πρόεδρο στην πρώτη ψηφοφορία με αυξημένη πλειοψηφία τριών πέμπτων (180/300), αν αυτό δεν επιτευχθεί, στη δεύτερη ψηφοφορία απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151/300), στη δε τρίτη και τελευταία ψηφοφορία εκλέγεται όποιος συγκεντρώσει τις περισσότερες ψήφους μεταξύ των δύο προσώπων που πλειοψήφησαν στην προηγούμενη ψηφοφορία.

Η σκέψη να περιοριστεί, ήδη από την τρίτη ψηφοφορία στην πρώτη Βουλή, η αναγκαία πλειοψηφία έτσι ώστε να επιταχύνεται η εκλογή Προέδρου συνάντησε αντιδράσεις. Αντίθετα η σκέψη να αποσυνδεθεί η διαδικασία της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από την απειλή διάλυσης της Βουλής για λόγους άσχετους προς το κυβερνητικό έργο συναντά ευρύτερη αποδοχή. Στη βάση συνεπώς αυτή είναι πολύ πιθανή η αναθεώρηση των σχετικών διατάξεων έτσι ώστε η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας να επιτυγχάνεται χωρίς να μεσολαβούν εξαιτίας της αδυναμίας εκλογής του διάλυση της Βουλής και πρόωρες εκλογές. Αυτό άλλωστε το σχήμα εφαρμόζεται σ' όλα τα ευρωπαϊκά κοινοβουλευτικά συστήματα (π.χ. Γερμανία, Ιταλία).

2. Ενίσχυση του ρόλου της Βουλής, εισαγωγή μέτρων διαφάνειας και πρόσθετων εγγυήσεων

Ολοι χωρίς εξαίρεση αναζητούν τις μεθόδους εκσυγχρονισμού του πολιτικού συστήματος, την αναβάθμιση του κύρους της πολιτικής και τα αντίβαρα στην εξουσία της εκάστοτε κυβέρνησης στην ενίσχυση του ρόλου της Βουλής και στην εισαγωγή πρόσθετων εγγυήσεων διαφάνειας ως προς τη λειτουργία του κομματικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό όλοι μένουν πιστοί στη μονοκαμεραλιστική παράδοση (που έχει επικρατήσει στην Ελλάδα, στην οποία δεν υπήρχε ούτε «αριστοκρατική» παράδοση ούτε ανάγκη εκπροσώπησης ομόσπονδων πολιτειών καθώς το ελληνικό κράτος είναι ενιαίο). Ολοι επίσης προτείνουν την εκλογίκευση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών: τόσο της νομοθετικής διαδικασίας (νέα κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των επιτροπών και της ολομέλειας της Βουλής, περιορισμός των τροπολογιών που εισάγονται κατά τη συζήτηση ενός νομοσχεδίου κλπ.) όσο και της διαδικασίας του κοινοβουλευτικού ελέγχου (με έμφαση στις ακροάσεις ενώπιον των κοινοβουλευτικών επιτροπών κλπ.).

Κατά την ίδια λογική όλα τα ελληνικά πολιτικά κόμματα συμφωνούν στην ανάγκη επιβολής εντονότερων μέτρων διαφάνειας ως προς την οικονομική διαχείριση των κομμάτων και των πολιτικών στελεχών (βουλευτών, υποψηφίων βουλευτών κλπ.). Η ίδια συμφωνία υπάρχει και ως προς τη διασφάλιση συνθηκών σταθερότητας και διαφάνειας κατά την πιθανή τροποποίηση του εκλογικού συστήματος (το οποίο είτε θα μπορεί να μεταβάλλεται μόνον κατά την πρώτη σύνοδο μιας Βουλής, είτε θα ισχύει για τις μεθεπόμενες εκλογές).

Ιδιαίτερη όψη του προβλήματος της διαφάνειας αποτελεί το ζήτημα των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών. Η συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής τείνει στην αποδοχή μεγάλου αριθμού ανεξάρτητων διοικητικών αρχών, φαινόμενο που σ' ένα μεγάλο βαθμό συνιστά εκδήλωση της αμηχανίας των σύγχρονων δημοκρατικών πολιτικών συστημάτων απέναντι στο φαινόμενο της κρίσης αξιοπιστίας της πολιτικής και των πολιτικών στελεχών. Στο σημείο αυτό είναι αναγκαία ίσως μια διάκριση μεταξύ εκείνων των ανεξάρτητων αρχών που συνοδεύουν ως θεσμικές εγγυήσεις κάποιο ατομικό δικαίωμα και των ανεξάρτητων αρχών που εξοπλίζονται με πολιτικού χαρακτήρα αρμοδιότητες περιορίζοντας έτσι όχι μόνο την αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας αλλά και την ελεγκτική αρμοδιότητα του κοινοβουλίου και εντέλει του ίδιου του εκλογικού σώματος.

3. Εμμονή στην αρχή του κράτους δικαίου και ενίσχυση των ατομικών δικαιωμάτων ­ εμμονή στην αρχή του κοινωνικού κράτους

Ολα τα πολιτικά κόμματα διαδηλώνουν την εμμονή τους στην αρχή του κράτους δικαίου και στην ανάγκη διεύρυνσης των ατομικών δικαιωμάτων. Δεν έχει εμφανισθεί πρόταση περιορισμού κάποιου συνταγματικού δικαιώματος, ενώ αντιθέτως τα κόμματα συγκλίνουν στην ανάγκη να προστεθούν νέες ρητές εγγυήσεις προστασίας του ατόμου απέναντι σε σύγχρονες απειλές που προέρχονται από την κοινωνία των πολιτών και την τεχνολογία (ηλεκτρονική επεξεργασία στοιχείων, βιοϊατρικά πειράματα κλπ.). Η μόνη ίσως διαφωνία στο κεφάλαιο αυτό εντοπίζεται στο συνταγματικό καθεστώς της ανώτατης εκπαίδευσης στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της πλήρους αυτοδιοίκησης των πανεπιστημίων που στην Ελλάδα είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη. Το άρθρο 16 παρ. 5 του Συντάγματος προβλέπει ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αποκλείοντας έτσι την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία εμμένει στη διατύπωση αυτή, ενώ η αντιπολίτευση προτείνει να εισαχθεί πρόβλεψη για τη δυνατότητα δημιουργίας ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Το ζήτημα συνδέεται μεταξύ άλλων με τη λειτουργία στην Ελλάδα ξένων πανεπιστημίων συμβεβλημένων πολλές φορές με ιδιωτικές κερδοσκοπικές εκπαιδευτικές επιχειρήσεις.

Αυτή η συμφωνία ως προς τον πολιτικό φιλελευθερισμό συνοδεύεται και από μία αντίστοιχη συμφωνία ως προς την ανάγκη εμμονής στις συνταγματικές βάσεις και τις δυνατότητες ανάπτυξης του κοινωνικού κράτους. Δεν πρόκειται φυσικά για μία δημοσιονομική και οικονομική συμφωνία αλλά για μία συμβολική πράξη με όχι αμελητέο πολιτικό περιεχόμενο. Κανένα πολιτικό κόμμα δεν προτείνει περιορισμό των κοινωνικών δικαιωμάτων, ενώ όλοι επαναλαμβάνουν ­ ανεξάρτητα από το βαθμό ιδεολογικής αξιοπιστίας που υπάρχει για το κάθε κόμμα ­ τη ρηματική διάθεση ενίσχυσής τους.

4. Ακώλυτη συμμετοχή στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης

Η συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής επιβεβαιώνει τη βούληση της χώρας να μετάσχει ακωλύτως στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης με μία ουσιαστική προσθήκη που διασφαλίζει την καλύτερη ενημέρωση και τη μεγαλύτερη συμμετοχή της Βουλής στις σχετικές διαδικασίες, ενόψει και του υψηλού βαθμού αδιαφάνειας που παρατηρείται στις ενδοκοινοτικές διαδικασίες τόσο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και του Συμβουλίου.

5 Πλήρης διασφάλιση της θρησκευτικής ελευθερίας χωρίς να μεταβάλλονται οι σχέσεις κράτους και Εκκλησίας


Η συντριπτική επίσης πλειοψηφία της Βουλής αφήνει έξω από το πεδίο της αναθεώρησης τις σχέσεις κράτους και Εκκλησίας. Θεωρεί δεδομένη τη θέση της ορθόδοξης Εκκλησίας όχι ως επίσημης θρησκείας του κράτους αλλά ως επικρατούσας θρησκείας, δηλαδή ως θρησκείας της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Ενόψει αυτού, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα συμφωνούν στην ανάγκη αποσαφήνισης των συνταγματικών διατάξεων περί θρησκευτικής ελευθερίας έτσι ώστε αυτές να κινούνται σε επίπεδο υψηλότερο αυτού που διαμορφώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία, ούτως ή άλλως, ισχύει και στην Ελλάδα ως εσωτερικό δίκαιο και υπερισχύει του κοινού νόμου.

6. Επιλογή των προεδρείων των ανωτάτων δικαστηρίων και έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων

Η οργάνωση και η λειτουργία της δικαιοσύνης είναι ένα από τα προνομιακά πεδία της αναθεώρησης καθώς οι δυνατότητες που έχει ο κοινός νομοθέτης να παρέμβει στο πεδίο αυτό είναι μικρές και γίνονται ακόμη μικρότερες λόγω του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Στο πλαίσιο αυτό όλα τα κόμματα συγκλίνουν στην ανάγκη να ρυθμιστούν κατά πιο περιοριστικό τρόπο η διαδικασία και τα κριτήρια επιλογής των προέδρων και των αντιπροέδρων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων [i) Αρειος Πάγος / ανώτατο δικαστήριο της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, ii) Συμβούλιο της Επικρατείας / ανώτατο διοικητικό δικαστήριο, iii) Ελεγκτικό Συνέδριο / ανώτατο δικαστήριο για θέματα δημοσιονομικού ελέγχου] καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Παρόμοια ­ αν και ανώριμη ακόμη ­ σύγκλιση υπάρχει και ως προς την ανάγκη αποσαφήνισης των, οξύτατων στην πράξη, θεμάτων του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων: της οργάνωσης και της οριοθέτησης του ελέγχου. Το ελληνικό σύστημα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας ανήκει στην κατηγορία των συστημάτων του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου που ασκείται από όλα ανεξαιρέτως τα δικαστήρια, όλων των βαθμίδων και των δικαιοδοσιών για τις ανάγκες της υπόθεσης που δικάζουν. Στην πράξη όμως ο έλεγχος ασκείται κατά βάση από τα τρία ανώτατα δικαστήρια και τελικά από τις ολομέλειές τους, ενώ σε περίπτωση διαφωνίας επιλαμβάνεται το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (μικτής σύνθεσης με τη συμμετοχή των προέδρων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων, τεσσάρων μελών του Αρείου Πάγου, τεσσάρων μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας και δύο καθηγητών Νομικής).

Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία επιμένει στην ανάγκη να εισαχθούν διατάξεις εκλογίκευσης και διαφανέστερης δικονομικής οργάνωσης του ελέγχου στο επίπεδο των ολομελειών των τριών ανωτάτων δικαστηρίων. Η μείζων αντιπολίτευση πρότεινε να ενισχυθεί ο ρόλος του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου έτσι ώστε όταν ένα δικαστήριο της ουσίας τείνει στη μη εφαρμογή μιας διάταξης νόμου ως αντισυνταγματικής να παραπέμπει αναγκαστικά το ζήτημα για οριστική κρίση στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ­ κάτι που θα έχει ως συνέπεια να ενισχυθεί ο ρόλος ενός δικαστηρίου μικτής, προσωρινής και τυχαίας εν πολλοίς, συγκρότησης και να καθυστερεί η διεξαγωγή πολλών δικών λόγω των παραπομπών αυτών.
Κανένα πάντως πολιτικό κόμμα δεν προτείνει να εισαχθεί ο θεσμός του συνταγματικού δικαστηρίου με αρμοδιότητες που θα επεκτείνονται και σε πεδία τα οποία τώρα κινούνται εκτός δικαστικού ελέγχου όπως, για παράδειγμα, η εφαρμογή των συνταγματικών διατάξεων που διέπουν τη λειτουργία της Βουλής ή η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Μια συνολική αξιολόγηση

1. Αν θελήσει κάποιος να δοκιμάσει μια συνολική αξιολόγηση της διαδικασίας αναθεώρησης του ελληνικού Συντάγματος με βάση τις ως τώρα συζητήσεις και τις προτάσεις των κομμάτων, τότε νομίζω ότι μπορεί με αρκετά υψηλό βαθμό βεβαιότητας να ισχυριστεί ότι πρόκειται για μία συναινετική αναθεώρηση. Μια αναθεώρηση που, ως προς τα ουσιαστικά τουλάχιστον ζητήματα, έχει καταστεί κοίτη σύγκλισης των συνταγματικών πολιτικών των κομμάτων τα οποία μετέχουν στην ελληνική Βουλή.

Είναι άλλωστε προφανές ότι πολύ μεγαλύτερη σημασία από τις τροποποιήσεις που προτείνονται έχει η πανηγυρική και επίσημη επιβεβαίωση των βασικών χαρακτηριστικών του πολιτεύματος και του πολιτικού συστήματος.

Αυτό φυσικά δεν πρέπει να μας κάνει να υποτιμήσουμε τις πολλές επιμέρους τροποποιήσεις που τέμνουν ανοικτά ζητήματα (σε σχέση με τη νομολογία), περιορίζουν την εξουσία του νομοθέτη, δηλαδή της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, και εισάγουν πρόσθετες εγγυήσεις ως προς τη θέση της Βουλής, τη διαφάνεια του πολιτικού συστήματος και το κράτος δικαίου.

2 Κάποιος εξωτερικός παρατηρητής θα μπορούσε ίσως να ισχυρισθεί ότι μία τέτοια αναθεώρηση είναι περιττή ή ότι πάντως δεν είναι ριζοσπαστική. Οτι η ελληνική αναθεωρητική διαδικασία έχει μάλλον «συντηρητικό χαρακτήρα». Αν η εμμονή στο κοινοβουλευτικό σύστημα και τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου, η διαφύλαξη των κοινωνικών δικαιωμάτων και η συνταγματική διασφάλιση της συμμετοχής της χώρας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι επιλογές «συντηρητικές», τότε και η ελληνική αναθεωρητική διαδικασία είναι «συντηρητική». Αν όμως αυτό συνιστά μία αρνητική πολιτική αξιολόγηση, τότε πρέπει να τονίσω ότι προτιμώ τη σημερινή ελληνική αντίληψη για το Σύνταγμα και την αναθεώρησή του από μια αντίληψη που θέλει διά του Συντάγματος να μεταβάλει την πολιτική πραγματικότητα και τους όρους λειτουργίας του πολιτικού συστήματος.

Η αντίληψη πως το συνταγματικό κείμενο ως ύψιστη εκδήλωση ενός νομικά οργανωμένου πολιτικού βολονταρισμού μπορεί να τέμνει το πραγματικό Σύνταγμα της χώρας, τη συνταγματική της παράδοση, τις πολιτικές της πρακτικές ή πολύ περισσότερο τους κοινωνικούς συσχετισμούς και τις νοοτροπίες της κοινωνίας, είναι μία αυταρχική κατά βάθος αντίληψη για την κοινωνία, η οποία έχει δοκιμαστεί αρκετές φορές ως τώρα. Τις περισσότερες χωρίς επιτυχία.

Οι μεγάλες τομές στη θεσμική συγκρότηση ενός κράτους και ιδίως οι ριζικές μεταβολές του συστήματος διακυβέρνησης (π.χ., η μετάβαση από την κοινοβουλευτική Τέταρτη στην ημιπροεδρική Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία ή η εισαγωγή ημιπροεδρικών συστημάτων ή συνταγματικών δικαστηρίων και συγκεντρωτικών συστημάτων ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων σε πολλά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης) προέκυψαν μέσα από προηγούμενες ρήξεις στο σώμα της ίδιας της κοινωνίας και μέσα από τη βαθιά κρίση ή την κατάρρευση του υφιστάμενου πολιτικού συστήματος. Δεν επιβλήθηκαν εν ψυχρώ μέσα από την τροποποίηση του συνταγματικού κειμένου.

Αυτές οι απλές διαπιστώσεις της συνταγματικής θεωρίας φαίνεται να έχουν αφομοιωθεί καλά από όλους τους θεσμικούς και πολιτικούς συντελεστές της σύγχρονης ελληνικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.


* Άρθρο Ευ. Βενιζέλου στο ΒΗΜΑ

Tags: Άρθρα 1998